Ιεραποστολική Υπηρεσία—Ό,τι κι αν Συμβεί!
Αφήγηση από τον Έρικ Μπρίττεν
ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ στο Κόβεντρυ της Αγγλίας και είναι εφτά η ώρα το απόγευμα, 14 Νοεμβρίου 1940. Ξαφνικά, οι σειρήνες για αεροπορική επιδρομή άρχισαν να βουίζουν προμηνύοντας μια από τις μεγαλύτερες επιδρομές στην ιστορία του σύγχρονου πολέμου. Όταν οι βόμβες άρχισαν να πέφτουν, δέκα άλλοι σκαπανείς (ολοχρόνιοι κήρυκες) κι εγώ κουβαριαστήκαμε μαζί κάτω από τη σκάλα του «σκαπανικού σπιτιού» μας. Οι σκέψεις μου στράφηκαν στη γυναίκα μου, η οποία είχε πάει να επισκεφθεί τη μητέρα της. Ήταν άραγε ασφαλής;
Ανοίξαμε την καρδιά μας στον Ιεχωβά ζητώντας την προστασία του. Πόσο ευτυχισμένοι ήμαστε που περάσαμε αυτή τη δοκιμασία χωρίς να πάθουμε τίποτα και μάθαμε αργότερα ότι η γυναίκα μου και όλα τα μέλη της μικρής μας εκκλησίας ήταν κι αυτοί σε ασφάλεια! Αισθανθήκαμε σαν τον ψαλμωδό ο οποίος διακήρυξε, «Το έλεος σου, Κύριε, με εβοήθει».—Ψαλμός 94:18.
Οι Τραγωδίες των Πρώτων Χρόνων
Από τότε που γεννήθηκα, τον Ιανουάριο του 1910, μεγάλωσα σε ένα πολύ θρησκευόμενο σπίτι, κι αυτή η αρχική Βιβλική εκπαίδευση με βοήθησε πάρα πολύ στα μετέπειτα χρόνια. Αυτό αλήθευσε ιδιαίτερα μετά το θάνατο της μητέρας μου τον Ιανουάριο του 1922, όταν ήμουν μόλις 12 χρόνων.
Εκείνο τον καιρό περίπου ο πατέρας μου, αν και ήταν Χριστάδελφος, πήρε από τους Σπουδαστές της Γραφής (όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά) μια σειρά των βιβλίων του Κ. Τ. Ρώσσελ Γραφικαί Μελέται. Ένα πράγμα που εντυπωσίασε τον πατέρα μου ήταν η λογική εξήγηση της διδασκαλίας του αντιλύτρου. (Ματθαίος 20:28) Ο πατέρας μου πίστευε έντονα ότι όταν δεχτεί ένας Χριστιανός τη διδασκαλία του αντιλύτρου, έχει ευθύνη να το πει αυτό και σε άλλους. Κατάλαβε επίσης ότι οι Σπουδαστές της Γραφής αυτό ακριβώς έκαναν, γι’ αυτό έψαξε να τους βρει.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, άρχισε να παρακολουθεί τις συναθροίσεις των Σπουδαστών της Γραφής στο Κόβεντρυ και μ’ έπαιρνε και μένα μαζί του. Σύντομα αρχίσαμε και οι δυο να μετέχουμε στο έργο κηρύγματος. Ο πατέρας έφτασε στο σημείο της αφιέρωσης και το 1924 βαφτίστηκε. Το 1926, σε ηλικία 16 χρόνων βαφτίστηκα κι εγώ. Το επόμενο έτος, τον Οκτώβριο του 1927 άλλη τραγωδία συνέβη—ο πατέρας μου πέθανε, αφήνοντας μόνους εμένα και τη μικρότερη αδελφή μου. Αυτή πήγε να ζήσει μαζί με τους παππούδες μας, ενώ εγώ συνέχισα να ζω μόνος.
