Ερωτήσεις από Αναγνώστες
◼ Αν κάποιος έχει υπογράψει μια Δήλωση Υπόσχεσης Πιστότητας, μπορεί αυτή η διευθέτηση να πάψει να έχει ισχύ;
Η ερώτηση σχετίζεται με μια διευθέτηση που δεν εφαρμόζεται στις περισσότερες χώρες. Έτσι, ας δούμε πρώτα τι είναι αυτή η επίσημη προσωρινή διευθέτηση.
Η Σκοπιά 15 Ιουνίου 1977 εξέτασε ένα πρόβλημα που υπάρχει σε μερικές χώρες. Αν και ο Θεός επιτρέπει το διαζύγιο για Γραφικούς λόγους, μερικές κυβερνήσεις δεν δίνουν διαζύγιο. (Ματθαίος 19:9) Ή μπορεί να είναι πολύ δύσκολο να πάρει κανείς νομικό διαζύγιο, αυτό μπορεί να απαιτεί πολλά χρόνια. Έτσι, εκείνο το τεύχος του περιοδικού εξήγησε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν το δικαίωμα που ισχύει μόνο σε εκείνες τις χώρες, να χρησιμοποιήσουν μια Δήλωση Υπόσχεσης Πιστότητας. Σκεφτείτε ένα παράδειγμα αυτής της διευθέτησης:
Μια γυναίκα γνωρίζει τη Χριστιανική αλήθεια ενώ συζεί με κάποιον άντρα (ίσως έχει και παιδιά μαζί του) που είναι χωρισμένος πολύ καιρό από τη νόμιμη σύζυγό του. Η νεοενδιαφερόμενη γυναίκα τού είναι πιστή και θέλει να τον παντρευτεί, αλλά αυτό είναι αδύνατο επειδή ο νόμος δεν του επιτρέπει να πάρει διαζύγιο από τη νόμιμη σύζυγό του. Τότε, αν οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας είναι σίγουροι ότι η σχέση της μ’ αυτόν τον άντρα θα είναι αποδεχτή από τον Θεό κατά τα άλλα, θα της επιτρέψουν να υπογράψει μια Δήλωση Υπόσχεσης Πιστότητας. Σ’ αυτή δηλώνει ότι έχει κάνει ό,τι ήταν δυνατό για να νομιμοποιήσει αυτήν τη σχέση, ότι αναγνωρίζει ενώπιον του Θεού τη δεσμευτική φύση της Δήλωσης, και ότι υπόσχεται να παντρευτεί νόμιμα μόλις αυτό γίνει δυνατό, οπότε θα πάψει να έχει ισχύ η Δήλωση με την οποία μπόρεσε να γίνει μέλος της Χριστιανικής εκκλησίας.
Όμως, εγείρεται το ερώτημα: Όταν, εκείνη (ή οποιοσδήποτε που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση) γίνει μέλος της εκκλησίας υπογράφοντας μια τέτοια Δήλωση, υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος να πάψει να έχει ισχύ ή με τον οποίο να γίνει δυνατό να πάψει να ισχύει;
Η ίδια η Δήλωση λέει ότι αυτός που υπογράφει ‘αναγνωρίζει αυτήν τη σχέση του ή της ως δεσμευτική ενώπιον του Ιεχωβά Θεού και ενώπιον όλων των ανθρώπων, και δέχεται να την τηρήσει και να την τιμήσει σε πλήρη συμμόρφωση με τις αρχές του Λόγου του Θεού’. Έτσι λοιπόν, από την πλευρά της εκκλησίας η Δήλωση είναι τόσο ηθικά δεσμευτική όσο ένας νομικός γάμος. Όμως, ο θάνατος ενός από τους συντρόφους τερματίζει το γάμο ή το δεσμό που βρίσκεται κάτω από μια τέτοια Δήλωση. (Ρωμαίους 7:2) Η Αγία Γραφή λέει επίσης ότι αν ένας γαμήλιος σύντροφος είναι ένοχος πορνείας (σεξουαλικής ανηθικότητας έξω από το δεσμό), το αθώο μέλος μπορεί να πάρει διαζύγιο. (Ματθαίος 5:32· 19:9) Παράλληλα, όταν ισχύει μια Δήλωση Υπόσχεσης Πιστότητας, η ανηθικότητα ενός συντρόφου μπορεί να αποτελέσει το λόγο για να διαλυθεί ο δεσμός αν το θελήσει το αθώο μέλος. Ο αθώος Χριστιανός πρέπει να φέρει αποδείξεις στους πρεσβυτέρους για την απιστία. Έτσι, η Δήλωση παύει να έχει ισχύ, από εκεί και ύστερα ο αθώος είναι Γραφικά ελεύθερος.
