Τα Δέκα μου Χρόνια στις Στρατιωτικές Φυλακές της Ισπανίας
Αφήγηση από τον Φερνάνδο Μαρίν
ΔΕΚΑ χρόνια σε φυλακή της Ισπανίας του Φράνκο—δέκα χρόνια που πλούτισαν τη ζωή μου. Αυτό μπορεί να φαίνεται σαν μια αντίφαση· ωστόσο αληθεύει στη δική μου περίπτωση. Όχι ότι εκείνα τα χρόνια ήταν γεμάτα από ανέσεις της ζωής. Απεναντίας, ήταν όλη η σκληρή πραγματικότητα μιας στρατιωτικής φυλακής. Αλλά μαζί με όλα αυτά, ήταν πραγματική ένδειξη, καμιά φορά καταπληκτική, της θείας προστασίας. Μπορώ να φέρω στη μνήμη μου τα γεγονότα, σαν αυτά να συνέβησαν χθες.
Ανατράφηκα Καθολικός και φοίτησα σε Καθολικά σχολεία της Βαρκελώνης. Μεγάλωσα μ’ ένα νοσηρό φόβο των βασάνων του άδη και του καθαρτηρίου. Μετά, όταν έγινα 16 ετών, μελέτησα την Αγία Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, και οι τρομακτικές εκείνες διδασκαλίες εξαλείφθηκαν από τη διάνοιά μου. Διέκρινα καθαρά από τη Γραφή ότι δεν υπάρχει αθάνατη ανθρώπινη ψυχή. Σ’ αυτή την περίπτωση, πώς θα ήταν δυνατό να υπάρχουν τόποι βασάνων και κάθαρση για τις ψυχές;—Ιεζεκιήλ 18:4, 20· Εκκλησιαστής 9:5, 6, 10.
Το 1961, σε ηλικία 18 ετών, συμβόλισα την αφιέρωσή μου στον Θεό με το βάφτισμα που έκανα στο Παρίσι της Γαλλίας, στη διάρκεια της πρώτης μεγάλης συνέλευσης που παρακολούθησα. Ήμουν ένας από τη μικρή ομάδα των Ισπανών, που είχαν φροντίσει για το ταξίδι στη Γαλλία, παρά την πενιχρή οικονομική μας κατάσταση και τις τότε απαγορεύσεις για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ισπανία. Το έργο μας κηρύγματος γινόταν κάτω από την επιφάνεια στην περισσότερη διάρκεια της εποχής του Φράνκο (1939-1975).
Ήμουν τόσο ευγνώμων που γνώρισα τον Ιεχωβά και την αλήθεια του μέσω του Χριστού Ιησού ώστε η αφιέρωσή μου έγινε χωρίς επιφύλαξη. Ήθελα να είμαι ένας ολοχρόνιος σκαπανέας διάκονος. Η επιθυμία μου εκπληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 1962. Είμαι σ’ αυτή την υπηρεσία από τότε—ακόμη και όταν ήμουν στη φυλακή. Και γιατί έπρεπε να πάω φυλακή;
Η Πρώτη Μεγάλη Δοκιμασία Μου
Τον Φεβρουάριο του 1964, σε ηλικία 21 ετών, με κάλεσαν για στρατιωτική υπηρεσία. Ήμουν προετοιμασμένος για ό,τι θα συνέβαινε. Από χρόνια, σαν τους άλλους νεαρούς της γενιάς μου στην εκκλησία, είχα δυο σκοπούς στη ζωή—να είμαι ένας ολοχρόνιος σκαπανέας διάκονος, και να κρατήσω την ακεραιότητά μου στο ζήτημα της Χριστιανικής ουδετερότητας.—Ιωάννης 17:16· 18:36.