Ήμουν μόλις 17 χρόνων, κι έπρεπε να δηλώσω αναγνώριση του σώματος του πατέρα μου και να κάνω τις απαραίτητες διευθετήσεις για την ταφή του. Για μένα ήταν τρομερά δύσκολο έργο, αλλά οι Χριστιανοί αδελφοί ήρθαν και με βοήθησαν. Με προσκαλούσαν στα σπίτια τους για φαγητό, μελετούσαν τη Βίβλο μαζί μου, και με συνόδευαν στο έργο κηρύγματος μέχρις ότου αισθάνθηκα πάλι πιο ισχυρός. Πόσο εκτίμησα την καλοσύνη τους σ’ εκείνη τη δύσκολη περίοδο!
Αν και ζούσα στο Κόβεντρυ, βρήκα δουλειά στη γειτονική πόλη Μπίρμινχαμ. Στη διάρκεια της εβδομάδας μπορούσα να παρακολουθώ τις συναθροίσεις εκεί. Σ’ εκείνες τις μεσοβδομαδιαίες συναθροίσεις γνώρισα αργότερα την Κριστίνα που έγινε γυναίκα μου.
Αν και η Κρις είχε μεγαλώσει σαν Μεθοδίστρια, επισκεπτόταν και άλλες εκκλησίες ψάχνοντας να βρει κάτι πιο ικανοποιητικό. Μια Κυριακή πρωί δυο Σπουδαστές της Γραφής επισκέφθηκαν το σπίτι της και της άφησαν τρία βιβλιάρια. Σύντομα μετά από αυτό, η μητέρα τής Κρις παρακολούθησε μια συνάθροιση των Σπουδαστών της Γραφής και πήρε τρία βιβλία για την Κρις. Δεν μπορούσε τότε να φανταστεί η μητέρα της πώς τα βιβλία αυτά θα επηρέαζαν τη ζωή της κόρης της, μέχρι του σημείου μάλιστα να πηγαίνει η Κρις από σπίτι σε σπίτι με το άγγελμα της Βασιλείας—κάτι που η Κρις είχε πει ότι ποτέ δεν θα το έκανε!
Η Κήρυξη του Πολέμου
Το 1934 η Κρις κι εγώ παντρευτήκαμε. Αρχίσαμε και οι δυο την έγγαμη ζωή με σκοπό να ‘ζητούμε πρώτα τη Βασιλεία του Θεού’, και μπορούμε αληθινά να πούμε ότι ο Ιεχωβά μάς ευλόγησε που επιδιώξαμε αυτή την πορεία. (Ματθαίος 6:33) Σαν στόχο μας, είχαμε διαρκώς στο νου μας να μπούμε στην ολοχρόνια διακονία σκαπανέων. Έτσι κάναμε διευθετήσεις να μείνουν μαζί μας στο σπίτι και άλλοι και να εργαστούν κι αυτοί μαζί μας σαν σκαπανείς. Αλλά τον καιρό εκείνο, το 1939, διαγράφονταν απειλητικά τα σύννεφα του πολέμου, και φαινόταν πως όλοι στο Κόβεντρυ έκαναν διευθετήσεις για το ενδεχόμενο μακράς περιόδου λιτότητας και για να προστατευθούν από πιθανούς βομβαρδισμούς.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος για τον καθέναν αλλά ιδιαίτερα για τους αδελφούς μας. Για έξι σχεδόν χρόνια, το Κόβεντρυ, σαν βιομηχανικό κέντρο, ήταν ο κύριος στόχος των Γερμανικών βομβαρδιστικών. Αυτό σήμαινε πολλές άυπνες νύχτες. Με βάρδιες μέναμε ξύπνιοι μια νύχτα την εβδομάδα για να προστατέψουμε το «σκαπανικό σπίτι» μας καθώς επίσης και τα σπίτια των γειτόνων μας, και εκείνοι με τη σειρά τους προστάτευαν το δικό μας σπίτι άλλες νύχτες. Υπήρχαν και περιπτώσεις που μόλις σωθήκαμε. Σε μια περίπτωση η Κρις επισκέφθηκε ένα σπίτι για να μεταδώσει το άγγελμα της Βίβλου, οπότε άρχισε μια επιδρομή. Έπεσαν βόμβες και τα σπίτια που ήταν αριστερά και δεξιά από το σπίτι που είχε επισκεφθεί καταστράφηκαν τελείως.
