Μπορείτε να Ομολογήσετε Όταν Σφάλλετε;
«ΜΟΝΟΝ οι ανόητοι και οι νεκροί δεν αλλάζουν γνώμη.» Τουλάχιστον έτσι είπε ο συγγραφεύς Τζ. Ρ. Λόουελ. Είτε αληθεύει αυτό είτε όχι, αποτελεί μια πολύ κοινή ανθρώπινη αδυναμία να επιμένωμε στη γνώμη μας παράλογα, ή ν’ αρνούμεθα να παραδεχθούμε ότι σφάλαμε.
Μια εξέχουσα εκδήλωσις αυτής της τάσεως έλαβε χώρα το έτος 33 μ.Χ. Λίγο καιρό πριν απ’ αυτή τη χρονολογία, ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ διεξήγε ένα έργο διδασκαλίας και μαθητεύσεως γύρω από την Παλαιστίνη. Οι Ιουδαίοι ηγέται του εναντιώνοντο σθεναρά, απορρίπτοντας τόσο τις Γραφικές αποδείξεις της ιδιότητός του ως Μεσσίου, όσο και τα θαυματουργικά σημεία που συνώδευαν τη διακονία του. Κατόπιν, εκείνο το έτος, ο Ιησούς έκανε ένα θαύμα στην περιοχή της Ιερουσαλήμ που θα μπορούσε να είχε πείσει ακόμη και τους πιο σθεναρούς εναντιουμένους. Ενώπιον πολλών ανθρώπων, ανέστησε έναν άνθρωπο, ο οποίος ήταν νεκρός τέσσερις μέρες!—Ιωάν. 11:30-45.
Ασφαλώς, αν υπήρχε κάτι που έδειχνε ότι ο Ιεχωβά υπεστήριζε τον Ιησού, ήταν εκείνο το θαύμα. Πώς θα μπορούσε να εξηγηθή αλλιώς μια ανάστασις; Πολλοί Ιουδαίοι δέχθηκαν τον Ιησού εξ αιτίας αυτού του γεγονότος. Αλλά τι θα λεχθή για τους Ιουδαίους ηγέτες; Η αφήγησις λέγει ότι ‘συνεβουλεύθησαν δια να θανατώσωσι τον Ιησούν.’ Όχι μόνο αυτό, αλλά «συνεβουλεύθησαν δε οι αρχιερείς, δια να θανατώσωσι και τον Λάζαρον,» τον άνθρωπο που ανέστησε ο Ιησούς.—Ιωάν. 11:53· 12:10, 11.
Πείσμα
Αντί να παραδεχθούν ότι έσφαλαν, οι Ιουδαίοι θέλησαν να εξαλείψουν κάθε ίχνος αυτής της αποδείξεως. Ασφαλώς, υποκινούμεθα να καταδικάσωμε το πείσμα τους. Θα σκεπτόταν κανείς ότι, μετά από μια τέτοια εκδήλωσι πείσματος, η συνείδησίς τους θα τους υποκινούσε να επανεξετάσουν τη στάσι τους. Αλλά αυτοί προχώρησαν και, αργότερα θανάτωσαν τον Ιησού—έκαναν το χειρότερο σφάλμα και την πιο επιλήψιμη εγκληματική ενέργεια που διεπράχθη ποτέ.—1 Κορ. 2:6-8.
Κατόπιν, παρ’ όλες τις αποδείξεις της αναστάσεως του Ιησού, θέλησαν ν’ απαλλαγούν από τους αποστόλους, οι οποίοι ήσαν μάρτυρες αυτού του δυναμικού έργου του Θεού. Αλλά ένας από τους πιο αξιοσέβαστους ηγέτας των, μολονότι δεν ανεγνώριζε τον Ιησού ως τον Μεσσία, τους έδωσε τέτοια συμβουλή, η οποία θα έπρεπε τουλάχιστον να τους κάνη να προσαρμόσουν ριζικά τον τρόπο σκέψεώς τους. Αυτός ο άνδρας ήταν ο εξέχων διδάσκαλος Γαμαλιήλ. Αφού παρέθεσε παραδείγματα ανδρών οι οποίοι ηγέρθησαν ως αυτοαποκαλούμενοι Μεσσίαι και την αποτυχία των κινημάτων που άρχισαν, ο Γαμαλιήλ συμβούλευσε: «Τώρα σας λέγω, απέχετε από των ανθρώπων τούτων και αφήσατε αυτούς· διότι εάν η βουλή αύτη ή το έργον τούτο ήναι εξ ανθρώπων, θέλει ματαιωθή· εάν όμως ήναι εκ Θεού, δεν δύνασθε να ματαιώσητε αυτό, και προσέχετε μήπως ευρεθήτε και θεομάχοι.»—Πράξ. 5:34-39.