Όταν έφυγα από το σπίτι για να πάω στους στρατώνες, πήγα μ’ ένα αίσθημα ανυπομονησίας, μ’ ένα είδος ψυχρής νευρικότητας, αλλά και με τις πεποιθήσεις μου πολύ καθαρές στη διάνοιά μου. Όταν έφτασα στο τοπικό στρατιωτικό κέντρο, εξήγησα τη θέση μου σαν αντιρρησίας συνείδησης—κάτι που τότε ήταν δύσκολο να κατανοηθεί στην Ισπανία και δεν γινόταν ανεκτό, βέβαια. Μου έδωσαν ένα φύλλο πορείας και μου είπαν να παρουσιαστώ στους στρατώνες της Τενερίφης (Κανάριοι Νήσοι)—πάνω από 1.600 χιλιόμετρα (χίλια μίλια) από το σπίτι μου στην Καταλωνία.
Στην Τενερίφη, οι στρατιωτικές αρχές νόμισαν ότι ήμουν τρελός. Ποιος που έχει τα λογικά του θα είχε αρνηθεί ν’ αναλάβει στρατιωτική υπηρεσία κάτω από μια Φασιστική δικτατορία; Με παρέπεμψαν σ’ ένα νοσοκομείο ψυχοπαθών για νοσηλεία! Ευτυχώς, εξετάστηκα από ένα γιατρό που ήξερε για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, κι έτσι γλίτωσα από τη νοσηλεία που θα μπορούσε να με βλάψει μόνιμα. Σε λίγο με έκλεισαν σε μια στρατιωτική φυλακή. Για πόσον καιρό θα έμενα εκεί; Δεν είχα ιδέα, γιατί δεν υπήρχε τότε καθορισμένη δικαστική καταδίκη για αντιρρησίες συνείδησης.
Στη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν, μπόρεσα να νιώσω το κενό της μοναξιάς και την αθλιότητα των ξεπεσμένων συγκρατουμένων μου. Πέρασα καταστάσεις απειλητικές για τη ζωή, και μου έγιναν δελεαστικές προσφορές για να διαρρήξω την ακεραιότητα και την ουδετερότητά μου. Με τον καιρό μπόρεσα να κατανοήσω ότι το μικρό ορθογωνικό κελί της φυλακής θα μπορούσε να γίνει ένα σύμπαν όταν ένας απολαμβάνει μια στενή σχέση με τον Θεό. Ανέπτυξα ισχυρή εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά, σαν Θεό μου.—Ψαλμός 23.
Στην Απομόνωση
Από την Τενερίφη με έστειλαν στη φοβερή στρατιωτική φυλακή του Σαν Φρανσίσκο ντελ Ρίσκο, στο νησί Λας Πάλμας ντε Γκραν Κανάρια—που ήταν φοβερό εξαιτίας της φήμης του διοικητή της φυλακής, ενός κοντόχοντρου σαδιστικού τύπου που είχε το πάθος να δέρνει ο ίδιος προσωπικά τους φυλακισμένους. Το παρατσούκλι του ήταν Πισαμοντόγκο (Αντεροβγάλτης).
Με έβαλαν σε απομόνωση, και μου πήραν όλα τα πράγματά μου, και τη Γραφή μου ακόμη. Μόνο για λίγο με άφηναν να βγαίνω τα βράδια—για να πηγαίνω στην τουαλέτα και να παίρνω το πιάτο του φαγητού μου. Εντούτοις, σε όλους εκείνους τους μήνες της απομόνωσής μου, ποτέ δεν ήμουν πραγματικά μόνος. (Ψαλμός 145:18) Όπως ο ιεραπόστολος Χάρολντ Κινγκ, που ήταν για πολλά χρόνια σε κελί απομόνωσης στην Κίνα, καλλιέργησα τη σχέση μου με τον Ιεχωβά. (Βλέπε Σκοπιά 1963, σελίδες 437-442).
