Η Πίστη Είναι Πρακτική!
Μαρτυρία από τα Στρατόπεδα Συγκεντρώσεως
ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ συγκεντρώσεως—Τι έρχεται στο νου σας;
Ίσως να σας θυμίζουν εικόνες τρομαγμένων ανθρώπων που τους τραβούσαν έξω από βαγόνια και οδηγούνταν στο θάνατο. Ή, ίσως να σας θυμίζουν κατάκοπους ανθρώπους, μισοπεθαμένους από την πείνα αιχμαλώτους που τους ανάγκαζαν να ζουν με τα ίδια τους τα απορρίματα και πέθαιναν από αρρώστιες. Ή, ίσως να πρόκειται για απάνθρωπα ιατρικά πειράματα ή για φούρνους που κατέφαγαν αναρίθμητα ανθρώπινα σώματα.
Αυτά τα πράγματα είναι μέρος μόνο της εικόνας εκείνων των τρομερών στρατοπέδων.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο για να εξετάσουμε. Όσο και αν ήταν τρομερά τα στρατόπεδα των Ναζί, εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες και γυναίκες που βρίσκονταν εκεί προσπαθούσαν να ζήσουν. Πάλευαν μέρα με τη μέρα να διατηρηθούν ζωντανοί παρά τις ασθένειες, τα χτυπήματα, την εξάντληση και τις εκτελέσεις στην τύχη. Προσπαθούσαν να φάνε, να διατηρηθούν ζεστοί και ν’ αποφύγουν την αρρώστια. Ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται, να κοιμούνται και να έχουν σχέσεις με τους τριγύρω τους.
Έτσι, παρά τη φρίκη—ή ίσως εξ αιτίας της—τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως των Ναζί είναι ένα μέρος για να ψάξουμε να βρούμε αποδείξεις για την πρακτικότητα της πίστεως. Μολονότι εμείς προσωπικά, ίσως ποτέ να μη ζήσουμε σε τέτοια στρατόπεδα, θα ωφεληθούμε απ’ τα μαθήματα που παίρνουμε απ’ αυτά.
ΠΟΛΛΟΙ ΕΧΑΣΑΝ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ
Ένα κύριο αποτέλεσμα των στρατοπέδων ήταν η απώλεια της πίστεως. Ο συγγραφέας Φίλιπ Γιάνσυ εξηγεί: «Μερικοί απ’ αυτούς που επέζησαν έχασαν την πίστη τους στον Θεό. Ιδιαίτερα ευπαθείς στο σημείο αυτό ήταν οι Εβραίοι: μεγαλωμένοι να πιστεύουν ότι κάποτε ήταν ο εκλεκτός λαός, αίφνης ανακάλυψαν, όπως ένας Εβραίος το διατύπωσε πικρά, ‘Ο Χίτλερ είναι ο μόνος που τήρησε τις υποσχέσεις του.’»
Ο Έλη Βίζελ περιγράφει την επίδραση που είχε το κρέμασμα ενός νεαρού αγοριού στο οποίο ήταν αυτόπτης μάρτυς. Τα Ες Ες συγκέντρωσαν τους φυλακισμένους μπροστά από την κρεμάλα. Καθώς το παιδί πέθαινε αργά, ένας φυλακισμένος φώναξε, «Πού είναι λοιπόν ο Θεός ;» Ο Βίζελ λέει, «Και από μέσα μου άκουσα μια φωνή να του απαντά ‘Πού είναι Αυτός; Εδώ είναι—κρέμεται εδώ, πάνω στην κρεμάλα . . .’»
Πολλοί που ισχυρίζονταν ότι ήταν Χριστιανοί έχασαν κι αυτοί την πίστη τους. Στο βιβλίο Ο Χριστιανικός Αιώνας, ο Χάρρυ Ι. Κάργκας είπε τα εξής για το πώς αισθάνονταν πολλοί πρώην εκκλησιαζόμενοι: «Το Ολοκαύτωμα είναι, κατά την κρίση μου, η μεγαλύτερη τραγωδία για τους Χριστιανούς μετά τη σταύρωση. Στην πρώτη περίπτωση, πέθανε ο Ιησούς· στη δεύτερη, μπορούμε να πούμε πέθανε η Χριστιανοσύνη. . . . Μπορεί να είναι κανείς σήμερα Χριστιανός, όταν είναι εξακριβωμένο ότι τα στρατόπεδα του θανάτου στο μεγαλύτερο μέρος τους σχεδιάσθηκαν, χτίσθηκαν και λειτούργησαν από ένα λαό που αυτοκαλούνταν Χριστιανοί . . . ;»
Υπήρχε όμως μια ομάδα που η πίστη της δεν καταστράφηκε. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά γνώριζαν από τη Γραφή ότι ο Θεός δεν ήταν αιτία για την πονηρία των στρατοπέδων ούτε για τα παθήματα που έχουν μαστίσει την ανθρωπότητα για αιώνες. Αντίθετα, αυτά τα πράγματα τον θλίβουν και αποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να κατευθύνουν τα βήματά τους ανεξάρτητα απ’ αυτόν. (Ιερ. 10:23· Εκκλ. 8:9) Έχει υποσχεθεί στο Λόγο του ότι σ’ ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα θα εξαλείψει την πονηρία από τη γη. Επίσης θα επανορθώσει τη βλάβη που υπέστησαν αυτοί που είχαν πίστη, γιατί είναι ικανός να τους αναστήσει και πάλι στη ζωή από τους νεκρούς.—Αποκ. 21:4· βλέπε επίσης το κεφάλαιο «Πονηρία—Γιατί την Επιτρέπει ο Θεός ;» στο βιβλίο Ευτυχία—Πώς να τη Βρήτε, (στην Αγγλική). a
ΠΙΣΤΗ ΜΕΤΑΞΥ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Ας εξετάσουμε, για παράδειγμα, τ’ αποτελέσματα των στρατοπέδων συγκεντρώσεως στις γυναίκες.
