«Την Οδόν της Πιστότητος Εξέλεξα»
Αφήγησις υπό Πωλ Ρόμπελ
ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ του 1914 ο κόσμος συγκλονίσθηκε από την είδησι της επιστρατεύσεως για πόλεμο. Κατοικούσαμε στα Γερμανικά σύνορα, στην επαρχία της ανατολικής Πρωσίας. Εμείς έξη παιδιά απολαμβάναμε ήσυχα χρόνια με τους γονείς μας, αλλ’ όταν ο μεγαλύτερος αδελφός μας εκλήθη να υπηρετήση στον πόλεμο, η μητέρα μου έκλαψε πικρά. Εγώ προσπαθούσα να την παρηγορήσω, αλλ’ εκείνη έλεγε: «Αρχίζουν τρομερά χρόνια».
Επειδή εγώ ήμουν τότε μόνον δεκαπέντε ετών, απορούσα πώς μπορούσε να ξέρη η μητέρα μου ότι θα ήρχοντο ταραχώδεις καιροί. Αποδείχθηκε ότι η μητέρα μου εστήριζε τις απόψεις της στις προφητείες της Αγίας Γραφής για τις ‘έσχατες ημέρες’. Συχνά την επεσκέπτετο ένας περιοδεύων διάκονος, τον οποίον αυτή υπεδέχετο φιλόξενα και ο οποίος είχε αφήσει ολίγα φυλλάδια, τα οποία η μητέρα κρατούσε μέσα στη Γραφή της. Η μητέρα διάβαζε συχνά τη Γραφή και μας δίδασκε καλές αρχές. Και ο πατέρας επίσης μας διάβαζε από την Αγία Γραφή. Έτσι από νεαρή ηλικία είχαμε ανατραφή να φοβούμεθα τον Θεό.
Σε λίγο μας περιεκύκλωσε ο πόλεμος. Είδαμε τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα, ακούσαμε τα κανόνια να κροτούν, είδαμε Ρώσους στρατιώτας, τους νεκρούς και τους τραυματίας. Έπρεπε να σπεύσωμε να φύγωμε. Στο έτος 1918 έγινα κι εγώ στρατιώτης.
Μετά τον πόλεμο και την απόλυσί μου από τον στρατό, πήγα στην περιοχή του Ρουρ, όπου βρήκα μερικούς από τους συγγενείς μου, και ανέλαβα εργασία στα μεταλλεία. Σ’ αυτή την περιοχή συνήντησα επίσης ένα κορίτσι που υπήρξε σύντροφος της ζωής μου πάνω από πενήντα χρόνια τώρα.
ΕΚΛΕΓΩ «ΤΗΝ ΟΔΟΝ ΤΗΣ ΠΙΣΤΟΤΗΤΟΣ»
Με τον καιρό τα βιβλία της Εταιρίας Σκοπιά! Η Κιθάρα του Θεού και Γραφικαί Μελέται ήλθαν στο σπίτι μας. Τα διάβασα ως το τέλος. Με αυτά τα βιβλία άρχισα να καταλαβαίνω την Αγία Γραφή. Αυτό διήγειρε μέσα μου την επιθυμία να υπηρετήσω τον Θεό και ν’ ακολουθήσω τον δρόμο της αληθείας του. Αισθάνθηκα όπως ο ψαλμωδός: «Την οδόν της πιστότητος εξέλεξα».—Ψαλμ. 119:30, ΜΝΚ.
Κατέβαλα κάθε προσπάθεια ν’ αποκτήσω περισσότερη γνώσι της Γραφής, και όταν ένας διάκονος, που εκπροσωπούσε την Εταιρία Σκοπιά, μας προσεκάλεσε σε μια συνάθροισι της Χριστιανικής εκκλησίας, δεχθήκαμε. Η πρώτη δημοσία Γραφική ομιλία που άκουσα είλκυσε το ενδιαφέρον μου τόσο πολύ ώστε προσεκάλεσα τον ομιλητή να μας επισκεφθή και έως αργά τη νύχτα καθήσαμε και ωφεληθήκαμε πολύ από τις Γραφικές του γνώσεις. Από τότε έως σήμερα, η ανάγνωσις της Γραφής και η μελέτη, με τη βοήθεια των εκδόσεων της Εταιρίας Σκοπιά, απετέλεσαν μέρος του καθημερινού προγράμματός μου.
