Αποτινάζοντας το Ζυγό του Πνευματισμού
Η ΣΥΜΦΟΡΑ χτύπησε την οικογένειά μου όταν ήμουνα κοριτσάκι στα 14. Τότε, ένας μοχθηρός φονιάς άρχισε να ξεπαστρεύει τους συγγενείς μου. Τα πρώτα του θύματα ήταν τα παιδιά της αδελφής μου—και τα εννιά. Μετά στράφηκε ενάντια στον άντρα της. Λίγο αργότερα, σκότωσε και μια αδελφή μου. Ακολούθησαν τέσσερις ακόμα αδελφοί και αδελφές μου, μέχρι που μείναμε μόνο εγώ και η μαμά μου. Είχα πανικοβληθεί.
Μετά, καθώς περνούσαν τα χρόνια εγώ έτρωγα, δούλευα και κοιμόμουνα κάθε μέρα παρέα με τον τρόμο. Αναρωτιόμουνα: ‘Πότε θα χτυπήσει; Και ποιανού θα ’ναι η σειρά—η δικιά μου ή της μαμάς;’
Το Παρελθόν μου
Για να σας δώσω να καταλάβετε τι έγινε μετά, θα σας πω πρώτα για το παρελθόν μου. Γεννήθηκα το 1917, στη φυλή Παραμακάρεν των Βουσνέγρων σε ένα νησί του ποταμού Μαρόνι στο Σουρινάμ. Οι πρόγονοί μου ήταν ντεν λοβενέγκρε, δηλαδή δραπέτες σκλάβοι, που κατάφυγαν στη ζούγκλα για να εξασφαλίσουν μια σκληρή, αλλά όμως ελεύθερη ζωή. Βέβαια, για να πούμε την αλήθεια, αυτή ήταν μια ζωή ελεύθερη από την ανθρώπινη δουλεία, αλλά όχι και από τη δαιμονική.
Την καθημερινή ζωή του χωριού μας την κυβερνούσε η λατρεία των δαιμόνων και των προγόνων. Μερικοί για να δέσουν με μάγια κάποιους άλλους και να τους φέρουν αρρώστια και θάνατο χρησιμοποιούσαν βίσι, δηλαδή μαύρη μαγεία, ή επιστράτευαν τη βοήθεια ενός κούνου, βασανιστή. Πίστευαν ότι οι βασανιστές αυτοί είναι άτομα που έχουν τύχει κακομεταχείρισης από κάποιο μέλος της οικογένειάς τους. Μετά το θάνατό τους, γυρίζουν δήθεν στην οικογένεια για να πάρουν εκδίκηση. Στην πραγματικότητα, όμως, οι βασανιστές αυτοί είναι διεφθαρμένοι δαίμονες που εξαναγκάζουν τους ανθρώπους να τους λατρεύουν.
Μια και ανήκα στην Ευαγγελική Αδελφική Κοινότητα, μια προτεσταντική εκκλησία, κάτι είχα μάθει και για τον Θεό. Αν και είχα μεσάνυχτα για το πώς να τον λατρεύω, το θαλερό δάσος που περιτριγύριζε το σπίτι μου μού έδινε περίσσιες αποδείξεις ότι ο Θεός είναι καλός Προμηθευτής. ‘Εγώ θέλω να λατρεύω έναν καλό Θεό και όχι ένα πονηρό πνεύμα που φέρνει βάσανα’, έλεγα με το μυαλό μου. Το ’ξερα πως οι βασανιστές διασκέδαζαν βασανίζοντας τα απρόθυμα θύματά τους μέχρι να πεθάνουν.
Φανταστείτε πόσο συνταράχτηκα όταν διαπίστωσα πως εχθροί της οικογένειάς μας μάς είχαν στείλει έναν κούνου. Ήμουνα στα 14 όταν αυτός ο κούνου έβαλε μπρος τη θανατηφόρα του αποστολή. Μετά από είκοσι έξι χρόνια, είχαμε απομείνει μόνο εγώ και η μαμά.