Στην αυτοβιογραφία του Διοικητής του Άουσβιτς, ο Ρούντολφ Ες παρατήρησε: «Τα στρατόπεδα των γυναικών, που ήταν από την αρχή ασφυκτικά γεμάτα, εσήμαναν ψυχολογική καταστροφή για τη μάζα των γυναικών αιχμαλώτων, κι αυτό οδηγούσε αργά ή γρήγορα στη σωματική τους κατάρρευση. Από κάθε άποψη, και σε όλους τους καιρούς, οι χειρότερες συνθήκες επικρατούσαν στα στρατόπεδα των γυναικών.»
Βέβαια, οι συνθήκες διέφεραν κάπως από στρατόπεδο σε στρατόπεδο και σε διάφορους καιρούς στη διάρκεια του πολέμου. Εν τούτοις ο Ες παρατήρησε: «Όταν οι γυναίκες είχαν πια φθάσει στο βυθό, τότε εγκατάλειπαν τους εαυτούς τους τελείως. Σκόνταφταν τριγύρω σαν φαντάσματα, . . . ως ότου ερχόταν η μέρα που αθόρυβα χάνονταν.» Σ’ αυτό συνέβαλε και η διαγωγή μερικών φυλακισμένων που τους είχε δοθεί κάποια εξουσία. Σύμφωνα με τον Ες, «αυτές ξεπερνούσαν κατά πολύ τους άνδρες που είχαν την ίδια εξουσία σε σκληρότητα, σε βρωμιά, σε εκδικητικότητα, και σε εξαχρείωση.»
Αλλά ο Ες προσθέτει: «Μια ευχάριστη αντίθεση ήταν οι γυναίκες Μάρτυρες του Ιεχωβά, που τους είχαν βγάλει το παρατσούκλι ‘Βιβλικές μέλισσες’ ή ‘Βιβλικά σκουλήκια.’ Δυστυχώς υπήρχαν πάρα πολύ λίγες απ’ αυτές.»
Πώς αυτές οι γυναίκες Μάρτυρες του Ιεχωβά άντεξαν μέσα στη φρίκη των Ναζιστικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως; Πώς επηρεάσθηκε η πίστη τους; Πληροφορίες από πρώτο χέρι δημοσιεύθηκαν στο βιβλίο Κάτω από Δυο Δικτάτορες (1949), από τη Μάργκαρετ Μπάμπερ.
Αυτή και ο σύζυγός της ήταν εξέχοντα μέλη του Γερμανικού Κομμουνιστικού κόμματος στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Αφού διατάχθηκαν να πάνε στη Μόσχα, εκεί συνελήφθηκαν για «πολιτικές αποκλίσεις.» Μολονότι πίστευε ακόμη στη θεωρία του Κομμουνισμού, η Μάργκαρετ Μπάμπερ στάλθηκε σ’ ένα στρατόπεδο στη Σιβηρία. Αργότερα την παράδωσαν στους Ναζιστές και για πέντε χρόνια έμεινε στο κακόφημο στρατόπεδο συγκεντρώσεως για γυναίκες στο Ράβενσμπρυκ.
Για ένα διάστημα, ήταν προϊσταμένη συγκροτήματος, δηλαδή μια φυλακισμένη που είχε την ευθύνη ενός συγκροτήματος από παραπήγματα με άλλους φυλακισμένους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς στο συγκρότημά της ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά (Σπουδαστές της Γραφής). Η αφήγηση της Μάργκαρετ Μπάμπερ προμηθεύει προσωπικές πληροφορίες από μια πολιτική φυλακισμένη που δεν ήταν η ίδια Μάρτυς του Ιεχωβά. Η αφήγησή της επιβεβαιώνεται από την Γκερτρούντ Πέτσινγκερ, μια Μάρτυρα του Ιεχωβά που ήταν φυλακισμένη στο Ράβενσμπρυκ για πάνω από τέσσερα χρόνια και που σήμερα υπηρετεί με τον άνδρα της στα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Μπρούκλυν, Νέα Υόρκη. Ακολουθεί μια περίληψη από κομμάτια του βιβλίου, με τα ίδια τα λόγια της Μάργκαρετ Μπάμπερ και αυτά χρησιμοποιούνται με την άδειά της.
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΔΥΟ ΔΙΚΤΑΤΟΡΕΣ
Κάθε νεοερχόμενη σ’ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως περνάει μέσα από μια τρομερή περίοδο στην οποία συγκλονίζεται ως τα ενδόμυχά της, άσχετα με το πόσο δυνατή είναι η διάπλασή της, και πόσο ήρεμα τα νεύρα της. Και τα παθήματα των νεοερχομένων γινόντουσαν διαρκώς και χειρότερα κάθε χρόνο στο Ράβενσμπρυκ, και συνεπώς η αναλογία των θανάτων ήταν πάρα πολύ υψηλή. Ανάλογα με το χαρακτήρα της κάθε μιας, χρειάζονταν βδομάδες, μήνες, ή ακόμη και χρόνια, πριν μια φυλακισμένη εγκαταλειφθεί στη μοίρα της και προσαρμόσει την ύπαρξή της έτσι ώστε να ζήσει σ’ ένα στρατόπεδο. Αυτή είναι η περίοδος στην οποία ο χαρακτήρας του ατόμου αλλάζει. Βαθμιαία το ενδιαφέρον για τον έξω κόσμο και για τις άλλες φυλακισμένες μειώνεται.
