‘Κηρύττοντας σε Ευνοϊκούς και σε Δύσκολους Καιρούς’
Αφήγηση από τον Χάρολντ Ε. Γκιλ
Όταν ήμουν 19 χρόνων μου έγνεψε η Αυστραλέζικη χέρσα ενδοχώρα. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος είχε αφήσει την Αγγλία σε οικονομική κρίση. Εκατομμύρια άνθρωποι, στους οποίους περιλαμβανόμουν κι εγώ, δεν μπορούσαμε να βρούμε δουλειά. Ένα πρωί ο πατέρας μου μού έδειξε μια είδηση στην εφημερίδα για ένα κυβερνητικό σχέδιο το οποίο βοηθούσε τους νέους να μεταναστεύσουν στο Κουήνσλαντ της Αυστραλίας. Έτσι 25 από εμάς αποπλεύσαμε από το Λονδίνο το 1922.
Η πρώτη μου δουλειά ήταν σ’ ένα αμπέλι. Αλλά μετά από λίγους μήνες μετακόμισα σε μια μεγάλη ιδιοκτησία που παραχωρήθηκε για καλλιέργεια σιταριού. Εκεί έμαθα πολλά πράγματα: πώς να αρμέγω τις αγελάδες, πώς να χρησιμοποιώ το τσεκούρι και το ξυλοπρίονο, πώς να βρίσκω την ώρα βλέποντας τον ήλιο με διαφορά δέκα λεπτά μόνο, πώς να σκοτώνω δηλητηριώδη φίδια χωρίς κίνδυνο, πώς να οργώνω με άλογα, πώς να φτιάχνω φράχτες, πώς να κόβω δέντρα, και πώς να κάνω πολλές άλλες δουλειές που αποτελούν μέρος της ζωής στην χέρσα ενδοχώρα της Αυστραλίας.
Εκεί αντιμετώπισα και την πληγή των ακρίδων επίσης. Ήταν τόσο πολλές που οι οδηγοί των φορτηγών έπρεπε να βάζουν αλυσίδες στους τροχούς για να ανεβαίνουν στα βουνά. Μια άλλη φορά υπήρχαν χιλιάδες ποντίκια που προκάλεσαν στη σιταποθήκη τρομερή καταστροφή. Ωστόσο, μια εβδομάδα αργότερα έφυγαν τόσο ξαφνικά όπως είχαν έρθει. Και ζούσα συνεχώς με τον σπαρακτικό τρόμο της ξηρασίας, και τα πρόβατα πέθαιναν παντού κατά χιλιάδες.
Το 1927 νοίκιασα ένα παρθένο έδαφος κοντά στο Γκουίμπι, στη νότια Κουήνσλαντ, το καθάρισα, και το φύτεψα μπανανιές. Οι γείτονές μου, Τομ και Άλεκ Ντόμσον, ήταν σπουδαστές της Γραφής, όπως λέγονταν εκείνες τις μέρες οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μια μέρα είπα ότι θα πήγαινα στο Μπρίσμπαιην, την πρωτεύουσα της πολιτείας, για μια σύντομη επίσκεψη. Με προσκάλεσαν να επισκεφτώ τους γονείς τους. Αυτό και έκανα, και όλη τη μέρα συζητούσαμε με τον πατέρα τους για τη Βίβλο. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν η απλότητα του μεγάλου επαναλαμβανόμενου θέματος της Βίβλου—της Βασιλείας του Θεού. Μου άρεσε επίσης το όνομα «Διεθνείς Σπουδαστές της Γραφής». Ζωγράφισα μια εικόνα μιας διεθνούς οικογένειας, που όλοι ήταν σπουδαστές της Γραφής και όλοι λάτρευαν αρμονικά τον Θεό. Όταν ξαναγύρισα στις μπανανιές, έφερα μαζί μου το βιβλίο του Ι. Φ. Ρόδερφοδ Δημιουργία. Όταν το διάβασα, επιτέλους βρήκα απαντήσεις σε πολλά από τα ερωτήματά μου κι έτσι ζήτησα περισσότερα έντυπα.