Μέσα και Έξω από τη Φυλακή
Στην ταλαιπωρία μας είχαμε και την παρενόχληση των εξουσιών εξαιτίας της ουδετερότητάς μας. Το αποτέλεσμα ήταν να φυλακιστούμε η Κρις και εγώ για μια σύντομη περίοδο. Αμέσως μόλις τελείωσα την ποινή μου κατηγορήθηκα και πάλι και κατέληξα πάλι στη φυλακή. Αυτό το λέγαμε γάτα και ποντίκι, επειδή η γάτα συχνά αφήνει ελεύθερο το ποντίκι μόνο και μόνο για να το αρπάξει και πάλι.
Μολονότι λίγη επαφή είχαμε με τους αξιωματούχους της φυλακής, μερικές φορές μπορέσαμε να κηρύξουμε σε μερικούς από αυτούς. Θυμάμαι έναν αξιωματικό που λεγόταν Μπέβεριτζ, ο οποίος στη διάρκεια της πρώτης ποινής περιγελούσε την ουδέτερη στάση μας. Όταν φυλακίστηκα τη δεύτερη φορά, η στάση του είχε κάπως βελτιωθεί. Στην τρίτη μου φυλάκιση, ήταν αρκετά φιλικός μαζί μου μολονότι οι ευκαιρίες για να μιλάω μαζί του ήταν περιορισμένες. Όταν τελικά αποφυλακίστηκα έχασα την επαφή μαζί του.
Μετά από χρόνια, όταν ήμαστε στην Πορτογαλία, ένα γράμμα ήρθε από το γραφείο της Εταιρίας του Μπρούκλιν που μας πληροφορούσε ότι ο Έρικ Μπέβεριτζ, απόφοιτος της Γαλαάδ (της σχολής της Σκοπιάς για εκπαίδευση ιεραποστόλων) διοριζόταν στην Πορτογαλία. Πόσο ευτυχισμένοι ήμαστε όταν μάθαμε ότι ο πατέρας του ήταν εκείνος ο αξιωματικός που ήταν φιλικός μαζί μου στη φυλακή! Εκείνος αργότερα συνταξιοδοτήθηκε από την υπηρεσία του στη φυλακή και βαφτίστηκε σαν Μάρτυρας.
Ιεραποστολική Υπηρεσία και Ασυνήθιστες Προκλήσεις
Στο τέλος του πολέμου το 1945, το έργο της Βασιλείας στην Αγγλία, καθώς και σ’ άλλα μέρη της γης μπήκε σε μια περίοδο ευημερίας και επέκτασης. Ο Αδελφός Νορρ που ήταν τότε πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, και ο Αδελφός Χένσελ επισκέφθηκαν την Αγγλία και είχαν μία ειδική συνάντηση με όλους τους σκαπανείς που ενδιαφέρονταν να παρακολουθήσουν τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς, η οποία είχε αρχίσει να λειτουργεί τον Φεβρουάριο του 1943. Η Κρις κι εγώ παραβρεθήκαμε στη συνάντηση, συμπληρώσαμε τις προκαταρκτικές μας αιτήσεις, και αναρωτιόμαστε αν θα μας καλούσαν ποτέ.
Το 1946 η Εταιρία με κάλεσε να κάνω έργο περιοχής στην Αγγλία, επισκεπτόμενος αρκετές εκκλησίες. Απόλαυσα αυτό το προνόμιο τρία χρόνια, και έπειτα, σχεδόν απρόσμενα, έφτασαν οι τελικές αιτήσεις για την ιεραποστολική σχολή! Αμέσως τις συμπληρώσαμε και σύντομα μετά από αυτό μας προσκάλεσαν να παρακολουθήσουμε τη 15η τάξη, που άρχισε τον Φεβρουάριο του 1950. Οι επόμενοι πέντε μήνες στη Σχολή Γαλαάδ στην Πολιτεία της άνω Νέας Υόρκης ήταν μια αξέχαστη εμπειρία εντατικής μελέτης της Βίβλου και ώριμης Χριστιανικής συναναστροφής. Προτού το καταλάβουμε, παρακολουθήσαμε την αποφοίτηση στο Στάδιο Γιάνγκη στις 30 Ιουλίου 1950. Ο διορισμός μας; Η Βραζιλία.
