Σταθεροί Παρά τους Διωγμούς από τον Κλήρο, τους Ναζιστάς και Κομμουνιστάς
Αφήγησις υπό Έρνστ Σέλιγκερ
Η ΣΥΖΥΓΟΣ μου κι’ εγώ περάσαμε πάνω από σαράντα χρόνια σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως και σε φυλακές. Γιατί; Όχι για κάποια άδικη πράξι ή ανάμιξι στην πολιτική, αλλά για τη σταθερή μας πίστι στον Θεό.
Ο κλήρος καθώς και οι Ναζισταί και οι Κομμουνισταί εναντιώθηκαν στη συμμετοχή μου στο έργο του κηρύγματος της βασιλείας του Θεού. Εν τούτοις, σ’ όλα αυτά τα χρόνια έμεινα σταθερός στην επιθυμία μου να είμαι πιστός στην υπηρεσία του Θεού.
Η ΝΕΑΝΙΚΗ ΜΟΥ ΖΩΗ
Ακόμη ως νέος ήθελα να είμαι ένας διάκονος του Θεού. Μια μέρα όταν το είπα αυτό στη μητέρα μου, εκείνη απήντησε: «Γι’ αυτό είμεθα ακριβώς πολύ φτωχοί.» Με λύπησε αυτό, αλλά εγκατέλειψα την ιδέα ότι θα μπορούσα ποτέ να γίνω ένας διάκονος. Αντί διάκονος θα γινόμουν φαρμακοποιός.
Αμέσως μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στο έτος 1918, άρχισα να είμαι μαθητευόμενος σ’ ένα φαρμακείο της Σιλεσίας, της Γερμανίας. Λόγω των κακουχιών έπρεπε να εγκαρτερήσω, και συχνά σκεπτόμουν να τερματίσω τη ζωή μου. Αλλά λίγους μήνες αφ’ ότου τελείωσα τη μαθητεία μου έπεσε το βλέμμα μου σε μια τοιχοκόλλησι. Ανήγγειλε την προβολή του Φωτοδράματος της Δημιουργίας, ένα πρόγραμμα διασκοπικών και κινηματογραφικών εικόνων που προεβάλλοντο από τους Σπουδαστάς των Γραφών ή μάρτυρας του Ιεχωβά.
Είπα μέσα μου: «Οι άνθρωποι που μελετούν ειλικρινά την Αγία Γραφή είναι εκείνοι τους οποίους αναζητώ.» Το Φωτόδραμα αφήρεσε ένα κάλυμμα από τα μάτια μου. Άρχισα να κατανοώ τον σκοπόν του Θεού. Αμέσως παρήγγειλα τους επτά τόμους των Γραφικών Μελετών που εξέδιδε η Εταιρία Σκοπιά και δέχθηκα προσκλήσεις να παρακολουθήσω Βιβλικές διαλέξεις. Αφού έκαμα προόδους στην εκμάθησι της Βιβλικής αληθείας, αφιέρωσα τη ζωή μου στον Θεόν και βαπτίσθηκα τον Φεβρουάριο του 1923. Επιτέλους έγινα ένας υπηρέτης του Θεού!
Η ΠΙΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ
Το ίδιο εκείνο έτος ένας Καθολικός ιερεύς άρχισε να εγείρη αναταραχή εναντίον μας. Ανήγγειλε ότι θα έδινε μια ομιλία εναντίον των Σπουδαστών της Γραφής στην πόλι Γκότεσμπεργκ. Ο Καθολικός εμπορικός διευθυντής του Διαμαρτυρομένου προϊσταμένου μου επέμενε ότι έπρεπε να πάω στην ομιλία. Ήμουν μόνον 18 ετών ηλικίας τότε και συνεζήτησα το πράγμα με τους Χριστιανούς αδελφούς μου. Αποφασίσαμε να πάω και να λάβω σημειώσεις και να πω κάτι για την αλήθεια της Γραφής αν είχα την ευκαιρία.
Όταν φθάσαμε εκεί, ο εμπορικός διευθυντής με πήγε σε μια αίθουσα όπου ήσαν συγκεντρωμένοι 250 Καθολικοί. Με πήγε ως τον πίσω εξώστη, αργότερα έμαθα από τον εργοδότη μου ότι ο διευθυντής και οι συνένοχοί του σχεδίαζαν να με ρίξουν κάτω από τον εξώστη. Αλλ’ εγώ μη γνωρίζοντας τον κακό τους σκοπό αποφάσισα να κατέβω στην κυρία αίθουσα και να σταθώ πίσω από την τελευταία σειρά. Στις 8 μ.μ. ο ιερεύς μαζί με άλλους κληρικούς μπήκε στην αίθουσα. Στη διάρκεια της ομιλίας του κρατούσα σημειώσεις και αυτό προφανώς τον εξενεύρισε τόσο ώστε συχνά σπόγγιζε τον ιδρώτα από το μέτωπο του.
