Υπηρετώντας τον Ιεχωβά στο Άγιο Όρος Του
Αφήγηση από τον Φρεντ Τζέρμαν
ΣΕ ΜΕΡΙΚΑ μέρη του κόσμου οι άνθρωποι από δεισιδαιμονία σέβονται τα βουνά. Όσο για μένα, γεννήθηκα στην Ελβετία, και πάντα με τραβούσαν τα βουνά, και ιδιαίτερα οι Άλπεις. Από τότε που ήμουνα παιδί, θαύμαζα την επιβλητική μεγαλοπρέπειά τους, βλέποντας αυτό το μεγαλείο σαν μια σιωπηρή μαρτυρία της δόξας του Θεού. Ακόμα και τώρα, στην ηλικία των 86 χρόνων, η θέα τέτοιων πανύψηλων κορφών μου θυμίζει την προφητεία του Μιχαία 4:1, 2, που προλέγει τη σύναξη αποφασισμένων ανδρών και γυναικών «εις το όρος του Κυρίου,» τον τόπο της καθαρής του λατρείας, που ανυψώνεται πάνω απ’ όλες τις ψεύτικες θρησκείες. Τι προνόμιο ήταν για μένα να δω την εκπλήρωση αυτής της προφητείας! Αλλ’ όπως ακριβώς χρειάζεται αποφασιστικότητα και προσπάθεια για να σκαρφαλώσεις σ’ ένα βουνό των Άλπεων, έτσι έπρεπε να υπερνικήσω πολλά, σαν βουνό, εμπόδια για ν’ ακολουθήσω την αγνή λατρεία. (Ματθ. 17:20) Μπορώ να συμμερισθώ μερικές αναμνήσεις μαζί σας;
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΛΑΜΨΕΙΣ ΤΟΥ ‘ΟΡΟΥΣ’
Το 1903, ενόσω μέναμε στη Μπερνές Όμπερλαντ της Ελβετίας, η μητέρα μου είδε για πρώτη φορά το «όρος» της αληθινής λατρείας. Διάβασε ένα Γραφικό φυλλάδιο που έλεγε για τον ερχομό μιας χιλιετίας κάτω από τον Χριστό που θ’ αντικαθιστούσε το παρόν άδικο σύστημα. Ενθουσιάστηκε τόσο απ’ αυτό το άγγελμα που δεν μπορούσε να κρατηθεί και να μην το πει στους γείτονές της. Ένα απόγευμα την επισκέφθηκε ένας οργισμένος πάστορας. Αλλά, με τη Γραφή στο χέρι, ήταν έτοιμη για τις απαντήσεις. Τότε ήμουν οκτώ χρόνων.
Η μητέρα σύντομα συμβόλισε την αφιέρωσή της στον Θεό με το βάπτισμα στο νερό. Στην περιοχή μας στην Ελβετία υπήρχε μόνο ένας μικρός όμιλος Χριστιανών με ‘πίστιν ώστε να μετατοπίζουν όρη.’ (1 Κορ. 13:2) Ήταν στη μικρή πόλη Τουν, όπου, μετά από 60 και πλέον χρόνια, θα χτιζόταν το Ελβετικό τμήμα της Εταιρίας Σκοπιά. Αν και ήταν μακριά από το σπίτι μας, η μητέρα παρακολουθούσε τις συναθροίσεις όσο πιο συχνά μπορούσε. Τότε, η εκκλησία της Τουν ήταν κυρίως κάτω από την επίβλεψη δύο σαρκικών αδελφών, που είχαν και οι δύο το χάρισμα της διδασκαλίας. Ο ένας απ’ αυτούς είχε πάει στον «Βιβλικό Οίκο» στην Αλλεγκένυ (πρώην μέρος του Πίττσμπουργκ), της Πενσυλβανίας στις Η.Π.Α., και είχε πάρει μέρος στο έργο μεταφράσεως του πέμπτου τόμου των Γραφικών Μελετών στη Γερμανική.