Ένας ιεραποστολικός οίκος άνοιξε στο λιμάνι εξαγωγής καφέ τού Σάντος της Βραζιλίας και αποτελέσαμε μέρος ενός ομίλου οκτώ ιεραποστόλων που είχαμε διοριστεί να αρχίσουμε το έργο μας εκεί. Στην αρχή έπρεπε να προσαρμοστούμε με τις νέες συνήθειες και την Πορτογαλική γλώσσα. Για ένα παιδί, η εκμάθηση μιας νέας γλώσσας μπορεί να είναι σχετικά απλή. Αλλά για μας, στην ηλικία των 40 χρόνων, δεν ήταν καθόλου εύκολη. Σε μια περίπτωση πήγα μαζί μ’ έναν άλλο ιεραπόστολο να αγοράσουμε ψωμί. Η πορτογαλική λέξη για το ψωμί (πάο) ακούγεται σχεδόν το ίδιο με τη λέξη για το ξύλο (πάου), και η πρώτη λέξη είχε ένα ρινικό ήχο. Επειδή δεν είχαμε εξοικειωθεί πλήρως με τον ρινικό ήχο, ζητήσαμε ξύλα (πάους), και ο φούρναρης έκπληκτος είπε ότι δεν είχε κανένα!
Μια άλλη συνήθεια που χρειάστηκε να περάσει καιρός για να τη συνηθίσουμε ήταν το πώς να δεχόμαστε τη φιλοξενία όταν μας την πρόσφερε ο οικοδεσπότης. Λέγαμε: «Μουίτο ομπριγάδο» (Σας ευχαριστώ πάρα πολύ), περιμένοντας να μας κεράσει κάποιο αναψυκτικό. Η φράση αυτή όμως, για τον οικοδεσπότη σήμαινε όχι! Τελικά μάθαμε τη σωστή έκφραση: «Ασέιτο» (Δέχομαι), το οποίο χαροποιούσε τον οικοδεσπότη—και εμάς.
Χρειάστηκε ακόμη να μάθουμε πώς να «χτυπάμε» μια πόρτα. Βλέπετε, η Βραζιλιάνικη συνήθεια είναι να χτυπάς με τις παλάμες δυνατά στην εξώπορτα. Στην αρχή νιώθαμε πάντα έκπληξη όταν βλέπαμε τον οικοδεσπότη να απαντάει στο «χτύπημά» μας, αλλά σύντομα το συνηθίσαμε.
Δυστυχώς, μέσα σε έξι μήνες από τότε που φτάσαμε στη Βραζιλία, έπαθα μια εντερική διαταραχή με αμοιβάδες. Η παρατεταμένη θεραπεία για την αρρώστια με εξασθένισε πολύ και τελικά τον Μάρτιο του 1954, ενεργώντας σύμφωνα με τη συμβουλή του γιατρού, λυπημένοι ξαναγυρίσαμε στην Αγγλία. Εκεί με το ήπιο κλίμα, σιγά-σιγά έγινα καλά και στη διάρκεια της ανάρρωσης μου λάβαμε ένα απρόσμενο γράμμα.
Ένας Πολύ Διαφορετικός Ιεραποστολικός Διορισμός
Η Εταιρία μάς προσκαλούσε να πάμε στην Πορτογαλία! Εκεί το έργο βρισκόταν κάτω από απαγόρευση και οι δυο προηγούμενοι επίσκοποι τμήματος είχαν απελαθεί από τη χώρα. Μπόρεσα να μπω στην Πορτογαλία σαν εμπορικός αντιπρόσωπος μιας Αγγλικής εταιρίας και πήγαμε εκεί τον Νοέμβριο του 1954.
