Ψαλμοί
Η Χαρά της Συμμετοχής στην Αληθινή Λατρεία
ΓΙΑ τους αφιερωμένους δούλους του Υψίστου, να συμμετέχουν μαζί με άλλους στην αληθινή λατρεία αποτελεί πηγή απερίγραπτης χαράς. Η έντασις των αισθημάτων τους περιγράφεται στον Ψαλμό 122 ο οποίος αρχίζει με τα εξής λόγια: «Ευφράνθην ότε μοι είπον, Ας υπάγωμεν εις τον οίκον του Κυρίου.» (Εδ. 1) Απλώς και μόνο η σκέψις ότι θα πήγαινε στο αγιαστήριο του Ιεχωβά γέννησε μέσα στον ψαλμωδό αισθήματα χαράς και ειρήνης.
Η επιγραφή αποδίδει τον Ψαλμό 122 στον Δαβίδ. Η Μετάφρασις των Εβδομήκοντα, όμως, παραλείπει τις λέξεις «του Δαβίδ.» Αυτό το γεγονός, καθώς και ωρισμένα λόγια που χρησιμοποιούνται σ’ αυτό τον ψαλμό, έκαναν πάρα πολλούς λόγιους να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ο ψαλμός αυτός γράφθηκε από κάποιον άλλο και όχι από τον Δαβίδ. Παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να κατανοήσωμε πολύ εύκολα τον Ψαλμό 122, αν δεχθούμε την επιγραφή που υπάρχει στο Εβραϊκό κείμενο.
Ο Θεοφοβούμενος Δαβίδ χαιρόταν πάρα πολύ όταν πήγαινε στον οίκο του Ιεχωβά για λατρεία. Η έκτασις της χαράς του φαίνεται καθαρά απ’ ό,τι έκανε όταν μεταφερόταν η ιερή κιβωτός στο Όρος Σιών. Η Αγία Γραφή μάς λέγει: «Εχόρευεν ο Δαβίδ ενώπιον του Κυρίου εξ όλης δυνάμεως.» Ο Δαβίδ καθώς και «πας ο οίκος Ισραήλ ανεβίβασαν την κιβωτόν του Κυρίου εν αλαλαγμώ.»—2 Σαμ. 6:14, 15.
Απ’ όσα ακολουθούν, όμως, φαίνεται ότι ο ψαλμωδός, στον Ψαλμό 122 είχε σκοπό, χωρίς αμφιβολία, να εκφράση τα αισθήματα κάθε λάτρεως που πήγαινε στο αγιαστήριο του Ιεχωβά. Διαβάζομε τα εξής: «Οι πόδες ημών θέλουσιν ίστασθαι εν ταις πύλαις σου, Ιερουσαλήμ· Ιερουσαλήμ, η ωκοδομημένη ως πόλις συνηρμοσμένη ομού. Εκεί αναβαίνουσιν αι φυλαί, αι φυλαί του Κυρίου, κατά το διατεταγμένον εις τον Ισραήλ, διά να δοξολογήσωσι το όνομα του Κυρίου.» (Ψαλμ. 122:2-4) Έτσι, αυτός ο ψαλμός παρουσίαζε τους λάτρεις να έρχωνται από μέρη έξω από την Ιερουσαλήμ, και να σταματούν αμέσως μόλις περνούσαν τις πύλες για να δουν την πόλι. Τι έβλεπαν; Η Ιερουσαλήμ ήταν μια πόλις «συνηρμοσμένη ομού.» Τα σπίτια ήσαν χτισμένα πολύ κοντά μεταξύ τους, σαν να ήσαν “συνηρμοσμένα ομού.” Αυτή ήταν η συνηθισμένη διάταξις για μια πόλι στον αρχαίο καιρό. Μια τέτοια πόλις, που ήταν ενιαία και περιβαλλόταν από δυνατά τείχη, ήταν πιο εύκολο ν’ αμυνθή παρά μια μεγάλη, εκτεταμένη μητρόπολις. Οι υπερασπιστές της πόλεως δεν ήσαν αναγκασμένοι να καλύψουν μια εκτεταμένη περιοχή, αφήνοντας ωρισμένα μέρη ευπρόσβλητα στην επίθεσι του εχθρού. Επί πλέον, η Ιερουσαλήμ περιβαλλόταν από όρη και απότομες κοιλάδες στα ανατολικά, νότια και δυτικά, και έτσι. ήταν πολύ περιωρισμένος ο χώρος που ήταν διαθέσιμος για χτίσιμο. Επειδή οι κάτοικοι της πόλεως ζούσαν πολύ κοντά μεταξύ τους και ο ένας εξαρτάτο από τον άλλο για βοήθεια και προστασία, η φυσική εγγύτητα θα μπορούσε πολύ κατάλληλα ν’ αντιπροσωπεύη την πνευματική ενότητα ολοκλήρου του έθνους, όταν όλες οι φυλές του Ισραήλ συνάγονταν για λατρεία. Το ότι “δοξολογούσαν το όνομα του Κυρίου (Ιεχωβά, ΜΝΚ),” σήμαινε ότι ευχαριστούσαν τον Ύψιστο, Εκείνον που αντιπροσωπευόταν απ’ αυτό το όνομα.
