Ο Θεός Είναι το Καταφύγιο και η Δύναμή Μου
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Η ΣΑΡΛΟΤ ΜΙΛΕΡ
«Είσαι αξιέπαινη για τα εννιά χρόνια που υπέφερες υπό τον Χίτλερ», είπε ο κομμουνιστής δικαστής. «Ήσουν πράγματι κατά του πολέμου, αλλά τώρα είσαι κατά της ειρήνης μας!»
ΑΝΑΦΕΡΟΤΑΝ στην παλαιότερη φυλάκισή μου από τους Ναζί καθώς και στο σοσιαλισμό της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Στην αρχή έμεινα άφωνη, αλλά κατόπιν απάντησα: «Ο Χριστιανός δεν αγωνίζεται για την αληθινή ειρήνη με τον τρόπο που το κάνουν αυτό οι άλλοι άνθρωποι. Απλώς προσπαθώ να ακολουθώ τη Γραφική εντολή να αγαπώ τον Θεό και τον πλησίον μου. Ο Λόγος του Θεού με βοηθάει να διατηρώ ειρήνη με λόγια και με πράξεις».
Εκείνη την ημέρα, την 4η Σεπτεμβρίου 1951, οι κομμουνιστές με καταδίκασαν σε οχτώ χρόνια φυλάκιση—ένα χρόνο λιγότερο από όσο με είχε καταδικάσει το καθεστώς των Ναζί.
Όταν οι εθνικοσοσιαλιστές και οι κομμουνιστές δίωκαν εμάς, τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, έβρισκα παρηγοριά στο εδάφιο Ψαλμός 46:1: «Ο Θεός είναι καταφυγή ημών και δύναμις, βοήθεια ετοιμοτάτη εν ταις θλίψεσι». Μόνο ο Ιεχωβά μού έδωσε τη δύναμη να υπομείνω και, όσο περισσότερο έκανα το Λόγο του κτήμα μου, τόσο πιο ισχυρή γινόμουν.
Παίρνω Δύναμη για το Μέλλον
Γεννήθηκα το 1912 στο Γκότα-Ζιμπλέιμπεν, στη Θουριγγία της Γερμανίας. Μολονότι οι γονείς μου ήταν Προτεστάντες, ο πατέρας μου αναζητούσε τη Γραφική αλήθεια καθώς και μια δίκαιη κυβέρνηση. Όταν οι γονείς μου είδαν το «Φωτόδραμα της Δημιουργίας», ενθουσιάστηκαν.a Ο πατέρας είχε βρει αυτό που αναζητούσε—τη Βασιλεία του Θεού.
Ο πατέρας και η μητέρα, μαζί με εμάς τα έξι παιδιά, αποχώρησαν από την εκκλησία στις 2 Μαρτίου 1923. Ζούσαμε στο Κέμνιτς, στη Σαξονία, και εκεί συνταυτιστήκαμε με τους Σπουδαστές της Γραφής. (Τρεις από τους αδελφούς και τις αδελφές μου έγιναν Μάρτυρες του Ιεχωβά.)
Στις συναθροίσεις των Σπουδαστών της Γραφής, μου εντυπώνονταν Γραφικά εδάφια και πολύτιμες αλήθειες, και αυτά γέμιζαν με ευτυχία τη νεανική μου καρδιά. Πρωταρχική θέση είχε η εκπαίδευση την οποία λαβαίναμε εμείς οι Χριστιανοί νέοι—που ήμασταν πάνω από 50—την Κυριακή, και την οποία λάβαμε για λίγο η αδελφή μου η Κάτι και εγώ. Στην ομάδα μας ανήκε και ο νεαρός Κόνραντ Φράνκε, ο οποίος οργάνωνε εκδρομές και έψελνε ύμνους μαζί μας. Αργότερα, από το 1955 ως το 1969, ο αδελφός Φράνκε υπηρέτησε ως επίσκοπος του τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στη Γερμανία.
