Απελευθέρωσις! Απόδειξις της Ευγνωμοσύνης Μας
Όπως ελέχθη από τον Μαξ Λήμπστερ
ΑΠΟ τα βάθη της θλίψεώς μου έκραζα στον Θεό του Αβραάμ όταν, σε ηλικία 24 ετών, μου στέρησαν την ελευθερία μου για τον μοναδικό λόγο ότι ήμουν Ιουδαίος. Στο κελί μου στη φυλακή Πφόρτσχαϊμ στο Μέλανα Δρυμό, της Γερμανίας, υπέβαλλα στον εαυτό μου κάθε είδους ερώτημα σχετικά με τη γενοκτονία των Ιουδαίων, η οποία εσάρωνε τη Ναζιστική Γερμανία.
Κατόπιν ήλθε ο Ιανουάριος του 1940. Οι συγκρατούμενοί μου κι εγώ μεταφερθήκαμε σιδηροδρομικώς στο στρατόπεδο εξοντώσεως του Σαξενχάουζεν-Ορανιένμπουργκ. Μας κλείδωσαν σε βαγόνια, τα οποία μετασχηματίσθηκαν σε πολλά μικροσκοπικά κελιά για δύο άτομα. Όταν με έριξαν σε ένα απ’ αυτά, είδα ένα φυλακισμένο του οποίου τα μάτια έδειχναν γαλήνη. Ευρίσκετο εκεί λόγω του σεβασμού του για το όνομα του Θεού, προτιμώντας τη φυλακή και πιθανώς τον θάνατο από το να χύση αίμα άλλων ανθρώπων. Ήταν ένας από τους Μάρτυρας του Ιεχωβά. Του είχαν πάρει τα παιδιά του και είχαν εκτελέσει τη σύζυγο του. Και αυτός περίμενε να έχη την ίδια τύχη.
Το ταξίδι, που διήρκεσε 14 ημέρες, έφερε απάντησι στις προσευχές μου, διότι στη διάρκεια αυτού ακριβώς του ταξιδιού προς τον θάνατο βρήκα την ελπίδα της αιωνίου ζωής. Αλλά σχεδόν θαυματουργικά δεν πέθανα! Στη διάρκεια των επομένων πέντε ετών και τεσσάρων μηνών άντεξα τη βασανιστική ζωή πέντε διαφορετικών στρατοπέδων θανάτου, περιλαμβανομένου και του απίστευτα τρομερού Άουσβιτς στην Πολωνία.
Οι θάλαμοι αερίων οι φούρνοι στο Άουσβιτς, που λειτουργούσαν συνεχώς όλο το εικοσιτετράωρο, δολοφονούσαν και έκαιαν 10.000 και πλέον θύματα καθημερινά! Υπολογίζεται ότι μέχρι 4.000.000 άτομα ή και περισσότερα, από τα οποία οι περισσότεροι Ιουδαίοι, εφονεύθησαν στο σύντομο διάστημα λειτουργίας του στρατοπέδου. Όταν έφθασα στο Άουσβιτς το 1943, ήδη λειτουργούσε ως στρατόπεδο εξοντώσεως.
Υπήρχαν περίπου 30 στρατόπεδα εργασίας που λειτουργούσαν κάτω από την κατεύθυνσι του κυρίου στρατοπέδου του Άουσβιτς. Μερικές ημέρες, όταν έφθαναν φυλακισμένοι, τα Ες-Ες επέλεγαν νεαρούς άνδρες για να επανδρώσουν αυτά τα στρατόπεδα. Με επέλεξαν κι εμένα και μ’ έστειλαν στη Μπούνα όπου εκτίζετο ένα εργοστάσιο παραγωγής τεχνητού ελαστικού. Σ’ αυτό το στρατόπεδο εργασίας, κάθε πρωινό εκείνοι που δεν μπορούσαν να εργασθούν πια μετεφέροντο στους θαλάμους αερίων για εξόντωσι.