Η Ιερουσαλήμ δεν ήταν μόνο το κέντρο της αληθινής λατρείας, αλλά η πόλις αυτή ήταν επίσης η έδρα της κυβερνήσεως. Ο ψαλμωδός συνεχίζει: «Διότι, εκεί ετέθησαν θρόνοι διά κρίσιν, οι θρόνοι του οίκου του Δαβίδ.» (Ψαλμ. 122:5) Η Ιερουσαλήμ, σαν πρωτεύουσα, ήταν ο τόπος των τελικών κρίσεων. Ο Βασιλέας Δαβίδ κατείχε τη θέσι κριτού και αυτό, επίσης, συνέβαινε και με άλλα μέλη του οίκου του. Η Αγία Γραφή αναφέρει: «Οι δε υιοί του Δαβίδ ήσαν αυλάρχαι.» (2 Σαμ. 8:18) Το ότι χαρακτηρίζονται ως “αυλάρχες,” υπονοεί ότι ήσαν λειτουργοί του κράτους ή αξιωματούχοι και, μ’ αυτή την ιδιότητα, έπρεπε ν’ αποδίδουν κρίσι.
Έχοντας υπ’ όψι τη σπουδαιότητα της Ιερουσαλήμ, ο ψαλμωδός συνεχίζει: «.Ζητείτε την ειρήνην της Ιερουσαλήμ· ας ευτυχώσιν οι αγαπώντες σε. Ας ήναι ειρήνη εις τα τείχη σου, αφθονία εις τα παλάτιά σου.» (Ψαλμ. 122:6, 7) Θα ήταν πολύ κατάλληλο για τους Ισραηλίτες να προσεύχωνται για την ειρήνη ή ευημερία της Ιερουσαλήμ, που ήταν η πρωτεύουσα του έθνους και το κέντρο λατρείας. Η αγάπη τους για την πόλι, λόγω αυτού που ήταν, θα συμφωνούσε με το θέλημα του Θεού. Έτσι, όλοι εκείνοι που αγαπούσαν την πόλι, δηλαδή, όσοι αγαπούσαν την αληθινή λατρεία και τη δικαιοσύνη, θα μπορούσαν να είναι βέβαιοι για τη θεία εύνοια και θ’ απολάμβαναν ασφάλεια, θα “ευτυχούσαν,” απαλλαγμένοι από ανησυχία. Ο ψαλμωδός προσευχόταν να υπάρχη ειρήνη μέσα στα τείχη ή στις οχυρώσεις της Ιερουσαλήμ, για να είναι εξασφαλισμένη η ευημερία της πόλεως. Αυτή η ασφάλεια θα περιλάμβανε τα παλάτια ή τις ωχυρωμένες βασιλικές κατοικίες.
Ιδιαίτερα επειδή η πόλις ήταν το κέντρο της λατρείας του Ιεχωβά, η απόλαυσις ειρήνης από μέρους της θα ήταν για τα καλύτερα συμφέροντα του έθνους. Έτσι, ο Ισραηλίτης που προσευχόταν να επικρατή ειρήνη στην Ιερουσαλήμ, επιζητούσε τα συμφέροντα των συμπατριωτών του Ισραηλιτών. Αυτό φαίνεται καθαρά από τα επόμενα λόγια του Ψαλμού 122: «Ένεκεν των αδελφών μου και των πλησίον μου θέλω λέγει τώρα, Ειρήνη εις σε· ένεκεν του οίκου Κυρίου του Θεού ημών θέλω ζητεί το καλόν σου.»—Εδ. 8, 9.
Είναι αλήθεια ότι σήμερα η αληθινή λατρεία δεν συνδέεται πια με μια ωρισμένη πόλι ή μια ιδιαίτερη γεωγραφική τοποθεσία. Ο Ιησούς Χριστός είπε σε μια Σαμαρείτιδα τα εξής: «Έρχεται ώρα, ότε ούτε εις το όρος τούτο [το όρος Γαριζείν] ούτε εις τα Ιεροσόλυμα θέλετε προσκυνήσει τον Πατέρα.... Πλην έρχεται ώρα, και ήδη είναι, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί θέλουσι προσκυνήσει τον Πατέρα εν πνεύματι και αληθεία· διότι ο Πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν.»—Ιωάν. 4:21-23.
Έτσι, οι δούλοι του Θεού, αντί να προσεύχωνται για ένα ιδιαίτερο μέρος, ορθά προσεύχονται, ο ένας για τον άλλο και για την ειρήνη της Χριστιανικής εκκλησίας σαν σύνολο, η οποία σήμερα εξυψώνει την αληθινή λατρεία ενώπιον των άλλων. Όταν πρόκειται για τις συναθροίσεις αυτής της εκκλησίας, τρέφετε σεις τα ίδια αισθήματα που έτρεφε και ο ψαλμωδός; Ευφραίνεσθε όταν βρίσκεσθε μαζί με άλλους που έχουν την ίδια πολύτιμη πίστι με σας; Ενδιαφέρεσθε και σεις για την ευημερία της εκκλησίας, όπως ενδιαφερόταν και ο ψαλμωδός για την ειρήνη της Ιερουσαλήμ; Αν ναι, τότε ζήτε σε αρμονία με το πνεύμα που εκδηλώνει ο Ψαλμός 122.