Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
Αφήγησις του Α. Γ. Τσέξσφηλντ
ΜΙΑ μέρα του 1940 στο Λονδίνο της Αγγλίας, μια ηλικιωμένη γυναίκα μπήκε στο κατάστημά μου και μου παρουσίασε την κάρτα της μαρτυρίας. Αφού την εδιάβασα προσεκτικά, την επέστρεψα και είπα, «Δεν ενδιαφέρομαι για τη θρησκεία!»
Αυτή, όμως, επίμονη όπως ήταν, δεν εδέχθη την ευγενή άρνησί μου, αλλ’ επροχώρησε κατ’ ευθείαν στο να εξηγήση την απέραντη διαφορά μεταξύ (αληθινής) Χριστιανοσύνης και (ψευδούς) θρησκείας. Η βραχεία αυτή ομιλία πραγματικά με ‘κατέκτησε’. Επήρα το βιβλίο Σωτηρία και μερικά αντίτυπα του περιοδικού Παρηγορία (του ήδη Ξύπνα!) Εκείνο το βράδυ έπεσα στο κρεββάτι μου κι άρχισα να διαβάζω το βιβλίο. Αφού, όμως, απήλαυσα τη σύντομη προεισαγωγή «Επείγουσα Ανάγκη» εσημείωσα μερικές Γραφικές περικοπές και τότε έρριξα το βιβλίο στην άλλη άκρη του δωματίου κι έπεσα σε ύπνο. Είναι, όμως, αρκετά παράδοξο το ότι τα λίγα που εδιάβασα με ανησύχησαν τόσο, ώστε εφύλαξα το βιβλίο αυτό μεταξύ των πολυτίμων πραγμάτων μου. Αυτό, λοιπόν, απετέλεσε την πρώτη μου εισαγωγή στο άγγελμα της Βασιλείας των μαρτύρων του Ιεχωβά.
Ο σπόρος είχε σπαρή. Το πότισμά του ήλθε ύστερ από λίγους μήνες, κατά τα τέλη του έτους, όταν οι μάρτυρες, στη διακονία τους από σπίτι σε σπίτι, ήλθαν στα διαμερίσματα της κατοικίας μου για να επισκεφθούν τους ενοίκους του κατωτέρου ορόφου. Με προσεκάλεσαν κι εμένα ν’ ακούσω τη φωνογραφική αναμετάδοσι της διαλέξεως «Κυβέρνησις και Ειρήνη», υπό Ι. Φ. Ρόδερφορδ, και δέχθηκα. Διευθετήθη να γίνεται μια Γραφική μελέτη, την οποίαν αρχίσαμε κατόπιν με τη βοήθεια του βιβλίου Σωτηρία. Επροχώρησα γοργά, διότι ο διακαής μου πόθος να γνωρίσω περισσότερα για τον Ιεχωβά και τον Υιόν του, Χριστόν Ιησούν, καθώς και ο πόθος μου να τους υπηρετήσω, διηγέρθησαν πάρα πολύ. Ναι, από τότε, κάθε κίνησίς μου ήταν να θέσω «θεμέλιον καλόν εις το μέλλον» για την ιεραποστολική υπηρεσία.—1 Τιμ. 6:19.
Πέρασαν τρεις μήνες. Κατόπιν έκαμα αφιέρωσι να υπηρετήσω τις Υπερέχουσες Εξουσίες του νέου κόσμου. Μετά από ένα μήνα (τον Απρίλιο του 1941) εσυμβόλισα την αφιέρωσι αυτή με το εν ύδατι βάπτισμα που έγινε σε μια ιδιωτική δεξαμενή στο Βρεττανικό Τμήμα της Εταιρίας, στο Λονδίνο, και θυμούμαι καλά τη νουθεσία του τότε υπηρέτου του τμήματος, «Μείνε πιστός, αδελφέ!» Γεμάτος από τη σκέψι του επείγοντος χαρακτήρος των χρόνων, και δίνοντας, επίσης, προσοχή στην ανακριβή πρόρρησι του προηγουμένου εκπαιδευτού μου (ότι ‘ο Αρμαγεδδών θα γίνη μέσα σε πέντε χρόνια το πολύ’), θέλησα να μπω αμέσως στην ‘Κιβωτό’—στο νέο σύστημα πραγμάτων—πριν από το έτος 1946· ναι, προτού ξεσπάση ο «κατακλυσμός» του Αρμαγεδδώνος! Αλλ’ ιδού, αντί να έλθη ο Αρμαγεδδών τον Απρίλιο του 1946, μου ήλθε μια πρόσκλησις να φοιτήσω στη Βιβλική Σχολή τής Σκοπιάς Γαλαάδ, για να εκπαιδευθώ για ιεραποστολική υπηρεσία στο εξωτερικό.