Όσο περισσότερο διάβαζα, τόσο περισσότερο ήθελα να λέω στους άλλους για τη Βασιλεία. Σαν γραμματέας σε κοινωνικές λέσχες και σε λέσχες κρίκετ της περιοχής, είχα πολλούς φίλους και πίστευα με βεβαιότητα ότι και αυτοί θα ενθουσιάζονταν με τις αλήθειες που μάθαινα. Έτσι αγόρασα ένα παλιό μηχανάκι για να γυρίζω στην περιοχή. Προς μεγάλη μου έκπληξη, όμως, διαπίστωσα ότι αυτά που εμένα με συγκινούσαν αυτούς τους άφηναν ψυχρούς. Νόμιζαν πως ήμουν τρελός. Υποθέτω πως επέμενα λίγο, αλλά αυτό οφειλόταν στο ότι ξεχείλιζα από αυτά που είχα μάθει!
Ήταν φανερό πως χρειαζόμουν εκπαίδευση και καθοδηγία από τους Σπουδαστές της Γραφής. Έτσι πούλησα την μπανανοφυτεία και έγινα μέλος της εκκλησία στο Μπρίσμπαιην. Μετά από έξι μήνες, στις 2 Απριλίου 1928 βαφτίστηκα. Μετά ανέλαβα μια άλλη γεωργική εργασία. Αλλά καθώς οι μήνες περνούσαν γινόμουν όλο και πιο ανήσυχος. Η ζωή στη χέρσα ενδοχώρα που απολάμβανα κάποτε τόσο πολύ δεν με ικανοποιούσε πια. Μέσα μου αυξανόταν έντονα μια επιθυμία να δαπανήσω το χρόνο μου και την ενέργειά μου σ’ ένα άλλο είδος θερισμού. Η συμβουλή του αποστόλου Παύλου στον Τιμόθεο με εντυπωσίαζε: «Κήρυξον τον λόγον, επίμενε εγκαίρως ακαίρως . . . εργάσθητι έργον ευαγγελιστού»—2 Τιμόθεον 4:2, 5.
Γεμάτος προθυμία έγραψα στην Εταιρία Σκοπιά στο Σύδνεϋ και ζητούσα να με διορίσουν στον πνευματικό θερισμό σαν ολοχρόνιο διάκονο, σαν σκαπανέα. Δέχτηκαν την αίτησή μου και το 1929 με διόρισαν στο Τουγούμπα, στη νότια Κουήνσλαντ.
Κηρύττοντας στη Χέρσα Ενδοχώρα
Μετά από λίγους μήνες, έλαβα ένα γράμμα από την Εταιρία που μου έλεγε ότι πουλιόταν ένα μηχανοκίνητο κάραβαν και μου υποδείκνυαν ότι αν το αγόραζα, θα μπορούσε να με συνοδεύει και ο Τζωρτζ Σουέτ. Και αυτό ακριβώς συνέβη. Ο Τζωρτζ ήταν στα 60 του και σ’ όλη του τη ζωή ήταν Σπουδαστής της Γραφής. Εγώ ήμουν ακόμη κάτω από 30 και πολύ άπειρος. Η βοήθειά του, η συμβουλή του, και η γνώση του από τη Γραφή ήταν πολύτιμα για μένα, αν και είμαι βέβαιος ότι έθεσα πολλές φορές σε δοκιμασία την υπομονή του.
Ο τομέας μας ήταν 260.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα (100.000 τετραγωνικά μίλια) μακριά στη δυτική Κουήνσλαντ. Τον καλύψαμε τρεις φορές. Οι πόλεις ήταν μικρές και σε μακρινή απόσταση μεταξύ τους. Ακόμη και τα ράντζα με τα πρόβατα και τα βοοειδή απείχαν μεταξύ τους 95 με 115 χιλιόμετρα (60 με 70 μίλια). Αυτοί οι απομονωμένοι άνθρωποι έπαιρναν πρόθυμα σειρές από 10 σκληρόδετα βιβλία που τους προσφέραμε για μια συνεισφορά 10 μόνο σελινιών (200 δραχμών περίπου). Επειδή ήταν πολύ φιλόξενοι, ποτέ δεν μείναμε χωρίς φαγητό και κατάλυμα το βράδι.