Η δεκαετία του 1920 ήταν ταραχώδης, μερικές φορές ακόμη και ανάμεσα στο λαό του Θεού. Ορισμένοι οι οποίοι δεν δέχονταν πλέον τη Σκοπιά ως ‘τροφή στον κατάλληλο καιρό’ τάχθηκαν εναντίον του έργου κηρύγματος από σπίτι σε σπίτι. (Ματθαίος 24:45) Αυτό οδήγησε σε αποστασία. Αλλά αυτή ακριβώς η «τροφή» μάς έδινε τη δύναμη που χρειαζόμασταν τόσο απεγνωσμένα εκείνον τον καιρό. Λόγου χάρη, Η Σκοπιά είχε δημοσιεύσει τα άρθρα «Ευλογημένοι Είναι οι Άφοβοι» (1919) και ‘Ποιοι θα Τιμήσουν τον Ιεχωβά;’ (1926) Ήθελα να τιμήσω τον Ιεχωβά μέσω θαρραλέας δραστηριότητας, και έτσι διένεμα πολλά από τα βιβλία και τα βιβλιάρια του αδελφού Ρόδερφορντ.
Το Μάρτιο του 1933, βαφτίστηκα ως Μάρτυρας του Ιεχωβά. Το ίδιο εκείνο έτος, το ευαγγελιστικό μας έργο απαγορεύτηκε στη Γερμανία. Στην ομιλία βαφτίσματος, τα λόγια του εδαφίου Αποκάλυψη 2:10 αναφέρθηκαν ως συμβουλή για το μέλλον: «Μη φοβάσαι αυτά που πρόκειται σύντομα να πάθεις. Να! Ο Διάβολος θα εξακολουθήσει να ρίχνει μερικούς από εσάς στη φυλακή για να υποβληθείτε πλήρως σε δοκιμή και για να έχετε θλίψη δέκα ημέρες. Αποδείξου πιστός μέχρι θανάτου, και εγώ θα σου δώσω το στεφάνι της ζωής». Έβαλα στην καρδιά μου αυτό το εδάφιο, μη έχοντας καμιά αμφιβολία ότι με περίμεναν σοβαρές δοκιμασίες. Αυτό αποδείχτηκε αληθινό.
Λόγω του ότι ήμασταν πολιτικά ουδέτεροι, αρκετοί από τους γείτονές μας μάς έβλεπαν με καχυποψία. Έπειτα από κάποιες πολιτικές εκλογές, μια αντιπροσωπεία από ένστολους Ναζί στρατιώτες φώναζαν μπροστά στο σπίτι μας: «Εδώ ζουν προδότες!» Το άρθρο «Μη Φοβηθήτε Αυτούς», που εμφανίστηκε στη γερμανική έκδοση της Σκοπιάς το Δεκέμβριο του 1933, ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για εμένα. Ήθελα να παραμείνω πιστή Μάρτυρας του Ιεχωβά ακόμη και κάτω από τις πιο αντίξοες καταστάσεις.
Η Απάντηση του Εχθρού—Φυλάκιση
Καταφέρναμε να τυπώνουμε κρυφά τη Σκοπιά στο Κέμνιτς μέχρι το φθινόπωρο του 1935. Κατόπιν, ο πολύγραφος τον οποίο χρησιμοποιούσαμε χρειάστηκε να μεταφερθεί στο Μπάιαρφελτ, στα Μεταλλοφόρα Όρη, όπου χρησίμευσε για την ανατύπωση εντύπων μέχρι και τον Αύγουστο του 1936. Η Κάτι και εγώ διανέμαμε έντυπα σε αδελφούς των οποίων τις διευθύνσεις μάς έδινε ο πατέρας. Για κάποιο διάστημα, όλα πήγαιναν καλά. Αλλά κατόπιν η Γκεστάπο άρχισε να με παρακολουθεί και, τον Αύγουστο του 1936, με συνέλαβαν στο σπίτι μου και με έκλεισαν στη φυλακή όπου περίμενα να δικαστώ.