Έχοντας εργαστεί στη Βραζιλία όπου το έργο κηρύγματος διεξαγόταν ελεύθερα, σύντομα καταλάβαμε ότι εδώ στην Πορτογαλία έπρεπε να είμαστε προσεκτικοί και πολύ διακριτικοί. Επειδή το έργο μας ήταν απαγορευμένο, δεν μπορούσαμε ελεύθερα να παρουσιαζόμαστε σαν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Το κήρυγμα από πόρτα σε πόρτα ήταν μια πρόκληση, επειδή ποτέ δεν ξέραμε ποιον θα συναντούσαμε. Αν κάποιος φαινόταν πολύ περίεργος ή προκλητικός, απλώς φεύγαμε από τον τομέα και ξαναγυρίζαμε κάποια άλλη μέρα. Δεν ήταν εύκολο να μας προσκαλέσουν μέσα στα σπίτια επειδή οι άνθρωποι ευνόητα υποπτεύονταν τους ξένους. Ωστόσο, η Κρις άρχισε μια μελέτη με κάποια κυρία η οποία αργότερα της είπε ότι φοβόταν να αφήσει οποιονδήποτε να μπαίνει στο σπίτι της. Γιατί το έκανε αυτό;
Φαίνεται πως αυτή η κυρία προσευχόταν στον Θεό να της δείξει τον σωστό δρόμο. Αλλά η Κρις χτύπησε την πόρτα της τόσο σύντομα μετά την προσευχή της ώστε ήταν επιφυλακτική να την αφήσει να μπει μέσα! Άρχισε μια Γραφική μελέτη και η κυρία και η έφηβη κόρη της προόδευσαν μέχρι την αφιέρωση και το βάφτισμα. Εξακολουθούν να είναι σταθερές στην αλήθεια.
Τότε η Κρις και εγώ ήμαστε οι μόνοι ιεραπόστολοι στην Πορτογαλία αλλά σιγά-σιγά η Εταιρία μπόρεσε να στείλει κι άλλους στη χώρα. Το έργο προόδευσε γρήγορα ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα, τη Λισσαβώνα. Η αύξηση αυτή έφερε εναντίωση. Μερικοί αδελφοί φυλακίστηκαν και πολλά έντυπα κατασχέθηκαν.
Τελικά, το χειρότερο χτύπημα ήρθε σε μας το 1962 όταν μαζί με τέσσερις άλλους ιεραποστόλους διαταχθήκαμε να εγκαταλείψουμε τη χώρα. Ζητήσαμε να μιλήσουμε με τον διευθυντή της μυστικής αστυνομίας για να του ζητήσουμε να εξετάσει και πάλι την περίπτωσή μας επειδή απλώς διδάσκαμε τη Βίβλο. Η απάντηση του ήταν: «Κάνετε κατάχρηση της Πορτογαλικής φιλοξενίας για εφτά χρόνια και ποτέ δεν θα ξαναπατήσετε το πόδι σας στην Πορτογαλία πάλι!» Αυτό μας συγκλόνισε.
Είναι υπερβολικά δύσκολο να περιγράψουμε τα αισθήματά μας όταν χρειάστηκε μετά από εφτά ευτυχισμένα χρόνια να εγκαταλείψουμε αυτόν τον ιεραποστολικό αγρό. Πραγματικά, ήταν πιο σκληρό για μας όταν φύγαμε από την Πορτογαλία παρά όταν φύγαμε από την Αγγλία το 1950 για να πάμε στη Γαλαάδ. Είχαμε συνεργαστεί στενά με τους αδελφούς· είχαμε μοιραστεί τις χαρές τους και τα προβλήματα τους. Αισθανόμαστε ότι φεύγαμε τον καιρό που η βοήθεια μας και η υποστήριξή μας χρειάζονταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Αλλά δεν είχαμε άλλη εκλογή. ‘Οι ιεραποστολικές μας μέρες τελείωσαν’, σκεφτόμαστε λυπημένα καθώς ξεκινήσαμε για την Αγγλία.
Από την Αγγλία στον Αμαζόνιο!