Δυστυχώς, και οι δύο αυτοί αδελφοί έπαψαν ν’ ακολουθούν τον μεγάλο Οδηγό, τον Ιησού Χριστό, κι άρχισαν να ‘επιστηρίζωνται εις την σύνεσίν τους.’ (Παρ. 3:5) Σιγά σιγά ανέπτυξαν ένα επικριτικό πνεύμα. Μη ξέροντας πού αλλού να πάει, η μητέρα μου συνέχιζε να συναναστρέφεται για καιρό μ’ αυτό τον όμιλο, αλλά γρήγορα άρχισε να χάνει το ζήλο της στην υπηρεσία του Θεού και τελικά σταμάτησε να πηγαίνει στις συναθροίσεις. Όμως, συνέχισε να μου μιλάει για την αλήθεια και, όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, άρχισα να δείχνω πραγματικό ενδιαφέρον.
Το 1915 άρχισαν να γίνονται Χριστιανικές συναθροίσεις στη μικρή μας πόλη Φρούτιγκεν. Ένας ντόπιος διέθεσε το σπίτι του για να παρουσιαστεί το Φωτόδραμα της Δημιουργίας του Πάστορα Ρώσσελ. Αυτή η οκτάωρη τετραμερής προβολή σλάιντς και κινουμένων φωτογραφιών, με φωνή και χρώμα, ιστορούσε το σκοπό του Θεού από τον καιρό τη δημιουργίας, μέσα από την ανθρώπινη ιστορία, μέχρι την κλιμακωτή εκπλήρωση αυτού του θείου σκοπού για τη γη και το ανθρώπινο γένος στο τέλος της χιλιετίας. Η μητέρα μου κι εγώ εντυπωσιαστήκαμε απ’ αυτή την αξιόλογη παρουσίαση. Έτσι ξανασυνδεθήκαμε με τους Σπουδαστές των Γραφών, που είναι γνωστοί σήμερα σαν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Πόσο ευτυχισμένοι ήμασταν! Τα πόδια μας πατούσαν στους πρόποδες του ‘όρους του Κυρίου.’
ΟΙ ΑΛΠΕΙΣ Ή ΤΟ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ;
Τότε ήμουνα μανιώδης ορειβάτης, μέχρι του σημείου μάλιστα να ριψοκινδυνεύω ακόμη και τη ζωή μου. Αλλά κάπου κάπου αναρωτιόμουν: ‘Ποιος είναι ο πραγματικός σκοπός της ζωής, και γιατί η πηγή όλης αυτής της θαυμάσιας δημιουργίας δεν βάζει τέρμα στην αδικία και τα παθήματα;’ Παρακολουθώντας τις συναθροίσεις και τις μελέτες των εκδόσεων της Σκοπιάς, έφθασα στο σημείο να καταλάβω και να εκτιμήσω τη Γραφή και το Συγγραφέα της, τον Ιεχωβά Θεό. Έτσι, το φθινόπωρο του 1915, αποφάσισα να βάλω σε δεύτερη θέση την αγάπη μου για τα Ελβετικά βουνά χάρη της αγάπης μου για το «όρος» της αληθινής λατρείας. Αφιέρωσα τη ζωή μου στον Ιεχωβά και βαπτίστηκα από τον αδελφό Εμίλ Λαντς στο διαμέρισμά του στη Βέρνη. Τότε ο Δρ Λαντς ήταν υπεύθυνος για το έργο στην Ελβετία και την Γαλλία.
