Ο Ιεχωβά με Έχει Στηρίξει ως Φίλος
Όπως το αφηγήθηκε η Μαρία Χόμπαχ
ΟΤΑΝ ήμουν εξάχρονο κοριτσάκι, έμαθα στο σχολείο το ωραίο γερμανικό παραδοσιακό τραγούδι: «Ξέρεις πόσα άστρα είναι στο γαλάζιο ουρανό; . . . Ο Θεός, ο Κύριος, τα ’χει μετρήσει όλα, δεν λείπει ούτε ένα . . . Ξέρει κι εσένα και σ’ αγαπάει βαθιά». (Μεταφρασμένο από τα γερμανικά.) Μια μέρα που το τραγουδούσα, η μητέρα μου είπε: «Ξέρει κι εσένα και σ’ αγαπάει». Από εκείνη τη στιγμή, ο Θεός έγινε σαν φίλος μου. Αποφάσισα να του ανταποδώσω την αγάπη του. Αυτό συνέβηκε πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μέναμε στο Μπαντ Εμς, στον ποταμό Λαν.
Δεκαεφτά χρόνια αργότερα, όταν έκανα διακοπές το 1924, συνάντησα ένα κορίτσι της ηλικίας μου. Ανήκε στους Σπουδαστές των Γραφών, που σήμερα είναι γνωστοί ως Μάρτυρες του Ιεχωβά. Για τέσσερις βδομάδες, κάναμε έντονες συζητήσεις σχετικά με τη θρησκεία. Κατόπιν ήρθε στο προσκήνιο το θέμα της «κόλασης». «Δεν θα έχωνες μια γάτα ζωντανή μέσα σ’ ένα καυτό φούρνο, έτσι δεν είναι;» ρώτησε εκείνη. Αυτό με χτύπησε σαν κεραυνός και αναγνώρισα ότι με είχαν ξεγελάσει αδιάντροπα. Τώρα μπορούσα να μάθω τα πάντα για τον Θεό—τι είδους πρόσωπο είναι, στην πραγματικότητα, όλα όσα ήθελα να μάθω γι’ αυτόν από τότε που ήμουν παιδί!
Για μένα ήταν σαν να ανακάλυπτα «θησαυρόν κεκρυμμένον εν τω αγρώ». (Ματθαίος 13:44) Όταν γύρισα σπίτι έτρεξα με ενθουσιασμό στους γείτονες, με την καρδιά μου έτοιμη να σπάσει από την επιθυμία να τους πω τα καινούρια πράγματα που είχα μάθει. Λίγο αργότερα, μετακόμισα στη νότια γερμανική πόλη Ζιντελφίνγκεν, όπου έμενε μια ομάδα 20 περίπου Σπουδαστών των Γραφών. Με ζήλο ενώθηκα μαζί τους σ’ αυτή την καινούρια ευαγγελιστική δραστηριότητα από σπίτι σε σπίτι.
Η πρώτη φορά που άκουσα για την υπηρεσία σκαπανέα ήταν το 1929, στη διάρκεια μιας ομιλίας που έδωσε ένας αδελφός ο οποίος ήταν περιοδεύων διάκονος. Ρώτησε ποιος θα ήταν πρόθυμος να γίνει σκαπανέας. Αυθόρμητα σήκωσα το χέρι μου. Για μένα δεν υπήρχαν «αν» και «αλλά». «Ιδού, εγώ, απόστειλόν με», έλεγε η καρδιά μου.—Ησαΐας 6:8.
Παραιτήθηκα από την εργασία γραφείου που είχα και, την 1η Οκτωβρίου 1929, άρχισα την υπηρεσία ειδικού σκαπανέα, όπως λέγεται σήμερα, στη νοτιοδυτική Γερμανία. Στο Λίμπουργκ, στη Βόννη, πάνω στα φορτηγά πλοία που έκαναν διεθνείς μεταφορές και βρίσκονταν στο λιμάνι της Κολωνίας, καθώς και σε άλλες τοποθεσίες, σπέρναμε το σπόρο της αλήθειας γρήγορα και γενναιόδωρα χρησιμοποιώντας έντυπα.—Εκκλησιαστής 11:1.