Στην Αγγλία συνεχίσαμε την ολοχρόνια διακονία σαν ειδικοί σκαπανείς, αλλά αισθανόμαστε ελλιπείς. Θυμόμαστε πάντα τις ευτυχισμένες στιγμές της ιεραποστολικής υπηρεσίας και θέλαμε να ξαναγυρίσουμε σ’ αυτή—τόσο πολύ που τελικά γράψαμε στην Εταιρία για άλλον πιθανό διορισμό, μολονότι τώρα εγώ είχα περάσει τα 50 και η Κρις ήταν 49. Πόσο μεγάλη ήταν η χαρά μας όταν λάβαμε μια πρόσκληση να ξαναγυρίσουμε στη Βραζιλία και να εργαστούμε σ’ έναν ιεραποστολικό οίκο στην Μπελέμ, μια πόλη που βρίσκεται στις εκβολές του Ποταμού Αμαζόνιου!
Εκτιμήσαμε το γράμμα της Εταιρίας που μας έδωσε μια ιδέα για το κλίμα στη Μπελέμ—«θερμό και υγρό», έλεγε—και που μας έδινε το δικαίωμα να αρνηθούμε, αν θέλαμε, το διορισμό. Ωστόσο χαρήκαμε πάρα πολύ με την πιθανότητα να ξαναγυρίσουμε στη Βραζιλία, μολονότι επρόκειτο για ένα διαφορετικό μέρος της χώρας. Με χαρά δεχτήκαμε, και στις αρχές του 1964 φτάσαμε στον νέο μας τόπο διορισμού.
Αφού υπηρετήσαμε ένα χρόνο στη Μπελέμ, προσκλήθηκα να κάνω έργο περιοχής επισκεπτόμενος τις εκκλησίες εκείνης της περιοχής. Αυτό ήταν μια πραγματική πρόκληση. Η περιοχή κάλυπτε απόσταση μήκους 1.200 χιλιομέτρων μήκους και πλάτους 400 χιλιομέτρων, περιλαμβάνοντας και τις δυο πλευρές του Ποταμού Αμαζόνιου. Η ζέστη; Απλώς χρειάστηκε να τη συνηθίσουμε! Οι συνθήκες συχνά ήταν πρωτόγονες. Ακόμη και οι χωματόδρομοι ήταν λίγοι εκείνες τις μέρες. Σύννεφα σκόνης σηκώνονταν από αυτούς την εποχή της ξηρασίας. Την εποχή των βροχών γίνονταν αδιάβατοι.
Εκείνο που βοήθησε, εκτός από την εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά για την προστασία του, ήταν η καλή αίσθηση χιούμορ. Σε μια επίσκεψη που κάναμε σε μια απομονωμένη οικογένεια Μαρτύρων, χρειάστηκε να κοιμηθούμε σ’ ένα σταύλο. Το πρωί η Κρις ξύπνησε διαπιστώνοντας ότι ήταν γεμάτη αίματα. Φωνάξαμε τον αδελφό πιστεύοντας ότι κάτι σοβαρό είχε συμβεί. Φανταστείτε την έκπληξή μας όταν εκείνος ήρεμα μας πληροφόρησε ότι προφανώς κάποιος βάμπιρος είχε δαγκώσει την Κρις! Ένα βιβλίο εξηγεί ότι ανάμεσα στις νυχτερίδες της περιοχής του Αμαζόνιου υπάρχουν ‘βάμπιροι (δεσμόδοντες) που απομυζούν αίμα (Dysopes), μολονότι αυτοί διόλου δεν είναι τόσο επικίνδυνοι όσο οι μύθοι των ταξιδιωτών θα οδηγούσαν κάποιον να πιστέψει’. Αν το ξέραμε αυτό από πριν δεν θα είχαμε φοβηθεί τόσο πολύ για το αποτέλεσμα!