Τότε ήμουνα 20 χρόνων κι απέβλεπα σ’ ένα λαμπρό μέλλον εργαζόμενος στο Ελβετικό ταχυδρομείο. Αλλά από τότε κι έπειτα διάλεξα τον Ιησού σαν οδηγό μου και ήθελα να ‘ακολουθήσω τα ίχνη αυτού.’ (1 Πέτρ. 2:21) Έτσι έγραψα στους σπουδαστές των Γραφών ζητώντας μια ποσότητα Γραφικών εντύπων για να τα χρησιμοποιήσω στο ευαγγελιστικό έργο. Μου έστειλαν ένα μεγάλο κιβώτιο με φυλλάδια για να τα μοιράσω. Τότε ακριβώς οι επαγγελματικές μου δραστηριότητες με πήραν στη μικρή πόλη Χούττβιλ. ‘Τώρα,’ είπα στον εαυτό μου, ‘άντε, ξεκίνα!’ Ήταν δύσκολο έργο, και ήμουν ολομόναχος, αλλά πήρα την αναγκαία δύναμη να τα καταφέρω από μια καθημερινή μελέτη του Λόγου του Θεού και των εκδόσεων της Εταιρίας. Επίσης, τα εδάφια Εβραίους 13:11-15 μου έδωσαν την αποφασιστικότητα που χρειαζόμουν. Όταν τέλειωσα το κήρυγμα σ’ αυτή τη μικρή πόλη, πήγαινα στα γειτονικά χωριά, κι έκανα επισκέψεις όταν εύρισκα ενδιαφερόμενα άτομα. Δεν ξέχασα όμως τους συναδέλφους μου. Ρώτησα κάποιον απ’ αυτούς αν θα ενδιαφερόταν να μελετήσει τη Γραφή, και δέχτηκε την πρότασή μου. Στις Γραφικές μας συζητήσεις κάθονταν επίσης η σύζυγός του και ένας γείτονάς του.
Μ’ αυτές τις συζητήσεις, η σύζυγος του συναδέλφου μου και ο γείτονας ρώτησαν αν θα μπορούσα να μιλήσω με τον Προτεστάντη ιερέα, και αυτό έκανα. Αυτός ο άνθρωπος πίστευε πολύ στη διδασκαλία για την κόλαση. Εξήγησα πόσο ακατανόητη ήταν αυτή, επειδή το σάρκινο σώμα γρήγορα καίγεται στις φλόγες. Αυτός αντέκρουσε: «Αυτό δεν είναι πρόβλημα. Ο Θεός μπορεί να προμηθεύει σώματα από ασβέστη.» Όταν άνοιξα τη Γραφή μου στον Ιεζεκιήλ 18:4 (που λέει, ‘η ψυχή η αμαρτήσασα αυτή θέλει αποθάνει’) με διέκοψε λέγοντας: «Εμείς απλώς πρέπει να πιστεύουμε ότι η ψυχή είναι αθάνατη.» Αρνήθηκε να εξετάσει οποιοδήποτε εδάφιο πάνω στο θέμα.
Τον ίδιο καιρό περίπου, συνάντησα μια δασκάλα που πίστευε κι αυτή στην κόλαση. Τη ρώτησα αν πίστευε ότι είναι δυνατόν να είναι ο άνθρωπος ευτυχισμένος στον ουρανό, εκεί που αυτή ήλπιζε να πάει, και να σκέπτεται ότι δισεκατομμύρια αμαρτωλοί βρίσκονται κάτω στον άδη σε αιώνια βάσανα. Αυτή παρενέβη με την εξής εντελώς απροσδόκητη απάντηση:« Ο Θεός θα το φροντίσει αυτό, ώστε εμείς να μην τα σκεφτόμαστε αυτά.» Αυτές οι λαθεμένες σκέψεις μ’ έπεισαν για την ανάγκη που υπήρχε να βοηθήσω εκείνους που ‘προσκυνούν εκείνο το οποίο δεν εξεύρουν.’—Ιωάν. 4:22.