Μια Κυριακή, το φαγητό μου περιείχε μια φέτα λεμόνι. Καθώς την έστιψα πάνω στο ρύζι, μερικές σταγόνες έπεσαν πάνω στο κόκκινο πλακόστρωτο δάπεδο του κελιού μου, κι άφησαν έναν μικρό λεκέ. Αυτό μου έδωσε την ιδέα να χρησιμοποιήσω χυμό από λεμόνι για να γράψω ένα εδάφιο στο δάπεδο του κελιού μου. Μια φορά κάθε εβδομάδα, το φαγητό περιείχε μια φέτα λεμόνι. Έτσι, λίγο-λίγο μπόρεσα να γράψω στο δάπεδο του κελιού μου τη φράση: «Ελ νόμπρε ντε μι Ντίος ες Γεχωβά». («Το όνομα του Θεού μου είναι Ιεχωβά»). Αυτές οι λέξεις αποτέλεσαν μια σταθερή υπόμνηση ότι δεν ήμουν εντελώς μόνος. Η απλή αυτή αλήθεια στα πόδια μου διήγειρε τη διάνοιά μου να θυμάται βαθύτερες αλήθειες για τη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Αργότερα, χρησιμοποιώντας το υλικό ενός κεριού, καθάρισα όλο το δάπεδο του κελιού μου, ώσπου έγινε λείο και λαμπερό σαν καθρέφτης.
Τι Διακινδύνευσα για να Διαβάσω τη Βίβλο
Αδελφοί που ήταν φυλακισμένοι στο Ελ Ααγιούν, στη Σαχάρα, έμαθαν για την απομόνωσή μου και για το γεγονός ότι μου απαγορεύτηκε να έχω τη Βίβλο, ή βιβλία σχετικά με τη Βίβλο. Μέσω ενός άλλου φυλακισμένου, ο οποίος είχε μεταφερθεί εκεί, κατόρθωσαν να στείλουν μερικές σελίδες από ένα περιοδικό Σκοπιά και ένα αντίτυπο ενός από τα Ευαγγέλια. Το πρόβλημα ήταν, πώς θα μπορούσε αυτός ο φυλακισμένος να τα κάνει να φτάσουν σ’ εμένα που ήμουν στην απομόνωση;
Εκείνο το βράδι, όταν πήγα στην τουαλέτα, ένα μικρό πακέτο έπεσε από τον τοίχο της τουαλέτας. Το άρπαξα σαν ένας πεινασμένος που αρπάζει το ψωμί. Επέστρεψα στο κελί μου και πέρασα τη νύχτα διαβάζοντας εκείνες τις σελίδες πολλές φορές. Ήταν τα πρώτα έντυπα που μιλούσαν για τον Ιεχωβά και που είχα να δω ένα χρόνο! Ήρθε η αυγή. Με τι πείνα καταβρόχθισα εκείνα τα άρθρα και τα παρηγορητικά λόγια του Ιησού από το Ευαγγέλιο!
Το επόμενο βράδι, καθώς επέστρεφα στο κελί μου με το πιάτο του φαγητού μου στο χέρι, είδα τον διοικητή της φυλακής, ντον Γκρεγκόριο, να με περιμένει. Είχε απειλητική όψη στο πρόσωπό του και ο κοντόχοντρος λαιμός του φούσκωνε με μανία. Στα χέρια του κρατούσε τις σελίδες του περιοδικού μου. Ο κρυψώνας των πολύτιμων Γραφικών βοηθημάτων μου είχε ανακαλυφθεί! Χρησιμοποιώντας βαριές βρισιές εναντίον του ονόματος του Ιεχωβά και απειλές θανάτου, με κάλεσε έξω. Εγώ αμέσως έκανα μια θερμή και σιωπηλή προσευχή στον Ιεχωβά, παρακαλώντας να με βοηθήσει να υπομείνω ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει, με την αξιοπρέπεια ενός αληθινού Χριστιανού.