Το Φεβρουάριο του 1937, 25 αδελφοί και 2 αδελφές—ανάμεσά τους και εγώ—παρουσιαστήκαμε ενώπιον ενός ειδικού δικαστηρίου στη Σαξονία. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι η οργάνωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν ανατρεπτική. Οι αδελφοί που πολυγραφούσαν τη Σκοπιά καταδικάστηκαν σε πέντε χρόνια φυλάκιση. Εγώ καταδικάστηκα σε δύο χρόνια.
Όταν εξέτισα την ποινή μου, αντί να απελευθερωθώ με συνέλαβε η Γκεστάπο. Έπρεπε να υπογράψω μια δήλωση που ανέφερε ότι δεν θα ήμουν πια δραστήρια ως Μάρτυρας του Ιεχωβά. Αρνήθηκα σταθερά, πράγμα που έκανε τον αξιωματούχο να εξαγριωθεί, να πεταχτεί όρθιος και να εκδώσει ένταλμα για τη φυλάκισή μου. Το ένταλμα φαίνεται στη φωτογραφία δίπλα. Χωρίς να μου επιτραπεί να δω τους γονείς μου, μεταφέρθηκα αμέσως σε ένα μικρό στρατόπεδο συγκέντρωσης για γυναίκες στο Λίχτενμπεργκ, στον ποταμό Έλβα. Έπειτα από λίγο καιρό, συνάντησα την Κάτι. Βρισκόταν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Μόρινγκεν από το Δεκέμβριο του 1936, αλλά όταν έκλεισε εκείνο το στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταφέρθηκε, μαζί με πολλές άλλες αδελφές, στο Λίχτενμπεργκ. Ο πατέρας μου, επίσης, είχε φυλακιστεί, και δεν τον ξαναείδα παρά μόνο το 1945.
Στο Λίχτενμπεργκ
Δεν μου επέτρεψαν να συναντήσω τις άλλες αδελφές αμέσως, επειδή, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, τις είχαν τιμωρημένες. Σε κάποιον από τους θαλάμους, παρατηρούσα δύο ομάδες κρατουμένων—γυναίκες που συνήθως κάθονταν στα τραπέζια και Μάρτυρες του Ιεχωβά οι οποίες έπρεπε να κάθονται όλη μέρα σε σκαμνιά χωρίς να τους δίνουν καθόλου τροφή.b
Δεχόμουν πρόθυμα οποιονδήποτε διορισμό μού ανέθεταν, με την ελπίδα ότι κάπου θα συναντούσα την Κάτι. Και αυτό ακριβώς συνέβη. Πήγαινε στη δουλειά της μαζί με δυο άλλες κρατούμενες όταν συναντήθηκαν οι δρόμοι μας. Πλημμυρισμένη από χαρά, την έσφιξα στην αγκαλιά μου. Αλλά η γυναίκα που μας φρουρούσε μάς κατήγγειλε αμέσως. Μας ανέκριναν, και από εκείνη τη στιγμή μας κρατούσαν σκόπιμα χώρια. Αυτό ήταν φοβερά δύσκολο.
Δυο άλλα περιστατικά στο Λίχτενμπεργκ έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου. Κάποια φορά έπρεπε να συγκεντρωθούν όλες οι κρατούμενες στην αυλή για να ακούσουν έναν πολιτικό λόγο που θα εκφωνούσε ο Χίτλερ από το ραδιόφωνο. Εμείς οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αρνηθήκαμε, εφόσον περιλαμβάνονταν πατριωτικές τελετές. Έτσι, οι φύλακες έστρεψαν προς το μέρος μας τις πυροσβεστικές μάνικες, καταβρέχοντάς μας με νερό που έβγαινε με μεγάλη πίεση από κάποιον πυροσβεστικό κρουνό, καθώς μας κυνηγούσαν, εμάς τις ανυπεράσπιστες γυναίκες, από τον τέταρτο όροφο μέχρι την αυλή. Υποχρεωθήκαμε να σταθούμε εκεί, μούσκεμα όπως ήμασταν.