Λίγους μήνες αργότερα με μετέθεσαν στο Βάνγκεν-συρ-Ααρ, όπου είχα τη χαρά, να συνδεθώ με την εκκλησία Μπιέλ. Εκεί πήρα την απόφασή μου ν’ αναλάβω ολοχρόνια υπηρεσία, κι έστειλα την παραίτησή μου στις Ελβετικές ταχυδρομικές αρχές. Όταν τακτοποιήθηκαν όλες οι υποθέσεις μου, πήγα στη Ζυρίχη, όπου οι Σπουδαστές των Γραφών είχαν την αποθήκη των εντύπων τους. Έτσι, τον Μάιο του 1916, έγινα ένας κολπόρτερ (σκαπανέας). Αντί να βρίσκω χαρά στην ορειβασία, τώρα μπορούσα ν’ αφιερώνω όλο το χρόνο μου προσκαλώντας τους ανθρώπους να ‘έλθουν και να αναβώμεν εις το όρος του Κυρίου.’—Μιχ. 4:2.
ΜΑΥΡΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΣΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ
Όποιος έχει ανέβει βουνό σκαρφαλώνοντας, ξέρει ότι πρέπει να είναι εφοδιασμένος για ξαφνικές μεταβολές του καιρού. Έτσι, στη διάρκεια των ετών του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, μαύρα σύννεφα ξεπρόβαλαν στον ειρηνικό ορίζοντα του έργου κηρύγματός μας στην Ελβετία. Ο αδελφός Λαντς, που με είχε βαπτίσει το 1915, άρχισε να εκδηλώνει ένα στασιαστικό πνεύμα προς τον πρόεδρο της Εταιρίας Σκοπιά, τον Κάρολο Τ. Ρώσσελ. Φουσκωμένος από εγωισμό επειδή ήταν ο «Δόκτωρ» Λαντς και νομίζοντας ότι οι μέθοδοί του ήταν οι καλύτερες, άφησε ν’ αναπτυχθεί μέσα του μια δηλητηριασμένη καρδιά.
Μια Κυριακή, όταν επισκέφθηκα την Εκκλησία Φρούτιγκεν, ο Λαντς εναντιώθηκε καθαρά. Στη διάρκεια της ομιλίας του είπε ότι η Εταιρία έκανε λάθος, και πρότεινε «άλλο ευαγγέλιο.» (Γαλ. 1:6) Ως τώρα παρουσίαζε πάντα τον Αδελφό Ρώσσελ σαν υπόδειγμα Χριστιανού, αλλά τώρα τον επέκρινε αυστηρά. Η μητέρα, νευριασμένη απ’ αυτά που άκουσε, μου είπε: «Πρέπει να παραμείνουμε σταθεροί. Εδώ βρήκαμε την αλήθεια, κι αυτό είναι το έργο του Θεού!» Η πιστή προσκόλλησή της στον Ιεχωβά και στη λατρεία του στο άγιο όρος του ήταν ακλόνητη. Αλλ’ η σωματική της υγεία χειροτέρεψε. Έτσι, το Μάιο του 1917, λόγω οικογενειακών ευθυνών, έπρεπε να σταματήσω το ολοχρόνιο έργο και να γυρίσω πίσω, όπου και ξαναπήγα στην παλιά κοσμική εργασία μου. Η μητέρα μου τελείωσε την επίγεια πορεία της το 1918, πιστή μέχρι το τέλος.
Μετά από τέτοιες δοκιμασίες, φάνηκε ότι η Εκκλησία μας στο Φρούτιγκεν είχε ‘κοσκινιστεί ως ο σίτος’, γιατί μόνο τέσσερις είχαμε μείνει για να συνεχίσουμε να προσκαλούμε ανθρώπους να λατρεύσουν τον Ιεχωβά στο άγιό του όρος. (Λουκ. 22:31) Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν η Αδελφή Έμμυ Σνάιντερ, που αργότερα ανέλαβε το ολοχρόνιο έργο κηρύγματος και παραμένει ακόμα πιστή στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Ο Αδελφός Ρώσσελ έστειλε τον Κόνραντ Βινκέλε από το Μπρούκλυν για να χειριστεί τη δραματική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από τον Λαντς και να ενισχύσει τους αδελφούς. Πολλοί εγκατέλειψαν το όρος φωτός του Ιεχωβά και σύντομα βρέθηκαν εις «το σκότος το εξώτερον.»—Ματθ. 25:30.