Στην ενδοχώρα, οι δρόμοι ήταν απλώς μονοπάτια. Όλο το χρόνο είχαμε μαζί μας αλυσίδες για τους τροχούς για να περνάμε μέσα από τη λάσπη, συρματόπλεγμα για την άμμο, και βαρούλκο για να μπορεί να μας ρυμουλκεί κανείς όταν είχαμε πρόβλημα. Σε μια περίπτωση μείναμε αβοήθητοι για μια εβδομάδα εξαιτίας μιας πλημμύρας. Η τροφή και το νερό ήταν πάρα πολύ λίγα, αλλά επιζήσαμε. Μια άλλη φορά ταξιδεύαμε με το αυτοκίνητο διασχίζοντας ένα μονοπάτι μιας άγριας ζούγκλας σε μια περιοχή που είχε πιάσει φωτιά. Ξαφνικά καταλάβαμε ότι ο άνεμος είχε αλλάξει και ότι η φωτιά κατευθυνόταν προς τα εμάς. Το μονοπάτι ήταν τόσο στενό που δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω. Όλο εκείνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να προσευχηθούμε και να τρέξουμε περισσότερο. Ξεφύγαμε παρά τρίχα. Ακόμη ανατριχιάζω όταν σκέφτομαι πόσο κοντά πλησιάσαμε στην καταστροφή.
Στα Κεντρικά Γραφεία της Αυστραλίας
Το 1931, ο Άλεξ ΜακΓκίλιβρεϋ, ο επίσκοπος του τμήματος, με προσκάλεσε στην οικογένεια Μπέθελ του Σύδνεϋ. Χάρηκα, αν και φοβήθηκα λίγο. Εκείνο τον καιρό το γραφείο τμήματος στην Αυστραλία είχε την ευθύνη για το κήρυγμα των καλών νέων στην Κίνα, στις περισσότερες χώρες της Άπω Ανατολής, και στα νησιά του Νότιου Ειρηνικού—σε μια περιοχή που κάλυπτε το ένα τέταρτο της γης. Ο Αδελφός Ι. Φ. Ρόδερφοδ, που ήταν τότε πρόεδρος της Εταιρίας, ήθελε να διεισδύσουν τα «καλά νέα» σ’ εκείνες τις περιοχές. (Ματθαίος 24:14) Ο Αδελφός Μακ, όπως λέγαμε όλοι τον επίσκοπο τμήματος, ήταν κι αυτός πρόθυμος για να γίνει αυτό. Όταν μπήκα στο Μπέθελ ποτέ δεν φαντάστηκα ότι σύντομα θα πήγαινα εγώ σε μερικά από αυτά τα μέρη.
Το ιεραποστολικό έργο περιλαμβάνει πάντοτε την αντιμετώπιση δυσκολιών. Αλλά εκείνες τις μέρες, πριν από το ξέσπασμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, δεν υπήρχε η Σχολή Γαλαάδ για να εκπαιδεύει ιεραποστόλους, και δεν υπήρχαν ιεραποστολικοί οίκοι. Οι επικοινωνίες ήταν αραιές, και αυτό έδινε έμφαση στην απομόνωση. Ούτε υπήρχε τότε καμιά οικονομική υποστήριξη από άλλους εκτός από τις λιγοστές συνεισφορές για τα έντυπα, τα οποία, λόγω της γενναιοδωρίας των αδελφών η Εταιρία τα παρείχε σε πολύ χαμηλές τιμές. Αυτοί που ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα να γίνουν ευαγγελιστές έπρεπε να είναι σκαπανείς με την πλήρη έννοια της λέξης. Το έργο σήμαινε να πηγαίνουν, συνήθως κατά ζευγάρια, στις πολυπληθείς πόλεις της Ανατολής ή στα απομονωμένα νησιά του Ειρηνικού, και να φυτεύουν εκεί τους σπόρους της αλήθειας της Βίβλου σε παρθένο έδαφος. Έπρεπε να αντιμετωπίζουμε τελείως διαφορετικά πιστεύω, γλώσσες, και τρόπους ζωής, και αυτό απαιτούσε πλήρη εμπιστοσύνη και οσιότητα στον Ιεχωβά.
Στη Νέα Ζηλανδία
Ο πρώτος μου διορισμός στο εξωτερικό ήταν η Νέα Ζηλανδία το 1932. Επρόκειτο να δώσω ιδιαίτερη προσοχή στην οργάνωση του έργου κηρύγματος, ιδιαίτερα στην υπηρεσία σκαπανέα. Έτσι, εκτός από το ότι επισκεπτόμουν τις εκκλησίες, εργαζόμουν και στον αγρό με τους σκαπανείς. Μερικοί από αυτούς είχαν σχηματίσει ταξιδιωτικές ομάδες και είχαν εφοδιαστεί με σύνεργα για κατασκήνωση και με οχήματα, που περιλάμβαναν επίσης και το πιστό παλιό ποδήλατο. Υπηρέτησα μερικό καιρό μ’ αυτή την ομάδα στο Σάουθ Άιλαντ.