Εν τούτοις, από μια ανθρώπινη άποψι, αισθανόμουν ότι δεν ήμουν δυνατός και δεν είχα τα προσόντα να μεταδώσω τις Γραφικές αλήθειες με τη διακονία από σπίτι σε σπίτι. Αλλά τώρα που συνταυτίσθηκα με τη Χριστιανική εκκλησία και παρακολουθούσα τακτικά συναθροίσεις πήρα στα σοβαρά την ενθάρρυνσι που μου έγινε να λάβω μέρος στη διακονία του αγρού. Ένα πρωί λοιπόν έβαλα τη Γραφή μου σε μια καινούργια δερμάτινη τσάντα, πήγα σ’ ένα Χριστιανό αδελφό και τον παρεκάλεσα να με πάρη μαζί του στη διακονία από σπίτι σε σπίτι. Αφού τον άκουσα επί μια ώρα περίπου, του ζήτησα λίγα βιβλία. Πήγα στις πόρτες με τρία βιβλία και λίγα περιοδικά, και σε λίγο διέθεσα όλ’ αυτά τα Γραφικά βοηθήματα στους οικοδεσπότας.
Από τότε πήγαινα μόνος στη διακονία του αγρού. Αισθάνθηκα πια ότι είχα υπερνικήσει μια μεγάλη αδυναμία. Εκείνο τον καιρό δεν είχα ιδέα για την ευλογητή θύρα δράσεως που μου είχε ανοιχθή τότε.
Η εκκλησία με την οποία συνταυτίσθηκα, στο Μπόχουμ-Λάνγκεντρέερ, αποτελείτο από σαράντα άτομα περίπου. Ο σύνδεσμός μου μ’ αυτή την εκκλησία εξακολουθούσε να με οικοδομή. Τόν Αύγουστο του 1925 εσυμβόλισα την αφιέρωσί μου στον Ιεχωβά με το εν ύδατι βάπτισμα. Στο έτος 1928 βαπτίσθηκε και η σύζυγός μου, και από τότε προχωρήσαμε μαζί στον Χριστιανικό δρόμο της δράσεως και πιστότητας και απολαύσαμε την αγαθότητα του Ιεχωβά.
Από τον καιρό του βαπτίσματός μου ακόμη ήθελα ν’ αναλάβω ολοχρόνιο έργο κηρύγματος, αλλ’ επειδή είχαμε τρία παιδιά, έπρεπε να υπομείνω. Ασχολήθηκα μέσα στην εκκλησία, με το να προωθώ τα συμφέροντα της Βασιλείας, ν’ αναλαμβάνω διάφορα καθήκοντα, και ν’ αυξάνω σε ζήλο και ικανότητα.
Η οικογένειά μας απήλαυσε πολλές ευλογίες με τη συναναστροφή ωρίμων Χριστιανών αδελφών. Εκτιμήσαμε τα λόγια που είναι στην επιστολή 1 Πέτρου 4:9: «Γίνεσθε φιλόξενοι εις αλλήλους, χωρίς γογγυσμών». Πόσο συχνά εθαύμαζα την ικανότητα της συζύγου μου να ετοιμάζη ένα ωραίο γεύμα με τα λίγα πράγματα που είχαμε. Οι Χριστιανοί αδελφοί μου πάντοτε αισθάνονταν μαζί μας σαν να ήσαν στο σπίτι τους, και ποτέ δεν μας έλειψαν τ’ αναγκαία για τη ζωή.
ΥΠΕΡΝΙΚΗΣΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΩΝ ΜΕ ΤΗ ΧΑΡΙ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
Μετά την απαγόρευσι των μαρτύρων του Ιεχωβά από τον Χίτλερ, έπρεπε να διεξάγωμε το έργο του κηρύγματος κάτω από την επιφάνεια. Στις 7 Οκτωβρίου 1934, ολόκληρη η εκκλησία μας έλαβε μέρος στην αποστολή ενός ψηφίσματος διαμαρτυρίας προς τον Χίτλερ. Κατόπιν, στις 27 Απριλίου 1936, με συνέλαβε η Γκεστάπο. Η Γκεστάπο μού ζήτησε να καταγράψω όλα τα ονόματα των «ηγετών» των μαρτύρων του Ιεχωβά. Ενώπιον του κινδύνου να βασανισθώ, θα μπορούσα να μείνω στην οδό της πιστότητος στον Θεό; Ο Ιεχωβά με ενίσχυσε να το πράξω. Έλαβα την απόφασι να μη προδώσω τους Χριστιανούς αδελφούς μου, έστω και αν θα πέθαινα. Εκείνο που κατέγραψα για να το διαβάση η Γκεστάπο ήταν μια μαρτυρία για τη βασιλεία του Θεού.