ΜΠΟΥΧΕΝΒΑΛΝΤ
Τελικά, τον Ιανουάριο του 1945 μεταφέρθηκα στο Μπούχενβαλντ, ένα στρατόπεδο που ευρίσκετο στα δάση τρία μίλια (5 χιλιόμετρα) βορειοδυτικά του Βάιμαρ της Γερμανίας. Καθώς πλησίαζαν οι Αμερικανοί στρατιώτες, ο διοικητής του στρατοπέδου απεφάσισε να εκτελέση όλους τους Ιουδαίους. Επρόκειτο να μεταφερθούν σιδηροδρομικώς σε ένα ομαδικό τάφο, και εκεί να πυροβοληθούν, αφού έσκαβαν πρώτα τον τάφο τους. Στη φάλαγγα μου ήταν και ένας άλλος Ιουδαίος ονόματι Χάικορν, ο οποίος, ενώ ήταν στο Μπούχενβαλντ, είχε δεχθή τις Γραφικές αλήθειες που δίδασκαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Στην αναταραχή που επικρατούσε στη σιδηροδρομική αποβάθρα, αποσυρθήκαμε πίσω από ένα σωρό ξύλων για να διαβάσωμε και να κάνωμε στοχασμούς πάνω στις λίγες σελίδες του Γραφικού βιβλίου της Αποκαλύψεως που ο Χάικορν είχε στην κατοχή του. Και τότε, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, οι φρουροί μας ξέχασαν στο συνωστισμό και στη βιασύνη που ακολούθησε!
Μείναμε εκεί μέχρι που νύχτωσε. Ξαφνικά, ακούσαμε μια φωνή από το μεγάφωνο: ‘Όλοι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά να πάνε στο Τετράγωνο Αριθμ. 1.’ Υπακούσαμε στην εντολή και βρήκαμε 180 Μάρτυρες εκεί. Λίγες μέρες αργότερα, απελευθερωθήκαμε από τις Αμερικανικές δυνάμεις.
Απελευθέρωσις! Πόσο μεγαλειώδες ήταν να είμεθα ελεύθεροι! Εκείνες οι ώρες στη διάρκεια της απελευθερώσεώς μας ήταν πράγματι αξέχαστες. Ο Παρηγορητής, προηγούμενο όνομα του περιοδικού Ξύπνα!, αναφέρει σχετικά μ’ αυτό στην έκδοσί του, 19 Δεκεμβρίου 1945:
«Στις 12 Απριλίου, όταν κατελήφθη τελικά το Μπούχενβαλντ, ευρέθησαν μόνο είκοσι ή τριάντα χιλιάδες φυλακισμένοι, μισοπεθαμένοι από την πείνα. Ένα αηδιαστικό θέαμα, ακόμη και για σκληραγωγημένους στρατιώτες, όταν εισήλθαν σ’ αυτό το στρατόπεδο, ήταν τα νεκρά σώματα που συσσωρεύοντο σαν καυσόξυλα έξω από τους στρατώνες. Μέσα σ’ αυτά τα χαλάσματα υπήρχαν ράφια, όχι κρεββάτια, επάνω στα οποία εκείτοντο σαπίζοντας οι εξασθενημένες μορφές εκείνων που μπορούσαν ακόμη ν’ αναπνέουν. Τα πρόσωπά τους και τα σώματά τους ήταν ρυτιδιασμένα και στραγγισμένα, και πολλοί ήσαν τόσο αδύναμοι που το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να ανοιγοκλείνουν τα μάτια τους. Είχαν υποφέρει μερικά από τα πιο κτηνώδη βασανιστήρια. Ο Χάρολντ Ντέννυ, ανταποκριτής των Τάιμς της Νέας Υόρκης, λέγει ότι άκουσε ‘για τιμωρίες που επέβαλαν οι φρουροί των Ες—Ες, οι οποίες ήσαν τόσο διεφθαρμένες και αχρείες που δεν θα μπορούσα ποτέ να τις πω, εκτός αν τις έλεγα ψιθυριστά σε άλλους άνδρες.’»