Κάποτε νοικιάσαμε το Δημοτικό Θέατρο στο Κράισττσερτς για να παρουσιάσουμε μια μαγνητοφωνημένη ομιλία του Αδελφού Ρόδερφορδ. Ένας νεαρός, ο Τζιμ Ταιτ, ήρθε και έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον. Τον συνάντησα πάλι το επόμενο βράδι και εντυπωσιάστηκα τόσο με τον ενθουσιασμό του που του υπέδειξα να σκεφτεί να μας συνοδεύει στην ομάδα των σκαπανέων. Πόσο ανώριμη θα ήταν μια τέτοια πρόσκληση τώρα, γιατί δεν είχε ακόμη βαφτιστεί! Αλλά μόλις πήγε σπίτι του, μάζεψε τα λίγα πράγματά του, άφησε τους γονείς του, και ήρθε στην ευτυχισμένη μας ομάδα. Μέχρι σήμερα παραμένει ένας σταθερός Μάρτυρας. Αυτοί ήταν πραγματικά ‘ευνοϊκοί καιροί’.
Η Άπω Ανατολή
Το 1936 ξαναγύρισα στην Αυστραλία για να προετοιμαστώ για το ταξίδι που θα έκανα στη Μπατάβια (που τώρα λέγεται Τζακάρτα) και στη Σιγκαπούρη. Επρόκειτο να συστήσω ποια πόλη ήταν πιο κατάλληλη για να υπάρχει ένα γραφείο που να βρίσκεται σε στενότερη επαφή με τους ιεραποστόλους μας στην Άπω Ανατολή. Διάλεξα τη Σιγκαπούρη σαν το καλύτερο κέντρο και έμεινα εκεί για να διοργανώσω το γραφείο και να κηρύξω στην πόλη. Ο Ιεχωβά ευλόγησε το έργο, και μέσα σε 18 μήνες δημιουργήθηκε η εκκλησία της Σιγκαπούρης.
Αργότερα στη Σιγκαπούρη έδρευε το δικάταρτο καΐκι Φωτοδότης της Εταιρίας που είχε μήκος 16 μέτρα (52 πόδια). Το πλήρωμά του που αποτελούνταν από διακόνους επισκεπτόταν και κήρυττε σε πολλά λιμάνια που αποτελούν τώρα την Ινδονησία και τη Μαλαισία. Μια από τις δουλειές μου ήταν να τους προμηθεύω με έντυπα. Θυμάμαι ότι το 1936 και μόνο, διένειμαν σε δέκα γλώσσες 10.500 εκδόσεις.
Τα Νησιά του Ειρηνικού
Τον Ιούλιο του 1937 με ξανακάλεσαν στο Σύδνεϋ και με έστειλαν στα Φίτζι. Επειδή τα έντυπά μας τότε ήταν κάτω από απαγόρευση, συγκεντρώσαμε την προσοχή μας στο κήρυγμα με ηχητικό αυτοκίνητο, χρησιμοποιώντας μια μετάφραση στη γλώσσα Φίτζι των ομιλιών του Αδελφού Ρόδερφορντ που είχε κάνει ο Τεντ Χήτλεϋ, ένας κάτοικος των Φίτζι. Με συνόδευε για να μιλάει από το μεγάφωνο. Πηγαίναμε σε κάθε χωριό στο Βίτι Λεβύ (Μεγάλο Φίτζι), που ήταν το κύριο νησί, και μας δέχονταν πολύ καλά. Ακόμη, βοηθήσαμε στην ίδρυση της εκκλησίας Σούβα και στην επέκταση τού από πόρτα σε πόρτα έργου κηρύγματος.
