Τρεις Αιχμάλωτοι στη Δεισιδαιμονία Βρίσκουν Ελευθερία
ΤΟΝ έλεγαν Μ. Του-Μπλάν, που σημαίνει «Κος Κάτασπρος». Ο Έντμοντ, που κατοικούσε στην πόλη Ντιμπόκρο στην Ακτή του Ελεφαντοστού, φορούσε μόνο άσπρα ρούχα τα τελευταία 16 χρόνια! Και αν ρωτούσατε τον Έντμοντ γιατί φορούσε μόνο άσπρα, θα σας έλεγε απλά ότι το έκανε αυτό επειδή ήταν υπάκουος. Αλλά δεν έλεγε σε ποιον ή σε τι.
Το πολύτιμο απόκτημα του Αντάμα ήταν το υφαντό του πουκάμισο «φραγκόκοτα». Το έλεγε έτσι επειδή τα μαύρα και άσπρα χρώματά του θύμιζαν φραγκόκοτα. Το σχέδιο ήταν χαρακτηριστικό του έργου της φυλής Ταγκμπάνα στη βορειοκεντρική Ακτή του Ελεφαντοστού. Αυτό το πουκάμισο το είχαν δώσει στον Αντάμα από τότε που ήταν παιδί, αλλά ακόμη και τώρα, σαν ενήλικος, το φύλαγε προσεκτικά σε ασφαλές μέρος. Πίστευε με κάποιο τρόπο ότι έπρεπε να το κάνει αυτό.
Και ο Αθανάζη είχε κάτι που το έβλεπε σαν θησαυρό—ένα μπουκάλι από άρωμα γεμάτο με ένα μίγμα σκόνης καολίνη (λευκός πηλός), άμμου και νερού. Ωστόσο φοβόταν να το πετάξει!
Και οι τρεις ήταν αιχμάλωτοι σε δεισιδαιμονικούς, θρησκευτικούς φόβους—φόβους οι οποίοι κυριαρχούσαν στη ζωή τους! Και άλλα εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από παρόμοια αιχμαλωσία. Στην Αφρική πολλοί πιστεύουν ότι αντικείμενα όπως φυλαχτά, δαχτυλίδια, αγάλματα και περιδέραια έχουν υπερφυσική δύναμη να αποτρέπουν τα κακά πνεύματα. Αυτοί που προάγουν τη δεισιδαιμονία, όπως είναι οι ιερείς μαγικών φυλαχτών, κερδίζουν τα προς το ζειν τους απ’ αυτούς τους φόβους. Και η Αφρική δεν είναι η μόνη σ’ αυτό τον τομέα. Πολλοί οπαδοί του Δυτικού πολιτισμού έχουν παρόμοιες δοξασίες με τα λεγόμενα «τυχερά» αντικείμενα, όπως το λαγοπόδαρο και το πέταλο του αλόγου. Παρ’ όλα αυτά, όπως έμαθε ο Έντμοντ, ο Αντάμα και ο Αθανάζη, υπάρχει διέξοδος από αυτή την αιχμαλωσία.
Ο Έντμοντ και το «Πνεύμα του Ποταμού»
Μερικές από τις πρώτες αναμνήσεις του Έντμοντ είναι από τότε που συνόδευε τους γονείς του σ’ ένα «ιερό» βουνό έξω από το χωριό τους. Εκεί κοντά υπήρχε ένα ποτάμι όπου προσφέρονταν θυσίες βοοειδών και προβάτων για να ευχαριστηθεί το πνεύμα του ποταμού. Οι άνθρωποι έρχονταν και συμβουλεύονταν αυτό το πνεύμα για να βρουν λύση στα προβλήματά τους. Όλοι είχαν ακούσει μια φωνή που ερχόταν από το ποτάμι η οποία συχνά τους έδινε συμβουλή.