Ύστερα από ένα διάλειμμα, ο ιερεύς άρχισε τη συνάθροισι ερωτήσεων. Κανείς δεν είπε τίποτα. Εγώ προσευχήθηκα στον Ιεχωβά και κατόπιν σήκωσα το χέρι μου. Ανέφερα ότι με προσεκάλεσαν να έλθω και ότι δεν επρόκειτο να κάμω φασαρία, αλλά ωρισμένα πράγματα που ελέχθησαν για τους Σπουδαστάς των Γραφών δεν ήσαν αληθινά. Επί δέκα λεπτά περίπου όλοι άκουγαν που εξηγούσα ορισμένες αλήθειες με τη βοήθεια της Γραφής.
Κατόπιν, ξαφνικά, κάποιος από πίσω μου έσχισε την Αγία Γραφή και τις σημειώσεις μου από το χέρι μου. Ένας όχλος έπεσε επάνω μου και με τραβούσε προς μια οπισθία είσοδο και ολοένα με γρονθοκοπούσαν και με λάκτιζαν. Δυο Καθολικοί αστυνομικοί ενεθάρρυναν τον όχλο να με ρίξη κάτω από την ελικοειδή σκάλα. Κρατήθηκα απελπισμένος από τα κάγκελα προσευχόμενος στον Ιεχωβά για βοήθεια. Τελικά κάποιος από την αίθουσα τους είπε να με αφήσουν να φύγω χωρίς άλλη ενόχλησι. Ήμουν αποφασισμένος να μείνω σταθερός υπέρ της αληθείας του Θεού παρ’ όλη την πίεσι που ενέπνεε ο κλήρος να με σταματήσουν.
Η ΟΛΟΧΡΟΝΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
Το 1924 εγκατέλειψα την εργασία μου στο φαρμακείο και ανέλαβα την ολοχρόνια υπηρεσία κηρύττοντας τον Λόγον του Θεού με την κατεύθυνσι της Εταιρίας Σκοπιά. Πόσο ευτυχής ήμουν!
Τι θαυμάσιες πείρες είχα σ’ αυτό το έργο του κηρύγματος! Παραδείγματος χάριν, σ’ ένα σπίτι μια γυναίκα μού είπε: «Νεαρέ μου, θέλω να σου πω κάτι. Ο σύζυγός μου κι’ εγώ προσευχόμεθα στον Θεό κάθε πρωί και κάθε βράδυ γονατιστοί. Επιθυμώντας να εννοήσωμε καλύτερα τους σκοπούς του, τον παρακαλέσαμε χθες το βράδυ να μας στείλη κάποιον με έντυπα να μας εξηγήση την Αγία Γραφή. Είχα πεποίθησι ότι ο Θεός θα άκουε την προσευχή μας. Γι’ αυτό σήμερα το πρωί έψησα ένα κέικ με την πλήρη προσδοκία ότι κάποιος αγγελιοφόρος από τον Θεό θα ερχόταν. Όπως βλέπεις, και ο καφές είναι έτοιμος. Παρακαλώ κάμε μια προσευχή για το φαγητό και ας καθήσωμε μαζί να το απολαύσωμε. Ο σύζυγός μου ασφαλώς θα εκπλαγή απόψε όταν του το πω» Αυτή η γυναίκα πήρε όλα τα βοηθητικά βιβλία της Γραφής που είχα.
ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥΣ ΔΙΩΓΜΟΥΣ ΤΩΝ ΝΑΖΙΣΤΩΝ
Το 1925 έλαβα πρόσκλησι να εργασθώ στο τμήμα της Εταιρίας Σκοπιά στο Μαγδεμβούργο. Μετά τον γάμο μου που έγινε το έτος 1931, εξακολούθησα να υπηρετώ εκεί. Η σύζυγός μου κι’ εγώ είχαμε έναν πολύ αρμονικό γάμο ως τότε που έγινε ο Ναζιστικός διωγμός των μαρτύρων του Ιεχωβά. Ξαφνικά, από τον φόβο του διωγμού, εκείνη μου έδωσε ένα τελεσίγραφο: Ή να παρατήσω την αλήθεια της Γραφής ή αυτήν. Η απόφασίς μου ήταν να παραμείνω πιστός στον Ιεχωβά, κι’ έτσι έχασα κι’ αυτήν και τον γιο μου.