Δοκιμάζω τη Φιλία του Θεού
Όταν ο Αδόλφος Χίτλερ εγκαθίδρυσε τη δικτατορία του στη Γερμανία το 1933, αναγκάστηκα να σταματήσω την υπηρεσία σκαπανέα και να επιστρέψω στο Μπαντ Εμς. Οι αρχές ανακάλυψαν σύντομα ότι δεν είχα ψηφίσει στις εκλογές. Δυο μέρες αργότερα, δυο αστυνομικοί ήρθαν να ερευνήσουν το δωμάτιό μου. Σε μια γωνιά, στεκόταν μόνο του το καλάθι των αχρήστων· μόλις μια στιγμή πρωτύτερα, είχα πετάξει εκεί όλες τις διευθύνσεις άλλων Μαρτύρων που είχα. Δεν μου έμεινε καιρός να το αδειάσω! Οι αστυνομικοί έψαξαν τα πάντα—εκτός απ’ αυτό το καλάθι.
Πόσο εκτιμούσα το γεγονός ότι και η αδελφή μου, η Άννα, είχε στο μεταξύ δεχτεί τη φιλία με τον αληθινό Θεό! Μαζί, το 1934, μετακομίσαμε στην πόλη Φρόιντενσταντ κι εκεί αρχίσαμε με προσοχή να μοιράζουμε Γραφικά έντυπα. Μια φορά, στη διάρκεια των διακοπών, καταφέραμε να κάνουμε με το τρένο μια επίσκεψη-αστραπή στην πόλη μας, το Μπαντ Εμς, όπου μοιράσαμε γρήγορα ένα ολόκληρο κουτί με 240 βιβλιάρια και κατόπιν εξαφανιστήκαμε. Οι παρενοχλήσεις της Γκεστάπο στο Φρόιντενσταντ μας έπεισαν να μετακομίσουμε σε μια άλλη πόλη, και το 1936 πήγαμε στη Στουτγκάρδη. Εκεί, επιδίωξα να έρθω σ’ επαφή με τους υπευθύνους μας που δρούσαν υπό την επιφάνεια κι αμέσως μου δόθηκε «έργο». Λάβαινα τακτικά έγχρωμες κάρτες που έγραφαν χαιρετισμούς. Στην πραγματικότητα, αυτά ήταν κρυφά μηνύματα. Το έργο μου ήταν να τις φέρνω σ’ ένα μυστικό μέρος στην πόλη. Για να μη βάλω σε κίνδυνο αυτή τη δραστηριότητα, μου λέχτηκε να μη μοιράζω καθόλου έντυπα. Όλα πήγαιναν ομαλά ως τον Αύγουστο του 1938.
Μια μέρα, έλαβα μια κάρτα που μου έδινε την οδηγία να σταθώ μπροστά σε μια πασίγνωστη εκκλησία κάποιο συγκεκριμένο βράδυ. Εκεί θα λάβαινα περαιτέρω πληροφορίες. Πήγα στον τόπο συνάντησης. Ήταν βαθύ σκοτάδι. Κάποιος άντρας συστήθηκε ως Γιούλιους Ρίφελ. Ήξερα ότι αυτό ήταν το όνομα ενός πιστού αδελφού που δούλευε υπό την επιφάνεια. Μου είπε βιαστικά να ταξιδέψω ως το Μπαντ Εμς, σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία, για να συναντήσω κάποιον. Εξαφανίστηκε γρήγορα.
