Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Μερικές σύγχρονες Άγιες Γραφές στο εδάφιο Λουκάς 10:1 λέγουν ότι ο Ιησούς έστειλε εβδομήντα δύο μαθητάς, αλλά η Γραφή μου λέγει εβδομήντα. Γιατί υπάρχει αυτή η διαφορά;
Η διαφορά προκύπτει από το γεγονός ότι η μαρτυρία των αρχαίων χειρογράφων διχάζεται σχετικά με τον αριθμό των μαθητών που έστειλε ο Ιησούς.
Μερικά αρχαία Ελληνικά χειρόγραφα και μεταφράσεις σε άλλες γλώσσες γράφουν «εβδομήκοντα δύο» στα εδάφια Λουκάς 10:1, 17, τα οποία αναφέρονται στην αποστολή και στην επιστροφή των μαθητών. Αυτή η μαρτυρία περιλαμβάνει τον κώδικα του Βατικανού (1209) του τετάρτου αιώνος, τον κώδικα Βήζα (Κανταβριγιανό) του πέμπτου ή του έκτου αιώνος, τη Λατινική Βουλγάτα και μερικές Συριακές μεταφράσεις. Μ’ αυτή τη βάσι ωρισμένοι μεταφρασταί δεν δέχθηκαν το «εβδομήκοντα» και αντί αυτού εχρησιμοποίησαν το «εβδομήκοντα δύο.» Η Νέα Αγγλική Βίβλος και η Βίβλος της Ιερουσαλήμ είναι δύο πρόσφατα παραδείγματα. Ακόμη και οι λόγιοι Ουέσκοττ και Χορτ εξέλεξαν να χρησιμοποιήσουν αυτό τον αριθμό στο Ελληνικό κείμενο που προετοίμασαν.
Εν τούτοις, υπάρχει αφθονία αξιόλογων χειρογράφων τα οποία υποστηρίζουν την εκδοχή των «εβδομήκοντα.» Αυτό αναγράφεται στον Σιναϊτικό κώδικα του τετάρτου αιώνος, ο οποίος συνήθως θεωρείται ότι κατέχει «πρωταρχική θέσι στον κατάλογο των χειρογράφων της Καινής Διαθήκης.» Τον αριθμό «εβδομήκοντα» αναφέρει επίσης και ο Αλεξανδρινός κώδιξ, ο Εφραϊμικός κώδιξ και η Συριακή Πεσίττα, τα οποία όλα χρονολογούνται τον πέμπτο αιώνα. Επίσης, ο Ιησούς απέστειλε «εβδομήκοντα» μαθητάς σύμφωνα μ’ ένα πάπυρο του τρίτου αιώνος (Τσέστερ Μπήττυ 1).—Το Κείμενο της Καινής Διαθήκης (1968)
Έτσι, πολλές φημισμένες μεταφράσεις της Αγίας Γραφής διετήρησαν την καλά θεμελιωμένη και γνωστή εκδοχή των «εβδομήκοντα.» Η Μετάφρασις του Νέου Κόσμου λέγει: «Μετά δε ταύτα διώρισεν ο Κύριος και άλλους εβδομήκοντα, και απέστειλεν αυτούς ανά δύο έμπροσθεν αυτού εις πάσαν πόλιν και τόπον, όπου έμελλεν αυτός να υπάγη.»—Λουκ. 10:1.
Οι Βιβλικοί λόγιοι προσφέρουν διάφορες ιδέες σχετικά με το ότι ένας από τους πρώτους αντιγραφείς μπορεί να έκαμε την παράλειψι που κατέληξε σ’ αυτή την ελαφρή διαφορά αριθμητικώς. Αλλά μια εξέτασις αυτής της τεχνικής διαφοράς στην αφήγησι που αναφέρεται στο Λουκάς 10:1, δεν πρέπει να μας απομακρύνη από το κεντρικό σημείο που δείχνουν τα χειρόγραφα.