Εκείνα τα πέντε χρόνια (1941 - 1946) της «αναμονής» ήσαν τα πιο συγκινητικά και παράξενα χρόνια της ζωής μου. Οι πείρες που είχα μέσα σ’ αυτά ασφαλώς απετέλεσαν το «θεμέλιον καλόν εις το μέλλον», και, το σπουδαιότερο απ’ όλα, αυτές μ’ έφεραν γρήγορα σε ωριμότητα. Τέσσερις μήνες μετά το βάπτισμά μου, απεφάσισα να επιδιώξω τον σκοπό μου στη ζωή, κι’ έτσι υπέβαλα αίτησι για υπηρεσία σκαπανέως. Τον Ιανουάριο του 1942, αφού έκαμα εκκαθάρισι των εργασιών μου κλπ., άρχισα το πιο ευλογητό, προνομιακό έργον επάνω στη γη, το έργον του ολοχρονίου διακόνου του μεγάλου Δημιουργού, Ιεχωβά Θεού. Ο πρώτος μου διορισμός υπηρεσίας με αυτή την ιδιότητα, ήταν σε μια αγροτική περιφέρεια της Κεντρικής Αγγλίας, καθώς και το ν’ αναλάβω την επίβλεψι μιας μικρής εκκλησίας εκεί. Τον Αύγουστο, μετά οκτώ μήνες, έλαβα ένα πολύ ασυνήθη διορισμό—να εγκλεισθώ πίσω από τους τοίχους φυλακής, λόγω αρνήσεώς μου να υπηρετήσω σε άλλες δυνάμεις ή ‘ανώτερες εξουσίες’ από αυτές πού αναγράφονται στην επιστολή προς Ρωμαίους 13:1. Ευχαρίστως δέχθηκα τον διορισμό αυτό, διότι ήταν σύμφωνα με το κατά Μάρκον 13:9 και την Αποκάλυψι 2:10. Οι πείρες που είχα στη διάρκεια τής φυλακίσεώς μου ήσαν (1) υπερνίκησις της δυσχερείας από την έλλειψι επαρκούς υλικής τροφής με τη λήψι αφθόνου πνευματικής τροφής, και (2) προσήλωσις σ’ ένα καθημερινό πρόγραμμα αναγνώσεως και μελέτης της Γραφής. (Ιώβ 23:12) Πραγματικά, ο όρος «κολλέγια», που χρησιμοποιείται για τέτοιους τόπους περιορισμού, είναι πολύ κατάλληλος. Αληθώς, λόγω του ότι εφήρμοσα τις γνώσεις που είχα αποκτήσει εκεί μέσα σχετικά με τη συμβουλή που είναι γραμμένη στο εδάφιο 1 Πέτρου 3:15, ένας φύλαξ στον οποίον συχνά ωμιλούσα για την ελπίδα μου έγινε επίσης ένας διάκονος και μάρτυς του Ιεχωβά!
Παρεμπιπτόντως, αφού παρευρέθηκα στη συνέλευσι Νέας Υόρκης του 1953, πήγα κατόπιν στην Αγγλία κι εκεί ξαναβρήκα αυτόν τον φύλακα για πρώτη φορά από τότε που απολύθηκα από το «κολλέγιο» στο 1943. Χαρήκαμε πολύ πού είδαμε ο ένας τον άλλον. Μπορώ σχεδόν και τώρα ακόμη να αισθανθώ τον μεγάλο εκείνο αδελφικό εναγκαλισμό που μου έδωσε τότε σε μια Αίθουσα Βασιλείας του Λονδίνου.