Νομίζω ότι τίποτα δεν εξαθλιώνει περισσότερο από τα βάσανα, τα υπερβολικά βάσανα όταν συνοδεύονται με ταπεινώσεις σαν αυτές που γίνονταν σε άνδρες και γυναίκες στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Όταν τα Ες Ες χτυπούσαν, εσύ δεν τολμούσες ν’ ανταποδώσεις. Όταν τα Ες Ες απειλούσαν και σε πρόσβαλαν, εσύ έπρεπε να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό και ποτέ να μην αποκριθείς. Είχες χάσει όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα—όλα, χωρίς καμιά εξαίρεση. Ήσουν απλώς ένα ζωντανό πλάσμα μ’ έναν αριθμό για να σε διακρίνει από τους άλλους δυστυχισμένους γύρω σου.
Δεν μιλώ εδώ για κείνους τους φυλακισμένους που κατείχαν κάποια θέση και που μπορούσαν να κακομεταχειρίζονται εκείνους που είχαν κάτω από την εξουσία τους. Εννοώ τις συνηθισμένες φυλακισμένες γυναίκες. Αν κάποια απ’ αυτές τύχαινε να πάρει λιγάκι περισσότερη τροφή, λίγο μεγαλύτερο κομμάτι ψωμιού, ελάχιστα μεγαλύτερη μερίδα μαργαρίνης ή λουκάνικου, αμέσως ξεσπούσαν σκηνές γεμάτες μίσος, οργή και φθόνο.
Από την ώρα που πεταγόμαστε αλληλοσπρωχνόμενες έξω απ’ τις κουκέτες μας ως τον καιρό που θα έπρεπε να μπούμε στη γραμμή για να φωνάξουν τον κατάλογο υπήρχε χρονικό διάστημα τριών τετάρτων για να πλυθούμε, να ντυθούμε, να φτιάξουμε τα ντουλάπια και να φάμε το «πρόγευμα.» Αυτό δεν είναι και πολύ εύκολο ακόμη και κάτω από ομαλές συνθήκες, αλλά σκεφθείτε τι σήμαινε αυτό σ’ ένα παράπηγμα με άλλες 100 γυναίκες που όλες βιάζονταν κι έτρεχαν τριγύρω για να κάνουν το ίδιο πράγμα! Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη με αισχρολογίες και βρισιές.
[Αυτό είναι μια μερική περιγραφή με τι έμοιαζε η ζωή στο Ράβενσμπρυκ. Αλλά κατόπιν η συγγραφέας διορίσθηκε σαν επιστάτρια συγκροτήματος στο Συγκρότημα 3, που τον καιρό εκείνο στέγαζε τους Σπουδαστές της Γραφής.]
Εκείνο το απόγευμα ανάλαβα τα καθήκοντά μου στο Συγκρότημα 3. Εδώ υπήρχε μια πολύ διαφορετική ατμόσφαιρα. Το μέρος ήταν ήσυχο και μύριζε από σκόνη καθαρίσματος, από απολυμαντικά, και από λαχανόσουπα. Διακόσιες εβδομήντα γυναίκες κάθονταν στα τραπέζια. Μόλις μπήκα στο δωμάτιο, μια ψηλή ξανθιά γυναίκα σηκώθηκε, και με οδήγησε σε μια θέση και μου πρόσφερε σ’ ένα κύπελλο λαχανόσουπα. Δεν ήξερα τι να κάνω.
Οπουδήποτε κοίταζα τριγύρω στα τραπέζια υπήρχαν τα ίδια σεμνά χαμογελαστά πρόσωπα. Όλες τους είχαν τα μαλλιά τους δεμένα σε κότσο πίσω και κάθονταν με τέλεια τάξη κι έτρωγαν το φαγητό τους σαν να ήταν όλες ίσες. Οι περισσότερες φαίνονταν γυναίκες χωρικές, και τ’ αδυνατισμένα πρόσωπά τους ήταν ξεροκαμένα και ρυτιδιασμένα από τον ήλιο και τον αέρα. Πολλές απ’ αυτές τις γυναίκες ήταν στη φυλακή και στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως για χρόνια.
Υπήρχαν 275 φυλακισμένες—όλες σπουδάστριες της Γραφής. Όλες τους ήταν υποδείγματα φυλακισμένων και όλες τους ήξεραν τέλεια τους νόμους και τους κανόνες του στρατοπέδου και τους υπήκουαν μέχρι το τελευταίο γράμμα. Όλα τα ντουλάπια ήταν παρόμοια, και όλες τους ήταν υποδείγματα καθαριότητας και τάξεως. Όλες οι πετσέτες κρέμονταν στις πόρτες των ντουλαπιών ακριβώς με τον ίδιο τρόπο· όλα τα κύπελλα, τα πιάτα, τα φλυτζάνια, και ούτω καθ’ εξής ήταν καθαρά και πάρα πολύ γυαλισμένα. Τα σκαμνιά ήταν τριμμένα και πεντακάθαρα και πάντοτε ωραία τοποθετημένα όταν δεν χρησιμοποιούνταν. Παντού ήταν ξεσκονισμένα, ακόμη και τα δοκάρια πάνω στη στέγη του παραπήγματος, γιατί το παράπηγμά μας δεν είχε ταβάνι και βλέπαμε απ’ ευθείας τη στέγη. Μου είπαν ότι μερικοί επιστάτες των Ες Ες περιέρχονταν με άσπρα γάντια, και έσερναν τα δάχτυλά τους πάνω στις άκρες και στις κορυφές των ντουλαπιών κι ακόμη σκαρφάλωναν πάνω σε τραπέζια για να εξακριβώσουν αν τα δοκάρια ήταν ξεσκονισμένα στην οροφή.