Η αφθονία των αρχαίων χειρογράφων και των μεταφράσεων συμφωνούν σε όλες τις θεμελιώδεις αρχές, πιστοποιώντας ότι ο Ιησούς πραγματικά εξαπέστειλε ένα μεγάλο πλήθος μαθητών. Έχομε μια διακεκριμένη αφήγησι σχετικά με τον λόγο για τον οποίο εστάλησαν, τι τους ελέχθη ότι έπρεπε να κάμουν και πώς αντέδρασαν στην επιστροφή των. Το γεγονός ότι μια τέτοια πλήρης αφήγησις έφθασε σε μας μετά από δύο χιλιάδες σχεδόν χρόνια είναι βεβαίως μια απόδειξις του ότι ο Θεός διαφυλάττει τον Λόγο του.
● Στο εδάφιο Ιωάννης 2:20 διαβάζομε: «Εις τεσσαράκοντα και εξ έτη οικοδομήθη ο ναός ούτος, και συ θέλεις εγείρει αυτόν εις τρεις ημέρας;» Πώς μπορούμε να υπολογίσωμε αυτά τα σαράντα έξη χρόνια;
Τα συμφραζόμενα αυτής της δηλώσεως δείχνουν ότι ο Ιησούς ήταν τότε στην Ιερουσαλήμ για να εορτάση το πρώτο πάσχα μετά το βάπτισμα του. (Ιωάν. 1:29-33· 2:13) Σύμφωνα με την προφητεία των ‘εβδομήκοντα εβδομάδων,’ που βρίσκεται στον Δανιήλ 9:24-27, ο Μεσσίας θα έκαμε τη δημοσία εμφάνισί του το φθινόπωρο του 29 μ.Χ.a Αυτό τοποθετούσε το επόμενο πάσχα την άνοιξι του 30 μ.Χ.
Σχετικά με τα σαράντα έξη χρόνια, ένα μέρος των συγγραμμάτων του Ιουδαίου ιστορικού Φλαβίου Ιωσήπου αποδεικνύεται βοηθητικό. Στο βιβλίο του Αρχαιότητες των Ιουδαίων διαβάζομε: «Και τώρα ο Ηρώδης, στο δέκατο όγδοο έτος της βασιλείας του, και μετά τα έργα που ήδη αναφέραμε, ανέλαβε ένα πολύ μεγάλο έργο, δηλαδή, ν’ ανοικοδομήση ο ίδιος τον ναό του Θεού, να τον διευρύνη και να τον εγείρη σ’ ένα πιο μεγαλειώδες επίπεδο.»—Βιβλίον 15, κεφάλαιον 11, τμήμα 1.
Ο Ιώσηπος δηλώνει ότι ο Ηρώδης κατέλαβε την Ιερουσαλήμ είκοσι επτά έτη μετά την πτώσι της πόλεως στα χέρια του Πομπηίου (που συνέβη το 63 π.Χ.) Αυτό θα τοποθετούσε την κατάληψι της Ιερουσαλήμ από τον Ηρώδη στο 63 π.Χ., τον Ιούλιο ή ίσως τον Οκτώβριο, σύμφωνα με μερικούς λογίους. Ο Ιώσηπος πιθανώς υπελόγισε τη χρονική περίοδο που μεσολαβούσε από την ανάληψι του θρόνου από τον Ηρώδη μέχρι τον εαρινό μήνα Νισάν της επομένης ανοίξεως ως ένα «επιπρόσθετο» έτος. Το πρώτο έτος της βασιλείας του Ηρώδου δεν θα άρχιζε επομένως παρά την επομένη άνοιξι και θα εκάλυπτε το διάστημα από το 35 έως το 34 π. Χ. Μετρώντας προς τα εμπρός δεκαεπτά έτη φθάνομε στο δέκατον όγδοο έτος του Ηρώδου (στο οποίο άρχισε η εργασία της ανοικοδομήσεις του ναού) δηλαδή στο 18-17 π.Χ. Προσθέτοντας άλλα σαράντα έξη έτη, φθάνομε στο 29-30 μ.Χ.
[Υποσημειώσεις]
a Βλέπε το θέμα «Εβδομήκοντα Εβδομάδες» στο Βοήθημα προς Κατανόησι της Βίβλου, σελ. 1473 (στην Αγγλική).