Στη διάρκεια της διετούς φυλακίσεώς μου μπόρεσα να ενισχύσω μερικούς από τους Χριστιανούς αδελφούς μου που χρειάζονταν πνευματική βοήθεια. Τον Μάιο του 1938 αποφυλακίσθηκα, και τότε βρέθηκα εγώ ο ίδιος σε πνευματική ανάγκη. Αυτό έγινε διότι λίγο πριν από την απόλυσί μου σχεδόν όλοι οι Χριστιανοί αδελφοί μου σ’ εκείνη την περιοχή είχαν συλληφθή. Φαινόμουν σαν να μην είχα επαφή με την οργάνωσι του Θεού. Λίγη μόνο πνευματική τροφή υπήρχε.
Ήμουν υπό αστυνομική επιτήρησι και άνεργος επειδή αρνήθηκα να ενταχθώ, στο εργατικό μέτωπο. Ως άνεργος, τελικά εστάλην πίσω στον παληό μου τόπο εργασίας στο μεταλλείο από το γραφείο εργασίας. Προς το τέλος του Βʹ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν γινόταν η επιστράτευσις του λαϊκού στρατού, ενόμισα ότι θα ήμουν σε λίγο με τους Χριστιανούς αδελφούς μου στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Εν τούτοις, απροσδόκητα έλαβα ένα πιστοποιητικό «UK» (που σημαίνει απαραίτητος) λόγω της στρατιωτικής σπουδαιότητος των μεταλλείων. Ανώτεροι αξιωματούχοι του μεταλλείου άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον στην αλήθεια της Γραφής, και μπορούσα συχνά να δίνω μαρτυρία για τη βασιλεία του Θεού.
Εν τώ μεταξύ όμως μου τελείωσε όλο το απόθεμα των Γραφικών βοηθημάτων. Προσευχήθηκα όπως ο ψαλμωδός: «Μη αφαιρέσης ολοτελώς από του στόματός μου τον λόγον της αληθείας· διότι ήλπισα επί τας κρίσεις σου». (Ψαλμ. 119:43) Ύστερ’ από μια ισχυρή βομβαρδιστική επιδρομή, θυμήθηκα έναν παλαιό μάρτυρα και αποφάσισα να τον επισκεφθώ και να ιδώ πώς περνά. Αφού πέρασα από δρόμους γεμάτους πέτρες, έφθασα ακριβώς όταν αυτός προσπαθούσε να κρύψη έναν μεγάλο αριθμό περιοδικών Η Σκοπιά στον κατεστραμμένο ορνιθώνα του. Ήταν ευτυχής όταν πήρα το ανεκτίμητο φορτίο της πνευματικής αυτής τροφής στο ποδήλατό μου και το έφερα σε μια πιο ασφαλή θέσι.
Ο Ιεχωβά είχε εισακούσει την προσευχή μου. Είχαμε τώρα πνευματική τροφή. Τα άρθρα της Σκοπιάς με τίτλο «Η Θεοκρατία,» «Το Μικρόν Ποίμνιον,» «Το Δράμα του Ιεζεκιήλ,» «Το Αντίλυτρο,» «Η Θρησκεία,» «Η Απελευθέρωσις,» «Κυβέρνησις και Ειρήνη» και τα άρθρα που εξηγούσαν τις προφητείες του Ζαχαρία και του Μιχαία, και πολλά άλλα, προμήθευσαν μια πλούσια πνευματική ευωχία από τον Ιεχωβά ανάμεσα στους εχθρούς μας. Μπορούσα τώρα να συμμερισθώ αυτή την πνευματική τροφή μ’ εκείνους από τους Χριστιανούς αδελφούς μου στους οποίους μπορούσα να φθάσω. Πώς θα μπορούσα εγώ ποτέ ν’ ανταποδώσω την καλοσύνη του Ιεχωβά για όλ’ αυτά τα πνευματικά οφέλη; Μόνο με το να δείξω μεγαλύτερο ζήλο στην εκπλήρωσι της αφιερώσεώς μου.
Το θέρος του 1945, όταν οι μάρτυρες του Ιεχωβά βγήκαν στην επιφάνεια, 15 από μας συναθροισθήκαμε σε μια ευτυχισμένη επικοινωνία για να συζητήσωμε για το μέλλον. Την Κυριακή ήσαν παρόντες 27 Μάρτυρες, πρόθυμοι να υποστηρίξουν το έργο της Βασιλείας μ’ ένα οργανωμένο τρόπο. Μας ένωσε η αγάπη και η εκτίμησις που είχαμε μεταξύ μας, και ο Ιεχωβά άρχισε να ευλογή την εκκλησία μας με μεγάλες αυξήσεις.