Λέγεται ότι ορισμένα παιδιά κάθε οικογένειας είχαν ειδικές σχέσεις μ’ αυτό το πνεύμα. Ο Έντμοντ ήταν ένα από αυτά, κατά τον ιερέα μαγικών φυλαχτών. Έτσι, μπορούσε να βασίζεται στο πνεύμα για να τον οδηγεί. Όταν ο Έντμοντ μεγάλωσε αρκετά και εργαζόταν, συμβουλεύτηκε το πνεύμα αν υπήρχαν κι άλλοι εργαζόμενοι στη σειρά για να πάρουν την προαγωγή που αυτός ήθελε. Το πνεύμα τού είπε να προσφέρει ένα κοτόπουλο ή ένα πρόβατο σαν θυσία. Κατευνάζοντας μ’ αυτό τον τρόπο το πνεύμα, αυτός ήταν βέβαιος ότι η «κακή τύχη» θα έπεφτε πάνω στους συναδέλφους του. Ο Έντμοντ έκανε ραγδαία πρόοδο και απέκτησε κάποια υπεύθυνη θέση εκεί που εργαζόταν. Ακόμη και οι γονείς του, επειδή αναγνώριζαν την «ειδική σχέση» του, έρχονταν στον Έντμοντ αν χρειάζονταν να έρθουν σε επαφή με το πνεύμα.
Περίεργα, όμως, ο Έντμοντ δεν έβλεπε να υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στην άσκηση πνευματισμού και στον Καθολικισμό. Στην Καθολική Εκκλησία στην οποία πήγαινε τακτικά, οι ειδωλολατρικές τελετουργίες, όπως το παίξιμο του ιερού ταμ-ταμ (ντραμς), διεξάγονταν πλάι-πλάι με τις «Χριστιανικές» τελετουργίες.
Τελικά, η δουλειά του Έντμοντ τον έφερε στην πρωτεύουσα, στο Αμπιτζάν. Εκεί ενδιαφέρθηκε και για ένα άλλο ακόμη πνεύμα—ένα πνεύμα το οποίο συμβουλευόταν τακτικά ο γαμπρός του. Το πνεύμα αυτό, όμως, συνδεόταν με τις λιμνοθάλασσες και τον ωκεανό. Το έλεγαν Μάμι-Γουάτα. Κοντά σε μια από τις λιμνοθάλασσες υπήρχε μια απομονωμένη τοποθεσία την οποία ο Έντμοντ επισκεπτόταν συχνά για να παίρνει συμβουλές από αυτό το πνεύμα.
Ωστόσο, μια μέρα το πνεύμα φαινόταν ανήσυχο. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Έντμοντ. Το πνεύμα παραπονέθηκε ότι ο γαμπρός τού Έντμοντ δεν ερχόταν πια να το συμβουλευθεί. «Γιατί;» ρώτησε ο Έντμοντ. Του ελέχθη ότι αυτό οφειλόταν στη νέα θρησκεία του γαμπρού του. Ο Έντμοντ προβληματίστηκε, γιατί αυτός ήταν Καθολικός, και το πνεύμα ποτέ δεν είχε παραπονεθεί γι’ αυτό. Θα έπρεπε κάτι να συμβαίνει μ’ αυτή τη νέα θρησκεία. Σύντομα, κάποιο μέλος αυτής της θρησκείας θα επισκεπτόταν τον Έντμοντ, και οι μέρες που θα συμβουλευόταν ο Έντμοντ το πνεύμα Μάμι-Γουάτα πλησίαζαν στο τέλος τους.
Η Έρευνα του Αντάμα για Επιτυχία
Η φιλοδοξία του Αντάμα ήταν να πετύχει στη ζωή. Οι γονείς του ήταν ψυχολάτρες και πίστευαν ότι κάθε υλικό σώμα έχει ψυχή. Έτσι του έδωσαν για καλή τύχη ένα μαγικό αντικείμενο—το πουκάμισο «φραγκόκοτα»—για να τα πάει καλά στο σχολείο. Όταν απέτυχε στις σχολικές εξετάσεις του, όμως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι άλλοι μαθητές πρέπει να είχαν μαγικά αντικείμενα πιο αποτελεσματικά από το δικό του.
