Τι Έφερε Ευτυχία σ’ Εμένα
Αφήγησις της Μαρίας Άλβες ντε Αζεβέντο
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ στο Λαμέλας, ένα μικρό χωριό της περιοχής Οπόρτο της Πορτογαλίας, που είναι φημισμένο για τα κρασιά του. Ζούσαμε σ’ ένα μεγάλο πέτρινο σπίτι που είχε τις κρεββατοκάμαρες στο επάνω πάτωμα και εξοχική επίπλωσι. Στο κάτω πάτωμα υπήρχε μια μεγάλη κουζίνα που χρησίμευε επίσης σαν τραπεζαρία. Στην κουζίνα βρισκόταν ένας φούρνος με ξύλα που ψήναμε το νόστιμο ψωμί μας από καλαμπόκι.
Το νερό που πίναμε πήγαζε από μια πηγή στο πίσω μέρος του σπιτιού μας. Ήταν φρέσκο και καθαρό και δίπλα του φύτρωναν νόστιμες φράουλες. Και ένα γάργαρο ρυάκι έρρεε κοντά στο σπίτι μας.
Θυμάμαι ακόμη μερικά απ’ αυτά τα πράγματα και νοιώθω χαρά όποτε βλέπω καθαρά τρεχούμενα νερά. Από τότε που ήμουν μικρό παιδί, η καρδιά μου χτύπησε γρηγορώτερα όταν διάβασα στην Αγία Γραφή για τον «ποταμόν της ζωής.» (Αποκάλ. 22:1, 2) Πόσο χαρούμενη αισθάνθηκα όταν έμαθα ότι κάποια μέρα ολόκληρο το ανθρώπινο γένος θα ζούσε με ειρήνη κάτω από τις κληματαριές και τις συκιές!—Βλέπε Μιχαίας 4:3, 4.
Όταν ήμουν ηλικίας μόνο τριών μηνών, ο πατέρας μου έφυγε για τη Βραζιλία σε αναζήτησι καλυτέρων οικονομικών συνθηκών. Η μητέρα κι εγώ τον ακολουθήσαμε τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1917.
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ
Ο πατέρας ήταν ένα παιδί του ιερού στην Καθολική εκκλησία στην πόλι Λαμέλας. Και η μητέρα πάντοτε μ’ έπαιρνε μαζί της στην εκκλησία. Αργότερα ένας Πρεσβυτεριανός θείος μας έκαμε τον πατέρα να διαβάση την Αγία Γραφή και σύντομα οι γονείς μου έγιναν Πρεσβυτεριανοί.
Ήμουν περίπου εννέα ετών τότε και μου άρεσε να διαβάζω τις ιστορίες της Αγίας Γραφής σχετικά με τον ελεήμονα Ιωσήφ και τον υπομονητικό Ιώβ. Η πορεία της ακεραιότητός των μ’ έκαμε να δακρύζω. Ήθελα να ομοιάζω σ’ αυτά τα άτομα.
Αργότερα μετακομίσαμε στην Ολάρια, στο βορειότερο μέρος του Ρίο Ιανέιρο. Εδώ, αντί ενός καθαρού ρυακιού, υπήρχε ένα μεγάλο χαντάκι στη μέση του δρόμου γεμάτο γρασίδι και ζιζάνια. Αυτό το χαντάκι είχε μετατραπή σε ανοιχτό σκουπιδότοπο που δεν ανέδιδε και τόσο ευχάριστες μυρωδιές. Και τα κουνούπια; Καλύτερα ας τα ξεχάσωμε για την ώρα.