Η ζωή μου είχε υποστή μόνιμη βλάβη, αλλά ήμουν ευγνώμων που ζούσα. Η μακρά δοκιμασία στο ένα στρατόπεδο θανάτου κατόπιν του άλλου, απλώς ενίσχυσε την προηγούμενη απόφασί μου. Είχα πει τότε: ‘Αν ο Θεός με απελευθερώση απ’ αυτό το λάκκο των λεόντων, θα τον υπηρετώ αποκλειστικά.’ Έτσι, αμέσως μετά την απελευθέρωσί μου, όταν ήμουν ακόμη στο Μπούχενβαλντ, βαπτίσθηκα, μαζί με τον Φριτς Χάικορν. Απ’ εκείνη τη μέρα μέχρι σήμερα προσπαθώ ν’ αποδειχθώ πιστός στον Ιεχωβά. Από τότε που νυμφεύθηκα το 1956, μοιράζομαι αυτή την απόφασι μαζί με τη σύζυγο μου, Σιμόν.
ΕΠΙΖΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΖΙΣΤΙΚΟ ΔΙΩΓΜΟ
Η Σιμόν μεγάλωσε στην επαρχία της Αλσατίας στην ανατολική Γαλλία, κοντά στα Γερμανικά σύνορα. Οι γονείς της έγιναν Μάρτυρες του Ιεχωβά λίγο προτού απαγορευθή εκεί το 1939 το έργο κηρύγματος των Μαρτύρων. Η Σιμόν βαπτίσθηκε από τον πατέρα της, τον Αδόλφο, το 1941, όταν ήταν μόνο 11 ετών. Αργότερα, στις 4 Σεπτεμβρίου 1941, ο πατέρας της συνελήφθη από τη Γκεστάπο στον τόπο της εργασίας του, και δεν τον είδε πια η οικογένεια μέχρι το 1945, σχεδόν τέσσερα χρόνια αργότερα.
Ο Αδόλφος υπέμεινε κάθε είδους δοκιμασία στη διάρκεια της φυλακίσεως του. Παραδείγματος χάριν, του είπαν ότι αν υπέγραφε μια επιστολή με την οποία θα απεκήρυσσε την πίστι του, θα του έδιναν μια θαυμάσια εργασία ως σχεδιαστού, και η σύζυγός του και η θυγατέρα του θα επέστρεφαν σ’ αυτόν. Αλλά αν αρνείτο, η σύζυγός του θα εφυλακίζετο και η θυγατέρα του θα μετεφέρετο σε ένα αναμορφωτήριο. Αργότερα, τον έδειραν άγρια μέχρι αναισθησίας και πέρασαν αρκετές ώρες για να συνέλθη.
Η Σιμόν και η μητέρα της, η Έμμα, δεν φυλακίσθηκαν αμέσως, και συνέχισαν το έργο της μαρτυρίας υπό το έδαφος. «Μαζί με τον Αδελφό Κελ,» μου εξήγησε η Έμμα, «παίρναμε τη Σκοπιά στα νέα σύνορα μεταξύ της Αλσατίας και της υπόλοιπης Γαλλίας. Κατόπιν, μετεφράζετο στη Γερμανική και πολυγραφείτο. Μ’ αυτό τον τρόπο, οι Γερμανόφωνοι αδελφοί στην Αλσατία και στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας ελάμβαναν πνευματική τροφή.»
Ο Αδόλφος, αφού έμεινε για λίγο στη φυλακή Μουλχάουζ μετεφέρθη, προς το τέλος του 1941, στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Σίρμεκ της Αλσατίας. Κατόπιν, μετεφέρθη στο γνωστό στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Νταχάου, κοντά στο Μόναχο της Γερμανίας. Από τις αρχές του 1943, η κατάστασις για όλους τους φυλακισμένους στο Νταχάου βελτιώθηκε, και τους επέτρεψαν να λαμβάνουν κιβώτια με τρόφιμα.