Το 1938 ο Αδελφός Ρόδερφορντ επισκέφθηκε την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία μέσα σ’ ένα τρομακτικό κύμα δημοσιότητας. Αν και μεγάλο μέρος από αυτό ήταν εχθρικό, ωστόσο χρησίμευσε για να διεγείρει την περιέργεια. Πήγα στη Νέα Ζηλανδία για να διευθετήσω την επίσκεψή του εκεί. Καθώς τον πήγαινα με το αυτοκίνητο στο Δημαρχείο της Ώκλαντ για τη συγκέντρωση, έστρεψα την προσοχή του σε μια αφίσσα εφημερίδας που είχε διαστρέψει τον τίτλο μιας ομιλίας που είχε δώσει πριν από χρόνια. Η αφίσσα έλεγε, «Εκατομμύρια που ζουν τώρα θα προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ακούσουν τον Δικαστή Ρόδερφορντ». Γέλασε από την καρδιά του. Δόθηκε πολύ καλή δημοσιότητα, το Δημαρχείο ήταν γεμάτο.
Πίσω στα Φίτζι
Μια μέρα το 1940 εργαζόμουν στο γραφείο του Σύδνεϋ όταν ο Αδελφός Μακ με ρώτησε: «Είναι το διαβατήριό σου θεωρημένο;» Του είπα πως ήταν. «Υπάρχει ένα πλοίο που φεύγει σε τρεις μέρες για τα Φίτζι. Θέλω να πας εκεί και να προκαλέσεις την κυβέρνηση στο δικαστήριο για την απαγόρευση που έχουν κάνει στα έντυπά μας». Τότε γέμισα ένα κουτί με έντυπα και ξαναγύρισα στα Φίτζι. Ο καθ’ υπόδειξη δικηγόρος φοβόταν, έτσι τον άφησα και βρήκα έναν άλλον που δεν φοβόταν τόσο πολύ. Είπε ότι θα προετοίμαζε τη δίκη αλλά δεν θα παραβρισκόταν στο δικαστήριο. Το αποτέλεσμα ήταν να διεξαγάγω εγώ τη δίκη με τον Εισαγγελέα σαν αντίδικό μου. Όπως αποδείχτηκε, χάσαμε σε χρονικές τεχνικές λεπτομέρειες λόγω της αναποφασιστικότητας του πρώτου δικηγόρου.
Μετά από αυτή την αποτυχία, ζήτησα να δω τον Κυβερνήτη, τον Σερ Χάρρυ Τσαρλς Λουκ, πράγμα που δέχτηκε. Μαζί με τον κυβερνήτη ήταν παρών και ο Πρωθυπουργός και ο Διευθυντής της Αστυνομίας. Προσευχήθηκα στον Ιεχωβά να είναι μαζί μου. Καθώς παρουσίαζα την υπόθεσή μας, έφερα αποδείξεις που έδειχναν ότι η Καθολική Εκκλησία ήταν κυρίως υπεύθυνη για την απαγόρευση. Στο τέλος της συζήτησης, ο Κυβερνήτης ήρθε σε μένα, μου έδωσε τα βιβλία που είχαν απαγορευθεί και τα οποία είχα παρουσιάσει σαν απόδειξη, και είπε ήρεμα: «Κύριε Γκιλ, ξέρετε, δεν έχω και τόση άγνοια για τις μηχανορραφίες της Καθολικής ιεραρχίας όπως νομίζετε. Η συμβουλή μου είναι να συνεχίσετε το ευαγγελιστικό σας έργο». Τον ευχαρίστησα και έφυγα για να πάω να τηλεγραφήσω στο Σύδνεϋ για να στείλουν έντυπα.
Η Αμερικανική Σαμόα
Μετά μ’ έστειλαν στην Αμερικανική Σαμόα. Στους τρεις μήνες που ήμουν εκεί, έμεινα μαζί με τον Ανώτερο Αξιωματούχο Τάλιου Τάφφα, διερμηνέα του αρχηγού της κυβέρνησης και πολύ ευυπόληπτο άτομο. Η ανεψιά του, που ήταν Μάρτυρας στα Φίτζι, του είχε μιλήσει από πριν. Έτσι με χαιρέτησε με χαμόγελο, καθώς το πλοίο πλεύρισε. Σ’ όλη μου την παραμονή, ήταν πολύ φιλόξενος. Φυσικά, η οικογένειά του ζούσε τρώγοντας ντόπια πράγματα, κυρίως ωμά ψάρια και γλυκοπατάτες. Στους κατοίκους της Σαμόα αρέσουν πάρα πολύ αυτά, αλλά μετά από λίγο καιρό εγώ δεν άντεχα άλλο. Γέμισα από εξανθήματα και ζητούσα με βουλιμία την Ευρωπαϊκή τροφή αλλά δεν είχα χρήματα για να την αγοράσω. Είχα πια συνηθίσει να επιβιώνω σε ‘δύσκολους καιρούς’.