Σε μια άλλη περίπτωση, με διέταξαν να στολίσω, μαζί με την Γκέρτρουτ Ίμε και την Γκέρτελ Μπίρλεν, με φώτα το αρχηγείο λόγω του ότι πλησίαζαν τα γενέθλια του Χίτλερ. Αρνηθήκαμε, αναγνωρίζοντας την τακτική που ακολουθεί ο Σατανάς καθώς προσπαθεί να μας κάνει να διαρρήξουμε την ακεραιότητά μας μέσω συμβιβασμών σε μικρά πράγματα. Για τιμωρία, η καθεμιά από εμάς τις νεαρές αδελφές έπρεπε να περάσει τις επόμενες τρεις εβδομάδες μόνη της σε ένα μικρό, σκοτεινό κελί. Αλλά ο Ιεχωβά παρέμεινε κοντά μας και, ακόμη και σε ένα τόσο τρομακτικό μέρος, αποδείχτηκε καταφύγιο.
Στο Ράβενσμπρικ
Το Μάιο του 1939 οι κρατούμενες στο Λίχτενμπεργκ μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ράβενσμπρικ. Εκεί διορίστηκα στο πλυντήριο, μαζί με αρκετές άλλες αδελφές. Λίγο μετά το ξέσπασμα του πολέμου, έπρεπε να μεταφέρουμε κάπου τη σημαία με τη σβάστικα, πράγμα που αρνηθήκαμε να κάνουμε. Ως αποτέλεσμα, δύο από εμάς, η Μίλκεν Ερνστ και εγώ, οδηγηθήκαμε στην πτέρυγα των ποινικών κρατουμένων. Αυτή ήταν μια από τις πιο αυστηρές τιμωρίες και σήμαινε ότι έπρεπε να εργαζόμαστε σκληρά κάθε μέρα, ακόμη και την Κυριακή, με οποιονδήποτε καιρό. Κανονικά, η μέγιστη ποινή ήταν τρεις μήνες, αλλά εμείς μείναμε εκεί ένα χρόνο. Χωρίς τη βοήθεια του Ιεχωβά, ποτέ δεν θα είχα επιβιώσει.
Το 1942, οι συνθήκες βελτιώθηκαν κάπως για εμάς τις κρατούμενες, και διορίστηκα να εργάζομαι ως νοικοκυρά σε κάποια οικογένεια Ες-Ες κοντά στο στρατόπεδο. Εκείνη η οικογένεια μου παραχώρησε κάποια ελευθερία. Για παράδειγμα, μια φορά καθώς πήγαινα βόλτα τα παιδιά, συνάντησα τον Γιόζεφ Ρέιβαλντ και τον Γκότφριντ Μέλχορν, δυο κρατούμενους με μοβ τρίγωνα, με τους οποίους μπόρεσα να ανταλλάξω μερικά λόγια ενθάρρυνσης.c
Δύσκολα Μεταπολεμικά Χρόνια
Όταν, το 1945, πλησίασαν τα συμμαχικά στρατεύματα, η οικογένεια στην οποία εργαζόμουν έφυγε, και αναγκάστηκα να πάω μαζί τους. Μαζί με άλλες οικογένειες Ες-Ες, σχημάτισαν μια μεγάλη ομάδα που ταξίδευε προς τα δυτικά.
Οι τελευταίες λίγες μέρες του πολέμου ήταν γεμάτες σύγχυση και κινδύνους. Τελικά, συναντήσαμε μερικούς Αμερικανούς στρατιώτες οι οποίοι μου επέτρεψαν να πάρω ένα έγγραφο στην επόμενη πόλη το οποίο πιστοποιούσε ότι ήμουν ελεύθερη. Ποιους συνάντησα εκεί; Τον Γιόζεφ Ρέιβαλντ και τον Γκότφριντ Μέλχορν. Είχαν μάθει ότι όλοι οι Μάρτυρες από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Σαξενχάουζεν είχαν φτάσει στο Σβέριν, έπειτα από μια επικίνδυνη πορεία θανάτου. Έτσι, ξεκινήσαμε οι τρεις μας για εκείνη την πόλη, η οποία απείχε περίπου 75 χιλιόμετρα. Πόση χαρά νιώσαμε όταν συναντήσαμε στο Σβέριν όλους εκείνους τους πιστούς αδελφούς που είχαν επιζήσει από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Κόνραντ Φράνκε.