Όταν εξέτισα τις ποινές στα διάφορα «κολλέγια» και «απεφοίτησα» με έπαινον, έλαβα ένα άλλο διορισμό· αυτή τη φορά απ’ ευθείας από τον «πιστόν και φρόνιμον δούλον» (μέσω της Εταιρίας Σκοπιά) για να συνεργασθώ μ’ ένα γηραιό πιστό σκαπανέα της «κεχρισμένης» τάξεως. Ήταν ένα μεγάλο προνόμιο να συνεργασθώ με τον «Μάττι» Νιέιτ, ο οποίος υπήρξε στην ολοχρόνια υπηρεσία επί είκοσι πέντε χρόνια και πλέον. Είχαμε ένα σκληρό τόπο διορισμού, μια ισχυρή στρατιωτική και θρησκευτική πόλι της νοτίου Αγγλίας. Αυτό έγινε λίγους μήνες πριν από την ημέρα «D», την ημέρα της στρατιωτικής εισβολής στη Ναζιστοκρατούμενη Ευρώπη. Εν τούτοις, αφού εργάσθηκα εκεί λίγους μήνες, και λόγω των αδιακόπων καταδιωκτικών μεθόδων των αρχών, εξαναγκάσθηκα να εκτίσω άλλη μια ποινή σε «κολλέγιο»—επιτοπίως. Μεγάλη δημοσιότης είχε δοθή στις τοπικές εφημερίδες για την περίπτωσί μου, σε μορφή επιστολών από αναγνώστας, μερικών ευνοϊκών και μερικών δυσμενών. Αργότερα, αφού «απεφοίτησα» κι αφού εβοήθησα στην κατάρτισι μιας ισχυρής εκκλησίας (της οποίας είχα την επίβλεψι) σ’ αυτή την πόλι, διωρίσθηκα από την Εταιρία σε ειδικό έργον σε μια μεμονωμένη περιοχή της Βορείου Ουαλλίας μ’ ένα νεαρό σκαπανέα αδελφό από τη βόρειο Αγγλία, τον οποίον ως τότε δεν είχα συναντήσει.
Οι δεκαοκτώ μήνες έργου στη Βόρειο Ουαλλία, με τον νέο μου συνεργάτη στα παράλια μέρη και στα βουνά, ήσαν πράγματι ευτυχείς μήνες. Εκεί, βέβαια, συναντήσαμε και δυσχέρειες στο ζήτημα της ελλείψεως τροφής λόγω του πολεμικού ανεπαρκούς επισιτισμού. Μια εξέχουσα πείρα σ’ αυτό το ζήτημα ήταν όταν βρήκαμε κατάλυμα σε ένα οικοτροφείο προτού αρχίσουν οι δριμείς χειμερινοί μήνες. Σε μια χρονική περίοδο του χειμώνος του 1944 είχαμε για ένα χρονικό διάστημα καλοπέρασι, επειδή ξαφνικά η ιδιοκτήτρια του καταλύματος, μια ηλικιωμένη γυναίκα, μας επληροφόρησε ότι επρόκειτο να επισκεφθή την κόρη της στα νότια της Ουαλλίας για ένα ή δύο μήνες και ότι θα άφηνε στη φροντίδα μας το σπίτι με τα δεκαεπτά του δωμάτια και μ’ ένα ερμάρια γεμάτο τρόφιμα! Μετά δύο μήνες μας επεσκέφθη ο υπηρέτης για τους αδελφούς (ήδη υπηρέτης περιοχής), και τον εκάμαμε να περάση «βασιλικά», στο καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού, κλπ.
Επακολούθησε το έτος 1945, το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του «καταδιωκτικού» συστήματος της εισαγωγής στα «κολλέγια» και αποφοιτήσεως απ’ αυτά. Έγινε μια αιφνίδια επίσκεψις στην Αγγλία από τον πρόεδρο της Εταιρίας, Αδελφό Νορρ, και απηυθύνθη μια πρόσκλησις να εισέλθουν οι αδελφοί σε ιεραποστολική υπηρεσία στις ξένες χώρες. Υπέβαλα μια αίτησι.