Ο στόχος της οικογενείας για υλική ευημερία απαιτούσε σκληρή εργασία. Στην αρχή βοηθούσα τη μητέρα στις μικροδουλειές του σπιτιού και κατόπιν και οι δυο μας βοηθούσαμε τον πατέρα καθώς κατεσκεύαζε παπούτσια. Η μητέρα επίσης μεγάλωνε κοττόπουλα κι εγώ βοηθούσα στην πώλησι των αυγών. Μια μέρα χρέωσα δύο ντουζίνες αυγά περισσότερο από ό,τι έπρεπε. Ο σκοπός μου ήταν ν’ αγοράσω ένα λαχείο με την ελπίδα να κερδίσω μια κούκλα ή ένα σερβίτσιο παιχνίδι. Η αυστηρή τιμωρία που έλαβα μου ενετύπωσε βαθειά την αξία της εντιμότητος.
Στην ηλικία των εννέα ετών βαπτίσθηκα ως Πρεσβυτεριανή και το 1927, στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, έλαβα το χρίσμα. Κάποια μέρα εκείνου του έτους συνήντησα ένα ναυτικό με το όνομα Ραϋμόνδος Φ. Καμπράλ, ο οποίος είπε ότι ήταν ένας «Σπουδαστής των Γραφών.» Ήταν μνηστευμένος μ’ ένα κορίτσι το οποίο εγώ προσπαθούσα να προσηλυτίσω από τον πνευματισμό στην Πρεσβυτεριανή Εκκλησία. Δίδασκα στο Κατηχητικό σχολείο κι επιθυμούσα να βοηθήσω τους ανθρώπους να μάθουν για τον Θεό.
Εν τούτοις, αυτός ο ναυτικός μου έδειξε από την Αγία Γραφή όχι μόνο ότι ο πνευματισμός είναι εσφαλμένος, αλλά και ότι η ψυχή είναι θνητή και ότι ο Άδης είναι ο κοινός τάφος του ανθρωπίνου γένους. Συζητήσαμε και άλλα ζητήματα, κι έμαθα πολλά πράγματα τα οποία δεν εγνώριζα. Εν τούτοις, αυτός και η φίλη μου πανδρεύθηκαν και μετακόμισαν. Επί δώδεκα χρόνια δεν είχα καμμιά άλλη επαφή με τους Σπουδαστάς των Γραφών.
Στη διάρκεια αυτού του χρόνου πολλά πράγματα συνέβησαν. Κι εγώ επίσης πανδρεύθηκα, αλλά ο γάμος μου απεδείχθη ότι δεν ήταν μια κλίνη με τριαντάφυλλα. Υπήρχαν πολλά αγκάθια και λιγώτερα τριαντάφυλλα. Κάνοντας υπομονή περίμενα την άφιξι του πρώτου μας παιδιού. Θ’ άλλαζε αυτό τη γαμήλια σχέσι μας προς το καλύτερο; Δυστυχώς το παιδί γεννήθηκε νεκρό. Αλλά εκείνον τον καιρό ο σύζυγός μου είχε ήδη αρχίσει να ζη μ’ ένα χαλαρό τρόπο. Ούτε και η γέννησις τριών ακόμη παιδιών δεν άλλαξε την κακή κατάστασι.
Προσπαθούσα πάντοτε να κρύβω τα προβλήματά μου από τους άλλους, ιδιαίτερα από τους γονείς μου, κι έτσι δεν είχα κανένα να με παρηγορήση και να μ’ ενθαρρύνη. Η θρησκεία μου δεν προσέφερε καμμιά ελπίδα. Στην πραγματικότητα, σκεπτόμουν ότι ήμουν μια από εκείνες που διάβαζαν την Αγία Γραφή, αλλά δεν μου άξιζε να την καταλάβω. Από την άλλη πλευρά, πίστευα επίσης ότι έπρεπε να υπάρχουν άτομα τα οποία θα ‘επέστρεφαν πολλούς εις δικαιοσύνην.’ (Δαν. 12:3) Διερωτόμουν ποιοι ήσαν αυτοί. Πόσο επιθυμούσα να γνωρίσω την αλήθεια που ελευθερώνει!—Ιωάν. 8:32.