Αφού υπηρετήσαμε ένα χρόνο σ’ αυτή την περιοχή μεταφερθήκαμε στο Ρίο ντε Τζανέιρο και αργότερα στο Σάο Πάολο, όπου υπηρετούμε τώρα για μερικά χρόνια. Ο Βραζιλιάνικος λαός είναι πολύ ειλικρινής και φιλικός, και χαίρεται κανείς να δοκιμάζει την αγάπη και τη φιλοξενία που δείχνουν οι αδελφοί σ’ αυτό το μέρος της χώρας επίσης. Ταυτόχρονα, απολαύσαμε πολλές θαυμάσιας εμπειρίες στον αγρό.
Σ’ ένα σπίτι, στο χτύπημα των χεριών της Κρις, βγήκε ένα παιδί. Είπε ότι η μητέρα του δεν μπορούσε να βγει στην πόρτα γιατί έκλαιγε. Επειδή η Κρις κατάλαβε πως κάτι συνέβαινε, είπε, «Πες της ότι η σενιόρα Κριστίνα θα ήθελε να της μιλήσει». Η μητέρα βγήκε στην πόρτα ρωτώντας, «Ξέρετε τίποτα για τη Βίβλο;»
«Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που βρίσκομαι εδώ!» απάντησε η Κρις. Προσκάλεσε μέσα την Κρις. Πάνω στο τραπέζι βρισκόταν μια μεγάλη Βίβλος ανοιχτή εκεί που διάβαζε η κυρία και έψαχνε να βρει παρηγοριά. Ήταν πολύ αναστατωμένη επειδή ο άντρας της έλειπε για μια εβδομάδα μετά από έναν καβγά που είχαν μεταξύ τους.
«Είναι καλός σύζυγος και πατέρας» είπε, «και είμαι βέβαιη πως δεν έφυγε με κάποια άλλη». Η Κρις της είπε μερικές Βιβλικές αρχές για την οικογενειακή ζωή και άρχισε μια Γραφική μελέτη από το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή. Εκείνο ακριβώς το βράδι η κυρία πήγε στην Αίθουσα Βασιλείας. Επειδή έπρεπε να φύγουμε εκείνη την εβδομάδα για την επόμενη εκκλησία, τη μελέτη τη διεξήγαγε μια τοπική ευαγγελιζόμενη. Πόσο ευτυχισμένη ήμαστε όταν μετά από έξι μήνες επισκεφθήκαμε την εκκλησία πάλι και συναντήσαμε όχι μόνο την κυρία αλλά και το σύζυγο της και τα τρία παιδιά τους! Μετά από λίγο καιρό, κι ο σύζυγος και η σύζυγος βαφτίστηκαν σαν Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Τώρα, αν και οι δυο μας έχουμε περάσει τα 70 χρόνια, μπορούμε ακόμη με τη στοργική καλοσύνη του Ιεχωβά να συνεχίζουμε να υπηρετούμε στον ιεραποστολικό διορισμό μας μολονότι δεν ταξιδεύουμε τόσο πολύ όσο στο παρελθόν. Ήταν θαυμάσιο το προνόμιο που είχαμε να συναντούμε και να συνεργαζόμαστε με τόσους πολλούς ώριμους ιεραποστόλους και τοπικούς αδελφούς και αδελφές. Είμαστε χαρούμενοι που από την αρχή προσπαθήσαμε να ‘ζητάμε πρώτα τη Βασιλεία του Θεού’ στη ζωή μας. Για παραπάνω από 30 χρόνια απολαμβάνουμε την ιεραποστολική υπηρεσία. Θυμούμαστε πάντα τα λόγια του ψαλμωδού που είπε: «Ο Κύριος είναι αγαθός· εις τον αιώνα μένει το έλεος αυτού». (Ψαλμός 100:5) Και πόσο το έχουμε εκτιμήσει αυτό!
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 25]
Πάντα προσπαθούσαμε να ‘ζητάμε πρώτα τη Βασιλεία του Θεού’ στη ζωή μας, με ευλογητά αποτελέσματα
[Εικόνα στη σελίδα 24]
Στη Βραζιλία χρειάστηκε να μάθουμε πώς να «χτυπάμε» μια πόρτα—χτυπώντας τις παλάμες μας δυνατά στην μπροστινή πόρτα