Το έργο μου στην Αμερικανική Σαμόα ήταν να διανείμω 3.500 αντίτυπα από το βιβλιάριο που είχε πρόσφατα μεταφραστεί Πού Είναι οι Νεκροί; Όταν έφτασα, επισκέφθηκα τον Κυβερνήτη για να του δείξω το βιβλιάριο και να του δώσω ένα αντίτυπο. Αυτός νόμιζε πως υπήρχε ήδη αρκετή θρησκευτική εκπροσώπηση στο νησί—ο ιερέας του ναυτικού, η Ιεραποστολική Εταιρία του Λονδίνου, οι Αντβεντιστές της Έβδομης Μέρας, και οι Καθολικοί. Ωστόσο, υπέδειξε ν’ αφήσω ένα βιβλιάριο σε καθέναν τους και να συμβούλευαν τον Εισαγγελέα αν νόμιζαν ότι ήταν κατάλληλο για διανομή. Ο ιερέας του ναυτικού ήταν σαρκαστικός αλλά όχι εχθρικός. Οι αντβεντιστές δεν ενδιαφέρονταν για το τι έκαναν όσον καιρό δεν είχα πάρει κανέναν από το ποίμνιό τους. Ο εφημέριος της Ιεραποστολικής Εταιρίας ήταν καταδεκτικός όταν βρήκαμε κοινό έδαφος την παπωσύνη. Ποτέ δεν κατάφερα να δω τον Καθολικό ιερέα επειδή συνέβη ένα περίεργο πράγμα.
Είχα δώσει ένα αντίτυπο του βιβλιαρίου στον αστυνομικό της Σαμόα που με είχε συνοδεύσει στον κυβερνήτη. Όταν είδα τον αστυνομικό μετά από λίγες μέρες, τον ρώτησα αν του άρεσε. Μου είπε: «Το αφεντικό μου [ο Εισαγγελέας] μου είπε, ‘Πήγαινε να το δει ο ιερέας σου και να τον ρωτήσεις αν αυτό είναι καλό βιβλίο’. Εγώ κάθησα κάτω από ένα δέντρο και το διάβασα. Εγώ λέω πως ‘αυτό είναι ένα πολύ καλό βιβλίο, αλλά αν το δείξω στον ιερέα, θα πει, «Δεν είναι καθόλου καλό βιβλίο»‘. Και είπα στο αφεντικό μου, ‘Αφεντικό, ο ιερέας μου λέει πως, «Είναι πολύ καλό το βιβλίο’».
Αργότερα, καθώς έδινα μαρτυρία μπροστά στο λιμάνι, ήρθε ο Εισαγγελέας και με προσκάλεσε στο γραφείο του. Εκεί του είπα με λίγα λόγια ποιο είναι το άγγελμα του βιβλιαρίου καθώς αυτός το ξεφύλλιζε. Μετά σήκωσε το τηλέφωνο και διέταξε να τεθεί σε κυκλοφορία. Ο καιρός είχε γίνει πραγματικά πολύ ‘ευνοϊκός’! Αγόρασα ένα ποδήλατο και άρχισα να διανέμω τα βιβλιάρια. Μέσα σε τρεις μήνες είχα δώσει ολόκληρο σχεδόν το κιβώτιο με τα 350 βιβλιάρια.
Η Δυτική Σαμόα
Τα βιβλιάρια που είχαν απομείνει τα πήρα στη Δυτική Σαμόα, που απέχει λίγες μόνο ώρες με πλοιάριο. Πρέπει να είχαν ειδοποιηθεί εκεί, γιατί όταν έφτασα ένας αστυνομικός μου είπε ότι δεν επιτρεπόταν να αποβιβαστώ. Έβγαλα το διαβατήριο μου και του διάβασα την καταπληκτική μάλλον εισαγωγή που ζητάει από όλους τους αρμόδιους να επιτρέπουν στους υπηκόους της Αυτού Βρετανικής Μεγαλειότητας «να περνούν ελεύθερα χωρίς κανένα εμπόδιο ή κώλυμα και να τους παρέχουν βοήθεια και προστασία». Αυτό μ’ έκανε να έχω μια συνέντευξη με τον Κυβερνήτη, ο οποίος μου επέτρεψε να μείνω πέντε μέρες μέχρις ότου θα απέπλεε το επόμενο πλοιάριο. Νοίκιασα ένα ποδήλατο και γύρισα το νησί, αφήνοντας παντού βιβλιάρια.