«Μια μέρα έτρωγα μερικά μικρά γλυκίσματα που μου είχε στείλει η Έμμα,» μου είπε κάποτε ο Αδόλφος. «Διεπίστωσα ότι είχαν μια ασυνήθη γεύσι. Ξαφνικά αντιλήφθηκα ότι μασούσα χαρτί· μέσα στα κέικ ήσαν κρυμμένα χαρτιά!»
Η Έμμα περίμενε υπομονητικά κάθε τρεις μήνες μια επιστολή από τον Αδόλφο, που απετελείτο μόνο από 12 γραμμές. Πόση ανακούφισι και ευτυχία αισθανόταν όταν μάθαινε ότι ο Αδόλφος ελάμβανε τις «βιταμίνες»!
Η βελτιωμένη κατάστασις για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, όπως είπε ο Αδόλφος, τον βοήθησε να επιζήση. Αλλά κατόπιν έλαβε ένα άλλο πλήγμα. Έμαθε ότι η Σιμόν και η Έμμα φυλακίσθηκαν. «Ανησυχούσα πολύ,» μου είπε. «Κατόπιν, μια μέρα, ενώ ήμουν στην ουρά περιμένοντας να κάνω μπάνιο, άκουσα μια φωνή να αναφέρη τα εδάφια Παροιμίες 3:5, 6, τα οποία λέγουν: ‘Έλπιζε επί Κύριον εξ όλης σου της καρδίας και μη επιστηρίζεσαι εις την σύνεσίν σου· εν πάσαις ταις οδοίς σου αυτόν γνώριζε, και αυτός θέλει διευθύνει τα διαβήματά σου.’ Έμοιαζε σα μια φωνή που ερχόταν από τους ουρανούς. Ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν για να επανακτήσω την ισορροπία μου.» Στην πραγματικότητα, η φωνή ήταν ενός άλλου φυλακισμένου, ο οποίος ανέφερε αυτά τα εδάφια.
Η Σιμόν, μολονότι ήταν ακόμη πολύ μικρή, αναγκάσθηκε να αντιμετωπιση σοβαρές δοκιμασίες. Λόγω της θέσεως της υπέρ των Χριστιανικών αρχών, απεβλήθη από το γυμνάσιο. Την ανέκριναν κάτω από εκτυφλωτικά φώτα. Δύο «ψυχίατροι» προσπάθησαν να μάθουν από πού έρχεται η Σκοπιά και πού βρισκόταν το μυστικό πιεστήριο. Η Σιμόν εγνώριζε τις απαντήσεις, γι’ αυτό προσευχόταν βαθιά στον Ιεχωβά να τη βοηθήση να μην προδώση. Όταν έφθασε στο σημείο να καταρρεύση, ο διαπεραστικός ήχος του τηλεφώνου διέκοψε απότομα αυτή τη δοκιμαστική περίοδο.
Τελικά, στις 9 Ιουλίου 1943, η Σιμόν συνελήφθη από δύο ιατρικούς κοινωνικούς υπαλλήλους και μετεφέρθη στο Ναζιστικό αναμορφωτήριο Βέσενμπεργκ στην Κωνστάντζα της Γερμανίας. Η μητέρα της, η Έμμα, κατώρθωσε να πάρη το ίδιο τραίνο για να τη συνοδεύση. Αλλά κατόπιν, τον Σεπτέμβριο του 1943, συνελήφθη και αυτή.