Ο τουαλέτες και το πλυντήριο ήταν εξ ίσου καθαρά. Αλλά το αποκορύφωμα όλων ήταν η τάξη και η καθαριότητα που υπήρχε στους κοιτώνες, που ο καθένας περιλάμβανε 140 κρεββάτια. Το στρώσιμο των κρεββατιών εδώ ήταν ένα καταπληκτικό επίτευγμα. Τα αχυρένια στρώματα και τα μαξιλάρια ήταν σαν κουτιά. Οι κουβέρτες ήταν όλες προσεκτικά διπλωμένες ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και στις ίδιες διαστάσεις, και όλα τοποθετημένα πάνω στο κρεββάτι ακριβώς με το ίδιο σχέδιο. Σε κάθε κουκέτα υπήρχε μία κάρτα που έγραφε το όνομα και τον αριθμό της φυλακισμένης που κοιμόταν σ’ αυτό, και στην πόρτα υπήρχε ένα λεπτομερές σχέδιο του κοιτώνα που έδειχνε κάθε κουκέτα και ποια ακριβώς κοιμόταν σ’ αυτή έτσι ώστε οποιοσδήποτε έκανε επιθεώρηση μπορούσε αμέσως να ξέρει πού είναι η καθεμιά.
Όταν ήμουν επιστάτρια παραπήγματος στις Ποινικές,b όλη την ημέρα ήμουν απασχολημένη με διάφορα καθήκοντα ή μ’ ενοχλούσαν με νέους φόβους. Με τους Σπουδαστές της Γραφής η ζωή μου περνούσε ομαλά. Όλα δούλευαν σαν ρολόι. Το πρωί, όταν όλοι ήταν ανήσυχοι να τελειώσουν τη δουλειά τους πριν φωνάξουν τον κατάλογο, κανείς δεν μιλούσε μεγαλόφωνα. Σε άλλα συγκροτήματα οι Επιστάτριες των συγκροτημάτων και οι Επιστάτριες των Παραπηγμάτων έπρεπε να βραχνιάζουν από τις φωνές για να μπορέσουν να βγάλουν στο ύπαιθρο και στη σειρά εκείνες που είχαν κάτω από την ευθύνη τους, αλλά εδώ η όλη διαδικασία γινόταν σιωπηλά και χωρίς να πω μια λέξη, και το ίδιο ήταν αληθινό για κάθε τι άλλο—όπως η διανομή της τροφής, το σβήσιμο των φώτων και κάθε τι άλλο που υπάρχει στη μέρα μιας φυλακισμένης.
Η κυριότερη φροντίδα μου με τις Σπουδάστριες της Γραφής ήταν να κάνω τη ζωή τους όσο το δυνατόν πιο υποφερτή και να τις προστατεύω από τις κατεργαριές και τις πονηριές του αρχηγού του Συγκροτήματος των Ες Ες.
Ποτέ δεν έκλεψαν κάτι στο Συγκρότημα 3. Κανείς δεν έλεγε ψέματα ούτε υπήρχαν καταδότες. Κάθε μια απ’ τις γυναίκες όχι μόνο ήταν προσωπικά εξαιρετικά ευσυνείδητη, αλλά θεωρούσε τον εαυτό της υπεύθυνο για την ευημερία ολόκληρου του ομίλου. Δεν πέρασε πολύς καιρός και αντιλήφθηκαν ότι ήμουν φίλη τους.
Όταν αυτή η σχέση στερέωσε και ήμουν τέλεια πεπεισμένη ότι καμιά ποτέ δεν θα με πρόδινε, υπήρχαν πολλά πράγματα που μπορούσα να κάνω γι’ αυτές· επί παραδείγματι, απάλλαξα τις πιο ηλικιωμένες και τις πιο ασθενείς σωματικά από το να στέκονται επί ώρες έως ότου φωνάξουν τον κατάλογο χρησιμοποιώντας κάθε είδους δικαιολογίες και ευρήματα. Δεν μπορούσα να το κάνω αυτό με τις Ποινικές, γιατί εκείνες που μπορούσαν ν’ αντέξουν την πίεση θα με είχαν προδώσει στα Ες Ες από το μίσος και στην ιδέα μόνο ότι κάποια άλλη είχε ευνοηθεί.
Οι Σπουδάστριες της Γραφής αποτελούσαν το μοναδικό ομοιογενές συγκρότημα ανάμεσα στις φυλακισμένες στο Ράβενσμπρυκ. Όταν στην αρχή πήγα στο Συγκρότημα 3 είχα ελάχιστη ιδέα για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους και γιατί ο Χίτλερ τις αντιπαθούσε. Η λέξη αντιπάθεια είναι πολύ μαλακή λέξη για να περιγράψει κανείς τη στάση του απέναντί τους· τις κατάγγειλε σαν εχθρούς του κράτους και τις καταδίωξε ανελέητα.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να με προσηλυτίσουν, αλλά εξακολούθησαν να μου δείχνουν τη συμπάθειά τους και ποτέ δεν έπαψαν να ελπίζουν ότι κάποια μέρα ίσως θα μπορούσα «να δω το φως.» Απ’ ό,τι μπόρεσα να καταλάβω πίστευαν ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα, μ’ εξαίρεση τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, επρόκειτο γρήγορα να ριφθεί σ’ ένα αιώνιο σκοτάδι οπότε ο κόσμος θα ερχόταν στο τέλος του. Το καλό επρόκειτο να θριαμβεύσει τελικά πάνω στο κακό. Το ένα έθνος δεν θα σήκωνε πια μάχαιρα εναντίον άλλου έθνους, η λεοπάρδαλη θα ξάπλωνε μαζί με το κατσικάκι· και μαζί μ’ αυτά θα ήταν το μοσχάρι και το λιοντάρι και τα σιτευτά, και κανείς δεν θα έβλαπτε ή θα κατέστρεφε σ’ όλο το άγιο όρος Του. Δεν θα υπήρχε πια θάνατος και καθένας—όσοι θα επιζούσαν—θα ζούσαν ευτυχισμένοι για πάντα μετά και δεν θα υπήρχε τέλος σ’ αυτή τη μακαριότητα.