Το 1919 ανοίχθηκε ο δρόμος για να επιστρέψω στην ολοχρόνια υπηρεσία. Έτσι παραιτήθηκα για άλλη μια φορά από την εργασία μου στο ταχυδρομείο. Μπόρεσα να πάω και να βοηθήσω την Εκκλησία της Βέρνης. Τότε ο Αλεξάντρ Φρέυταγκ, ο αντιπρόσωπος της Εταιρίας στο Γαλλικό τμήμα της Γενεύης, έγινε αποστάτης και έστελνε απεσταλμένους για να πάρουν με το μέρος του Χριστιανούς μέσα κι έξω από τη Βέρνη. Με προσωπικές επισκέψεις, αρκετοί από μας μπορέσαμε να βοηθήσουμε τους αδελφούς να συνεχίσουν να περπατούν σταθερά στο «όρος» της καθαρής λατρείας του Ιεχωβά.—Ρωμ. 16:17, 18, 25-27.
ΝΕΟΣ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε σημαντικά αποδιοργανώσει τα διεθνή συγκοινωνιακά μέσα. Έτσι, δεν μπορούσαμε πια να παίρνουμε Γραφικά έντυπα από το Μπρούκλυν. Για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να βρουν το «όρος» του Ιεχωβά, τυπώναμε σε μια ντόπια εταιρία τα αναγκαία Γραφικά βοηθήματα. Αλλ’ αυτό αποδείχθηκε πολύ δαπανηρό. Έτσι, εξετάσαμε τη δυνατότητα να τα τυπώνουμε μόνοι μας.
Μερικά μέλη της Εκκλησίας της Βέρνης είχαν κάποια πείρα στην εκτύπωση. Έτσι, έχοντας ‘υπολογίσει τη δαπάνη’ και με την έγκριση του νέου προέδρου της Εταιρίας, του Αδελφού Τζ. Φ. Ρόδερφορδ, μια συνεργατική εταιρία δημιουργήθηκε που ονομάστηκε «Τυπογραφείο της Σκοπιάς». (Λουκ. 14:28) Εκδόθηκαν ομολογίες των εκατό φράγκων, αποδοτέα κατά βούληση και χωρίς τόκο για να συγκεντρωθούν τα αναγκαία κεφάλαια, κι αγοράστηκε ένα ευρύχωρο σπίτι στη Βέρνη, στην Άλμεντστρασε 36.
Ένας ικανός αδελφός ανέλαβε την ευθύνη ν’ αγοράσει τα μηχανήματα. Γνωρίζοντας τις οικονομικές δυνατότητές μας, πήγε στη Γερμανία ν’ αγοράσει καλά μεταχειρισμένα πιεστήρια κι ένα καινούργιο περιστροφικό πιεστήριο. Δυστυχώς, όλες αυτές οι μηχανές φορτώθηκαν σ’ ένα φορτηγό βαγόνι με τρύπια οροφή. Αυτό έγινε ακριβώς μετά τον πόλεμο, και οι συνθήκες ήταν ακόμα δύσκολες στην Ευρώπη. Τι απογοήτευση όταν έφτασαν όλα αυτά τα εξαρτήματα! Η βροχή είχε μπει μέσα και όλα είχαν σκουριάσει!
