Καλοί Γείτονες—Τους Χρειαζόμαστε
ΠΡΙΝ από λίγο καιρό μια γυναίκα στο Τορόντο του Καναδά, πήγε για ψώνια και άφησε τη μπουγάδα της να κρέμεται σ ένα σχοινί για να στεγνώσει. Την ώρα που απουσίαζε, τα ασπρόρουχα έπεσαν στο έδαφος. Η γειτόνισσά της, που τα είδε, τα μάζεψε, τα ξανάπλυνε και πάλι και τα ξανακρέμασε για να στεγνώσουν.
Έχετε σεις γείτονες σαν αυτή; Ατυχώς, αυτοί φαίνεται ότι σπανίζουν σήμερα. Πιο κοινά είναι τα νέα, όπως αυτό, που είναι επίσης από το Τορόντο, για μια ηλικιωμένη γυναίκα, της οποίας το χέρι σφηνώθηκε σε μια ζεστή σόμπα. Φώναξε «βοήθεια!» αλλά οι γείτονές της αγνόησαν τις φωνές της και δεν τη σώσανε παρά μόνο ύστερα από δυο μέρες. Το μπράτσο της έπρεπε να κοπεί.
Το να ζει κανείς σε μια κοινότητα όπου οι γείτονες ενδιαφέρονται, μεγαλώνει την ασφάλεια και τη θέρμη στη ζωή. Οι καλοί γείτονες μαγειρεύουν το φαγητό μας όταν είμαστε άρρωστοι, φέρνουν τα παιδιά μας στο σπίτι όταν περιπλανηθούν, μας βοηθούν σε μικρά και μεγάλα προβλήματα, αγοράζουν κάτι για μας όταν κάνουν τα δικά τους ψώνια, προσέχουν το σπίτι μας όταν λείπουμε, και γενικά κάνουν τη ζωή πιο ευχάριστη όταν λένε «Καλημέρα» κάθε μέρα. Και, φυσικά, κάνουμε κι’ εμείς το ίδιο γι’ αυτούς.
Στους παλιούς καιρούς, τέτοιοι γείτονες αποτελούσαν τον κανόνα μάλλον παρά την εξαίρεση. Και σήμερα ακόμη μπορείτε να τους βρείτε σε αγροτικές περιοχές και μικρές πόλεις. Αλλά στις μεγαλύτερες πόλεις και τα πλούσια προάστια, το ενδιαφέρον για τους γείτονες αποτελεί σπάνιο είδος κι’ εφόσον πολλοί σήμερα ζουν σε πόλεις ή σε προάστια, πολλοί άνθρωποι ποτέ δεν είχαν την πείρα να ζήσουν σε μια γειτονιά που ενδιαφέρεται ο ένας για τον άλλον. Ένας ψυχολόγος είπε: «Βέβαια, αν ζούσα σ’ ένα διαμέρισμα του Τορόντο, θα ήταν δυνατόν να πεθάνω και να μένω εκεί για μήνες ώσπου να το αντιληφθεί κάποιος. Δεν γινόταν πάντοτε έτσι.» Το ίδιο συμβαίνει σε πολλές μεγάλες πόλεις. Στο άλλο μέρος της γης ένας νεαρός εργένης πέθανε σε διαμέρισμα μέσα σε μια μεγάλη πόλη. Το πτώμα του δεν βρέθηκε επί ενάμιση χρόνο!
Ο ψυχολόγος είπε ότι δεν ήταν πάντοτε έτσι. Τι προξένησε την αλλαγή;