Ο Ναζιστικός διωγμός ενετάθη. Δυο φορές με συνέλαβαν επειδή ήμουν μάρτυς του Ιεχωβά. Όταν, μετά από εξάμηνη φυλάκισι, αρνήθηκα πάλι να παύσω τη συναναστροφή μου με τους μάρτυρας του Ιεχωβά, με ωδήγησαν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Σαξενχάουζεν τον Ιούλιο του 1937.
Επειδή ήμουν σταθερός στην άρνησί μου να υπογράψω ένα φύλλο στρατολογίας τον Ιούλιο το 1940, ένας Ταγματάρχης μου είπε: «Ξέρεις ότι σε 4-6 εβδομάδες θα τουφεκισθής;» Η απάντησίς μου ήταν: «Ναι, κ. Ταγματάρχα, αλλά η απόφασίς μου παραμένει η ίδια!» Συνέβησαν όμως αλλιώς τα πράγματα. Έγινε μια αλλαγή στο νόμο ότι όσοι ήσαν φυλακισμένοι πριν από τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο δεν υπάγονταν στον νόμο στρατολογίας. Γι’ αυτό και δεν επρόκειτο να εκτελεσθώ.
Διαφορετικά όμως έγιναν τα πράγματα με τον νεώτερο αδελφό μου Μάρτιν ο οποίος έμαθε την αλήθεια του Θεού από μένα μόλις εννέα μήνες πριν από την σύλληψί μου. Αυτός εκλήθη για στρατιωτική υπηρεσία, αρνήθηκε να πάρη όπλο και καταδικάσθηκε σε θάνατο. Τον Φεβρουάριο του 1943 εξετελέσθη στη λεμητόμο μέσα στη φυλακή στο Βραδενβούργον.
Μέσα στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως, ο Αδελφός Σούρσταϊν μάς ενεθάρρυνε δίνοντας ένα ημερήσιο Γραφικό εδάφιο με σχόλια. Λίγο προτού σταλή στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Νταχάου και τεθή στον θάλαμο των αερίων μού είπε: «Αδελφέ Σέλιγκερ, να συνέχισης αυτό που εγώ άρχισα εδώ και να ενισχύης τους αδελφούς όπως ακριβώς προσπαθούσες να κάνης ως τώρα.» Το θεώρησα αυτό σαν ένα τιμητικό διορισμό από τον Ιεχωβά και επειδή μου ανετέθη να εργασθώ στο νοσοκομείο, κατώρθωνα να βρίσκω καιρό να γράφω καθημερινά Γραφικά εδάφια μια φορά για ένα ολόκληρο μήνα. Αυτά διαβιβάζονταν στους άλλους Μάρτυρες που ήσαν στο στρατόπεδο.
ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΣ ΠΑΡΑ ΤΟΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΔΙΩΓΜΟ
Μετά τον πόλεμο και την απόλυσί μου από το στρατόπεδο, είχα το προνόμιο να βοηθήσω στην αναδιοργάνωσι του έργου του κηρύγματος των μαρτύρων του Ιεχωβά στη Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία (της Ανατολικής Γερμανίας). Αφού νυμφεύθηκα την Χίλδεγκαρντ Μες μού δόθηκε το προνόμιο να υπηρετήσω ως επίσκοπος περιοχής για να ενθαρρύνω και να εποικοδομήσω τις εκκλησίες των μαρτύρων του Ιεχωβά. Αλλά μετά από λίγα χρόνια το έργο του κηρύγματός μας απαγορεύθηκε πάλι—αυτή τη φορά από τους Κομμουνιστάς. Μας συνέλαβαν και τους δύο τον Νοέμβριο του 1950 ενώ πηγαίναμε στον σιδηροδρομικό σταθμό του Τοργκάου για να ταξιδέψωμε προς την επόμενη εκκλησία. Τον Ιούλιο του 1951, ένα κομμουνιστικό δικαστήριο στη Λειψία με κατεδίκασε σε 15ετή φυλάκισι .Η σύζυγός μου, που είχε μείνει πολλά χρόνια στα Ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως, καταδικάσθηκε σε 10ετή φυλάκισι. Μερικοί από τους άλλους φυλακισμένους Μάρτυρας, που ήσαν μαζί μου στο Ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως, με παρεκάλεσαν και πάλι να βοηθήσω στην παροχή πνευματικής τροφής. Παρ’ όλους τους αυστηρούς έλεγχους στο σωφρονιστήριο, επί ένα χρονικό διάστημα μας ήταν δυνατόν να έχωμε μια καθημερινή μελέτη της Σκοπιάς και άλλες συναθροίσεις για την εποικοδόμησι της πίστεώς μας.
Μολονότι η σύζυγός μου κι εγώ ήμαστε στην αρχή στην ίδια φυλακή, δεν μας επετρέπετο να βλέπωμε ή να μιλούμε ο ένας στον άλλον. Αλλά και η σύζυγός μου, επίσης, κατώρθωνε να λαμβάνη πνευματική τροφή και να την δίνη και στους άλλους. Αφηγείται τα εξής:
«Τον Φεβρουάριο του 1952, μεταφέρθηκα στη φυλακή του Βάλτχαϊμ. Ο Ιεχωβά μού έδειξε πολλή καλωσύνη, διότι, απροσδόκητα, ενώ ήμουν υπό κράτησιν στην αρχή, έλαβα μια Αγία Γραφή, την οποία εδιάβασα όλη έξη ή επτά φορές. Μπορούσα να μιλώ με τις Χριστιανές αδελφές μου πολλά πράγματα από την Αγία Γραφή τα οποία θυμόμουν. Κάθε μέρα εξετάζαμε ένα εδάφιον της ημέρας, το οποίον διεβιβάζετο λαθραία σε όλα τα κελλιά που υπήρχαν Μάρτυρες. Ακολουθούσαν σχόλια από την Αγία Γραφή και τελικά κάναμε σκέψεις πάνω στα άρθρα της Σκοπιάς. Φέραμε μάλιστα λαθραία και μια Αγία Γραφή μέσα στη φυλακή την τεμαχίσαμε και μοιράσαμε τα μέρη της σε διάφορα κελλιά. Κάθε εβδομάδα ανταλλάσσαμε αυτά τα διάφορα μέρη της Αγίας Γραφής. Όταν εγίνοντο αιφνιδιασμοί στα κελλιά, μέρη της Αγίας Γραφής, ή γραμμένα ημερήσια εδάφια έπεφταν στα χέρια των Κομμουνιστών δεσμοφυλάκων.
«Εξ αιτίας αυτών των αιφνιδιασμών πέρασα ένα έτος στην απομόνωσι επί τρεις μήνες στερήθηκα όλα αυτά τα προνόμια και επί τρεις εβδομάδες ήμουν σε ‘σκοτεινή κράτησι’—δηλαδή σ’ ένα κελλί που εχρησιμοποιείτο για τρελλά άτομα. Αλλά μόλις επέστρεψα, είχα πάλι έντυπα της Γραφής και τα έδινα και στους άλλους.
«Το 1954, όλες οι γυναίκες μεταφέρθηκαν στο Χάλλε. Οι υπάλληλοι των φυλακών με χαρακτήρισαν ως ιδιαίτερα επικίνδυνη, διότι, όπως είπε μια γυναίκα φύλαξ, μιλούσα για την Αγία Γραφή όλη την ημέρα. Με έκλεισαν λοιπόν σ’ ένα υπόγειο κελί με άλλους Μάρτυρας που δεν επετρέπετο να εργάζωνται. Εδώ πραγματικά μιλούσαμε για την Αγία Γραφή όλη την ημέρα καθώς και για τα άρθρα της Σκοπιάς που είχαμε ακόμη υπ’ όψιν. Κατόπιν, την 1ην Νοεμβρίου 1960, αποφυλακίσθηκα—μετά από δέκα ετών φυλάκισι.»
Τρία χρόνια μετά την αποφυλάκισι της συζύγου μου αποφυλακίσθηκα κι εγώ και μου επετράπη να συναντήσω τη σύζυγό μου στο Δυτικό Βερολίνο. Μόλις ανέλαβα κάπως από την πολύ άσχημη υγεία μου, ανέλαβα πάλι το ολοχρόνιο έργο του κηρύγματος και χάρις στην παρ’ αξίαν αγαθότητα του Ιεχωβά, η σύζυγός μου κι εγώ υπηρετούμε ακόμη με αυτήν την ιδιότητα.
Ένα πράγμα είναι βέβαιο: Δεν είχα ιδέα τότε στο έτος 1922 όταν έμαθα την αλήθεια του Θεού ότι η δεύτερη σύζυγός μου κι εγώ θα δαπανούσαμε πάνω από σαράντα χρόνια σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως και φυλακές. Αλλά με τον απόστολο Παύλο μπορούμε να λέμε, ότι «εις πληγάς καθ’ υπερβολήν, εις φύλακας περισσότερον, εις θανάτους πολλάκις. . . εν κόπω και μόχθω», είμεθα αποφασισμένοι να μείνωμε σταθεροί ως «υπηρέται του Χριστού.»—2 Κορ. 11:23-27.