Δεν ωφελούσε καθόλου να κάτσουμε κάτω και να κλαίμε. Τα μέλη της Εκκλησίας της Βέρνης, ανάμεσα στα οποία και αδελφές, άρχισαν να εργάζονται με κιροσίνη και σμυριδόχαρτο. Μετά από εβδομάδες σκληρής εργασίας, ούτε ίχνος σκουριάς δεν έμεινε και, με τη βοήθεια ενός ειδικευμένου τεχνίτη, οι αδελφοί έβαλαν σε λειτουργία τα πιεστήρια και σύντομα άρχισαν να λειτουργούν ομαλά. Αυτό το κτίριο του τυπογραφείου χρησιμοποιήθηκε αργότερα για Γραφείο τμήματος και εργοστάσιο για την Ελβετία και τις Γαλλόφωνες χώρες για πολλά χρόνια. Τελικά, το Ελβετικό Μπέθελ μεταφέρθηκε σ’ ένα πολύ μεγαλύτερο κτίριο που κατασκευάστηκε στην απέναντι ακριβώς πλευρά του δρόμου, στην Άλμεντστράσε 39. Και αργότερα, μεταφέρθηκε στην Τουν.
ΑΦΟΒΟΙ ΣΤΟ «ΟΡΟΣ» ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
Η οκταήμερη συνέλευση που έγινε στο Σήνταρ Πόιντ του Οχάιο, από την 1η ως τις 8 Σεπτεμβρίου 1919, και τόνιζε το θέμα «Μακάριοι οι Άφοβοι», ήταν μια μεγάλη πηγή ενθαρρύνσεως για μας τους Σπουδαστές των Γραφών. Κι’ εμείς στην Ευρώπη βοηθηθήκαμε πάρα πολύ όταν μας επισκέφθηκε ο Αδελφός Ρόδερφορδ το φθινόπωρο του 1920. Το παράδειγμά του και τα ενθαρρυντικά του λόγια, μας έκαναν ν’ αποφασίσουμε να κάνουμε το καλύτερο που μπορούσαμε στην υπηρεσία της Βασιλείας.
Εκτός από το Φωτόδραμα, η ομιλία με το θέμα «Εκατομμύρια Ήδη Ζώντων Ουδέποτε Θέλουσι Αποθάνει» ήταν μια θαυμάσια μαρτυρία. Υπήρχαν μεγάλα ακροατήρια, και μεγάλη ζήτηση είχε το βιβλίο που έφερε τον ίδιο τίτλο. Μερικές φορές, οι υπηρέτες περιοδικών παράγγελναν αυτά τα βιβλία με τηλεγράφημα: «Στείλτε διακόσια ‘Εκατομμύρια’» ή « Επείγον, 150 ‘Εκατομμύρια’,» προς έκπληξη των τηλεγραφητών!
Εγώ είχα το προνόμιο να υπηρετήσω στο Μπέθελ της Βέρνης από την αρχή, τον Οκτώβριο του 1920, και εξακολουθώ να έχω θαυμάσιες αναμνήσεις από τη θερμή αδελφική αγάπη που βασίλευε στην οικογένεια. Ένα πρωί, τον Ιούλιο του 1921, ο επίσκοπος τμήματος με πληροφόρησε ότι είχα διοριστεί για να επιβλέπω το έργο στην Αλσατία- Λωρραίνη και το Σάαρ. Αν και είχε γίνει ήδη, πολύ έργο σ’ αυτά τα μέρη, οι υπάρχουσες εκκλησίες χρειάζονταν ενίσχυση και έπρεπε να οργανωθούν καινούργιες εκκλησίες. Κι’ εδώ το «όρος του Κυρίου» είχε «υψωθεί υπεράνω των βουνών,» έτσι ώστε «λαοί» στη Λωρραίνη, στην Αλσατία και στο Σάαρ μπορούσαν να ‘συρρέουν’ σ’ αυτό και να λατρεύουν τον Ιεχωβά.—Μιχ. 4:1.