Ο διοικητής άνοιξε την πόρτα του κελιού μου. Εγώ έτρεξα προς τη γωνία του κελιού και προσπάθησα να καλύψω τα ευπαθή μου μέρη από την επίθεση που ήξερα ότι θα ερχόταν. Μανιώδης και κραυγάζοντας με κατακόκκινα τα μάτια, όρμησε εναντίον μου. Το δάπεδο ήταν πολύ γυαλισμένο. Γλίστρησε κι έπεσε μπρούμυτα. Αγριεμένος και με λύσσα, προσπάθησε να σηκωθεί. Καθώς προσπαθούσε, το βλέμμα του έπεσε πάνω στις λέξεις που ήταν γραμμένες στο δάπεδο, «Το όνομα του Θεού μου είναι Ιεχωβά». Τον κατείχε πολλή δεισιδαιμονία. Όταν διάβασε το όνομα του Θεού, είπε με δυσπιστία σε χαμηλό τόνο, «Ιεχωβά!» Τότε υψώθηκε η φωνή του, καθώς άρχισε να φωνάζει επανειλημμένα «Ιεχωβά! Ιεχωβά! . . .» Κατόπιν, σχεδόν με τα τέσσερα, έφυγε γρήγορα από το κελί! Γλίτωσα από ένα ξυλοκόπημα, και αυτός ποτέ πια δεν με ενόχλησε.
Αυτή η εμπειρία ενίσχυσε την πίστη μου στο προστατευτικό χέρι του Ιεχωβά. Εδώ ήμουν εντελώς μόνος, αλλ’ όχι κι εγκαταλειμμένος. Καταδιώχτηκα αλλά δεν καταστράφηκα.—2 Κορινθίους 4:7-10.
Μια Εκκλησία—Στη Φυλακή
Τελικά με μετέφεραν στη φυλακή της Σάντα Καταλίνα, στο Κάδιτς, όπου σε λίγο υπήρχαν περίπου εκατό αδελφοί. Οργανωθήκαμε σαν μια εκκλησία, μια από τις τότε μεγαλύτερες εκκλησίες της Ισπανίας! Διατηρούσαμε το πρόγραμμα συναθροίσεών μας και την ατομική μας μελέτη, και επαναλαμβάναμε τα προγράμματά μας συνελεύσεων περιοχής και περιφερείας, εκεί ακριβώς μέσα στη φυλακή.
Θα ήταν εύκολο να δραματοποιήσουμε την κατάστασή μας, αλλά και οι αφυλάκιστοι αδελφοί και αδελφές μας επίσης αντιμετώπιζαν δοκιμασίες οσιότητας και ακεραιότητας στην καθημερινή τους ζωή—σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις, δοκιμασίες που δεν τις είχαμε εμείς μέσα στη φυλακή. Τουλάχιστον δεν αισθανθήκαμε αποκοπή από τον Ιεχωβά και την οργάνωσή του. Οι αρχές Του μας ήταν ζωτικές, ιδιαίτερα όταν μας καταλάμβανε ψυχολογική κόπωση, και οι μέρες, που μας φαίνονταν ατέλειωτες, μας έπεφταν σαν τα αμείλικτα πλήγματα ενός σφυριού, συντρίβοντας το άνθος της νιότης μας. Αλλά δεν αφήναμε να μας υπερνικήσει μια τέτοια απελπισία.—Ψαλμός 71.
Μέσα στο στενόχωρο περιβάλλον μας έπρεπε να διατηρούμε ένα καλό πνεύμα Χριστιανικής συνύπαρξης, που δεν ήταν πάντοτε εύκολο. Η προσωπική ησυχία ήταν σχεδόν αδύνατη σε κοινά κελιά, μολονότι ήμαστε χωριστά από τους άλλους στρατιωτικούς κρατούμενους. Δυστυχώς, παρουσιάστηκε στις τάξεις μας μια περίπτωση βαριάς ηθικής αμαρτίας. Έπρεπε να γίνει ενέργεια για να τηρηθεί καθαρή η εκκλησία. Ο ένοχος αποκόπηκε. Ωστόσο αυτός έπρεπε να συγκατοικεί μ’ εμάς—δεν μπορούσαμε να τον βγάλουμε από τη φυλακή, ούτε μπορούσαμε να ζητήσουμε τη μετάθεσή του σε τμήμα κοινής φυλακής, εξαιτίας της μομφής που θα έφερνε αυτό στον Ιεχωβά και σ’ εμάς τους άλλους. Απορούσαμε για το πώς έπρεπε να χειριστούμε τη στενόχωρη αυτή κατάσταση. Μια απάντηση ήρθε από μια απροσδόκητη πηγή.
