Ψαλμωδία στον Ιεχωβά με Ενόργανη Μουσική
ΟΙ Ισραηλίται των αρχαίων χρόνων ήσαν φημισμένοι για την ωραία μουσική τους. Όχι μόνο η υμνωδία, αλλά και η ενόργανη μουσική έπαιζε έναν εξέχοντα ρόλο στη λατρεία των προς τον Ιεχωβά Θεό, ιδιαίτερα σε ειδικές περιστάσεις.
Μια τέτοια περίστασις ήταν όταν ο Βασιλεύς Δαβίδ έκαμε την πρώτη προσπάθεια και αργότερα όταν κατώρθωσε να φέρη την κιβωτό της διαθήκης στην Ιερουσαλήμ. Υπήρχε μια μεγάλη ορχήστρα και χορωδία στην αφιέρωσι του ναού του Σολομώντος. Όταν αργότερα ο Βασιλεύς Εζεκίας αποκατέστησε τη λατρεία που γινόταν στο ναό, εφρόντισε να υπάρχη ενόργανος μουσική καθώς και φωνητική μουσική. Και τα δύο αυτά είδη μουσικής είχαν εξέχουσα θέσι στον καιρό της αφιερώσεως των τειχών της Ιερουσαλήμ, στις ημέρες του Νεεμία.—2 Σαμ. 6:5· 1 Χρον. 15:28· 2 Χρον. 5:12-14· Νεεμ. 12:27-31, 38-42.
Εν τούτοις, υπάρχει πλήρης σιωπή ως προς την ενόργανη μουσική στη Χριστιανική λατρεία, εκτός από μια μεταφορική έννοια. (Αποκάλ. 14:2) Αλλά υπήρχε υμνολογία; Ναι, όπως λόγου χάριν στο τέλος του Δείπνου του Κυρίου και όταν ο Παύλος και ο Σίλας ήσαν φυλακισμένοι στους Φιλίππους. Ο απόστολος Παύλος μνημονεύει και ενθαρρύνει την υμνολογία αίνου στον Ιεχωβά. Εν τούτοις, επειδή δεν μνημονεύεται, η χρήσις ενοργάνου μουσικής από τους Χριστιανούς, μερικά δόγματα του Χριστιανικού κόσμου απαγορεύουν αυστηρά τη χρήσι οποιασδήποτε τέτοιας μουσικής στις λειτουργίες των. (Ματθ. 26:30· Πράξ. 16:25· 1 Κορ. 14:15· Εφεσ. 5:19, 20· Κολ. 3:16, 17) Αλλά η απλή απουσία τέτοιας μνείας δεν αποτελεί ισχυρή βάσι για μια τέτοια άποψι.
Ερχόμενοι τώρα στην εποχή μας, τι θα πούμε για τη χρήσι ενόργανου μουσικής για τη συνοδεία της υμνωδίας στις μεγαλύτερες συνελεύσεις; Ένα πνεύμα υγιαίνοντος νοός, θα υπαγόρευε την αποφυγή ακροτήτων. Η ενόργανη μουσική, αν παίζεται καλά, αποτελεί ενθάρρυνσι στην εκκλησιαστική υμνωδία και προσθέτει στον αίνο που αποδίδεται στον Ιεχωβά. Αλλά εκεί όπου δεν υπάρχουν καλοί μουσικοί, καλό είναι να χρησιμοποιούνται οι δίσκοι που επρομήθευσε η Εταιρία Σκοπιά.
Στις μεγάλες συνελεύσεις, υπάρχει συνήθως μια ορχήστρα για τη συνοδεία της υμνωδίας και την προμήθεια ενός συντόμου μουσικού προγράμματος πριν από τα διάφορα μέρη της συνελεύσεως. Αλλά όσο για τις ορχήστρες και τις χορωδίες, φαίνεται ότι χρειάζεται κάποια προσοχή. Απασχολούνται σ’ αυτές πολλά άτομα και οι δοκιμές απαιτούν πολύ χρόνο. Επίσης, αν η χορωδία χρησιμοποιή μικρόφωνα όταν υμνωδούν οι παρευρισκόμενοι στη συνέλευσι ή αν η ορχήστρα είναι πολύ δυνατή, αυτό τείνει να επισκιάση την υμνωδία του ακροατηρίου. Θα είναι, λοιπόν, καλύτερο να περιορίζεται η χρήσις ορχήστρας ή χορωδίας, αν γίνεται τέτοια χρήσις, στις μεγαλύτερες συνελεύσεις.
Στη μουσική, όπως και σε οτιδήποτε άλλο που κάνομε προς δόξαν Θεού, είναι επιθυμητή η ισορροπία. Η ενόργανη μουσική εκτός του ότι συνοδεύει την υμνωδία, είναι πραγματικά προαιρετική, μολονότι αυξάνει την εορταστικότητα της συνελεύσεως, όπως ακριβώς και μια ωραία διευθετημένη εξέδρα. Συχνά, όμως, η τάσις εκείνων που είναι υπεύθυνοι για τη μουσική είναι να φθάνουν στα άκρα, να ξεφεύγουν από τα λογικά όρια όπως θα λέγαμε. Πολύ κατάλληλη λοιπόν είναι η συμβουλή που δίδεται στον Ψαλμό 47:6, 7: «Ψάλατε εις τον Θεόν, ψάλατε· ψάλατε εις τον Βασιλέα ημών, ψάλατε. Διότι Βασιλεύς πάσης της γης είναι ο Θεός· ψάλατε μετά συνέσεως.»
Φαίνεται ότι μερικοί θα κάνουν καλά να προσέξουν αυτή τη συμβουλή. Κατά καιρούς λαμβάνεται άσκοπη πρωτοβουλία στη μελωδική γραμμή και στους μουσικούς ρυθμούς και προσδίδεται έτσι βιαιότης στα αισθήματα που εκφράζονται με τα λόγια. Πραγματικά, προκαλεί σύγχυσι και είναι αντίθετο προς το πνεύμα μιας Χριστιανικής συνελεύσεως να δημιουργούμε μια πολύ έντονη υπόκρουσι ή να μετατρέπωμε ανεξέλεγκτα τις απλές, εκφραστικές μελωδίες που ψάλλονται συνήθως. Υπάρχει επαρκής ελευθερία για πρωτοτυπία και εφευρετικότητα και μουσική έμπνευσι μέσα στα όρια των αισθημάτων που εκφράζουν οι λέξεις και που είναι αχώριστα συνδεδεμένες με τα μουσικά θέματα. Οι ιδιοφυείς διασκευασταί μπορεί να τείνουν να υπερβάλουν με το να εισάγουν ύπουλες επιδράσεις και έντονες υποκρούσεις στις παραλλαγές του τόνου, που είναι πολύ πιθανόν να μη γίνωνται αντιληπτές από όλους, εκτός από λίγους ακροατές που γνωρίζουν μουσική και οι οποίοι διαθέτουν τον χρόνο και τον κόπο ν’ ακούουν προσεκτικά. Επίσης, είναι αμφίβολο αν ένα άτομο με μουσική ιδιοφυία, θα μπορούσε με σύνεσι να περιορίση τον ενθουσιασμό και την ευχαρίστησί του στη διευθέτησι προγραμμάτων έτσι ώστε να μην αφήνη τη μουσική να περιορίζη πάρα πολύ την προσωπική του μελέτη, τη δημοσία μαρτυρία και τα προνόμια της ποιμάνσεως.
Φυσικά, η μουσική πρέπει να λαμβάνεται στα σοβαρά για να γίνεται άξια προσοχής. Αλλ’ αν ληφθή πολύ σοβαρά, είναι πολύ πιθανόν να υπάρξη κάποια πνευματική απώλεια. Η ενόργανη μουσική δεν μπορεί ν’ αντικαταστήση την προσωπική μελέτη και τη δημοσία μαρτυρία, ούτε η απόλαυσις μιας περιφερειακής συνελεύσεως μπορεί να βασισθή κυρίως στην τέρψι που προξενεί η συμμετοχή στην ορχήστρα. Ένα άτομο το οποίο από πολλά χρόνια έκανε διευθετήσεις και διηύθυνε τη μουσική σε μεγάλες συνελεύσεις, είπε ότι μόνο αργότερα μπόρεσε να κατανοήση πόσο η μουσική του δράσις του περιώριζε την πνευματική του ωφέλεια από τις συνελεύσεις. Με την τήρησι ισορροπίας, αυτή η απώλεια μπορεί να μειωθή στο ελάχιστο.