Ήλθε το έτος 1946, και συγχρόνως μια πρόσκλησις να φοιτήσω στη Σχολή Γαλαάδ· έτσι ήλθε και η έναρξις του ταξιδίου, όχι ακόμη μέσω του Αρμαγεδδώνος, σε μια γη καθαρισμένη, όχι, αλλά σε ιεραποστολικούς αγρούς. Αναχωρήσαμε από την Αγγλία την τελευταία μέρα του Μαΐου του έτους εκείνου, ταξιδεύοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, μ’ ένα πλοίο 14.000 τόννων, που ελικνίζετο στα πελώρια κύματα του Ατλαντικού σαν ένα «σπιρτόκουτο» κι έκαμε δεκατέσσερες μέρες να φθάση. Επακολούθησε η παρακολούθησις της πρώτης μεταπολεμικής διεθνώς συνελεύσεως στο Κλήβελαντ του Οχάιο, κι απ’ εκεί η φοίτησις της πρώτης διεθνώς σειράς σπουδαστών στη Σχολή Γαλαάδ, για να λάβωμε μια πεντάμηνη εντατική εκπαίδευσι για υπηρεσία στο εξωτερικό. Πρόκειται για ημέρες που πρέπει να τις ενθυμούμεθα επί πολύν καιρό.
Επειδή είχα δαπανήσει το πρώτο μέρος της παιδικής μου ηλικίας μέσα σε φτωχοσυνοικίες του Λονδίνου, όταν κυκλοφορούσαν τα ιππήλατα τροχιοδρομικά οχήματα και η εκπαίδευσις δεν ήταν τόσο προχωρημένη όσο είναι σήμερα, με ανησυχούσε το αν θα μπορούσα ν’ αποφοιτήσω επιτυχώς από τη Σχολή Γαλαάδ. Αλλά μ’ εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά και με σκληρή εργασία, και με τις συμβουλές του προέδρου επί πλέον («μην ανησυχείτε αλλά εργάζεσθε») στην έναρξι των μαθημάτων της ογδόης σειράς σπουδαστών, μαζί με τη μεγάλη βοήθεια των εκπαιδευτών και των αδελφών της Σχολής Γαλαάδ, απεφοίτησα επιτυχώς με αριστείον, καταρτισμένος για ν’ ανταποκριθώ στη φιλοδοξία μου για ιεραποστολική υπηρεσία. Στη διάρκεια των μαθημάτων ηγέρθη το ερώτημα: «Εφόσον έχομε μόνο εισιτήριο απλής διαδρομής, πού θα πάμε απ’ εδώ;» Την ημέρα της αποφοιτήσεως αυτό το ερώτημα απηντήθη πλήρως. Ο τόπος του διορισμού μου στο εξωτερικό, μαζί μ’ έναν Αυστραλό αδελφό, επρόκειτο να είναι τα Νησιά Φίτζι. Προτού αναχωρήσωμε για τα Νησιά Φίτζι είχαμε το προνόμιο να δαπανήσωμε λίγες μέρες στα κεντρικά γραφεία του Μπρούκλυν και στο εργοστάσιο για να μάθωμε εργασία γραφείου, κλπ.
Τέλος, εγκαταλείψαμε τις Αμερικανικές ακτές για τον νέο μας τόπο, συναποκομίζοντας πολλές ευτυχείς αναμνήσεις της συναναστροφής μας και των εξαιρέτων ημερών που επεράσαμε με τους ζηλωτάς και γενναιοδώρους Αμερικανούς αδελφούς μας. Μετά από ένα θαλάσσιο ταξίδι δεκατεσσάρων ήμερών, εφθάσαμε στα Νησιά Φίτζι τον Απρίλιο του 1947, οκτώ εβδομάδες μετά την ημέρα της αποφοιτήσεως, και σχεδόν έξη χρόνια μετά τον συμβολισμό της αφιερώσεώς μου στην υπηρεσία του Ιεχωβά.
Γεωγραφικώς, τα Νησιά Φίτζι βρίσκονται στην τροπική ζώνη και γι’ αυτό το κλίμα γίνεται πολύ θερμό κατά καιρούς, ιδιαίτερα στην εποχή των βροχών ή θυελλών από τον Νοέμβριο ως τον Απρίλιο. Εφθάσαμε στη διάρκεια της υγρής και θερμής εποχής του έτους—κατά σύμπτωσιν μια μέρα πριν από την εορτή της Αναμνήσεως. Έγιναν διευθετήσεις και η συνάθροισις έλαβε χώραν στην Αίθουσα Βασιλείας της Σούβας, πρωτευούσης. Αυτή η συνάθροισις μάς παρέσχε την ευκαιρία να ιδούμε τους νέους αδελφούς και αδελφές μας, με τους οποίους επρόκειτο να εργασθούμε και να υπηρετήσωμε. Μετά τέσσερες μέρες αρχίσαμε εντατικά το έργον από σπίτι σε σπίτι. Κάθε μήνα διετίθεντο κιβώτια από βιβλία και βιβλιάρια μαζί με πολλά περιοδικά και ελαμβάνοντο συνδρομές.