Ωστόσο, οι Ιουδαίοι ηγέτες δεν πρόσεξαν τη συμβουλή του Γαμαλιήλ. Λίγο καιρό αργότερα, όταν ο Χριστιανός Στέφανος τους εξέθεσε όσα είχαν κάνει και τους είπε ότι ήσαν πείσμονες, «κατεκόπτοντο τας καρδίας αυτών [αλλά δεν μετενόησαν, ούτε μαλάκωσαν], και έτριζον τους οδόντας κατ’ αυτού.» Κατόπιν, «φωνάξαντες μετά φωνής μεγάλης, έφραξαν τα ώτα αυτών,» και τελικά λιθοβόλησαν τον Στέφανο μέχρι θανάτου.—Πράξ. 7:51-60.
Παρ’ όλ’ αυτά τα παραδείγματα, ο κόσμος συχνά θαυμάζει το πείσμα. Η Αγία Γραφή, όμως, το συνδέει με τη στασιαστικότητα και την κακή καρδιά—πράγματα τα οποία οι Χριστιανοί πρέπει ν’ αποφεύγουν. (Ψαλμ. 78:8) Η Αγία Γραφή, επίσης, δίδει παραδείγματα, όπως του Φαραώ της Αιγύπτου και των Ιουδαίων της εποχής των Κριτών, και λέγει τι υπέστησαν εξ αιτίας του πείσματός των.—Έξοδ. 14:8, 26-28· Κριτ. 2:19-23.
Έτσι, αν κανείς κάνη αυτοεξέτασι και διαπιστώση ότι είναι από τη φύσι του πείσμων, ή έχει το είδος της προσωπικότητος που τον κάνει να μην είναι και τόσο πρόθυμος ν’ ακούη τις απόψεις των άλλων ανθρώπων, καλό είναι να αναγνωρίση ότι αυτό αποτελεί πρόβλημα. Στο κάτω κάτω, όχι στους πείσμονες, αλλά «εις τους ταπεινούς δίδει ο Θεός χάριν.» Εκτός αυτού, όχι οι πείσμονες ή εκείνοι που επιμένουν στην άποψί τους, αλλά οι πραείς είναι εκείνοι οι οποίοι «θέλουσιν κληρονομήσει την γην.»—Παροιμ. 3:34· Ψαλμ. 37:11.
Υπερηφάνεια
Μερικές φορές, το πρόβλημα μπορεί να μην είναι απλώς το πείσμα. Μπορεί να σχετίζεται μ’ ένα άλλο χαρακτηριστικό—την υπερηφάνεια. Πώς μπορεί να συμβαίνη αυτό; Ας δούμε. Γνωρίζατε ποτέ κάποιον επόπτη στην εργασία ο οποίος κάνει λάθος και, όταν αυτό το λάθος εκτεθή, αρνείται να το παραδεχθή ή προσπαθεί να κατηγορήση κάποιον άλλο; Ή, ίσως, έχετε ακούσει, κάποιον πρεσβύτερο εκκλησίας να λέγη, άθελά του, κάτι που δεν είναι ακριβές, και κατόπιν να μην είναι πρόθυμος να το αναγνωρίση. Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στην υπερηφάνεια, στο αίσθημα ότι λόγω της θέσεώς του δεν πρέπει να ανακαλυφθή ότι έσφαλε. Οι γονείς και οι διδάσκαλοι μερικές φορές ενεργούν μ’ αυτό τον τρόπο, φοβούμενοι ότι θα χάσουν τον σεβασμό και την επιρροή που ασκούν, αν παραδεχθούν ένα λάθος, και θα εξασθενίσουν έτσι την εξουσία τους.