ΑΥΞΗΣΙΣ ΠΡΟΝΟΜΙΩΝ ΣΤΟ ΟΛΟΧΡΟΝΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
Επειδή αγαπώ τους ανθρώπους και επιθυμώ να μιλώ στην καρδιά τους, απολαμβάνω πάρα πολύ τη διακονία από σπίτι σε σπίτι. Πραγματικά, επί είκοσι χρόνια η επιθυμία μου ήταν ν’ αναλάβω το ολοχρόνιο έργο κηρύγματος. Τώρα ήλθε ο κατάλληλος καιρός. Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μας ενηλικιώθηκαν και στερεώθηκαν στην αλήθεια του Θεού. Εν τούτοις, λυπούμεθα να πούμε ότι ο νεώτερος γυιος μας υπήρξε θύμα του πολέμου· έως σήμερα είναι γραμμένος ως αγνοούμενος.
Αλλά τώρα μια σωματική πάθησις εκδηλώθηκε και φάνηκε να εμποδίζη την είσοδό μου στην ολοχρόνια διακονία. Ο γιατρός μου προείπε ότι σε διάστημα δύο ετών θα έπρεπε ν’ αναμένω μια παράλυσι της δεξιάς μου πλευράς. Αυτό έγινε στο έτος 1948, και απεφάσισα να χρησιμοποιήσω αυτά τα δύο έτη στην ολοχρόνια διακονία και να κάμω το καλύτερο που μπορούσα.
Εν τω μεταξύ, πέρασαν είκοσι επτά χρόνια! Μολονότι ποτέ δεν μπόρεσα να βαδίσω χωρίς δυσκολία, ωστόσο η προειπωμένη παράλυσις δεν επήλθε. Στο έτος 1947 εκλήθην στο Μαγδεμβούργο για να εκπαιδευθώ για τη διακονία ως ένας περιοδεύων επίσκοπος της Εταιρίας Σκοπιά. Επί είκοσι έτη σχεδόν, ως τον καιρό μιας σοβαρής ασθενείας τον Οκτώβριο του 1966, μπόρεσα να υπηρετήσω με αυτή την ιδιότητα και γεύθηκα την αγαθότητα του Ιεχωβά με άμετρη αφθονία. Μια αφθονία χαράς ήταν η καθημερινή μου μερίς.
Η οργάνωσις νέων εκκλησιών και η ενίσχυσις μικρών ομάδων έφερνε πολλές χαρές και ευλογίες. Ωστόσο, έπρεπε κανείς να είναι πρόθυμος να υποστή κάποια στέρησι. Λόγου χάριν, ένας προεδρεύων επίσκοπος μιας μικρής εκκλησίας επτά μαρτύρων μου έγραψε ότι η επίσκεψίς μου έπρεπε να ματαιωθή, διότι ο ίδιος έπρεπε να πάη σ’ ένα σανατόριο, και η εκκλησία ήταν τόσο μικρή ώστε δεν υπήρχε χώρος να μείνω. Εν τούτοις, πήγα στην πόλι και αναζήτησα έναν άλλον επίσκοπο εκκλησίας. Αυτός έμενε με την οικογένειά του στριμωγμένη σ’ ένα μόνο δωμάτιο. Ο ιδιοκτήτης του είχε κάποιο αγρόκτημα και ρώτησα τον Μάρτυρα αν θα μπορούσε να μιλήση στον ιδιοκτήτη του. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μπόρεσα να κοιμηθώ σ’ ένα μικρό δωμάτιο πάνω από το βουστάσιο. Υπήρχε ένα μικρό στρατιωτικό κρεββάτι μ’ ένα αχυρόστρωμα για να κοιμηθώ, και στο ίδιο δωμάτιο κοιμήθηκε κι’ ένας περιοδεύων εμποροϋπάλληλος. Επειδή ήταν φθινόπωρο, αναγκάσθηκα να κοιμηθώ με τα ρούχα μου για να μη κρυολογήσω.
Μέσα στην εβδομάδα μπόρεσα να βρω ένα δωμάτιο σ’ ένα σχολείο για μια δημόσια Γραφική ομιλία και να επισκεφθώ όλους τους Μάρτυρας οι οποίοι την Κυριακή έλαβαν μέρος στη διανομή προσκλήσεων για την ομιλία. Το απόγευμα της Κυριακής για έκπληξι όλων, πενήντα εξη γέμισαν την Αίθουσα και όλοι άκουσαν προσεκτικά. Από τότε η εκκλησία ηύξανε, και σε λίγο είχαν δική τους Αίθουσα Βασιλείας.