Μέσα από την Πόρτα ενός Ντουλαπιού
Τότε περίπου δεχθήκαμε μια πολύ ευπρόσδεκτη επίσκεψη από τον Γκραντ Σούτερ, μέλος του Κυβερνώντος Σώματος. Του επιτράπηκε να δει μόνο έναν κρατούμενο στο θάλαμο επισκεπτών. Αλλά όλοι θέλαμε να τον δούμε και να τον ακούσουμε. Πώς θα ήταν δυνατόν αυτό; Ανακαλύψαμε στο εργαστήριο μια αχρησιμοποίητη πόρτα που οδηγούσε προς το θάλαμό μας. Ήταν κρυμμένη πίσω από χαρτί του τοίχου. Αποφασίσαμε να την καλύψουμε τελείως, σκεπάζοντάς την με ένα δίχως τοίχωμα ντουλάπι. Έτσι, μπορούσε να μπει κανείς μέσα στο ντουλάπι, ν’ ανοίξει την πόρτα που ήταν πίσω από το ντουλάπι και να βρεθεί μέσα σ’ ένα λαβύρινθο από τριώροφα κρεβάτια!
Όταν ο Αδελφός Σούτερ ήταν μόνος μαζί μου στο θάλαμο επισκεπτών, τον προσκάλεσα στο εργαστήριο με το πρόσχημα να του δείξω μερικά από τα χειροτεχνήματά μας. Φανταστείτε την έκπληξή του όταν του ζητήθηκε να μπει μέσα σ’ ένα ντουλάπι—και τότε να βρεθεί μέσα σ’ ένα θάλαμο με πάνω από εκατό αδελφούς που περίμεναν να τον δουν! Διακινδυνέψαμε, αλλά για μας που λαχταρούσαμε για επικοινωνία με τους έξω, αυτό άξιζε. Δύσκολα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι είχαμε πραγματικά ανάμεσά μας ένα μέλος του Κυβερνώντος Σώματος.
Επωφεληθήκαμε από την ευκαιρία να του εξηγήσουμε το πρόβλημά μας της αποκοπής. Η απάντησή του ήταν σαφής: Η οργάνωση και οι αρχές του Ιεχωβά δεν είναι δυνατόν να ανατραπούν από ανθρώπινους κανόνες και διατάξεις. ‘Η οργάνωση δεν είναι φυλακισμένη!’ είπε. Κατόπιν πρότεινε, ‘Γιατί να μη μιλήσετε στον διοικητή και να ζητήσετε τη μετάθεση του παραβάτη;’
Ο διοικητής, σαρκαστικός τύπος, συνήθως μας χλεύαζε. Εγώ του εξήγησα ότι, «Εμείς δεν επιτρέπουμε να υπάρχουν παραβάτες στις τάξεις μας. Πρέπει να διατηρούμε καθαρή την οργάνωσή μας». Πώς αντέδρασε αυτός; Σαν να είχε καταλάβει κάποια αιώνια αρχή που νόμιζα ότι ήταν πέρα από τη νόησή του, προσπάθησε να με παρηγορήσει! Έμεινα έκπληκτος! Είπε ότι θα διέταζε αμέσως για τη μετάθεση του παραβάτη, και ότι αυτός δεν θα γινόταν δεκτός πάλι στο τμήμα μας, ώσπου να ζητηθεί αυτό από τη δικαστική επιτροπή μας. Επαίνεσε μάλιστα την οσιότητά μας και τον σεβασμό μας στις υψηλές αρχές.
Αμνηστία και Ελευθερία
Η δοκιμασία μας μέσα στη φυλακή δεν ήταν μόνο τα ατελείωτα χρόνια της φυλάκισης, αλλά και η αβεβαιότητα—ποτέ δεν ξέραμε πότε, αν ποτέ, θα αποφυλακιζόμαστε. Και γιατί δεν το ξέραμε; Επειδή, καθώς τέλειωνε μια ποινή καταδίκης, φερόμαστε πάλι για εκδίκαση και μας απήγγελλαν μια ακόμη σκληρότερη καταδίκη. Ένας από τους αδελφούς είχε καταδικαστεί συνολικά σε 26 χρόνια φυλάκιση—κι όλα αυτά επειδή αρνήθηκε στρατιωτική υπηρεσία 18 μηνών! Τι μας διατήρησε στη διάρκεια της μακράς αυτής δοκιμασίας; Η προσευχή ήταν ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της ακεραιότητάς μας.