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΝΑΖΗΤΟΥΣΑ
Τότε, τον Ιανουάριο του 1939, ο ίδιος Σπουδαστής των Γραφών μ’ επισκέφθηκε πάλι, μόνο που αυτή τη φορά συστήθηκε ως ένας Μάρτυς του Ιεχωβά. Με προθυμία ενεγράφην συνδρομήτρια στη Σκοπιά στην Πορτογαλική γλώσσα και σαν ένα δώρο έλαβα το βιβλίο Πλούτη και τρία ακόμη βιβλιάρια. Έμεινα κατάπληκτη από το ισχυρό άγγελμά τους και τα έδειξα αμέσως στους γείτονάς μου. Όταν τελείωσα την ανάγνωσι του βιβλίου Πλούτη, μπορούσα να πω με πεποίθησι: «Βρήκα τον λαό του Θεού!»
Στις 3 Απριλίου 1939, παρηκολούθησα για πρώτη φορά μια συνάθροισι των Μαρτύρων του Ιεχωβά· ήταν η ανάμνησις του θανάτου του Χριστού. Πίστευα ότι όλοι θα εδέχοντο με χαρά τις θαυμαστές αλήθειες της Γραφής που έφεραν τόση ευτυχία σ’ εμένα. Αλλά όταν άρχισα να λέγω για τους μεγαλειώδεις σκοπούς του Θεού στους γονείς μου, στους γείτονας, τους συγγενείς και στους φίλους, μερικοί είπαν ότι είχα τρελλαθή. Ο σύζυγός μου μού απηγόρευσε ν’ αναφέρω την Αγία Γραφή σ’ αυτόν. Η μητέρα μου άρχισε να φορή μαύρα ρούχα ως ένδειξι πένθους, σαν να είχα ήδη πεθάνει!
Όλα αυτά ήταν μεγάλη δοκιμασία. Εν τούτοις, αφιέρωσα τη ζωή μου στον Ιεχωβά και στις 11 Απριλίου 1941 υποβλήθηκα στο εν ύδατι βάπτισμα συμβολίζοντας την αφιέρωσί μου. Τα λόγια του Ψαλμού 26:1 έγιναν η σταθερή μου απόφασις: «Επί τον Ιεχωβά ήλπισα, και δεν θέλω σαλευθή» στην ακεραιότητά μου.
Μολονότι αντιμετώπιζα εναντίωσι, εν τούτοις, δεν είχαν κλείσει όλες οι καρδιές. Η αγαπημένη μου αδελφή Ρουθ δέχθηκε την αλήθεια της Αγίας Γραφής για την οποία της μίλησα. Με την πρόφασι ότι της έκανα μαθήματα ραπτικής, μελετούσαμε μαζί. Για να βγαίνω από το σπίτι και να κηρύττω στους άλλους, έγινα μοδίστρα και καθηγήτρια της ραπτικής και του κεντήματος. Έτσι, ούτε μια μέρα δεν περνούσε που να μην μιλήσω σε άλλους για τα καλά πράγματα του Λόγου του Θεού και αυτή η δραστηριότης ιδιαίτερα ήταν εκείνο που μου έφερε ευτυχία.
Με τον καιρό οι γονείς μου έγιναν πάλι πιο φιλικοί. Έτσι, το 1944 τους προσκάλεσα να παρακολουθήσουν τη συνέλευσι «Ενωμένοι Διαγγελείς» στο Σάο Πάολο. Προς μεγάλη μου ευχαρίστησι, δέχθηκαν. Το ταξίδι με το τραίνο από το Ρίο Ιανέιρο χρειάσθηκε περισσότερο από δώδεκα ώρες, αλλά η φιλικότης και η χαρά που υπήρχε μεταξύ των Μαρτύρων μάς έκανε σύντομα να ξεχάσωμε τους ξύλινους πάγκους του τραίνου. Μοιρασθήκαμε τα φαγητά μας και ψάλλαμε ύμνους της Βασιλείας μέχρι που κουρασθήκαμε.
Η Χριστιανική αγάπη και η ενότης καθώς και το πρόγραμμα της συνελεύσεως διήγειραν το ενδιαφέρον των γονέων μου και όταν επιστρέψαμε στο Ρίο Ιανέιρο ζήτησαν να κάμουν μια Γραφική μελέτη. Απ’ αυτή τη μελέτη σύντομα ξεπήδησε ένα κέντρο δραστηρίου κηρύγματος. Αργότερα, κατεδαφίσαμε μερικούς εσωτερικούς τοίχους του σπιτιού των γονέων μου για να σχηματίσωμε μια Αίθουσα Βασιλείας για την εκκλησία της Ολάρια, τη δεύτερη που δημιουργήθηκε στο Ρίο Ιανέιρο. Σήμερα αυτό το σπίτι χρησιμοποιείται ακόμη ως Αίθουσα Βασιλείας και η εκκλησία προοδεύει όσο ποτέ άλλοτε. Αλλά τώρα υπάρχουν ενενήντα πέντε εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Ρίο Ιανέιρο!
ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑΣ ΤΑ ΤΕΚΝΑ ΜΟΥ
Οι Γραφικές αλήθειες μ’ έκαμαν να αισθάνωμαι τη διπλή ευθύνη της Χριστιανής συζύγου—ν’ αγαπώ και να σέβωμαι τον σύζυγό μου και να εντυπώνω τις θείες αρχές στα παιδιά μου. Προτού πάνε να κοιμηθούν, καθόμουν με τα παιδιά στο κρεββάτι μου και τους έλεγα ιστορίες από τη Γραφή. Η Ναομί συχνά στήριζε το μικρό της κεφάλι στην αγκαλιά μου. Ο Παύλος πηδούσε πάνω κάτω στις πιο συναρπαστικές στιγμές καθώς εγώ υποδυόμουν τον Δαβίδ που έβγαζε τη σφενδόνα του για να κτυπήση τον Γολιάθ, ή τον Σαμψών που γκρέμιζε τις κολώνες του ναού του Δαγών. Με όλα αυτά προσπαθούσα να τους τονίσω την ακεραιότητα αυτών και άλλων πιστών δούλων του Θεού.
Δεν ήταν εύκολο να εκπαιδεύσω τα παιδιά μου στο έργο του κηρύγματος των αγαθών νέων. Εν τούτοις, ο Παύλος φαινόταν ν’ ανταποκρίνεται πολύ καλά στη Χριστιανική εκπαίδευσι και βαπτίσθηκε όταν—ήταν δεκατεσσάρων ετών. Εν τούτοις, όταν ήταν δεκαεπτά ετών ο αθλητισμός άρχισε να τον ελκύη. Ήταν ένας παίκτης με διακρίσεις στην ομάδα του σχολείου του και οι πιθανότητες για μια αθλητική σταδιοδρομία ήσαν πολλές. Ήταν καιρός για μια ζωτική απόφασι και φάνηκε ότι την είχε πάρει μια Κυριακή πρωί όταν δεν ήλθε στο έργο κηρύγματος. Είπε: «Μητέρα, δεν θέλω ν’ ανήκω πια σ’ αυτή τη θρησκεία. Δεν είμαι καν βέβαιος αν είναι η αλήθεια.»
Όταν συνήλθα από το σοκ που μου έδωσε αυτή η απροσδόκητη ομολογία, μπόρεσα να συζητήσω μαζί του και τον βοήθησα να ευθυγραμμίση τον τρόπο σκέψεώς του. Σήμερα, λέγει ότι μου χρωστά βαθειά ευγνωμοσύνη γι’ αυτό, λέγοντας ότι αυτό ήταν ένα σημείο στροφής στη ζωή του. Από τότε ποτέ δεν επέστρεψε πίσω. Έδωσε περισσότερη προσοχή από ό,τι συνήθως στις συναθροίσεις και έφθασε ν’ αγαπά τις αλήθειες της Γραφής από την καρδιά του.
Με τη συνεργασία των παιδιών μου μπόρεσα τον Σεπτέμβριο του 1948, να γίνω σκαπανεύς και ν’ αφιερώνω τουλάχιστον εκατόν είκοσι ώρες τον μήνα στο έργο κηρύγματος. Οι κόρες μου, Έλσα και Ναομί, ετοίμαζαν τα γεύματα με τη σειρά και ο Παύλος τις βοηθούσε σε όλα, ακόμη και στην κουζίνα.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΙΣ ΜΙΑΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
Ένα πρωινό η Ναομί κι εγώ συζητούσαμε για την ανάστασι. Πώς θ’ αναστηθούν οι άνθρωποι; Της εξήγησα ότι πιθανώς θα ήταν όπως ήσαν και προτού πεθάνουν. Δεν φανταζόμουν καθόλου εκείνη τη στιγμή ότι η δική μου πίστις για την ανάστασι θα εδοκιμάζετο.
Στις 5 Οκτωβρίου 1951, γύρω στο μεσημέρι, πήγα να κάμω μια επανεπίσκεψι σ’ ένα ενδιαφερόμενο άτομο για τη Γραφή κι έστειλα τη Ναομί στο σπίτι με τη φίλη της Νέλη. Αφού επέστρεψα στο σπίτι η Νέλη ήλθε τρέχοντας στο παράθυρο και φώναξε, «Η Ναομί! Ένα αυτοκίνητο την κτύπησε!»
Τρέχοντας μάλλον παρά περπατώντας έφθασα στο νοσοκομείο. Καθώς βάδιζα πέρασα μια κηλίδα αίματος στον τόπο του δυστυχήματος. Ένα αυτοκίνητο είχε κτυπήσει τη Ναομί και την είχε σφηνώσει επάνω στον τοίχο. Στο νοσοκομείο, ο Αδελφός Αύγουστος Μασσάντο ήταν μια μεγάλη παρηγοριά για μένα. «Η Ναομί δεν υποφέρει πια,» είπε «ήδη κοιμάται.»
Η ομιλία της κηδείας έγινε στο σπίτι μας. Μ’ ένα μικρόφωνο ήταν δυνατόν ν’ ακούσουν την ομιλία εκατοντάδες άτομα. Ήταν μια θαυμάσια μαρτυρία για τη δύναμι του Ιεχωβά ν’ αναστήση τους ανθρώπους στον ωρισμένο του καιρό. Επί πλέον, αυτό συνετέλεσε στο να μαλακώση η καρδιά του συζύγου μου. Η αγάπη και η καλωσύνη των αδελφών μου ήταν μια μεγάλη ενθάρρυνσι.
ΔΙΑΚΡΑΤΩΝΤΑΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ
Επί χρόνια ο σύζυγός μου ήταν αντίθετος με τη Χριστιανική μου δραστηριότητα. Με κλείδωνε έξω από το σπίτι μου και με απειλούσε με νόμιμο χωρισμό, ακόμη και με όπλο! Οι στοργικοί αδελφοί και αδελφές, περιλαμβανομένων και των κατά σάρκα συγγενών μου, ήσαν μια πραγματική παρηγορία για μένα. Αλλά πάνω απ’ όλα έφθασα ν’ αντιληφθώ ότι η κυρία πηγή της πνευματικής ενθαρρύνσεώς μας είναι ο ίδιος ο Ιεχωβά Θεός, στον οποίο πρέπει να ελπίζωμε.—Ψαλμ. 26:1.
Με τον καιρό, ο Παύλος διωρίσθηκε ως επίσκοπος περιοχής, δηλαδή περιοδεύων διάκονος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Στην αρχή δεν ήθελε να με αφήση μόνη με τον εναντιούμενο πατέρα του. Αλλά του είπα: «Γυιε μου, αν εμπιστεύεσαι στον Ιεχωβά, ούτε συ ούτε εγώ θα έχωμε καμμιά έλλειψι. Ο Ιεχωβά θα μου δώση τη δύναμι να υπομείνω.» Σήμερα ο Παύλος υπηρετεί ακόμη ως επίσκοπος περιοχής με τη χαρούμενη σύζυγό του Τερέζα. Μου λείπει πάρα πολύ, αλλά γνωρίζω ότι υπηρετεί τον Ιεχωβά όπως επιθυμούσα πάντοτε να κάνη.
Η πιο μεγάλη δοκιμασία της ζωής μου ήλθε όταν ο σύζυγός μου κι εγώ αγοράσαμε ένα φούρνο. Αυτό εσήμαινε ότι έπρεπε να εργαζώμεθα όλη την ημέρα για να πληρώνωμε το αλεύρι της επομένης ημέρας. Ως αποτέλεσμα, ήμουν υποχρεωμένη να χάνω πολλές συναθροίσεις και να ελαττώσω το έργο του κηρύγματός μου σε μεγάλο βαθμό. Μερικοί φίλοι σκέφθηκαν μάλιστα ότι είχα γίνει υλίστρια. Εν τούτοις, τελικά μπορέσαμε να πωλήσωμε το φούρνο. Ο σύζυγός μου, όμως, άρχισε να παρουσιάζη τα συμπτώματα μιας ασθενείας που ωδήγησε στον θάνατό του, τον Νοέμβριο του 1969. Μετά απ’ αυτό ήμουν μόνη. Τι μπορούσα να κάνω;
Την 1η Μαρτίου 1970, όταν ήμουν πενήντα επτά ετών, άρχισα μια νέα φάσι της ζωής μου. Έγινα ειδική σκαπανεύς και άρχισα ν’ αφιερώνω τουλάχιστον 150 ώρες τον μήνα στο έργο της διακηρύξεως των αγαθών νέων.
Ο πρώτος μου διορισμός ήταν η Βόλτα Ρεντόντα, όπου, μαζί με τη σύντροφό μου Φελίσια Μιγκουάλ, είδαμε να σχηματίζεται μια ακόμη εκκλησία. Κατόπιν, διωρισθήκαμε στο Παρά ντε Μίνας μια πολύ Καθολική πόλι, όπου υποφέραμε κάθε είδους κακομεταχείρισι. Κάποτε με κτύπησαν ύπουλα από πίσω, με γρονθοκόπησαν και μ’ έρριξαν κάτω. Εν τούτοις, εκείνο το περιστατικό απλώς ενίσχυσε την πεποίθησί μου να εξακολουθήσω ν’ αναζητώ τα «πρόβατα» του Θεού.
Και πράγματι βρήκα τέτοια πρόβατα σ’ εκείνη την πόλι. Μεταξύ των ήταν ο Ζωζέ Αντόνιο, ένας νεαρός που ήταν τόσο πεινασμένος για την αλήθεια του Θεού, ώστε ήταν έτοιμος για βάπτισμα μετά από έξη μόνο μήνες Γραφικής μελέτης. Τώρα, είναι ένας από τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας Παρά ντε Μίνας. Ο παρών διορισμός μου είναι η πόλις Πιτανγκουί, μια μικρή πόλις κοντά στην Παρά ντε Μίνας.
Αναπολώντας τα χρόνια της Χριστιανικής μου υπηρεσίας, είμαι σε θέσι να θυμηθώ ότι είχα τη χαρά να βοηθήσω εβδομήντα τουλάχιστον ανθρώπους να γίνουν Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά. Αλλά το τέλος δεν έχει έλθει ακόμη! Η ολοκάρδια επιθυμία μου είναι, με τη δύναμι του Ιεχωβά, να εξακολουθώ να τον υπηρετώ και με τον καιρό να πραγματοποιήσω την ευτυχή ελπίδα να βλέπω το πρόσωπό του σε όλη την αιωνιότητα. (Αποκάλ. 22:4, 5)—Από συνεργάτη.
[Εικόνα της Μαρίας Άλβες ντέ Αζεβέντο στη σελίδα 52]
[Εικόνα στη σελίδα 55]
Είχα το προνόμιο να φέρω το άγγελμα της Βασιλείας σε πολλά άτομα