Το γεγονός ότι η εκκλησία θεωρεί μια Δήλωση Υπόσχεσης Πιστότητας τόσο ηθικά δεσμευτική όσο έναν νομικό γάμο εγείρει ένα παρεμφερές ζήτημα. Αυτό δημιουργείται όταν παύει να υπάρχει το προηγούμενο κώλυμα για γάμο. Ας υποθέσουμε, στο παραπάνω παράδειγμα, ότι η νόμιμη γυναίκα αυτού του άντρα πεθαίνει ή ότι η κυβέρνηση νομιμοποιεί το διαζύγιο, και αυτός είναι πρόθυμος να παντρευτεί νόμιμα τη Χριστιανή γυναίκα. Σ’ αυτήν την περίπτωση η αδελφή δεν μπορεί να συνεχίσει να βρίσκεται κάτω από την ισχύ της Δήλωσης Υπόσχεσης Πιστότητας, ακόμα και αν υπάρχουν αιτίες, όπως το ότι θα προξενήσει δυσχέρειες το να νομιμοποιήσει τη σχέση τώρα, ή το ότι μπορεί να χάσει μερικά υλικά πλεονεκτήματα. Σύμφωνα με τη δήλωσή της, πρέπει να κάνει ενέργειες τώρα για να νομιμοποιήσει το δεσμό τους. Αλλιώς, η εκκλησία θα θεωρήσει άκυρη τη Δήλωση και εκείνη πρέπει ή να χωρίσει από αυτόν τον άντρα ή να αποκοπεί.
Τι συμβαίνει όμως αν ο άπιστος αρνείται να την παντρευτεί; Όταν εκείνη υπέγραψε τη Δήλωση, η εκκλησία θεώρησε το δεσμό ως δεσμευτικό και ηθικό. Το γεγονός ότι δεν μπορεί να πείσει τον άπιστο σύντροφό της να νομιμοποιήσει το δεσμό τους δεν κάνει το δεσμό ανήθικο. Έτσι μπορεί να συνεχίσει να είναι πιστή σύζυγος, χωρίς να χρειάζεται να χωρίσει από τον άπιστο, αν και πρέπει να συνεχίσει τις προσπάθειές της για να νομιμοποιήσει το δεσμό. (Αυτό είναι μια προσαρμογή στα σχόλια που έγιναν στις «Ερωτήσεις Από Αναγνώστες» της 1 Μαρτίου 1986.)—Παράβαλε Κριταί 11:35· Λουκάς 18:1-5.
Φυσικά, η κατάσταση αλλάζει αν και τα δυο μέλη υπέγραψαν τη Δήλωση και βαφτίστηκαν ως Χριστιανοί. Σ’ αυτήν την περίπτωση, και οι δυο ανέλαβαν επίσημη υποχρέωση να νομιμοποιήσουν τη σχέση τους όταν θα έπαυε να υπάρχει κυβερνητικό κώλυμα, οπότε και θα έπαυε να έχει ισχύ η Δήλωση. Είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν αυτό μέσα σ’ έναν λογικό χρόνο, ή αλλιώς πρέπει να χωρίσουν αν θέλουν να παραμείνουν στην εκκλησία. (Παράβαλε «Ερωτήσεις Από Αναγνώστες» στη Σκοπιά 1 Ιανουαρίου 1983.) Αν χωρίσουν, η ηθικά δεσμευτική Δήλωση ισχύει ακόμα, έτσι κανένας από τους δυο δεν είναι ελεύθερος να συνάψει σχέση με κάποιον άλλο.—Παράβαλε 1 Κορινθίους 7:10, 11.
Αν και η διευθέτηση για τη Δήλωση Υπόσχεσης Πιστότητας δεν εφαρμόζεται στις περισσότερες χώρες, η παραπάνω συζήτηση τονίζει τις Γραφικές αρχές που εφαρμόζονται παντού: «Τίμιος έστω ο γάμος εις πάντας και η κοίτη αμίαντος· τους δε πόρνους και μοιχούς θέλει κρίνει ο Θεός».—Εβραίους 13:4.