Κυκλοφορούσαν φήμες περίπου από το 1972 κι εμπρός, ότι η Ισπανική κυβέρνηση θα έδινε αμνηστία στους αντιρρησίες συνείδησης που ήταν τόσο χρονικό διάστημα φυλακισμένοι. Λίγες μέρες πριν τεθεί σε ισχύ η αμνηστία, 70 από τους 100 αδελφούς που επρόκειτο να αποφυλακιστούν, υπέβαλαν αιτήσεις για ολοχρόνια υπηρεσία σκαπανέα! Αυτό δίνει κάποια ιδέα της υψηλής αίσθησης Χριστιανικής ευθύνης που είχαμε αναπτύξει στα χρόνια της φυλάκισης. Δεν βλέπαμε τη νέα ελευθερία μας σαν μια δικαιολογία για να ζήσουμε για όλο τον καιρό που προφανώς χάσαμε. Αντίθετα, θέλαμε να δείξουμε στον Ιεχωβά την ευγνωμοσύνη μας για την προστασία που απολαύσαμε σ’ αυτά τα χρόνια. Και δεν επρόκειτο για μια παροδική, συναισθηματική αντίδραση—πολλοί από εκείνους τους αδελφούς είναι ακόμη στις τάξεις των σκαπανέων! Περισσότεροι από δώδεκα είναι επίσκοποι περιοχής ή περιφερείας, ή είναι σε υπηρεσία Μπέθελ, και αυτό περιλαμβάνει εμένα και τη σύζυγό μου Κονχίτα.
Μήπως σπατάλησα δέκα χρόνια της ζωής μου στη φυλακή; Η ακεραιότητα ποτέ δεν σπαταλάται. Το γενικό υπόμνημα διακράτησης ακεραιότητας από εκατοντάδες πιστούς αδελφούς φυλακισμένους στην Ισπανία έκανε το όνομα του Ιεχωβά να φτάσει στους πιο υψηλούς κύκλους της κυβέρνησης, του κοινοβουλίου και της Καθολικής Εκκλησίας. Ακόμη και ο Στρατηγός Φράνκο χρειάστηκε να αναγνωρίσει την ασυνήθιστη αυτή ομάδα των ακλόνητων Χριστιανών. Το 1970 οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ευνοήθηκαν με νομική αναγνώριση από την κυβέρνησή του.
Μέσα στις φυλακές της Ισπανίας επιζήσαμε από μια μακρά δοκιμασία υπομονής και εγκαρτέρησης. Αλλ’ ήταν μια μοναδική ευκαιρία για σοβαρή προσωπική μελέτη της Αγίας Γραφής και για την καλλιέργεια μιας στενής σχέσης με τον Ιεχωβά. Δεν σπαταλήσαμε τα πολύτιμα εκείνα χρόνια. Γι’ αυτό και πάρα πολλοί από μας βγήκαν από τη φυλακή πολύ πιο ισχυροί πνευματικά απ’ όσο ήταν όταν μπήκαν στη φυλακή. Για πολλά χρόνια ‘μας καταδίωξαν, αλλά δεν κλονιστήκαμε· μας κατέβαλαν, αλλά ποτέ δεν καταστραφήκαμε’.—2 Κορινθίους 4:9.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 20]
Και στην απομόνωση ακόμη, είχα μια σταθερή υπόμνηση ότι δεν ήμουν μόνος
[Εικόνα στη σελίδα 22]
Ο Γκραντ Σούτερ, που πέθανε πρόσφατα (στο κέντρο), μέλος του Κυβερνώντος Σώματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά, επισκέφθηκε τη στρατιωτική φυλακή του Κάδιτς (αριστερά, ο μεταφραστής Μπέρναρντ Μπάκχαουζ· δεξιά, ο Φερνάνδο Μαρίν)