Αυτή η απλή και ικανοποιητική δοξασία τις έδινε δύναμη και τις έκανε ικανές να αντέξουν στα μακρά χρόνια της ζωής των στρατοπέδων συγκεντρώσεως και σ’ όλους τους εξευτελισμούς και τις ταπεινώσεις και μάλιστα να φυλάξουν και την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους. Τους δόθηκε ευκαιρία ν’ αποδείξουν και απόδειξαν, ότι ο θάνατος δεν τις τρόμαζε. Μπορούσαν να πεθάνουν για την πίστη τους χωρίς να οπισθοχωρήσουν.
Έπαιρναν στα σοβαρά την Έκτη Εντολή και γι’ αυτό ήταν αποφασιστικά ενάντιες σε κάθε πόλεμο και σε κάθε στρατιωτική υπηρεσία. Η σταθερότητά τους σ’ αυτό το σημείο κόστισε σε πολλούς άνδρες Μάρτυρες τη ζωή τους. Οι γυναίκες αυτής της αιρέσεως επίσης αρνούνταν να εκτελέσουν οποιαδήποτε εργασία που κατά τη γνώμη τους επρόκειτο να προωθήσει την πολεμική προσπάθεια.
Το αίσθημα του καθήκοντος και της ευθύνης ήταν αμετακίνητα· ήταν εργατικές, έντιμες και υπάκουες. Οι Μάρτυρες ήταν, σαν να λέγαμε, «εθελόντριες φυλακισμένες,» γιατί το μόνο που είχαν να κάνουν για να «εξασφαλίσουν την άμεση αποφυλάκισή τους ήταν να υπογράψουν ένα ειδικό έντυπο για τους Σπουδαστές της Γραφής που έλεγε : «Δηλώνω μ’ αυτό ότι από σήμερα δεν θεωρώ τον εαυτό μου σαν Σπουδαστή της Γραφής και δεν θα κάνω τίποτα στο εξής για να προωθήσω τα συμφέροντα του Διεθνούς Συλλόγου των Σπουδαστών της Γραφής.»
Πριν γίνω η Επιστάτρια του Συγκροτήματός τους, είχαν υποφέρει πολύ από το γεγονός ότι [η ξακουστή πρώην Επιστάτρια του Συγκροτήματος] η Καέτε Κνόλ έκανε ό,τι μπορούσε για να τις εμποδίσει από του να έχουν θρησκευτικές συζητήσεις μεταξύ τους. Για να τις σταματήσει από το να μιλούν γι αυτά—δηλαδή «να μελετούν τη Γραφή»—τους έκανε ένα είδος Κινεζικού μαρτυρίου, και η Καέτε Κνόλ το είχε εφαρμόσει με μοχθηρό ζήλο.
Ύστερα από λίγο καιρό που ήμουν Επιστάτρια του Συγκροτήματος ανακάλυψα ότι τα «Βιβλικά Σκουλήκια» μου, όπως ήταν γνωστά στο στρατόπεδο, είχαν Γραφές και έντυπα των Σπουδαστών της Γραφής. Άρχισαν να τα μεταφέρουν στο παράπηγμα, κρυμμένα σε δοχεία, κουβάδες και ξεσκονόπανα, καθώς γύριζαν από την εργασία τους. Όταν το ανακάλυψα τους πρότεινα ότι θα ήταν λιγότερο επικίνδυνο αν τα έκρυβαν κάπου στο συγκρότημα, και αυτή η υπόδειξη έγινε δεκτή μ’ ενθουσιασμό. Ύστερα απ’ αυτό η Γραφική μελέτη εξακολουθούσε αρκετά φανερά στο συγκρότημα τα βράδυα και τις Κυριακές. Και στα κρεββάτια το βράδυ, πριν έλθουν οι γυναίκες των Ες Ες με τα σκυλιά, τραγουδούσαν χαμηλόφωνα τους ύμνους τους. Εγώ φρόντιζα ώστε να ειδοποιηθούν αρκετά έγκαιρα για τον κίνδυνο και να προφθάσουν να κρύψουν τα απαγορευμένα έντυπα.
Ο κίνδυνος που διέτρεχα ήταν αρκετά μεγάλος. Ήμουν Επιστάτρια του Συγκροτήματος και υπεύθυνη για κάθε τι που γινόταν εκεί. Ήταν ο «Χρυσούς Αιώνας» της ζωής μου στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως—σαν να λέγαμε μετά-Αρμαγεδδώνιος—αλλά μέχρι σήμερα δεν ξέρω πώς κατάφερα να επιζήσω απ’ όλες αυτές τις συνεχείς επιθεωρήσεις που γίνονταν κάτω από την ηγεσία του βάναυσου Κέγκελ χωρίς να βρεθώ στο Συγκρότημα των Τιμωρημένων.