Σαν ένας πίλγκριμ (περιοδεύων επίσκοπος), και με τη βοήθεια των ντόπιων πρεσβυτέρων, μπόρεσα να οργανώσω εκστρατείες δημοσίων ομιλιών. Επειδή εκείνο τον καιρό η Καθολική Εκκλησία ήταν πολύ δυνατή, αυτή η δράση απαιτούσε θάρρος, και, πολλές φορές, ερχόταν στη διάνοιά μας το θέμα του Σήνταρ Πόιντ «Μακάριοι οι Άφοβοι.»
ΒΟΗΘΩΝΤΑΣ ΤΑ «ΠΡΟΒΑΤΑ»
Μέσω του προφήτη του Ιεζεκιήλ, ο Ιεχωβά δήλωσε: « Εγώ θέλω και αναζητήσει τα πρόβατά μου και επισκεφθεί αυτά. Και θέλω εξαγάγει αυτά εκ των λαών . . . Θέλω βοσκήσει αυτά εν αγαθή νομή, και η μάνδρα αυτών θέλει είσθαι επί των υψηλών ορέων του Ισραήλ.» (Ιεζ. 34:11, 13, 14) Τότε, σ’ αυτή την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, ζηλωτές Χριστιανοί έψαχναν να βρουν σε κάθε γωνιά και άκρη τα «πρόβατα», και τα οδηγούσαν στο «όρος» της αληθινής λατρείας του Ιεχωβά όπου έβρισκαν θρεπτική πνευματική τροφή.—Βλέπε Ματθαίος 25:31-46.
Με την έκδοση του περιοδικού Ο Χρυσούς Αιών (τώρα Ξύπνα), πήραν θάρρος οι νεαροί Χριστιανοί στο Στρασβούργο και στο Σααρμπρύκεν. Παρουσίαζαν το περιοδικό σε πολλά εστιατόρια και μπυραρίες, δίνοντας μια πολύ καλή μαρτυρία.
Το 1922 και 1923 παρουσιάστηκε πάλι το Φωτόδραμα στην Αλσατία, πρώτα από τον Αδελφό Τσαρλς Άικερ και κατόπιν από μένα, όταν ο Αδελφός Άικερ προσκλήθηκε να υπηρετήσει στο Μπέθελ του Μπρούκλυν. Δεν υπήρχαν τότε ηχητικά συστήματα για δημόσιες διαλέξεις. Έτσι ήταν καλό που το Παλαί ντε Φετ στο Στρασβούργο είχε τέλεια ακουστική, γιατί κάθε βράδυ υπήρχε ένα ακροατήριο από 1.800 περίπου. Ο βιολιστής μας, ο Τσαρλς Ρόνερ, συνέβαλε πάρα πολύ στην επιτυχία αυτών των παρουσιάσεων. Κι’ αυτός προσκλήθηκε στο Μπέθελ του Μπρούκλυν, όπου χρησιμοποιήθηκε το μουσικό ταλέντο του για την καλύτερη παρουσίαση των προγραμμάτων στο ραδιοφωνικό σταθμό WBBR της Σκοπιάς.
Κι οι κάτοικοι επίσης του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου έπρεπε να προσκληθούν να λατρεύσουν τον Ιεχωβά στο άγιό του «όρος». Κατάφερα να δείξω το Φωτόδραμα στις πόλεις του Λουξεμβούργου, Ες και Ντίφφερντάνγκε και να δώσω ομιλίες σ’ άλλες πέντε περιοχές. Αλλά το Λουξεμβούργο απείχε πολύ από το Στρασβούργο και δεν μπορούσα να πηγαίνω εκεί τακτικά. Τελικά, κανονίστηκε να φροντίζουν το έργο εκεί Γερμανόφωνοι αδελφοί από τη γειτονική Τριρ της Γερμανίας.