Μίλησε στους γονείς του γι’ αυτό, κι αυτοί του έδωσαν το κέρατο ενός τράγου. Αυτός το κρέμασε με μια πολύ λεπτή κλωστή σ’ ένα καρφί στο ταβάνι του δωματίου του. Το πρωί μπορούσε να συμβουλεύεται το μαγικό αντικείμενο, λέγοντάς του ό,τι ακριβώς ήθελε. Μετά η λεπτή κλωστή θα έσπαζε! Τώρα, ανάλογα με το πού έπεφτε το κέρατο του τράγου, μπορούσε να αποφασίσει αν θα συνέχιζε τα σχέδιά του εκείνη τη μέρα ή όχι. Αλλά κι αυτό το μαγικό αντικείμενο δεν αποδείχθηκε αποτελεσματικό.
Όταν ο Αντάμα τελείωσε το σχολείο, πήγε στην πόλη Αγκμποβίλ. Εκεί, ένας από τους φίλους του τον κατηύθυνε σ’ έναν ιερέα μαγικών φυλαχτών, ο οποίος είπε ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει την επιτυχία στον Αντάμα για την εύρεση δουλειάς. Υπακούοντας στις οδηγίες του ιερέα, ο Αντάμα αγόρασε ένα μικρό λουκέτο. Του ειπώθηκε να μιλάει στο ανοιχτό λουκέτο και να λέει ό,τι ήθελε στη ζωή. «Θέλω να βρω δουλειά», είπε στο λουκέτο, το έκλεισε και περίμενε την επιτυχία. Αλλά δεν ήρθε.
Παρ’ όλα αυτά, ο Αντάμα δεν απελπίστηκε. Ήταν βέβαιος ότι το μαγικό φυλαχτό, το πολύτιμο πουκάμισο «φραγκόκοτα» και πάλι θα τον προστάτευε.
Ο Αντάμα βρήκε τελικά δουλειά στην πόλη του Σαν Πέντρο. Δεν ήταν το είδος της δουλειάς που ήθελε, αλλά ήταν δουλειά. Το απόγευμα ο Αντάμα επισκεπτόταν κάποιον φίλο του. Ένα απόγευμα ο φίλος του είχε έναν επισκέπτη—έναν δάσκαλο της Γραφής. Ο Αντάμα, ο οποίος ήταν ζηλωτής Καθολικός, λογομαχούσε μ’ αυτά που του έλεγε ο επισκέπτης. Ωστόσο γοητεύθηκε από την ιδέα να μελετήσει τη Βίβλο για να μάθει για τον Δημιουργό. Ένα απόγευμα όταν το θέμα συζήτησης ήταν «Υπάρχουν Πονηρά Πνεύματα;» ο Αντάμα δεν μπορούσε να μη συμμετάσχει πλήρως στη συζήτηση. Οι μέρες του σαν λάτρη μαγικών φυλαχτών επρόκειτο να τελειώσουν.
Ο Αθανάζη και το Φυλαχτό του
Ο Αθανάζη ανατράφηκε σαν «Χαρριστής»—μια κατ’ όνομα Χριστιανική αίρεση που ιδρύθηκε από τον Γουίλλιαμ Γουέιντ Χάρρις. Ήταν από τη Λιβερία και ισχυριζόταν ότι είχε διοριστεί σαν προφήτης από τον άγγελο Γαβριήλ. Γύρω στο 1913, ο Χάρρις έφυγε από τη Λιβερία για την Ακτή του Ελεφαντοστού και άρχισε να κηρύττει. Ένα βιβλίο λέει: «Στη φωνή του, τα μαγικά φυλαχτά κονιορτοποιούνταν, αυτοί που υπηρετούσαν τα είδωλα απαρνούνταν τους ψεύτικους θεούς τους, ολόκληρα χωριά δέχονταν τη θρησκεία του. . . . Προχωρούσε, και στηριζόταν σ’ ένα μπαστούνι που στην κορυφή είχε έναν ξύλινο σταυρό, και τον ακολουθούσαν έξι γυναίκες ντυμένες όλες στα άσπρα όπως και ο ίδιος και τις αποκαλούσε ‘μαθήτριές’ του».