Μετά ξαναγύρισα στην Αμερικανική Σαμόα. Ο πόλεμος μαινόταν στον Ειρηνικό, και κυριαρχούσαν τα πατριωτικά συναισθήματα. Επειδή οι αρχές δεν μπορούσαν να καταλάβουν την αυστηρή μας ουδέτερη στάση, μας είχαν θέσει κάτω από απαγόρευση σε πολλά μέρη. (Ιωάννης 15:19) Ωστόσο, μου ζήτησαν ευγενικά να φύγω από τη Σαμόα, και ξαναγύρισα στην Αυστραλία.
Πίσω στη Νέα Ζηλανδία
Τον καιρό εκείνο για τους αδελφούς στη Νέα Ζηλανδία ο καιρός ήταν «δύσκολος». Εκεί ήταν ο επόμενος διορισμός μου. Αλλά τον Οκτώβριο του 1940, λίγο καιρό μετά αφότου έφτασα εκεί, το έργο μας τέθηκε κάτω από απαγόρευση. Κανένα αποτέλεσμα δεν έφεραν τα πολλά γράμματα και τηλεγραφήματα που στείλαμε στην κυβέρνηση. Μέσα σ’ αυτά ήταν και το εξής τηλεγράφημα που στείλαμε στον Εισαγγελέα: «ΑΡΝΕΙΤΑΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΑΣ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΜΑΣ ΣΑΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΝΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΝΟΜΑΣΤΕ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΝΑ ΛΑΤΡΕΥΟΥΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΜΕ ΥΜΝΟΥΣ, ΠΡΟΣΕΥΧΗ, ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΟΥ; ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΑΠΑΝΤΗΣΤΕ ΝΑΙ Η ΟΧΙ».
Την άλλη μέρα ο γραμματέας του Πρωθυπουργού τηλεφώνησε για να μας προσφέρει μια συνέντευξη, την οποία ο Αδελφός Ρόμπερτ Λάζενμπυ και εγώ αποδεχτήκαμε. Μαζί με τον Πρωθυπουργό, τον Πήτερ Φρέηζερ ήταν και ο Εισαγγελέας και ένας ανώτερος αξιωματούχος της αστυνομίας. Ήταν ευχάριστοι και ευγενικοί αλλά μας έδωσαν την εντύπωση ότι τα χέρια τους ήταν δεμένα. Ωστόσο, στις 8 Μαΐου 1941, η κυβέρνηση τροποποίησε την απαγόρευση έτσι ώστε να επιτρέπει τις συναθροίσεις μας, αν και εμείς τις συνεχίζαμε σε μικρούς ομίλους σε ιδιωτικά σπίτια. Μπορούσαμε ακόμη να κηρύττουμε χωρίς κανένα εμπόδιο εφόσον δεν δίναμε τα έντυπα μας. Αργότερα, τον Μάρτιο του 1945, ενώ μαινόταν ο πόλεμος στον Ειρηνικό η απαγόρευση άρθηκε τελείως.
Επιστροφή στην Αγγλία
Στο Σύδνεϋ ξαναγύρισα το 1941. Τότε και στην Αυστραλία ήμαστε κάτω από απαγόρευση. Μετά από κάποια συζήτηση, ο Αδελφός Μακ συμφώνησε ότι έπρεπε να πάω στο Λονδίνο για να δω αν μπορούσε να γίνει κάτι εκεί με τις απαγορεύσεις. Αναχώρησα στις 2 Οκτωβρίου 1941. Αλλά λόγω των κινδύνων του πολέμου, έφτασα στο Λίβερπουλ στις 22 Δεκεμβρίου, σχεδόν τρεις μήνες αργότερα.
Στο Λονδίνο προσπάθησα να έχω συνέντευξη με τον Λόρδο Αλεξάντερ, τον πρώτο τιτλούχο του Ναυαρχείου και φίλο του πατέρα μου. Αλλά λόγω του πολέμου αυτό δεν ήταν δυνατό. Το Λονδίνο θεώρησε πως τα προβλήματα μας ήταν υπόθεση αποκλειστικά και μόνο των αρμόδιων κυβερνήσεων.