Τον Αύγουστο του 1925, και πάλι την άνοιξη του 1926, διορίστηκα σαν πίλγκριμ να επισκεφθώ τις εκκλησίες στην ανατολική Ελβετία. Τον ίδιο καιρό περίπου συνάντησα τη μέλλουσα σύζυγό μου, Αντουανέτα. Αλλά δεν ήθελα ο γάμος μου ν’ αποτελέσει εμπόδιο στην ολοχρόνια υπηρεσία μου. Η λύση ήρθε ακριβώς στον κατάλληλο καιρό. Το Μάιο του 1926 χρειαζόταν κάποιος για να φροντίζει το Γραφείο και την αποθήκη των περιοδικών της Εταιρίας που υπήρχε στη Λενς, στα βόρεια της Γαλλίας. Στάλθηκα εκεί, στην αρχή μόνος, και κατόπιν, το 1927, παντρεύτηκα την Αντουανέτα. Συνεργάστηκε μαζί μου στη Λενς και έκανε τις δουλειές του σπιτιού και μαγείρευε, καθώς επίσης έκανε και λίγη δουλειά του γραφείου, μαζί με τον Αδελφό Φρανσουά Ζανκόβσκι, που φρόντιζε για την αλληλογραφία με τους Πολωνούς αδελφούς στη βόρεια Γαλλία.
«ΑΣΦΑΛΕΙΣ ΣΤΑ ΟΡΗ» ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
Το 1928 γεννήθηκε το πρώτο μας μωρό, ο Δανιήλ, κι ένα χρόνο αργότερα ο Φρέντυ. Έτσι έπρεπε να αναδιοργανώσω τη ζωή μου. Έπρεπε να ψάξω να βρω κοσμική δουλειά για να συντηρήσω την οικογένειά μου. (1 Τιμ. 5:8) Το μεγάλο ερώτημα ήταν «που;» Θα επιστρέφαμε πίσω στην Ελβετία και στις Άλπεις που αγαπούσα τόσο πολύ, ή θα μέναμε στη Γαλλία, που η ανάγκη φαινόταν μεγαλύτερη;
Τελικά, αποφασίσαμε να φτιάξουμε σπίτι στην περιοχή του Παρισιού, όπου, τότε, υπήρχε μόνο μια χούφτα διαγγελέων της Βασιλείας. Κι εδώ είμαστε ακόμα, μετά από 50 και πλέον χρόνια. Αν και καταβλημένοι κάπως από την ηλικία μας, τόσο η Αντουανέτα (Μιμή) όσο κι εγώ εξακολουθούμε ν’ αγωνιζόμαστε για να υπηρετούμε πιστά τον Ιεχωβά στο άγιό του «όρος», και χαιρόμαστε να βλέπουμε μερικά από τα παιδιά και τα εγγόνια μας να κάνουν το ίδιο.
Τι αναρρίχηση από το 1915 ως το 1981! Αλλά πάντα είχα τη βοήθεια του Ιεχωβά και της οργανώσεώς του, κάτω από τον Υιό του, τον Χριστό Ιησού. Καθώς πλησιάζω στο τέλος της επίγειας πορείας μου, θα ήθελα να εκφράσω τη βαθιά εκτίμησή μου στον ‘πιστό και φρόνιμο δούλο’ για τις θαυμάσιες πνευματικές προμήθειες που έκανε για να βοηθήσει εμένα και τους συγχριστιανούς μου σ’ όλο τον κόσμο ν’ αποκτήσουν την πνευματική δύναμη που χρειάζεται για το δύσκολο έργο και να υπερνικήσουμε τα εμπόδια. (Ματθ. 24:45-47) Όπως ο αρχαίος Αββακούμ, μπορώ να πω: «ΚΥΡΙΟΣ ο Θεός ο ΙΕΧΩΒΑ είναι δύναμίς μου, και θέλει κάμει τους πόδας μου ως των ελάφων· και θέλει με κάμει να περιπατώ επί τους υψηλούς τόπους μου ασφαλής εις τα όρη.»—Αββακ. 3:19, Τουντέυς Ινγκλις Βέρσιον.