Η Πρώτη Επαφή
Η μαμά δούλευε σκληρά. Μια μέρα, την ώρα που πήγαινε στο κτήμα της, έπεσε και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ο κούνου είχε διαλέξει τη μαμά μου. Η υγεία της όσο πήγαινε και χειροτέρευε και τελικά παράλυσε. Είχε ανάγκη από βοήθεια—τη δική μου βοήθεια. Αλλά εγώ ήμουνα διχασμένη ανάμεσα στην αγάπη που της είχα και στο φόβο μου για το δαίμονα που την είχε κυριέψει. Στις επιθέσεις του κούνου, όμως, η καημένη η μαμά βογγούσε τόσο πονεμένα που δεν μπορούσα να το αντέξω άλλο πια και της ακούμπαγα το κεφάλι στα γόνατά μου για να την ανακουφίσω. Εκείνη, τότε, ηρεμούσε, μα εγώ ένιωθα «χέρια» να σφίγγουν το κορμί μου.
Άμα έκανα να φύγω, η μαμά ξανάρχιζε να βογγάει. Καθόμουνα, λοιπόν, για χάρη της και υπόμενα τις πρώτες μου ανατριχιαστικές επαφές μ’ αυτόν το φονιά. Ήμουνα, τότε, στα 40.
Πιο Έντονες Επιθέσεις
Η μαμά πέθανε. Τρεις μόλις μέρες μετά, άκουσα μια φιλική φωνή να μου λέει: «Λιντίνα, Λιντίνα, δεν μ’ ακούς; Σε φωνάζω». Από τότε άρχισε ένα τόσο μεγάλο μαρτύριο που ευχόμουνα να έχω γρήγορο θάνατο.
Στην αρχή ο δαίμονας μ’ ενοχλούσε μόνο όταν έπεφτα να κοιμηθώ. Πάνω που μ’ έπαιρνε ο ύπνος, η φωνή με ξυπνούσε, μου μιλούσε για νεκροταφεία και για θάνατο. Επειδή έχανα τον ύπνο μου ένιωθα αδύναμη, μολονότι ήμουνα ακόμη ικανή να φροντίζω τα παιδιά μου.
Αργότερα ο δαίμονας έκανε πιο έντονες τις επιθέσεις του. Αρκετές φορές ένιωθα σαν να με στραγγάλιζε. Προσπαθούσα να το σκάσω, αλλά δεν μπορούσα γιατί ήταν σαν να πίεζε το κορμί μου ένα ασήκωτο βάρος. Ήθελα να στριγκλίσω, μα δεν έβγαινε η φωνή μου. Παρ’ όλα αυτά, αρνιόμουνα να λατρέψω τον καταδιώκτη μου.
Κάθε φορά που συνερχόμουνα από μια επίθεση, ξανάρχιζα τη δουλειά στα κτήματα, καλλιεργούσα μανιόκα και ζαχαροκάλαμο και τα πουλούσα στην αγορά μιας μικρής παραλιακής πόλης. Είχε γίνει πιο εύκολο να τα βγάζω πέρα, αλλά δεν είχαν έρθει ακόμα τα χειρότερά μου βάσανα.
Ψάχνοντας για Γιατρειά
Μια μέρα άκουσα τη δυσοίωνη φωνή του δαίμονα να λέει: «Θα κάνω την κοιλιά σου να πρηστεί σα μπάλα». Σε λίγες μέρες, παρουσιάστηκε ένα σκληρό εξόγκωμα στην κοιλιά μου που όλο και μεγάλωνε μέχρι που ήμουνα σαν έγκυος. Κυριολεκτικά πανικόβλητη, αναρωτιόμουνα: ‘Δεν μπορεί ο Θεός, ο Δημιουργός, να με βοηθήσει να ξεφορτωθώ αυτόν τον κούνου; Δεν μπορεί να στείλει ένα καλό και ισχυρότερο πνεύμα να τον διώξει;’ Για να πάρω απάντηση, πήγα σε έναν μπονούμαν, σε έναν μάγο-γιατρό δηλαδή.