Μια άλλη πείρα που είχα ήταν σχετική με τη συνέλευσι περιοχής που είχε διευθετήσει η Εταιρία Σκοπιά να γίνη στο Πάντερμπορν στη δεκαετία του 1950. Η δημαρχία δεν μας έδωσε ούτε αίθουσα ούτε τόπο όπου να κάνωμε τη συνέλευσί μας. Μπορέσαμε όμως να νοικιάσουμε από έναν εστιάτορα μια λέσχη τυφεκιοφόρων σε απόστασι δύο περίπου χιλιομέτρων μέσα σ’ ένα μικρό χωριό που ελέγετο Νάουχάους. Ο τοπικός ιερεύς, που ήταν και πρόεδρος των τυφεκιοφόρων, προσπάθησε να πιέση τον εστιάτορα απειλώντας τον με αφορισμό αν δεν ματαίωνε τη συμφωνία. Αλλ’ ο εστιάτωρ είπε ότι αυτός ήταν ένας επαγγελματίας και είχε ήδη λάβει το ενοίκιο από τους μάρτυρας προκαταβολικώς, ενώ η Καθολική Εκκλησία του χρωστούσε ακόμη χρήματα για δύο εορτασμούς Χριστουγέννων.
Στη διάρκεια της συνελεύσεως ο ιερεύς καταράστηκε τους Μάρτυρας, τον εστιάτορα, εκείνους που έδωσαν καταλύματα στους Μάρτυρας και τους επαγγελματίας που πώλησαν είδη παντοπωλείου σ’ εμάς. Η διαγωγή του ιερέως υπεκίνησε πολλούς να εγκαταλείψουν την εκκλησία. Ο εστιάτωρ αφωρίσθηκε αλλ’ απέκτησε τη συμπάθεια των κατοίκων. Σήμερα μπορούμε να έχωμε τις συνελεύσεις μας περιοχής στο Πάτερμπορν και υπάρχει μια ανθηρή εκκλησία που υπερβαίνει τους εκατό Μάρτυρας.
ΠΟΛΥΑΣΧΟΛΟΣ ΑΚΟΜΗ—ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ
Τόν Οκτώβριο του 1966 ήμουν στο κτίριο της Εταιρίας στη Γερμανία παρακολουθώντας τη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας για επισκόπους, οπότε αρρώστησα με πνευμονία. Ώσπου να μπορέσω να επιστρέψω στο σπίτι μου, απήλαυσα μια στοργική φροντίδα της οικογενείας Μπέθελ. Επειδή μερικά από τα εσωτερικά μου όργανα έπαυσαν να λειτουργούν, η σωματική μου κατάστασις επιδεινώθηκε, και συνεπέρανα ότι η επίγεια υπηρεσία μου θα τελείωνε σε λίγο. Αλλά ύστερ’ από λίγον καιρό ανέρρωσα και μπόρεσα να σταθώ στα πόδια μου με το ήμισυ τουλάχιστον των δυνάμεών μου, πράγμα που ήταν ικανοποιητικό, και μπόρεσα να συνεχίσω το ολοχρόνιο έργο κηρύγματος.
Στα περασμένα τέσσερα χρόνια είχα το προνόμιο να υπηρετήσω ως επίσκοπος στην εκκλησία του τόπου μου, στο Μπόχουμ-Λάνγκεντρεερ, και ν’ απολαύσω την εγκάρδια επικοινωνία και την στοργική υποστήριξι των Χριστιανών αδελφών μου στην προώθησι των συμφερόντων της Βασιλείας.
Όταν ανατρέχω στα περασμένα σχεδόν σαράντα οκτώ χρόνια αφιερωμένης υπηρεσίας στον Θεό, καταλαβαίνω ότι ο Ιεχωβά με βοήθησε να βαδίσω στον δρόμο της πιστότητος· με άφησε να έχω μέρος στην αγαθότητα που επέδειξε στο λαό του. Καθώς αποβλέπω στην Πηγή της δυνάμεως και της σωτηρίας, η απόφασίς μου παραμένει: «Την οδόν της πιστότητος εξέλεξα». «Θέλω ψάλει εις τον Ιεχωβά διότι με αντήμειψε».—Ψαλμ. 119:30· 13:6, ΜΝΚ.