Ο πατέρας του Αθανάζη του είπε ότι όταν θα μεγάλωνε θα γινόταν Χαρριστής ιερέας. Ενώ οι Χαρριστές καταδίκαζαν δήθεν τα μαγικά φυλαχτά, ισχυρίζονταν ότι η Βίβλος είχε θαυματουργικές δυνάμεις! Σαν τον ιδρυτή τους, οι Χαρριστές ιερείς χρησιμοποιούσαν τη Βίβλο για να ευλογούν και να γιατρεύουν τους ανθρώπους. Ο Αθανάζη παρατήρησε, όμως, ότι λίγοι στην πραγματικότητα διάβαζαν τη Βίβλο και πολύ λιγότεροι την ακολουθούσαν.
Όταν τελείωσε το σχολείο, αποφάσισε να περάσει δυο εβδομάδες μ’ έναν ανώτερο αξιωματούχο της Χαρριστικής θρησκείας, ελπίζοντας ότι αυτό θα τον οδηγούσε να βρει δουλειά. Προς μεγάλη του έκπληξη, ο θρησκευτικός ηγέτης του έδωσε ένα φυλαχτό—ένα μπουκάλι από άρωμα γεμάτο από σκόνη καολίνης, άμμο και νερό—και του είπε ότι αυτό θα του εξασφάλιζε την επιτυχία στην εύρεση εργασίας. «Αλλά», είπε ο αξιωματούχος, «αν το πετάξεις, θα τρελαθείς και τελικά θα πεθάνεις!»
Ο Αθανάζη τα είχε χαμένα. Δεν έβλεπε καμιά διαφορά ανάμεσα σ’ αυτό το μπουκάλι από άρωμα και στα φετίχ που χρησιμοποιούσαν τα μέλη άλλων πίστεων. Ωστόσο, επειδή φοβόταν τους γονείς του και τον θρησκευτικό ηγέτη, κράτησε το φυλαχτό. Δεν του έφερε όμως την καλή τύχη που αυτός του είχε υποσχεθεί. Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος ψάχνοντας να βρει δουλειά αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Παρ’ όλα αυτά, ο Αθανάζη ήρθε σε επαφή με κάποιον που τον απελευθέρωσε από τον φόβο του φυλαχτού.
Η Αλήθεια Σχετικά με τα Φετίχ
Και οι τρεις άντρες ήρθαν σε επαφή με Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μέσω Γραφικής μελέτης με τους Μάρτυρες, έμαθαν την προέλευση των πνευμάτων. Η Βίβλος έδειξε ότι πριν από τον Κατακλυσμό του Νώε, άγγελοι στασίασαν ενάντια στον Θεό και υλοποιήθηκαν για να απολαύσουν σεξουαλικές σχέσεις με γυναίκες. Ο Κατακλυσμός ανάγκασε τα πνεύματα να αφήσουν τα υλικά τους σώματα και από τότε έχουν παγιδευτεί στο πνευματικό βασίλειο. Δεν απορεί λοιπόν κανείς που οι δαίμονες αυτοί δίνουν τόσο μεγάλη έμφαση στα υλικά πράγματα, όπως είναι τα φετίχ!—Γένεσις 6:1-5· 2 Πέτρου 2:4.
Με τον καιρό καθένας από αυτούς τους τρεις άντρες οικοδόμησε αγάπη για τον Ιεχωβά Θεό και μίσος για τις πνευματιστικές συνήθειες. Η Βίβλος σαφέστατα καταδικάζει το να επιζητεί κάποιος να έρθει σε επαφή με τα κακά πνεύματα, λέγοντας στο Δευτερονόμιον 18:10-12: «Δεν θέλει ευρεθή εις σε ουδείς διαπερνών τον υιόν αυτού ή την θυγατέρα αυτού διά του πυρός, ή μαντευόμενος μαντείαν ή προγνώστης των καιρών ή οιωνοσκόπος ή μάγος, ή γόης ή ανταποκριτής δαιμονίων ή τερατοσκόπος ή νεκρόμαντις. Διότι πας ο πράττων ταύτα είναι βδέλυγμα εις τον Κύριον· και εξ αιτίας των βδελυγμάτων τούτων Κύριος ο Θεός σου εκδιώκει αυτούς απ’ έμπροσθέν σου». Επειδή και οι τρεις τους δεν ήθελαν τη δυσμένεια του Ιεχωβά ακολούθησαν τη συμβουλή του Χριστιανού μαθητή Ιακώβου: «Υποτάχθητε λοιπόν εις τον Θεόν. Αντιστάθητε εις τον διάβολον, και θέλει φύγει από σας».—Ιακώβου 4:7.