Η Έμμα μετεφέρθη στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Σίρμεκ στην Αλσατία. Μόλις έφθασε, διετάχθη να φορέση στρατιωτικά ρούχα, πράγμα το οποίο αρνήθηκε να κάνη. Την έριξαν στο κελί απομονώσεως στο υπόγειο της φυλακής επί επτά μήνες. Ελευθερώθηκε για λίγο καιρό, αλλά κατόπιν την έριξαν πάλι εκεί επειδή έδινε μαρτυρία σε άλλους φυλακισμένους. Δαπάνησε άλλους τρεις μήνες σ’ εκείνο το τρομερό μέρος. Αλλά παρέμεινε σταθερή στην πίστι στη διάρκεια όλων αυτών των δοκιμασιών.
Εν τω μεταξύ, η αδελφή της Έμμα, η Ευγενία, παρέμεινε ελεύθερη, και έκανε ό,τι μπορούσε, με κίνδυνο της ζωής της, για να βοηθήση τα άλλα μέλη της οικογενείας. Μου είπε: «Ήταν προνόμιό μου ν’ αναλάβω την αποστολή κιβωτίων με τρόφιμα, που περιείχαν αποσπάσματα από το περιοδικό η Σκοπιά, στο Νταχάου, και να επισκέπτωμαι τη Σιμόν μια φορά τον μήνα στη Γερμανία. Είχα κερδίσει την εμπιστοσύνη των διευθυντών του αναμορφωτηρίου κι έτσι επέτρεπαν να με συνοδεύη η Σιμόν σε μερικούς περιπάτους. Αυτό μου έδινε την ευκαιρία να μελετώ τη Σκοπιά μαζί της. Εφαίνετο ότι οι αρχές είχαν τυφλωθή από τον Ιεχωβά, διότι δεν εγνώριζαν ότι εγώ συνδεόμουν με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μπόρεσα να επισκεφθώ τη Σιμόν 13 φορές στη διάρκεια των 22 μηνών του περιορισμού της. Και πληροφορούσα την Έμμα, που βρισκόταν στη φυλακή, ότι η θυγατέρα της τα πήγαινε πολύ καλά.»
Τελικά, ο Αδόλφος μετεφέρθη στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Μαουτχάουζεν της Αυστρίας, Κατόπιν, εστάλη στο Μαουτχάουζεν-Έμπενσι τον χειμώνα του 1944-45. Αυτό εσήμαινε τελεία αποσύνδεσι επικοινωνίας με την οικογένεια του έξω. Σχετικά μ’ αυτό η Σιμόν σχολιάζει:
«Δεν υπέφερα διανοητικώς όταν η οικογένεια μας χωρίσθηκε. Κράτησα τα μάτια μου προσηλωμένα στο παράδειγμα ακεραιότητος των γονέων μου. Συχνά άκουγα τα λόγια της μητέρας: ‘Η δοκιμασία της πίστεώς μας είναι ένα προνόμιο και μια καλή εκπαίδευσις.’ Ποτέ δεν είδα τους γονείς μου συγχυσμένους όταν αντιμετώπιζαν δοκιμασίες, ούτε η μητέρα έκλαιγε. Όταν χρειάσθηκε να παρουσιασθώ επανειλημμένως ενώπιον των αρχών, θυμόμουν ότι οι διωκόμενοι Χριστιανοί αποτελούν θέαμα στους έξω. Ήταν σαν να έβλεπα πίσω από τους διώκτες μου, αγγέλους να με ενθαρρύνουν. Πριν χωρισθώ με τη μητέρα, προσευχηθήκαμε μαζί, κατόπιν ψάλαμε έναν ύμνο προς αίνο του Ιεχωβά. Αισθάνθηκα πολύ δυνατά το ισχυρό χέρι του Ιεχωβά επάνω μου.
«Μόνη στην κρύα και σκληρή ατμόσφαιρα του αναμορφωτηρίου, ένοιωθα να περπατώ με τον Ιεχωβά ως μόνη υποστήριξί μου. Και όταν προσευχόμουν, σκεπτόμουν ότι και οι γονείς μου έκαναν προσευχές προς τον ουρανό, και αισθανόμουν ότι λέγαμε και οι τρεις μια μόνο προσευχή. Κατόπιν ένοιωθα μέσα μου την ίδια θέρμη που αισθανόμουν όταν, στα πρώτα χρόνια της ζωής μου, καθόμουν επάνω στα γόνατα του πατέρα μου ή βρισκόμουν στην αγκαλιά της μητέρας μου. Χρόνια έχουν περάσει από τότε, αλλά ο Ιεχωβά ποτέ δεν αλλοιούται. Είναι ένας Θεός σωτηρίας.»