Μετά από ένα ταξίδι μου στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας στη Νέα Υόρκη, ξαναγύρισα στην Αγγλία και πήρα εισιτήριο για την Αυστραλία. Έκαναν έρευνα στις αποσκευές μου και σφραγίστηκαν στο Λονδίνο κι εγώ πήγα στο πλοίο. Οι αδελφοί στους οποίους έμεινα μου έδωσαν λίγα δώρα για το ταξίδι, και τα πήρα μαζί μου σε μια πρόχειρη τσάντα. Όταν επιβιβάστηκα, ο υπεύθυνος στο τελωνείο ρώτησε, «Γιατί αυτά δεν είναι σφραγισμένα;» Η απλή μου εξήγηση δεν τους ικανοποίησε· έτσι με συνέλαβαν, με έγδυσαν, και μολονότι δεν βρήκαν τίποτα ενοχοποιητικό, με κατηγόρησαν ότι προσπάθησα να αποφύγω τον έλεγχο. Δαπάνησα ένα μήνα στη φυλακή Γουώλτον. Μέχρι σήμερα είμαι πολύ βέβαιος ότι με ενοχοποίησαν για να μην επιστρέψω στην Αυστραλία.
Μετά από αυτό ήταν αδύνατον να πάρω εισιτήριο. Έτσι έμεινα στην Αγγλία. Στην αρχή απόλαυσα μια παραγωγική διακονία στο Άλφρετον του Ντερμπυσάιρ. Αργότερα επισκεπτόμουν τις εκκλησίες σαν επίσκοπος περιοχής. Μετά πήγα στη Μάλτα για να υπηρετήσω εκεί που η ανάγκη ήταν πολύ μεγάλη. Τώρα βρίσκομαι πίσω στο Σέφηλντ, την πόλη από την οποία έφυγα παιδί πριν από 62 χρόνια. Είναι προνόμιο μου να υπηρετώ σαν γραμματέας στην Εκκλησία Έκλεσαλ, μια από τις 15 που υπάρχουν στην πόλη. Και στη διάρκεια αυτών των τελευταίων χρόνων, έχω απολαύσει τη θαυμάσια υποστήριξη της συζύγου μου, της Τζόαν, από μια οικογένεια με την οποία μελετούσα πριν από 35 χρόνια.
Μπορώ τώρα να αναπολώ τον μισό και πλέον αιώνα της υπηρεσίας μου σαν ευαγγελιζόμενου, και σε ‘ευνοϊκούς και σε δύσκολους καιρούς’. Πόσο έχω εκτιμήσει τις ιδιότητες που πάνε χέρι-χέρι, της εμπιστοσύνης και της οσιότητας! Ναι, εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες. Εμπιστοσύνη ότι αυτός και η τεράστια στρατιά των αγγέλων του είναι μαζί μας. Ποτέ δεν μένουμε μόνοι.
Και να παραμείνουμε όσιοι. Να διατηρήσουμε οσιότητα όχι μόνο στον Ιεχωβά και στον Ιησού Χριστό αλλά και στην επίγεια οργάνωση του Θεού επίσης που μας τρέφει και μας περιθάλπει. Να είμαστε βέβαιοι ότι η οσιότητα μας δοκιμάζεται με τις προσαρμογές που γίνονται μέσα στην οργάνωση, με προβλήματα που έρχονται σε μας, ή με τα αποτελέσματα της δικής μας απερισκεψίας. Αλλά οι πολύτιμες ιδιότητες της οσιότητας και της εμπιστοσύνης θα μας βοηθήσουν και σε ‘ευνοϊκούς καιρούς και σε δύσκολους’.
[Εικόνα στη σελίδα 26]
Κάνοντας έργο σκαπανέα στην χέρσα ενδοχώρα της Κουήνσλαντ, στην Αυστραλία
[Εικόνα στη σελίδα 28]
Με το πλήρωμα του πλοίου Φωτοδότης—στη Σιγκαπούρη
[Εικόνα στη σελίδα 29]
Ο Ανώτερος Αξιωματούχος Τάλιου Τάφφα της Σαμόα που με Φιλοξένησε