Το Δεκέμβριο του 1945, η κατάσταση στη χώρα είχε βελτιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε μπορούσα να ταξιδέψω με τρένο. Έτσι, ξεκίνησα για το σπίτι! Εντούτοις, ένα μέρος της διαδρομής έπρεπε να το περάσω ξαπλωμένη στη σκεπή του τρένου ή όρθια στα σκαλοπάτια. Στο Κέμνιτς, από το σιδηροδρομικό σταθμό κατευθύνθηκα προς το μέρος όπου ζούσαμε ως οικογένεια. Αλλά στο δρόμο όπου παλαιότερα στέκονταν οι Ναζί στρατιώτες και φώναζαν «Εδώ ζουν προδότες!» δεν είχε μείνει όρθιο ούτε ένα σπίτι. Όλη η κατοικημένη περιοχή είχε ερημωθεί από τους βομβαρδισμούς. Ωστόσο, ένιωσα ανακούφιση όταν βρήκα ζωντανούς τη μητέρα, τον πατέρα, την Κάτι και τους αδελφούς και τις αδελφές μου.
Η οικονομική κατάσταση ήταν άθλια στη μεταπολεμική Γερμανία. Ωστόσο, οι εκκλησίες του λαού του Θεού άρχισαν να ακμάζουν σε όλη τη Γερμανία. Η Εταιρία Σκοπιά κατέβαλλε κάθε προσπάθεια προκειμένου να μας εξοπλίζει για το έργο κηρύγματος. Άρχισε ξανά η υπηρεσία στο Μπέθελ, το οποίο είχαν κλείσει οι Ναζί, στο Μαγδεμβούργο. Την άνοιξη του 1946, προσκλήθηκα να υπηρετήσω εκεί και διορίστηκα στην κουζίνα.
Ξανά υπό Απαγόρευση και στη Φυλακή
Το Μαγδεμβούργο βρίσκεται στο τμήμα της Γερμανίας το οποίο περιήλθε στον έλεγχο των κομμουνιστών. Αυτοί έθεσαν το έργο μας υπό απαγόρευση στις 31 Αυγούστου 1950, και έκλεισαν το Μπέθελ του Μαγδεμβούργου. Έτσι, τερματίστηκε η υπηρεσία μου στο Μπέθελ, η οποία αποτέλεσε έναν καιρό πολύτιμης εκπαίδευσης. Επέστρεψα στο Κέμνιτς, αποφασισμένη, ακόμη και υπό τον έλεγχο των κομμουνιστών, να κρατήσω σφιχτά την αλήθεια και να διακηρύττω τη Βασιλεία του Θεού ως τη μόνη ελπίδα για τους καταθλιμμένους ανθρώπους.
Τον Απρίλιο του 1951, ταξίδεψα μαζί με κάποιον αδελφό στο Βερολίνο για να φέρουμε αντίτυπα της Σκοπιάς. Όταν επιστρέψαμε, είδαμε έκπληκτοι το σιδηροδρομικό σταθμό του Κέμνιτς περικυκλωμένο από την πολιτική αστυνομία. Ήταν σαφές ότι μας περίμεναν, και μας συνέλαβαν την ίδια στιγμή.
Όταν προφυλακίστηκα, είχα μαζί μου έγγραφα τα οποία αποδείκνυαν ότι είχα περάσει πολλά χρόνια στη φυλακή υπό τους Ναζί. Κατά συνέπεια, οι φύλακες μου φέρονταν με σεβασμό. Μία από τις υπεύθυνες για τη φρούρηση είπε: «Εσείς οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είστε εγκληματίες· η θέση σας δεν είναι στη φυλακή».
Σε κάποια περίπτωση αυτή ήρθε στο κελί μου, όπου βρισκόμουν μαζί με δυο άλλες αδελφές, και έβαλε κάτι κρυφά κάτω από ένα κρεβάτι. Τι ήταν αυτό; Η δική της Αγία Γραφή, την οποία μας την παραχωρούσε. Μια άλλη φορά, πήγε να επισκεφτεί τους γονείς μου εφόσον δεν έμεναν πολύ μακριά από τη φυλακή. Πήρε αντίτυπα της Σκοπιάς και λίγα τρόφιμα, τα έκρυψε μόνη της και τα πέρασε όλα κρυφά στο κελί μου.
Θα ήθελα να αναφέρω και κάτι άλλο. Μερικές φορές την Κυριακή το πρωί, ψέλναμε τους θεοκρατικούς ύμνους μας τόσο δυνατά ώστε οι άλλες κρατούμενες χειροκροτούσαν με ευχαρίστηση σε κάθε ύμνο.
Δύναμη και Βοήθεια από τον Ιεχωβά
Κατά την ακροαματική διαδικασία, στις 4 Σεπτεμβρίου 1951, ο δικαστής έκανε το σχόλιο που αναφέρθηκε στην αρχή αυτού του άρθρου. Εξέτισα την ποινή φυλάκισής μου στο Βάλντχαϊμ, κατόπιν στο Χάλε και τελικά στο Χόενεκ. Ένα ή δύο σύντομα περιστατικά δείχνουν πώς αποτέλεσε ο Θεός καταφύγιο και δύναμη για εμάς τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και πώς μας ενδυνάμωσε ο Λόγος του.
Στη φυλακή στο Βάλντχαϊμ, όλες οι αδελφές συγκεντρωνόμασταν τακτικά σε ένα θάλαμο, ώστε να μπορούμε να διεξάγουμε τις Χριστιανικές συναθροίσεις. Δεν επιτρεπόταν να έχουμε μολύβι και χαρτί, αλλά μερικές αδελφές είχαν πάρει κομμάτια ύφασμα και κατάφεραν να φτιάξουν ένα μικρό πανό με το εδάφιο του έτους για το 1953, που ήταν το εξής: «Να λατρεύετε τον Ιεχωβά με άγια περιβολή».—Ψαλμός 29:2, Αμερικανική Στερεότυπη Μετάφραση (American Standard Version).
Κάποια από τις γυναίκες που μας φρουρούσαν μας κατέλαβε εξ απροόπτου και χωρίς καθυστέρηση μας κατήγγειλε. Ο διοικητής της φυλακής ήρθε και είπε σε δυο αδελφές από εμάς να κρατήσουν ψηλά το πανό. «Ποιος το έκανε αυτό;» απαίτησε να μάθει. «Τι σημαίνουν αυτά;»
Μία από τις αδελφές ήθελε να μιλήσει και να αναλάβει εκείνη την ευθύνη για εμάς, αλλά εμείς αμέσως ψιθυρίσαμε μεταξύ μας ότι θα έπρεπε να μοιραστούμε όλες μας την ευθύνη. Έτσι απαντήσαμε: «Το κάναμε για να ενισχύσουμε την πίστη μας». Μάς πήραν το πανό, και για τιμωρία μάς στέρησαν τα γεύματα. Αλλά σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης, οι αδελφές κρατούσαν ψηλά το πανό και έτσι μπορέσαμε να εντυπώσουμε στη διάνοιά μας το ενθαρρυντικό εκείνο εδάφιο.
Όταν έκλεισε η γυναικεία φυλακή στο Βάλντχαϊμ, εμείς οι αδελφές μεταφερθήκαμε στο Χάλε. Εδώ μας επέτρεψαν να λαβαίνουμε πακέτα—και τι λέτε πως βρήκα ραμμένο μέσα σε ένα ζευγάρι παντόφλες που μου έστειλε ο πατέρας μου; Άρθρα της Σκοπιάς! Ακόμη θυμάμαι τα άρθρα με τίτλο «Η Αληθινή Αγάπη Είναι Πρακτική» και «Τα Ψεύδη Οδηγούν σε Απώλεια της Ζωής». Αυτά και άλλα άρθρα αποτελούσαν πράγματι εξαιρετική τροφή και, όταν τα δίναμε κρυφά η μία στην άλλη, κρατούσε η καθεμιά τις σημειώσεις της.
Στη διάρκεια μιας εφόδου, κάποια από τις γυναίκες φύλακες βρήκε τις προσωπικές μου σημειώσεις κρυμμένες στο αχυρένιο στρώμα μου. Αργότερα, με κάλεσε για ανάκριση και είπε ότι ήθελε οπωσδήποτε να μάθει τη σημασία του άρθρου «Προσδοκίες των Φοβουμένων τον Ιεχωβά για το 1955». Εκείνη, ως κομμουνίστρια, ανησυχούσε βαθιά εξαιτίας του θανάτου του ηγέτη της, του Στάλιν, το 1953, και το μέλλον φαινόταν σκοτεινό. Όσο για εμάς, το μέλλον επιφύλασσε μερικές βελτιώσεις στις συνθήκες της φυλάκισής μας, αλλά εγώ δεν το γνώριζα αυτό τότε. Εξήγησα με πεποίθηση ότι οι προοπτικές για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν οι καλύτερες που υπήρχαν. Γιατί; Της ανέφερα το θεματικό εδάφιο του άρθρου, το εδάφιο Ψαλμός 112:7: ‘Από κακής φήμης δεν θέλει φοβηθή· η καρδία αυτού είναι στερεά, ελπίζουσα επί τον Ιεχωβά’.
Ο Ιεχωβά Παραμένει το Καταφύγιο και η Δύναμή Μου
Έπειτα από μια σοβαρή αρρώστια, αποφυλακίστηκα το Μάρτιο του 1957, δύο χρόνια νωρίτερα. Οι αξιωματούχοι στην Ανατολική Γερμανία άσκησαν και πάλι πίεση πάνω μου λόγω των δραστηριοτήτων μου στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Στις 6 Μαΐου 1957, βρήκα την ευκαιρία να διαφύγω στο Δυτικό Βερολίνο, και από εκεί μετακόμισα στη Δυτική Γερμανία.
Πέρασαν πολλά χρόνια για να ανακτήσω την υγεία μου. Μέχρι αυτή τη μέρα, όμως, εξακολουθώ να έχω καλή πνευματική όρεξη και να αποβλέπω σε κάθε νέο τεύχος της Σκοπιάς. Κατά καιρούς, εξετάζω τον εαυτό μου. Εξακολουθώ να έχω πνευματικό φρόνημα; Καλλιεργώ καλές ιδιότητες; Αποτελεί η δοκιμασμένη ποιότητα της πίστης μου αιτία για να δίνεται αίνος και τιμή στον Ιεχωβά; Ο στόχος μου είναι να ευαρεστώ τον Θεό σε όλα τα πράγματα, ώστε εκείνος να παραμένει καταφύγιο και δύναμή μου για πάντα.
[Υποσημειώσεις]
a Το «Φωτόδραμα» ήταν ένας συνδυασμός διαφανειών και κινηματογραφικής ταινίας και, από το 1914 και έπειτα, προβλήθηκε ευρέως από εκπροσώπους της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά.
b Το περιοδικό Παρηγορία (Trost), το οποίο εξέδιδε η Εταιρία Σκοπιά στη Βέρνη της Ελβετίας, ανέφερε στο τεύχος τής 1ης Μαΐου 1940, σελίδα 10, ότι σε κάποια περίπτωση οι αδελφές στο Λίχτενμπεργκ στερήθηκαν το μεσημεριανό φαγητό επί 14 μέρες επειδή αρνήθηκαν να κάνουν μια τιμητική χειρονομία ενώ παίζονταν ναζιστικοί ύμνοι. Υπήρχαν 300 Μάρτυρες του Ιεχωβά εκεί.
c Στο Ξύπνα! 8 Φεβρουαρίου 1993, σελίδες 20-23, γινόταν αναφορά στον Γιόζεφ Ρέιβαλντ.
[Εικόνα στη σελίδα 26]
Το γραφείο των Ες-Ες στο Ράβενσμπρικ
[Ευχαριστίες]
Επάνω: Stiftung Brandenburgische Gedenkstätten
[Εικόνα στη σελίδα 26]
Η άδεια που μου επέτρεπε να εργάζομαι έξω από το στρατόπεδο