Επακολούθησε η πρώτη μου δοκιμασία, το θερμό κλίμα, διότι εμένα πάντοτε μου άρεσε ο ξηρός και ψυχρός καιρός. Αυτό μπορεί κάλλιστα να καταφανή με την αφήγησι μιας πείρας μετά την ημέρα της αποφοιτήσεως, έξη εβδομάδες πριν από την άφιξί μας στα Νησιά Φίτζι, οπότε βυθίσθηκα μέσα στο παγωμένο νερό της μικρολίμνης της σχολής Γαλαάδ, ενώ οι αδελφοί έκοβαν πάγο για εναποθήκευσι. Ο λόγος που έκαμα τούτο ήταν για να δείξω και ν’ αποδείξω σε μερικούς Αμερικανούς αδελφούς ότι μπορούσα ν’ ανθέξω στον χειμερινό τους καιρό, απαντώντας σε φιλικό τους πείραγμα. Ωστόσο, η υπηρεσία του πρώτου έτους στα Νησιά Φίτζι ήταν πολύ συγκινητική κι ενδιαφέρουσα, με το να εργάζωμαι και να ζω ανάμεσα σ’ έναν τέτοιο ανάμικτο πληθυσμό που περιελάμβανε Φιτζίους, Ινδούς, Κινέζους, Ευρωπαίους, Ευρασιάτες και κατοίκους από τις Σαμόες και άλλα νησιά του Ειρηνικού. Αλλά το δεύτερο έτος ήλθε σαν ένα είδος προκλήσεως διότι τώρα το νέο περιβάλλον, τα έθιμα του λαού και λοιπά, άρχισαν να γίνωνται κοινοτοπία. Επίσης, υπεισήλθε και λίγη «νοσταλγία», η επιθυμία για ψυχρότερο κλίμα. Τότε ήταν που η κυβέρνησις έγινε εχθρική κι επέβαλε περιορισμούς στην εισαγωγή εντύπων της Εταιρίας και έλαβε κι άλλα σκληρά μέτρα. Αυτή η δοκιμασία υπομονής έγινε σκληρότερη ακόμη όταν ο σύντροφός μου αναχώρησε από τα Νησιά Φίτζι για να επιστρέψη στην πατρίδα του, την Αυστραλία, για λόγους υγείας και για γάμο. Επί πλέον, προσεβλήθην κι από μια ασθένεια γνωστή ως «αυτοσυμπάθεια».
Ευτυχώς μπορώ ν’ αναφέρω ότι στο τέλος του τρίτου έτους (1950) η φαινομενικά μεγάλη αυτή δοκιμασία ή συνδυασμός δυσχερειών, υπερενικήθη. Πώς; Με το να στηριχθώ πολύ στον Ιεχωβά και στην ισχυρή του θεοκρατική οργάνωσι, ασχολούμενος στην υπηρεσία Του και αποφασισμένος να εμμείνω στη θέσι μου ως «καλός στρατιώτης.» Μαζί μ’ αυτό ήταν η ενθάρρυνσις που ελάμβανα από τα κεντρικά Γραφεία της Εταιρίας κι από το τμήμα της Αυστραλίας, καθώς κι από άλλους αδελφούς που ήσαν σε υπερπόντιες χώρες. Αληθινά ‘εγεύθην ότι αγαθός ο Ιεχωβά’ σε όλα αυτά τα περασμένα οκτώ χρόνια της ιεραποστολικής υπηρεσίας.