Ωστόσο, η απελευθέρωση από τη θρησκευτική αιχμαλωσία δεν ήταν εύκολη. Ο Έντμοντ, για παράδειγμα, έπρεπε να κάψει φυλαχτά που προφανώς τον συνέδεαν με το πνεύμα Μάμι-Γουάτα. Αλλά έκανε θαυμάσια πρόοδο μετά από αυτό, αφιερώνοντας μάλιστα τη ζωή του στον Θεό και συμβολίζοντάς το αυτό με το βάφτισμα. Έπειτα, ακριβώς μια εβδομάδα μετά το βάφτισμά του, τα πνεύματα άρχισαν να τον ενοχλούν. Φωνές του έλεγαν να εγκαταλείψει τη νέα πίστη που είχε βρει. Αλλά ο Έντμοντ προσευχήθηκε και επικαλέστηκε το όνομα του Ιεχωβά. Τελικά τα κακά πνεύματα έπαψαν να τον παρενοχλούν.—Παροιμίαι 18:10.
Και ο Αντάμα επίσης είχε τα προβλήματά του. Επειδή επιθυμούσε να βοηθήσει κι άλλους να απελευθερωθούν από την επιρροή του Σατανά, έγινε ολοχρόνιος κήρυκας. Ωστόσο, για κάποιο χρονικό διάστημα κατεχόταν από συναισθήματα αποθάρρυνσης. Πίστευε ότι δεν σημείωνε καλή πρόοδο και ότι παρά την πολλή Χριστιανική δράση, η πνευματικότητά του ήταν χαμηλή. Ποιος θα μπορούσε να είναι ο λόγος γι’ αυτές τις αρνητικές σκέψεις; Ξαφνικά ο Αντάμα κατάλαβε ότι εξακολουθούσε να έχει το πουκάμισο «φραγκόκοτα» που του είχαν δώσει οι γονείς του. Έψαξε στο σπίτι του, βρήκε αυτόν τον τελευταίο κρίκο που τον συνέδεε με τον πνευματικό κόσμο και το κατέστρεψε. «Αισθάνθηκα μεγάλη ανακούφιση στη διάνοιά μου», είπε.
Και ο Αθανάζη επίσης χρειάστηκε να πετάξει κάτι—το φυλαχτό που του είχαν δώσει. Όταν το έκανε αυτό, αρρώστησε βαριά. ‘Μήπως αυτό οφειλόταν στο ότι δεν υπάκουσα στην εντολή να μην το πετάξω;’ αναρωτιόταν. Αλλά κι αυτός στράφηκε στον Ιεχωβά με προσευχή. Αντί να υποκύψει στην πίεση των συγγενών του να καταφύγει πάλι στον πνευματισμό, επιζήτησε ιατρική βοήθεια. Με τον καιρό η υγεία του, τόσο η σωματική όσο και η πνευματική, βελτιώθηκε. Ο Αθανάζη τώρα αφιερώνει τα Σαββατοκύριακά του για να βοηθάει άλλους ανθρώπους να μάθουν για τις Βιβλικές αλήθειες.—Ιωάννης 8:44.
Οι πείρες αυτών των τριών ανθρώπων που ήταν στο παρελθόν αιχμάλωτοι σε δεισιδαιμονίες βεβαιώνουν ότι ο Λόγος του Θεού μπορεί να ενεργήσει δυνατά πάνω σ’ αυτούς που τον πιστεύουν. (1 Θεσσαλονικείς 2:13· Πράξεις 19:18-20) Περισσότεροι από 2.000 άλλοι στην Ακτή του Ελεφαντοστού εργάζονται μ’ αυτούς τους νέους άντρες για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αποκτήσουν ελευθερία από τη θρησκευτική αιχμαλωσία. Και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην περιοχή σας, επίσης, με χαρά θα σας βοηθήσουν να βρείτε αυτή την ελευθερία.