Έπαιζα όμως ένα άλλο παιχνίδι ακόμη πιο επικίνδυνο. Όταν κάποια φυλακισμένη αισθανόταν αδιάθετη έπρεπε να το αναφέρει μέσω εμού στον υπεύθυνο γιατρό. Η δοκιμή ήταν το θερμόμετρο. Ανάλογα με το τι πυρετό είχε, η άρρωστη γυναίκα θα στελνόταν ή στο μέρος για τους ασθενείς, ή θα της επιτρεπόταν να κάνει «εσωτερική δουλειά,» ή θα την έστελναν χωρίς έλεος στις συνηθισμένες εργασίες της. Τώρα, ανάμεσα στις «Μάρτυρες» υπήρχε ένας αρκετός αριθμός πιο ηλικιωμένων γυναικών που, μολονότι δεν είχαν πυρετό, ήταν τόσο αδύνατες ώστε πραγματικά δεν μπορούσαν να κάνουν καμιά εργασία. Ο μόνος τρόπος για να τις σώσω και να μπορούν να έχουν μια ελεύθερη μέρα από καιρό σε καιρό ήταν να δίνω ψεύτικες εκθέσεις για τον αριθμό στις ομάδες, και αυτό έκανα. Τι θα μου είχε συμβεί αν είχαν ανακαλύψει το πράγμα αυτό δεν θέλω ούτε να το σκεφθώ. Κι’ αυτό ήταν ακόμη πιο δύσκολο από το γεγονός ότι εμείς είμαστε το Συγκρότημα της Επιθεωρήσεως [τα παραπήγματα στα οποία έφερναν τους Ναζιστές επίσημους επισκέπτες. Η συγγραφέας περιγράφει ως εξής μια απροειδοποίητη επίσκεψη:]
Έδινα αναφορά με μια φωνή που ταίριαζε σ’ έναν κατώτερο:
«Επιστάτρια Συγκροτήματος Μάργκαρετ Μπάμπερ, Νο. 4.208. Αναφέρω ευπειθώς ότι το Συγκρότημα Νο. 3 στεγάζει 275 Σπουδάστριες της Γραφής και τρεις Πολιτικές, από τις οποίες 260 είναι στην εργασία, οκτώ έχουν καθήκοντα στο παράπηγμα και επτά άδεια για εσωτερική εργασία.»
Ο Κέγκελ με κοίταζε με τα ξεθωριασμένα γαλανά μάτια του, με το καλοξυρισμένο συσπασμένο σαγόνι του, και κατόπιν κάτι μούγγριζε. Έπειτα προχωρούσα για τη συνηθισμένη επιθεώρηση, ανοίγοντας τη μια πόρτα μετά την άλλη, και τα πρώτα τρία ντουλάπια. Και καθώς πλησιάζαμε τις φυλακισμένες που ήταν νόμιμα παρούσες, γρύλιζα και μία «Προσοχή!» οπότε όλες πετάγονταν επάνω σαν ελατήρια. Όλοι οι επισκέπτες είτε άνδρες είτε γυναίκες, των Ες Ες, Ες Ες, ή ό,τι άλλο κι αν ήταν, πάντοτε εντυπωσιάζονταν από τα αλουμινένια ή τα τσίγκινα σκεύη που έλαμπαν. Ο Κέγκελ ήταν συνήθως ο μόνος που έκανε ερωτήσεις στις φυλακισμένες. «Γιατί συνελήφθηκες;» και πάντοτε η απάντηση ήταν: «Γιατί είμαι μια Μάρτυς του Ιεχωβά.» Αυτή ήταν όλη η ανάκριση, γιατί ο Κέγκελ ήξερε από πείρα ότι αυτές οι αδιόρθωτες Σπουδάστριες της Γραφής ποτέ δεν έχαναν ευκαιρία για να το αποδείξουν [ν’ αποδείξουν ότι ήταν μάρτυρες]. Ύστερα απ’ αυτό οι επισκέπτες κοίταζαν τον κοιτώνα, και πάντοτε θαύμαζαν μεγαλόφωνα για την άμεμπτη τάξη που βρίσκανε εκεί.
Μολονότι η ανωτέρα Επόπτρια των Ες Ες Φράω Λάνγκεφελντ ευνοούσε και προστάτευε τις «Μάρτυρες,» μια από τις υφιστάμενες επόπτριες, μια γυναίκα που λεγόταν Τζίμμερ, τις αντιπαθούσε τρομερά. Η Φράω Τζίμμερ δεν ήταν ευχαριστημένη με τίποτα· ακόμη και τα πιο καλοφτιαγμένα κρεββάτια δεν άξιζαν στα μάτια της, και ποτέ δεν παρέλειπε την ευκαιρία να βρίσει και να απειλήσει τις Μάρτυρες.
[Για να διακόψουν την ειρήνη και τη Χριστιανική ενότητα των Μαρτύρων, οι αρχές έβαλαν στο συγκρότημα γύρω στις 100 Ποινικές.]
Ήταν σαν να έπεσαν οι λύκοι μέσα στα πρόβατα. Προδοσίες, κλοπές και καυγάδες έγιναν η καθημερινή ρουτίνα της ζωής μας. Οι Ποινικές άρχισαν αμέσως να προδίνουν τις «Μάρτυρες» γιατί έκαναν Γραφικές μελέτες και θρησκευτικές συζητήσεις· έκλεβαν το κάθε τι που έπεφτε στα χέρια τους· και ακόμα νομίζοντας ότι εκπροσωπούν τις αρχές, συμπεριφέρονταν γενικά μ’ ένα πολύ επιθετικό και προκλητικό τρόπο. Και πόσο μ’ έθλιβε αυτό! Αλλά προς τιμή των «Μαρτύρων» μου πρέπει να λεχθεί ότι μου συμπαραστάθηκαν στις δυσκολίες μου και με υποστήριξαν με κάθε δυνατό τρόπο. Χάρη σ’ αυτές, κατορθώσαμε να αγωνισθούμε για έξι μήνες—όσο διάρκεσε αυτή η μάστιγα—χωρίς σοβαρή δυσκολία.