Σχετική με την υπερηφάνεια είναι η ιδέα του να «σώσωμε την υπόληψί μας.» Στην Ανατολή μερικοί θα προτιμούσαν να πεθάνουν μάλλον, παρά να «χάσουν την υπόληψί τους»· αλλά και οι περισσότεροι από μας, είτε στην Ανατολή ζούμε είτε στην Δύσι, θέλομε να υπερασπιζώμεθα την «υπόληψί» μας, το γόητρό μας ή την εικόνα που θέλομε να παρουσιάζωμε. Αυτό υποκινείται, σε μεγάλο βαθμό, από υπερηφάνεια.
Είναι η υπερηφάνεια μια ιδιότης, την οποία πρέπει να καλλιεργούν οι Χριστιανοί; Όταν σκεπτώμεθα υπερήφανους ανθρώπους, ποιοι έρχονται στη διάνοιά μας; Άνθρωποι σαν τον Σενναχειρείμ, τον Φαραώ και τον Βασιλέα της Βαβυλώνας (ακόμη και ο ίδιος ο Διάβολος). (1 Τιμ. 3:6) Είναι αλήθεια ότι οι σύγχρονοί τους τιμούσαν και εφοβούντο αυτούς τους βασιλείς, αλλά πώς τους έβλεπε ο Ιεχωβά; Η Αγία Γραφή λέγει: «Αλαζονείαν και αυθάδειαν (αυτοεξύψωσι και υπερηφάνεια, ΜΝΚ), . . . εγώ ο Ιεχωβά μισώ.» (Παροιμ. 8:13) Και πού είναι η δόξα αυτών των ανδρών σήμερα;
Αμηχανία και Φόβος
Μερικοί άνθρωποι ίσως αρνούνται να παραδεχθούν ότι σφάλλουν για ένα άλλο λόγο. Ίσως φοβούνται ή νοιώθουν αμηχανία. Όταν κάνουν κάτι για το οποίο ντρέπονται και καλούνται να δώσουν λόγο γι’ αυτό, απλώς και μόνο η ντροπή μπορεί να τους κάνη ν’ αρνηθούν τα γεγονότα ή να δικαιολογήσουν τις ενέργειές τους προσπαθώντας να κάνουν τη συνείδησί τους να τους συγχωρήση. Αυτά τα άτομα πρέπει ν’ αναπτύξουν τις ιδιότητες της πίστεως, της ταπεινοφροσύνης και της αγάπης για τον Θεό. Ο Ιεχωβά είναι πρόθυμος να συγχωρήση ακόμη και σοβαρά αμαρτήματα. Αν ο παραβάτης δείξη εμπιστοσύνη και πίστι στον Θεό και στη θυσία του Υιού του και ομολογήση ελεύθερα την αμαρτία του στον Θεό, η συνείδησίς του θα καθαρισθή. (Εβρ. 9:14) Η Αγία Γραφή ομιλεί για τη σπλαγχνική φύσι του Αρχιερέως μας Ιησού Χριστού, και μας συμβουλεύει: «Ας πλησιάζωμεν λοιπόν μετά παρρησίας εις τον θρόνον της χάριτος, δια να λάβωμεν έλεος και να εύρωμεν χάριν προς βοήθειαν εν καιρώ χρείας.»—Εβρ. 4:15, 16· 1 Ιωάν. 2:1, 2.
Ειλικρινά, τι κερδίζομε πράγματι αν αρνούμεθα να παραδεχθούμε ότι σφάλαμε σε μια συγκεκριμένη περίπτωσι; Είναι αλήθεια ότι μπορεί να μην τιμωρηθούμε προς στιγμήν αλλά «ό,τι αν σπείρη ο άνθρωπος, τούτο και θέλει θερίσει.» (Γαλ. 6:7) Μολονότι οι άλλοι άνθρωποι μπορεί να μην ανακαλύψουν τις αμαρτίες μας, «ο Κύριος σταθμίζει τας καρδίας.» (Παροιμ. 21:2) Ο απόστολος Παύλος μάς προειδοποιεί: «Πάντες ημείς θέλομεν παρασταθή εις το βήμα του Χριστού (του Θεού, ΜΝΚ). Διότι είναι γεγραμμένον· Ζω εγώ, λέγει Κύριος, ότι εις εμέ θέλει κάμψει παν γόνυ, και πάσα γλώσσα θέλει δοξολογήσει τον Θεόν. Άρα λοιπόν έκαστος ημών περί εαυτού θέλει δώσει λόγον εις τον Θεόν.»—Ρωμ. 14:10-12.