ΕΠΑΝΕΝΩΣΙΣ ΚΑΙ ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΙΣ
Η επανένωσις της Σιμόν και της οικογενείας της στο τέλος του πολέμου ήταν πράγματι ένα συγκινητικό γεγονός. Έγινε στο διαμέρισμα τους στο Μουλχάουζ. Το κτίριο είχε παραμείνει άθικτο ενώ όλα τριγύρω είχαν καταστραφή και ερημωθή.
«Η ευγνωμοσύνη που υπερχείλιζε την καρδιά μας για μια τέτοια απίστευτη απελευθέρωσι αμαύρωνε τις σωματικές δυσκολίες,» μου είπε η Έμμα. «Με την ελευθερία, που μόλις είχαμε αποκτήσει, να κηρύττωμε τα ‘αγαθά νέα,’ αισθανόμασταν σαν να περιπατούμε—ή μάλλον να ποδηλατούμε—στον αέρα, διότι δεν ήταν ασύνηθες για μας να διανύωμε με το ποδήλατο 60 χιλιόμετρα (πάνω από 37 μίλια) για να βρούμε τα ‘πρόβατα’ του Ιεχωβά. Μας έλειπαν πολλά από τα αναγκαία πράγματα της ζωής, αλλά στοργικοί αδελφοί μας στις Ηνωμένες Πολιτείες, μέσω του τμήματος της Εταιρίας Σκοπιάς στο Παρίσι, μας προμήθευσαν ρούχα και άλλη υλική βοήθεια. Αυτό μας απέδειξε ότι η οργάνωσις του Ιεχωβά μάς φροντίζει, όπως θα φρόντιζε μια μητέρα τα παιδιά της.»
Λίγο μετά την απελευθέρωσι τους, όταν η Σιμόν ήταν ηλικίας 17 ετών, αρνήθηκε μια θαυμάσια εργασία μαζί με τον πατέρα της ως σχεδιάστρια, για να μπορή να κάνη έργο σκαπανέως. Έτσι, λίγος καιρός μόνο είχε περάσει από την επανένωσι της οικογενείας, όταν η Σιμόν έφυγε και πάλι με ένα διορισμό κηρύγματος. Πόσο ευτυχής είμαι για το Χριστιανικό της ζήλο, διότι, ως αποτέλεσμα, προσεκλήθη στη σχολή Γαλαάδ το 1952 και μπόρεσα να τη συναντήσω και αργότερα να τη νυμφευθώ!
Η οικογένειά μας έχει ευλογηθή πλουσίως. Μπορέσαμε να βοηθήσωμε 250 και πλέον άτομα να πάρουν τη θέσι τους υπέρ του Ιεχωβά. Μερικοί απ’ αυτούς είναι τώρα πρεσβύτεροι, άλλοι υπηρετούν σε οίκους Μπέθελ, ως επίσκοποι περιοχής και ιεραπόστολοι. Έτσι, μαζί με πολλούς άλλους στον κόσμο μπορούμε να λέμε κι εμείς τα λόγια του Βιβλικού ψαλμωδού: «Θέλω ευλογεί τον Ιεχωβά εν παντί καιρώ· . . . εκ πάντων των φόβων μου με ηλευθέρωσεν. . . . Μεγαλύνατε τον Ιεχωβά μετ’ εμού, και ας υψώσωμεν ομού το όνομα αυτού.»—Ψαλμ. 34:1, 4, 3.
[Εικόνα του Μαξ Λήμπστερ στη σελίδα 20]