Έκανα το καλύτερο που μπορούσα για ν’ απομονώσω τις ταραχοποιές. Έβαλα τις «Μάρτυρες» σε χωριστά τραπέζια ώστε να μπορούν να συζητούν τις υποθέσεις τους στη διάρκεια των γευμάτων χωρίς τον κίνδυνο να προδοθούν, και το βράδυ έβαζα τις Ποινικές στις επάνω κουκέτες και τις «Μάρτυρες» στις κάτω. Φαίνεται όμως, όπως διαδόθηκε, ότι οι αρχές—με κύριο υποκινητή του σχεδίου τη Φράω Τζίμμερ—θα πρέπει να διάλεξαν όλες τις φημισμένες γυναίκες που ουρούσαν στα κρεββάτια τους στο στρατόπεδο, και κάθε βράδυ έβρεχε πάνω στις αθώες γυναίκες στις κάτω κουκέτες.
Μια μέρα η αιώνια εχθρά μας, Φράω Τζίμμερ, ήλθε να επιθεωρήσει τα κατορθώματά της. Αμέσως διέκρινε το χωρισμό των προβάτων από τα ερίφια και στράφηκε σ’ εμένα οργισμένα.
«Μη νομίζεις ότι είμαι στραβή,» φώναξε. «Ξέρω πολύ καλά ότι κρύβεις και προστατεύσεις τα Βιβλικά-σουβλιά εδώ. Μην ξανατολμήσεις να χωρίσεις τα Βιβλικά Σκουλήκια από τις Ποινικές, τ’ άκουσες;»
Τώρα δεν μπορούσε να γίνει τίποτα· έπρεπε να τις αναμίξω όλες και έλπιζα για το καλύτερο. Εδώ ήταν το σημείο που επενέβη ο Ιεχωβά. Οι Σπουδάστριες της Γραφής δέχθηκαν τις Ποινικές σαν τις από καιρό χαμένες αδελφές τους: Πεινούσαν; Τις τάιζαν! Ήθελαν λίγο πάρα πάνω ψωμί; Τους το έδιναν! Και ούτω καθ’ εξής. Παρατηρούσα αυτή τη Χριστιανική καλωσύνη στην πράξη με ανάμικτα αισθήματα, αλλά πέτυχε. Οι Ποινικές μαλάκωσαν με την καλωσύνη και τη φιλικότητα, και τότε άρχισε μια εκστρατεία να τους δείξουν το φως. Σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα υπήρχαν αρκετές Ποινικές—μια Γύφτισσα, μια Πολωνέζα, μια Εβραία και μια Πολιτική κρατούμενη—που παρουσιάσθηκαν στο γραφείο των Ες Ες και δήλωσαν ότι από δω και πέρα ήθελαν να θεωρούνται σαν Μάρτυρες του Ιεχωβά και ζήτησαν το μωβ τρίγωνο που φορούσαν οι Μάρτυρες στα μανίκια τους. Τα Ες Ες όρμησαν πάνω τους ουρλιάζοντας και πέταξαν τις προσήλυτες έξω. Στο τέλος όταν πια τα Ες Ες δεν άντεχαν άλλο μετακίνησαν τις Ποινικές από το συγκρότημά μας και η ειρήνη ήλθε και πάλι. Έβγαλα ένα αναστεναγμό ανακουφίσεως, και οι «Μάρτυρες» έκαναν μια συνάθροιση προσευχής για ν’ αποδώσουν ευχαριστίες στον Ιεχωβά.
Η ΠΙΣΤΗ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΓΙΑ ΣΑΣ
Είναι τραγικό για οποιονδήποτε, και για οποιοδήποτε λόγο, να δοκιμάσει τη φρίκη των Ναζιστικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως. Κι όμως τα πράγματα αυτά έγιναν. Τι μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτά;
Η αφήγηση στο σύγγραμμα Κάτω από Δυο δικτάτορες αποδεικνύει την πίστη που είχαν εκείνες οι Χριστιανές γυναίκες. Ασφαλώς δεν ήταν πίστη μόνο για εύκολους καιρούς. Αλλά δεν μπορούμε ν’ αγνοήσουμε τα πρακτικά οφέλη που προήλθαν από το ότι ζούσαν με τόσο ισχυρή πίστη στον Θεό, καθώς περίμεναν τον καιρό που ο Θεός θα εξαλείψει όλη την πονηρία από τη γη.
Η πίστη τους τις έδωσε σκοπό. Τις βοήθησε να διατηρήσουν διανοητική και ηθική ισορροπία. Η υγεία τους δεν υπονομεύθηκε από την αγωνία, ούτε η δύναμή τους απορροφήθηκε από την απόγνωση. Έτσι, η πίστη τους τις βοήθησε να διατηρούνται ζωντανές από μέρα σε μέρα.