Ο πρώτος μάγος-γιατρός μού έδωσε ταπούς, δηλαδή φυλαχτά, αλλά το πρήξιμο δεν έφευγε. Εγώ, όμως, το ’χα πάρει απόφαση να γιατρευτώ και γι’ αυτό ταξίδευα από τον έναν μπονούμαν στον άλλον—αλλά του κάκου. Το διάστημα που μεσολαβούσε μεταξύ των επισκέψεων, συνέχιζα να δουλεύω στα κτήματα για να βγάζω λεφτά προκειμένου να αγοράζω μπύρα, κρασί, σαμπάνια και ρούχα για να πληρώνω τους μάγους-γιατρούς. Ξανά και ξανά εκείνοι με συμβούλευαν: «Γονάτισε μπροστά στον κούνου. Ικέτεψέ τον σαν να ’ναι ο αφέντης σου. Λάτρεψέ τον και θα σ’ αφήσει ήσυχη». Αλλά πώς μπορούσα να γονατίσω μπροστά σε ένα πνεύμα που με τυραννούσε και ήθελε να με σκοτώσει; Μου ήταν αδύνατο.
Ωστόσο, απελπισμένη όπως ήμουνα έκανα ό,τι άλλο μου έλεγαν οι μάγοι-γιατροί. Ένας με φρόντιζε πέντε ολόκληρους μήνες. Μου έκανε μπάνιο με βότανα και έστυβε το χυμό 11 φυτών μέσα στα μάτια μου—«για να εξαγνιστούν», όπως έλεγε, την ώρα που εγώ στρίγκλιζα από τον πόνο. Όταν όμως τέλειωσε η θεραπεία, γύρισα σπίτι απένταρη, κακοποιημένη και άρρωστη όσο ποτέ άλλοτε.
«Ήρθε το Τέλος σου»
Ένας γιος μου, που μένει στην Ολλανδία, μου ’στειλε λεφτά να συνεχίσω να ψάχνω για βοήθεια. Έτσι, πήγα σε κάποιον διπλωματούχο γιατρό στην πρωτεύουσα. Αφού με εξέτασε, μου είπε: «Δεν μπορώ να σου κάνω τίποτα. Πήγαινε να σε δει ένας μπονούμαν». Τότε και εγώ πήγα σε ένα μέντιουμ που καταγόταν από την Ανατολική Ινδία—μα και πάλι δεν βγήκε τίποτα. Ξεκίνησα να πάω σπίτι, αλλά κατάφερα να φτάσω μόνο μέχρι την πρωτεύουσα, όπου και πήγα στο σπίτι μιας κόρης μου. Εκεί κατάρρευσα—άφραγκη και άρρωστη. Άδικα είχα χαραμίσει 17 χρόνια και 15.000 φιορίνια (περίπου 1.000.000 δραχμές) ψάχνοντας για γιατρειά. Ήμουνα 57 χρονών.
—Ξεμπέρδεψα με σένα. Ήρθε το τέλος σου, με απείλησε στη συνέχεια ο δαίμονας.
—Μα, δεν είσαι ο Θεός ούτε είσαι ο Ιησούς, φώναξα.
—Ούτε καν ο Θεός δεν μπορεί να με σταματήσει. Οι μέρες σου είναι μετρημένες, αποκρίθηκε ο δαίμονας.
Ο Τελικός Αγώνας
Πέρασαν λίγες βδομάδες. Η Μίνα, μια γειτόνισσα που ήταν ολοχρόνια διάκονος των Μαρτύρων του Ιεχωβά, ρώτησε την κόρη μου πώς πήγαινα και είπε: «Υπάρχει τρόπος να βοηθηθεί η μητέρα σου, αλλά μόνο με την Αγία Γραφή». Το αυτί μου έπιασε τη συζήτηση και πήγα προς το μέρος τους. Πριν φτάσω εκεί, όμως, έπεσα στο έδαφος. Η Μίνα έτρεξε κοντά μου και μου είπε: «Αυτός ο δαίμονας δεν θα σ’ αφήσει σε ησυχία. Μόνο ο Ιεχωβά μπορεί να σε βοηθήσει, κανένας άλλος». Έπειτα έκανε μαζί μου μια προσευχή και άρχισε να έρχεται να με βλέπει. Αλλά όσο πιο πολύ με επισκεπτόταν τόσο πιο λυσσασμένες γίνονταν οι επιθέσεις του δαίμονα. Τις νύχτες, το κορμί μου τρανταζόταν τόσο βίαια που όλοι στο σπίτι έμεναν ξάγρυπνοι. Σταμάτησα να τρώω και ήταν στιγμές που έχανα τελείως τα λογικά μου.
Η κατάστασή μου έγινε τόσο σοβαρή που οι γιοι μου ήρθαν από την ενδοχώρα για να με πάρουν να πεθάνω στο χωριό μου. Επειδή ήμουνα πολύ αδύναμη για να ταξιδέψω, τους είπα όχι. Ένιωθα, όμως, πως ο θάνατος πλησίαζε και γι’ αυτό φώναξα τους Μάρτυρες για να τους αποχαιρετήσω. Η Μίνα μου εξήγησε από την Αγία Γραφή ότι και αν ακόμα πέθαινα, υπήρχε η ελπίδα της ανάστασης.
—Ανάσταση; Τι εννοείς;
—Ο Θεός μπορεί να σε εγείρει σε ζωή στον Παράδεισο, μου απάντησε. Μια αχτίδα ελπίδας!
Αλλά, εκείνη τη νύχτα με κυρίεψε ο δαίμονας. Σαν σε έκσταση, μου φάνηκε πως έβλεπα τον κούνου και πίσω του πλήθος ανθρώπων. Κορόιδευε: «Νομίζει πως θα αναστηθεί». Και το πλήθος γελούσε όλο και πιο πολύ. Εκείνη τη στιγμή όμως έκανα κάτι που δεν το ’χα ξανακάνει ποτέ πριν. Φώναξα: «Ιεχωβά! Ιεχωβά!» Ήταν το μόνο που ήξερα να πω. Και ο δαίμονας έφυγε!
Οι γιοι μου ξανάρθαν και με θερμοπαρακαλούσαν: «Έλα μαμά, μη πεθάνεις στην πόλη. Άσε να σε πάμε στο χωριό σου». Είπα όχι, γιατί ήθελα να μάθω κι άλλα για τον Ιεχωβά. «Εντάξει, μπορεί παρ’ όλα αυτά να πεθάνω», τους είπα, «αλλά τουλάχιστο θα ’χω υπηρετήσει τον Δημιουργό».
Σαν Πύργος Οχυρός
Η Μίνα και άλλοι Μάρτυρες συνέχισαν να με επισκέπτονται. Με δίδαξαν να προσεύχομαι στον Ιεχωβά. Μεταξύ άλλων, μου είπαν για το ζήτημα ανάμεσα στον Ιεχωβά και τον Σατανά και πώς ο Διάβολος έφερε βάσανα στον Ιώβ για να τον κάνει να αποκηρύξει τον Θεό. Τα πράγματα που μάθαινα μου δυνάμωναν την απόφαση να μη λατρέψω ποτέ το δαίμονα. Οι Μάρτυρες μού διάβασαν ένα Γραφικό εδάφιο που το αγάπησα πολύ: «Το όνομα του Κυρίου [Ιεχωβά (ΜΝΚ)] είναι πύργος οχυρός· ο δίκαιος, καταφεύγων εις αυτόν, είναι εν ασφαλεία».—Παροιμίαι 18:10.
Σιγά-σιγά, δυνάμωνα. Όταν ο γιος μου ξανάρθε, του είπα να περιμένει έξω. Ντύθηκα και έβαλα την μπλούζα μου μέσα από τη φούστα για να φαίνεται ότι το πρήξιμο είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Μετά βγήκα έξω.
—Αυτή είναι η μαμά; αναφώνησε ο γιος μου.
—Ναι, εγώ είμαι—χάρη στον Ιεχωβά, τον Θεό μου!
Έλαβα τη Στάση Μου
Από τη στιγμή που μπορούσα να περπατάω λίγο, πήγαινα στην Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Εκεί οι φίλοι μου μού έδιναν τόσο πολύ θάρρος που ποτέ δεν έπαψα να παρακολουθώ τις συναθροίσεις. Μετά από λίγους μήνες, συνόδεψα τους Μάρτυρες στο δημόσιο έργο κηρύγματος. Λίγο αργότερα, βαφτίστηκα και έγινα δούλη του Ιεχωβά, του αγαπημένου μου Ελευθερωτή. Ήμουνα στα 58 μου.
Υπήρχε, όμως, κάτι ακόμη που έπρεπε να γίνει. Πριν από χρόνια, εκεί στο καλύβι μου στο χωριό, είχα στήσει ένα βωμό που πάνω του πρόσφερα θυσίες στους προγόνους μου. Για να είμαι πνευματικά καθαρή, έπρεπε να τον καταστρέψω. Ζήτησα από τον Ιεχωβά να με βοηθήσει, γιατί η ενέργειά μου αυτή θα μπορούσε να ξεσηκώσει τους χωρικούς. Μόλις έφτασα στο καλύβι και άνοιξα την πόρτα, κάποιος ξεφώνισε: «Πίγκος!» (Αγριογούρουνα!) Ένα κοπάδι διέσχιζε το νησί και είχε μπει στο ποτάμι για να περάσει απέναντι. Αμέσως, όλοι, μικροί και μεγάλοι, έτρεξαν να πιάσουν την εύκολη αυτή λεία, και το χωριό έμεινε έρημο. Κατασυγκινημένη, γονάτισα και ευχαρίστησα τον Ιεχωβά γι’ αυτή την έκβαση. Γρήγορα-γρήγορα, τράβηξα έξω το βωμό, έριξα πάνω του πετρέλαιο και του ’βαλα φωτιά. Ο βωμός είχε γίνει στάχτη πριν γυρίσει ο κόσμος. Φυσικά, το ανακάλυψαν, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα πια. Έτσι, με ειρήνη διάνοιας, γύρισα στην πρωτεύουσα.
Από τη Δυστυχία στην Ευτυχία
Ήρθαν κατόπιν κι άλλες ευλογίες. Ο γιος μου στην Ολλανδία δεν πίστευε τις ιστορίες που άκουγε για μένα και μπήκε σε ένα αεροπλάνο και ήρθε στο Σουρινάμ για να με δει με τα ίδια του τα μάτια. Χάρηκε τόσο που είδε πως ήμουνα καλά που μου αγόρασε ένα υπέροχο σπίτι στην πρωτεύουσα, όπου και μένω μέχρι σήμερα. Τι αλλαγή ήταν αυτή που δοκίμασα—από απένταρη σκλάβα των δαιμόνων σε δούλη του Ιεχωβά που δεν της λείπει τίποτα.
Τώρα, έντεκα χρόνια μετά το βάφτισμά μου, έχω ακόμα περισσότερες αιτίες ευγνωμοσύνης. Τρία παιδιά μου και ένας γαμπρός μου ενδιαφέρθηκαν για τη βιβλική αλήθεια υποκινημένοι από τις πολλές ευλογίες που έχω λάβει, και αφιέρωσαν τελικά τη ζωή τους στον Ιεχωβά Θεό. Επανειλημμένα έχω αφηγηθεί την πείρα μου με το δαιμονισμό όταν αδελφοί και αδελφές με παίρνουν και πάμε σε άτομα που κάνουν Γραφική μελέτη, τα οποία δεν έχουν το κουράγιο να απελευθερωθούν από τους δαίμονες. Έτσι, ακόμα και εκείνα τα τρομερά χρόνια προσφέρουν κάτι στη δράση του κηρύγματος της Βασιλείας.
Δεν βρίσκω λόγια να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στον Ιεχωβά, τον Θεό μου. Αληθινά, έχω δει το παντοδύναμο χέρι του να ενεργεί για χάρη μου. Πράγματι, ο Ιεχωβά στάθηκε καλός μαζί μου.—Παράβαλε Ψαλμός 18:17-19.
[Εικόνα στη σελίδα 7]
Στον αγώνα της για απελευθέρωση από τον πνευματισμό, η Λιντίνα βαν Χίνεν έμαθε ότι ‘το όνομα του Ιεχωβά είναι πύργος οχυρός’
[Εικόνα στη σελίδα 9]
Η ενδοχώρα του Σουρινάμ όπου πολλοί είναι αιχμάλωτοι του πνευματισμού