Επιείκεια και Πραότης
Φυσικά, λέγοντας πείσμα, δεν αναφερόμεθα στη σταθερότητα σκοπού η οποία πρέπει να διακρίνη ένα Χριστιανό. Ο δούλος του Θεού είναι αξιέπαινος αν είναι ‘στερεός, αμετακίνητος,’ στη λατρεία του. (1 Κορ. 15:58) Αυτό πηγάζει από καλά ελατήρια και είναι σταθερότης για τις ιδέες και τις αρχές του Ιεχωβά, όχι τις δικές μας. Εκτός αυτού, συνδέεται με δύο σπουδαίες ιδιότητες—την πραότητα και την επιείκεια.
Μερικοί μπορεί να πιστεύουν ότι η πραότης και η επιείκεια δεν είναι κατάλληλες ιδιότητες για άτομα που βρίσκονται σε εξουσία. Ωστόσο, ο Μωυσής, ο οποίος ήταν επίσκοπος τριών περίπου εκατομμυρίων ανθρώπων, ήταν «πραΰς σφόδρα υπέρ πάντας τους ανθρώπους, τους επί της γης.» (Αριθμ. 12:3) Και αναφέρεται συγκεκριμένα ότι οι Χριστιανοί πρεσβύτεροι στην εκκλησία του Θεού πρέπει να είναι ‘επιεικείς.’ (1 Τιμ. 3:1-3) Πράγματι, εκείνος που είναι πράος και επιεικής δεν θα δυσκολευθή να παραδεχθή τα λάθη του. Δεν θα αισθάνεται αμηχανία, δεν θα είναι τόσο υπερήφανος ή τόσο ανασφαλής να αναφέρη τα γεγονότα όπως ακριβώς είναι, ούτε θα έχη τη γνώμη ότι το να «σώση την υπόληψί του» είναι πιο σπουδαίο από το να πη την αλήθεια. Αντιθέτως, θα εκδηλώνη την άνωθεν σοφία, η οποία είναι «ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, πλήρης ελέους και καλών καρπών»—Ιακ. 3:17.
Ασφαλώς, οι περισσότεροι από μας δεν θα επιτρέπαμε στο πείσμα να μας κάνη να διαπράξωμε φόνο, όπως έκαναν οι Ιουδαίοι ηγέτες. Αλλά αν είμεθα πείσμονες, ακόμη και σε μικρά πράγματα αυτό δυσαρεστεί τον Ιεχωβά. (Λουκ. 16:10) Αν διαπράξωμε μια αμαρτία, πρέπει αμέσως να παραδεχθούμε την ενοχή μας και ν’ απομακρυνθούμε από την αμαρτία, χωρίς να συνεχίζωμε να ‘εγγίζωμε’ ένα τέτοιο πράγμα, και κατόπιν να προστρέξωμε αμέσως και με παρρησία να μιλήσωμε στον Θεό για να έχωμε αγνή καρδιά. Αν κάτι εμποδίζη την πρόσοδό μας στον Θεό—η υπερηφάνεια, η ντροπή, ο φόβος ή κάτι άλλο—πρέπει να επιδιώξωμε τη βοήθεια ενός άλλου Χριστιανού, ζητώντας του να προσευχηθή για μας. (Ιακ. 5:16) Δεν είναι η ντροπή ή η παραδοχή του σφάλματος εκείνο που πρέπει να φοβούμεθα, αλλά να φοβούμεθα μήπως δυσαρεστήσωμε τον Θεό επειδή δεν ομολογούμε το αμάρτημά μας σ’ αυτόν. Πρέπει επίσης να γνωρίζωμε το άφθονο έλεός του προς εκείνους οι οποίοι τον πλησιάζουν με συντριμμένη καρδιά, διότι εκείνος λέγει: «Εις τίνα λοιπόν θέλω επιβλέψει; εις τον πτωχόν και συντετριμμένον το πνεύμα και τρέμοντα τον λόγον μου.»—Ησ. 66:2.