Ο ψυχολόγος Μπρούνο Μπέττελχαϊμ παρακολούθησε με τα μάτια του τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στα στρατόπεδα. Έγραψε ότι «όχι μόνο έδειξαν ασυνήθιστα ύψη ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ηθικής συμπεριφοράς, αλλά φαίνονταν προστατευμένοι εναντίον των ίδιων πειρών στο στρατόπεδο που γρήγορα κατέστρεψε άτομα που εθεωρούντο πολύ ολοκληρωμένα τόσο από τους φίλους μου ψυχοαναλυτές όσο κι από μένα.»—Η Πληροφορημένη Καρδιά (Τα πλάγια γράμματα δικά μας).
Το σύγγραμμα Δε Ντάντζεον Ντημόκρασυ προσθέτει: «Για μερικούς ήταν αντικείμενο χλευασμού, αλλ’ αυτοί τον αγνοούσαν και διατήρησαν την αξιοπρέπειά τους σαν άνθρωποι όταν οι άλλοι παζάρευαν την αξιοπρέπειά τους για να πάρουν κάποια εξουσία σ’ αυτό τον αγώνα της ζούγκλας για επιβίωση.»
Ακόμη κι αν ποτέ δεν δοκιμάσατε παθήματα που ούτε καν προσεγγίζουν τα προηγούμενα, μπορείτε όμως να δείτε ότι αυτή η πίστη μπορεί να σας βοηθήσει; Όπως κάθε άνθρωπος σήμερα κι εσείς ασφαλώς θ’ αντιμετωπίζετε καθημερινά προβλήματα και πιέσεις. Αλλά η πίστη στον Θεό θα σας βοηθήσει να ζήσετε μια πιο ασφαλή ζωή.
Η πίστη στον Θεό και στο Λόγο του θ’ αποδειχθεί πρακτική και στις σχέσεις σας με τους άλλους ανθρώπους. Επί παραδείγματι, όταν ζείτε σύμφωνα με βαθιά πίστη οι άλλοι πιθανόν να σας μεταχειρίζονται με περισσότερη καλωσύνη και σεβασμό. Μήπως αυτό σας φαίνεται απίθανο στο σημερινό κόσμο της ζούγκλας; Σκεφθείτε τα σχόλια του Μπέττελχαϊμ για τους Μάρτυρες στα στρατόπεδα: «Ακόμη, αυτοί ήταν η μόνη ομάδα φυλακισμένων που ποτέ δεν έβρισαν ή κακομεταχειρίσθηκαν άλλους φυλακισμένους (αντίθετα ήταν συνήθως πολύ ευγενικοί στους συγκρατουμένους τους), έτσι οι αξιωματικοί των Ες Ες προτιμούσαν αυτούς σαν υπηρέτες λόγω των συνηθειών εργασίας που είχαν και της επιδεξιότητας και της σεμνής τους διαθέσεως.»
Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Χάρη στην πίστη τους και στο πνεύμα του Θεού, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αγωνίζονται ακόμη να είναι φιλικοί, πράοι, έντιμοι, και εργατικοί. (Γαλ. 5:23· Ρωμ. 12:16-18, 21· Ιακ. 3:13· Εφεσ. 4:28) Έτσι συχνά τους εκτιμούν σαν υπαλλήλους. Πολλές φορές, το βρήκαν σχετικά εύκολο να βρουν δουλειά και να τους κρατήσουν εκεί όταν άλλους τους απέλυαν, ή πολλές φορές προάγονταν γρήγορα σε θέσεις εμπιστοσύνης.
Αλλά και μ’ άλλους πολλούς τρόπους επίσης μπορεί να είναι η πίστη πρακτική. Μπορεί να βοηθήσει τους νεαρούς να είναι πιο ευτυχισμένοι, με περισσότερο σκοπό στη ζωή. Η πίστη είναι πρακτική και για την οικογενειακή ζωή και για ζητήματα που αφορούν το σεξ. Μπορεί να σας φέρει καλύτερη υγεία και πιο μακρόχρονη ζωή.
Αλλά αυτό που πιθανόν πολλοί να θεωρούν σαν τη σπουδαιότερη απόδειξη ότι η πίστη είναι αληθινά πρακτική τονίζεται από τα λόγια στους Εβραίους 11:6. Ο απόστολος Παύλος γράφει εκεί: «Χωρίς δε πίστεως αδύνατον είναι να ευαρεστήση τις εις αυτόν [τον Θεόν]· διότι ο προσερχόμενος εις τον Θεόν πρέπει να πιστεύση ότι είναι και γίνεται μισθαποδότης εις τους εκζητούντας αυτόν.»
Εκατομμύρια Μάρτυρες του Ιεχωβά αποβλέπουν με πίστη στην υπόσχεση του Θεού για την αμοιβή της ζωής με ειρήνη, δικαιοσύνη κι ευτυχία πάνω στη γη. (2 Πέτρ. 3:13) Σας προτρέπουμε να εξακριβώσετε απ’ αυτούς περισσότερα γι’ αυτή την αμοιβή και για το πώς η πίστη μπορεί και τώρα και για πάντα να είναι πρακτική στη ζωή σας.
[Υποσημειώσεις]
a Εκδοθέν από τον Βιβλικό και Φυλλαδικό Σύλλογο Σκοπιά της Νέας Υόρκης (1980).
b Οι Ποινικές ήταν πόρνες, αλήτισσες, λωποδύτριες, αλκοολικές και άλλα «άχρηστα στοιχεία.»
[Εικόνα στη σελίδα 8]
Η Γκερτρούντ Πέτσινγκερ το 1944. Ήταν ανάμεσα στις 275 γυναίκες Μάρτυρες του Ιεχωβά φυλακισμένες στο Ράβενσμπρυκ
[Εικόνα στη σελίδα 9]
Η Γκερτρούντ Πέτσινγκερ σήμερα. Υπηρετεί στα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά