Οι Θεσσαλονικείς Μαθαίνουν για την Παρουσία του Χριστού και την Ημέρα του Ιεχωβά
ΤΟ ΜΕΣΟΝ της δεκαετίας τον 1970 είδε τη συμπλήρωσι έξη χιλιάδων ετών ανθρωπίνης ιστορίας. Σε συνδυασμό μ’ αυτό, πολλοί ειλικρινείς δούλοι του Ιεχωβά είχαν μεγάλες προσδοκίες ως προς την εγγύτητα της «μεγάλης θλίψεως» που αναφέρεται στο κατά Ματθαίον 24:21, 22 και την τελική φάσι της ημέρας του Ιεχωβά. Απ’ αυτή την άποψι θα μπορούσαν αυτοί να παρομοιωθούν με τους Θεσσαλονικείς Χριστιανούς του πρώτου αιώνος των οποίων την εκκλησία είχε ιδρύσει ο απόστολος Παύλος στο δεύτερο ιεραποστολικό του ταξίδι στο έτος 49 μ.Χ. Όπως θα δούμε, τα ζητήματα της παρουσίας του Χριστού και της ημέρας του Ιεχωβά απασχολούσαν ζωηρά τις διάνοιες των πρώτων εκείνων Χριστιανών.
Πόσον καιρό ο Παύλος και ο σύντροφος του Σίλας παρέμειναν στη Θεσσαλονίκη, δεν αναφέρεται στο θεόπνευστο υπόμνημα. Αλλά θα πέρασε τουλάχιστον αρκετό χρονικό διάστημα ώστε να μπορέση ο Παύλος να ιδρύση μια εκκλησία εκεί και να λάβη βοήθεια σε αρκετές περιπτώσεις από την εκκλησία των Φιλίππων. Στη Θεσσαλονίκη οι δύο ιεραπόστολοι βρήκαν πολλά ευήκοα ώτα, ‘τινάς Ιουδαίους, εκ των θεοσεβών Ελλήνων πολύ πλήθος, εκ των πρώτων γυναικών ουκ ολίγας’, καθώς και μερικούς που εγκατέλειψαν τα είδωλα των και έγιναν πιστοί.—Πράξ. 17:4· 1 Θεσ. 1:9.
Οι τοπικοί Ιουδαίοι, επειδή εφθόνησαν την επιτυχία του Παύλου, εδημιούργησαν μια οχλαγωγία, με αποτέλεσμα να υποστούν κακομεταχείρισι μερικοί νεοπροσήλυτοι. Λόγω αυτού, οι τοπικοί αδελφοί έκριναν καλό να στείλουν τον Παύλο και τον Σίλα στη Βέροια για να μην υποστούν χειρότερη μεταχείρισι. Το γεγονός ότι αναγκάσθηκε να τους αφήση ξαφνικά, του προξένησε μεγάλη ανησυχία για την πνευματική τους ευημερία. Πώς περνούσαν τα πνευματικά του τέκνα; Έμεναν σταθεροί ή μήπως πήγαν χαμένες όλες οι προσπάθειές του γι’ αυτούς; Ο ίδιος ο Παύλος προσπάθησε δύο φορές να τους επισκεφθή και κάθε φορά ‘ημπόδιζεν αυτόν ο Σατανάς.’ Έκαμε λοιπόν το καλύτερο που μπορούσε στέλλοντας εκεί τον σύντροφό του Τιμόθεο. Όταν εκείνος επέστρεψε με την καλή αγγελία ότι αυτοί, παρέμεναν σταθεροί, ο Παύλος όχι μόνο χάρηκε πολύ, αλλά τους έγραψε αμέσως μια πολύ ενθαρρυντική επιστολή. Τα περιεχόμενα αυτής της επιστολής αφήνουν να εννοηθή ότι ο Τιμόθεος έφερε επίσης στον Παύλο και άλλες πληροφορίες για τους Θεσσαλονικείς. Αυτή η επιστολή και εκείνη που επακολούθησε σε λίγο, γραμμένες κατά το 50 και 51 περίπου μ.Χ., πολύ πιθανώς ήσαν, εκτός από το ευαγγέλιο του Ματθαίου, τα πρώτα μέρη των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών που εγράφησαν. Όταν ο Παύλος έγραψε αυτές τις επιστολές προφανώς ήταν στην Κόρινθο.
ΜΙΜΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
Τι καλό παράδειγμα έδωσαν ο Παύλος και οι σύντροφοι του στους Θεσσαλονικείς πιστούς για να το μιμηθούν! Η παρότρυνσίς τους ποτέ δεν υπεκινείτο από διάθεσι πλάνης, από ακαθαρσία ή δόλο. Ούτε κατέφευγαν σε κολακευτικούς λόγους ή προσχήματα χάριν ιδιοτελούς ωφελείας, ούτε επιζητούσαν δόξα για τους εαυτούς των. Αν και ήσαν απόστολοι, εφρόντιζαν μόνοι τους για τον εαυτό τους, εργαζόμενοι νύχτα και ημέρα για να μην επιβαρύνουν εκείνους τους οποίους υπηρετούσαν πνευματικά. Πάντοτε απεδεικνύοντο ‘όσιοι και δίκαιοι και άμεμπτοι.’—1 Θεσ. 2:5, 6, 10.
Εκήρυτταν τα αγαθά νέα όχι μόνο με λόγο αλλά και με δύναμι και με το άγιο πνεύμα και με ισχυρή πεποίθησι. Επί πλέον, ο Παύλος και οι σύντροφοι του είχαν βαθειά αγάπη για τους Θεσσαλονικείς, προς τους οποίους ήσαν ‘γλυκείς’ σαν μια μητέρα που περιθάλπει τα τέκνα της, μεταδίδοντας τους όχι μόνο τα αγαθά νέα, αλλά και την ψυχή τους ακόμη. Και ακριβώς όπως ένας συνετός και στοργικός πατέρας, προέτρεπαν τους Θεσσαλονικείς να βαδίζουν επαξίως ως Χριστιανοί.—1 Θεσ. 2:7, 8, 11.
Η αρχή «ό,τι αν σπείρη ο άνθρωπος, τούτο και θέλει θερίσει» μπορεί να εφαρμοσθή στις προσπάθειες του Παύλου. (Γαλ. 6:7) Το καλό του παράδειγμα έφερε καλούς μιμητάς. Ο Παύλος, λοιπόν, μπορούσε να τους επαινέση επειδή δέχθηκαν τον Λόγο του Θεού όπως πραγματικά είναι, όχι ανθρωπίνης, αλλά θείας προελεύσεως, και επειδή τον άφησαν να ενεργή στη ζωή τους. Ο Παύλος μπορούσε να γράψη, «σεις εγείνετε μιμηταί ημών και του Κυρίου,» διότι δέχθηκαν τον λόγο παρά τους διωγμούς. Αυτό τους έκαμε να γίνουν παραδείγματα και σε άλλους, με την εγκαρτέρησί των και με τον ζήλο των στο κήρυγμα.—1 Θεσ. 1:6· 2:14.
Επειδή αυτοί εμιμούντο το καλό παράδειγμα που τους έδωσε ο Παύλος για ανιδιοτελή αγάπη, μπορούσε να τους επαινή για το ‘εις την πίστιν έργον των και τον κόπον της αγάπης και την υπομονήν της ελπίδος.’ «Περί δε της φιλαδελφίας δεν έχετε χρείαν να σας γράφω· διότι σεις αυτοί είσθε θεοδίδακτοι εις το να αγαπάτε αλλήλους.» (1 Θεσ. 1:3· 4:9, 10) Και στη δεύτερη επιστολή του ο Παύλος ομοίως τους επαινεί: «Οφείλομεν να ευχαριστώμεν πάντοτε τον Θεόν δια σας, αδελφοί, καθώς είναι άξιον, διότι υπεραυξάνει η πίστις σας και πλεονάζει η αγάπη ενός έκαστου πάντων υμών εις αλλήλους.» Δεν είναι παράδοξο ότι ο Παύλος ‘εκαυχάτο’ γι’ αυτούς λόγω της ισχυρής των πίστεως παρ’ όλους τους διωγμούς που υπέφεραν.—2 Θεσ. 1:3, 4.
«ΝΑ ΠΕΡΙΣΣΕΥΕΤΕ ΕΙΣ ΤΟ ΜΑΛΛΟΝ»
Όσο καλά κι αν ενεργούσαν οι Θεσσαλονικείς, ο Παύλος εγνώριζε ότι υπήρχε έδαφος βελτιώσεως και γι’ αυτό τους έγραψε τα εξής: «Σας παρακαλούμεν και σας προτρέπομεν δια του Κυρίου Ιησού, . . . το πώς πρέπει να περιπατήτε και να αρέσκητε εις τον Θεόν, ούτω να περισσεύητε εις το μάλλον.» Και τι περιελάμβανε αυτό; Δράσι με ζήλο στο κήρυγμα και τη διδασκαλία· αποχή από ηθική ακαθαρσία, όπως εκείνη που πράττουν αυτοί που δεν γνωρίζουν τον Θεό· ο καθένας να προσέχη να μην παραβιάζη τα δικαιώματα του αδελφού του, διότι «ο Θεός δεν εκάλεσεν ημάς προς ακαθαρσίαν, αλλά προς αγιασμόν.»—1 Θεσ. 4:1-7.
Είναι αλήθεια ότι αυτοί έδειχναν αγάπη ο ένας προς τον άλλον, αλλά ο Παύλος τους προέτρεπε να ‘περισσεύουν κατά τούτο εις το μάλλον.’ Προφανώς μερικοί ήσαν οκνηροί και γι’ αυτό ο Παύλος τούς προέτρεπε να προσέχουν να μη ‘περιεργάζωνται τα αλλότρια’ αλλά να εργάζωνται σκληρά με τα χέρια τους για να μην έχουν ανάγκη από τίποτα. Πραγματικά, ο Παύλος έκρινε αναγκαίο να τονίση ακόμη περισσότερο αυτό το σημείο στη δεύτερη επιστολή του, γράφοντας: «Εάν τις δεν θέλη να εργάζηται, μηδέ ας τρώγη.» Προφανώς, μερικοί εβάδιζαν «ατάκτως, μη εργαζόμενοι μηδέν.» Ο Παύλος, τονίζοντας το δικό του παράδειγμα εργασίας νύχτα και μέρα, τους προτρέπει να εργάζωνται με τα δικά τους χέρια για να τρώγουν εκείνα που αυτοί οι ίδιοι εκέρδιζαν.—1 Θεσ. 4:10-12· 2 Θεσ. 3:10-12.
Ο Παύλος δείχνει ενδιαφέρον για τα βάρη εκείνων που αναλαμβάνουν την ηγεσία, στην επισκόπησι, και γι’ αυτό νουθετεί την εκκλησία των Θεσσαλονικέων να τιμούν αυτούς «εν αγάπη υπερεκπερισσού δια το έργον αυτών.» Και έχοντας συναίσθησι της ανάγκης για θεία βοήθεια, ο Παύλος τούς συμβουλεύει να προσεύχωνται «αδιαλείπτως.» Πραγματικά, ο Παύλος, όπως και σε όλες τις επιστολές που ακολούθησαν, τονίζει το θέμα της προσευχής. Κατ’ επανάληψιν ομιλεί για τις προσευχές του χάριν αυτών και τους παρακαλεί, να προσεύχωνται γι’ αυτόν.—1 Θεσ. 1:2· 2:13· 5:13, 17, 18, 25· 2 Θεσ. 1:11· 3:1.
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
Οι ενθαρρυντικές εκείνες ειδήσεις που εκήρυξε ο Παύλος για την επάνοδο του Χριστού και την ημέρα του Ιεχωβά, φαίνεται ότι άρεσαν ιδιαίτερα στους διωκόμενους Θεσσαλονικείς. Αυτό γίνεται φανερό από τις συχνές επαναλήψεις αυτών των θεμάτων στις επιστολές του. Έξη φορές μνημονεύει την παρουσία του Χριστού, ενώ σε όλες τις άλλες επιστολές του την μνημονεύει μόνο μια φορά. Και μόνο σ’ αυτές τις επιστολές ομιλεί για την ημέρα του Ιεχωβά. Ο Παύλος απέβλεπε στην παρουσία του Κυρίου του Ιησού οπότε θα μπορούσε ν’ αγάλλεται χάρις σ’ εκείνους τους Θεσσαλονικείς πιστούς, στους οποίους για πρώτη φορά είχε κηρύξει τα αγαθά νέα. (1 Θεσ. 2:2, 19) Και προσεύχεται γι’ αυτούς να βρεθούν ‘άμεμπτοι εις την αγιωσύνην έμπροσθεν του Θεού και Πατρός ημών εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού μετά πάντων των αγίων αυτού.’—1 Θεσ. 3:13.
Ο Παύλος, παρηγορώντας τους πενθούντας, μας δίνει περαιτέρω ενόρασι της παρουσίας του Χριστού. Τότε, εκείνοι που εκοιμήθησαν στον θάνατο, θ’ αναστηθούν σε ουράνια δόξα και κατόπιν οι εναπομένοντες ζώντες θα ‘αρπαχθούν’ για να συναντήσουν τον Κύριόν τους, λαμβάνοντας την ουράνια αμοιβή τους. (1 Θεσ. 4:13-17) Ο Παύλος τελειώνει την πρώτη του επιστολή με μια προσευχή να ευρεθούν ‘άμεμπτοι εν τη παρουσία του Χριστού.’—1 Θεσ. 5:23.
ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Ο Παύλος στη δευτέρα επιστολή του, αφού επαινεί τους Θεσσαλονικείς Χριστιανούς για την αγάπη και τη σταθερότητά τους, προχωρεί να τους διαβεβαιώση ότι είναι δίκαιον από μέρους του Θεού στην αποκάλυψι του Ιησού Χριστού, ν’ ανταποδώση θλίψι σ’ εκείνους οι οποίοι τους έθλιψαν. Αυτό θα γίνη όταν ο Χριστός από τον ουρανό εκδικηθή όλους τους πονηρούς, τιμωρώντας τους με «όλεθρον αιώνιον» που θα επέλθη σ’ αυτούς. Αυτή η αποκάλυψις του Χριστού συμπίπτει με την ημέρα του Ιεχωβά.—2 Θεσ. 1:6-9.
Ο Παύλος στην πρώτη επιστολή του προειδοποίησε ότι η μέρα του Ιεχωβά θα ερχόταν ως κλέπτης εν νυκτί και ότι όταν οι άνθρωποι του κόσμου θα έλεγαν «Ειρήνη και ασφάλεια,» τότε θα επήρχετο σ’ αυτούς αιφνίδιος όλεθρος. Προφανώς λόγω αυτού, μερικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ημέρα του Ιεχωβά καθώς και η παρουσία του Χριστού είχαν ήδη έλθει. Γι’ αυτό, ο Παύλος στη δεύτερη επιστολή του προχωρεί να δείξη ότι, προτού έλθη η ημέρα του Ιεχωβά θα εγίνετο μια μεγάλη αποστασία και ότι θ’ απεκαλύπτετο ένας σύνθετος ή διοργανωμένος «άνθρωπος της αμαρτίας» (άνθρωπος της ανομίας, ΜΝΚ), ο «υιός της απωλείας.» Η αποκάλυψις αυτού του ‘ανθρώπου’ είχε αναχαιτισθή εξ αιτίας του ‘κωλύοντος’, δηλαδή της παρουσίας του Παύλου και των άλλων αποστόλων. Ενόσω όλοι αυτοί ήσαν με την πρώτη Χριστιανική εκκλησία, η μεγάλη αυτή αποστασία δεν μπορούσε ν’ ακμάση πλήρως. Αυτός ο άνθρωπος της ανομίας θα εξεμηδενίζετο στον ωρισμένο καιρό του Θεού, στην παρουσία του Χριστού.—2 Θεσ. 2:1-12.
Μπορούμε να είμεθα ευτυχείς που έδωσε ο Παύλος μαρτυρία στους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης για την παρουσία του Χριστού και για την ημέρα του Ιεχωβά. Αν εκείνοι δεν είχαν ζωηρή προσήλωσι σ’ αυτά τα θέματα, οι Χριστιανοί από τότε θα εστερούντο μερικές πολύτιμες πληροφορίες γι’ αυτές τις δύο Χριστιανικές διδασκαλίες ή δοξασίες:
Ο λαός του Ιεχωβά, σαν εκείνους τους Χριστιανούς της Θεσσαλονίκης, ενδιαφέρεται πολύ για την παρουσία του Χριστού στη δευτέρα του έλευσι.a Επίσης, ενδιαφέρονται πολύ για την ημέρα του Ιεχωβά. Γνωρίζουν ότι όταν οι άρχοντες του κόσμου κραυγάζουν «Ειρήνη και ασφάλεια,» θα επέλθη σ’ αυτούς αιφνίδια ο όλεθρος για τον οποίο μίλησε ο Ιησούς στη μεγαλειώδη προφητεία του.—Ματθ. 24:21, 22· Αποκάλ. 7:14.
Όλοι μας μπορούμε να βρούμε καλές συμβουλές στα λόγια του Παύλου που βρίσκονται στην επιστολή 1 Θεσσαλονικείς 5:13-22: «Ειρηνεύετε μεταξύ σας . . . Νουθετείτε τους ατάκτους, παρηγορείτε τους ολιγοψύχους, περιθάλπετε τους ασθενείς, μακροθυμείτε προς πάντας . . . πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, κατά πάντα ευχαριστείτε· . . . Πάντα δοκιμάζετε, το καλόν κατέχετε.» Είθε πάντοτε να πράττωμε αυτά!
[Υποσημειώσεις]
a Ο Λουκάς, στις Πράξεις 17:11, λέγει ότι οι Βεροιείς «ήσαν ευγενέστεροι παρά τους εν Θεσσαλονίκη,» διότι εξήταζαν «καθ’ ημέραν τας γραφάς αν ούτως έχωσι ταύτα»—τα λεγόμενα από τον Παύλο. Αν οι Θεσσαλονικείς ήσαν το ίδιο επιμελείς, πιθανόν να μην είχαν βγάλει εσφαλμένα συμπεράσματα για την παρουσία του Χριστού και την ημέρα του Ιεχωβά.