Ναι, τι μεγάλη χαρά έλαβα εμμένοντας στον Θεόδοτο διορισμό μου! Ευτυχία στο να βλέπω την καρποφορία των έργων μου που έδωσε ο Ιεχωβά—καρποφορία σε ανθρώπους, με τους οποίους ήλθα σ’ επαφή στη διάρκεια των «δοκιμαστικών» εκείνων ετών αφιερώσεως της ζωής των στον Ιεχωβά και κατόπιν συμβολισμού της αφιερώσεως με το εν ύδατι βάπτισμα και τους οποίους κατόπιν εξεπαίδευσα σε μια τόσο ευτυχή υπηρεσία! Μερικοί κατέχουν θέσεις υπηρετών στην εκκλησία της Σούβας, ολίγοι δε απ’ αυτούς ανέλαβαν υπηρεσία τακτικού σκαπανέως και σκαπανέως διακοπών. Εχρειάσθη να συνεχίσω μόνος ως ιεραπόστολος, επειδή η κυβέρνησις δεν επέτρεπε την είσοδο άλλων ιεραποστόλων της Σκοπιάς για να βοηθηθούμε, αλλ’ οι εντόπιοι αδελφοί απήντησαν καλά στην κλήσι για βοήθεια με υπηρεσία σκαπανέως. Τρεις νεαροί ευαγγελιζόμενοι εκκλησιών, Ευρασιάτες, ένας αδελφός και δύο αδελφές, ενετάχθησαν στις ευτυχείς τάξεις ως ολοχρόνιοι διάκονοι του Ιεχωβά. Έτσι, από έτος σε έτος η αύξησις σε αριθμό μελών της κοινωνίας του Νέου Κόσμου ήταν έκδηλη. Ως το έτος 1955 είχαμε μια εκκλησία ισχυρή με πενήντα και πλέον μέλη, πράγμα που αποτελούσε μια αύξησι 500 τοις εκατό από το 1947, το έτος της αφίξεώς μου στα Νησιά Φίτζι.
Μετά από λίγον καιρό άρχισα να εργάζωμαι σε μεμονωμένο τομέα της κυρίας νήσου, Βίτι Λέβου (Μεγάλης Φίτζι), μεταξύ των Ινδών φυτευτών σακχαροκαλάμου και των Φιτζίων, διεξάγοντας, κατά μέσον όρον, είκοσι τρεις οικιακές Γραφικές μελέτες την εβδομάδα. Αυτοί οι άνθρωποι νοιώθουν ευτυχία, όταν τους δίδεται η απάντησίς μου στην ερώτησι που προβάλλουν σχετικά με την επιστροφή μου στην Αγγλία—ότι δεν επιθυμώ να εγκαταλείψω το Φίτζι, διότι δεν υπάρχει καλύτερος τόπος για μένα στη γη. Επίσης, γίνομαι ευτυχής μαθαίνοντας τέτοιες παρατηρήσεις όπως αυτή ενός μελανοδέρμου Φιτζίου σ’ εκείνους που τον επείραζαν λόγω του ενδιαφέροντός του για τους μάρτυρας του Ιεχωβά: «Μπορεί, φίλε μου, να έχη άσπρο δέρμα, αλλ’ έχει ‘μαύρη’ καρδιά!» Αυτό εφαρμόζεται σε όλους τους «λευκούς» μάρτυρας.
Καθώς γράφω αυτά, προσθέτω ότι ο σύντροφός μου εφοίτησε στη Σχολή Γαλαάδ κι εγώ που παρευρέθηκα στη συνέλευσι του 1958 στο Στάδιο Γιάγκη είδα τον απόφοιτο αυτόν. Αυτός είναι ο πρώτος Φίτζιος απόφοιτος στην ιστορία της Σχολής Γαλαάδ. Εν τω μεταξύ, συνεχίζω ως ιεραπόστολος και υπηρέτης εκκλησίας για την ομάδα μας στη Λεφούκα. Αναμφιβόλως τα χρόνια που εδαπανήσαμε εδώ στο ιεραποστολικό έργον υπήρξαν ευτυχή και πλουσίως ευλογημένα. Το έργον αυξάνει γρήγορα τώρα κι ελπίζομε ότι μερικοί από τους αδελφούς, που είναι πρόθυμοι να υπηρετήσουν εκεί όπου υπάρχει μεγάλη ανάγκη, θα μπορέσουν να ενωθούν μαζί μας εδώ.
Πιστεύω θετικά ότι αποδεχόμενος τη Γραφική συμβουλή στην επιστολή 1 Τιμόθεον 4:16, του να επιμένη κανείς στον διορισμό του, θέτω ένα «θεμέλιον καλόν εις το μέλλον» ναι, για τους διορισμούς υπηρεσίας μετά τον Αρμαγεδδώνα στον νέο κόσμο του Ιεχωβά.