Ωστόσο, στο σταθμό του Μπαντ Εμς, με περίμενε μόνο η Γκεστάπο. Τι δεν είχε πάει καλά; Ο άντρας μπροστά στην εκκλησία—στην πραγματικότητα ένας πρώην αδελφός από τη Δρέσδη, ο Χανς Μίλερ, που ήξερε τα πάντα για το υπό την επιφάνεια έργο στη Γερμανία και είχε αρχίσει να συνεργάζεται με την Γκεστάπο—μου είχε στήσει παγίδα. Αλλά η παγίδα δεν έπιασε. Λίγο καιρό πριν, η μητέρα μου με είχε ειδοποιήσει ότι είχε πάθει ένα ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο κι εγώ, σε απάντηση, είχα υποσχεθεί να την επισκεφτώ στο Μπαντ Εμς σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Ευτυχώς αυτή η ημερομηνία συνέπεσε με την «αποστολή» και τα γράμματά μας παρείχαν άλλοθι στη μετέπειτα ακροαματική διαδικασία μου. Προς έκπληξή μου, αθωώθηκα. Ναι, το Φεβρουάριο του 1939, ύστερα από πεντέμισι μήνες κράτησης, ήμουν ξανά ελεύθερη!
Ανταποκρίνομαι στη Φιλία Του
Φυσικά, δεν σκόπευα να μείνω αδρανής, ειδικά αφού οι περισσότεροι αδελφοί υπέφεραν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή είχαν συλληφθεί αλλού.
Αφότου οι υπεύθυνοι Γερμανοί αδελφοί είχαν συλληφθεί με τη βοήθεια του Μίλερ, ο Λούντβιγκ Κίρανεκ ανέλαβε τη διανομή της πνευματικής τροφής. Αυτός ο αδελφός, ένας πρώην Μπεθελίτης στο Μαγδεμβούργο, είχε μόλις αφεθεί ελεύθερος από κράτηση και με επισκέφτηκε στο Μπαντ Εμς. «Εμπρός Μαρία! Ας συνεχίσουμε το έργο», είπε. Με έφερε πίσω στη Στουτγκάρδη, όπου έπιασα μια κοσμική εργασία. Ωστόσο, η πραγματική μου εργασία, αρχίζοντας από το Μάρτιο του 1939, ήταν να μοιράζω βαλίτσες με αντίγραφα του περιοδικού Σκοπιά στη Στουτγκάρδη και στα περίχωρά της. Κι άλλοι Μάρτυρες έπαιρναν θαρραλέα μέρος σ’ αυτό το έργο.
Στο μεταξύ, ο αδελφός Κίρανεκ κάλυπτε όλη τη χώρα εκτός από το βορειοανατολικό τμήμα. Επειδή τα σπίτια των Μαρτύρων ήταν υπό παρακολούθηση, αυτός έπρεπε να κινείται με μεγάλη προσοχή και μερικές φορές αναγκαζόταν να κοιμάται στα δάση. Πότε-πότε ερχόταν στη Στουτγκάρδη με εξπρές τρένο, όπου μου υπαγόρευε ειδικές εκθέσεις για την κατάστασή μας στη Γερμανία. Έγραφα συνηθισμένα γράμματα, περνώντας αυτά τα μηνύματα ανάμεσα στις γραμμές με αόρατο μελάνι και κατόπιν τα έστελνα, μέσω μιας ειδικής διεύθυνσης που εξασφάλιζε μυστικότητα, στο Μπέθελ της Ολλανδίας.
Δυστυχώς, ένας δεύτερος αδελφός είχε γίνει προδότης ελπίζοντας να γλιτώσει την κράτηση. Ένα χρόνο αργότερα, πρόδωσε στην Γκεστάπο τις ομάδες που υπήρχαν στη Στουτγκάρδη και αλλού. Στις 6 Φεβρουαρίου 1940, συλληφθήκαμε. Ο Λούντβιγκ Κίρανεκ πήγε στο διαμέρισμα του Μίλερ στη Δρέσδη—νομίζοντας ότι ο Μίλερ εξακολουθούσε να είναι Μάρτυρας—και πιάστηκε εκεί. Αργότερα ο αδελφός Κίρανεκ καταδικάστηκε σε θάνατο και αποκεφαλίστηκε στις 3 Ιουλίου 1941.a
Οι εχθροί μας πίστευαν τώρα ότι είχαν παραλύσει ολόκληρη τη δράση μας στη Γερμανία. Αλλά είχαν ήδη γίνει διευθετήσεις ώστε να εξασφαλιστεί η συνεχής ροή του νερού της αλήθειας, ακόμη κι αν αυτό είχε λιγοστέψει τόσο πολύ ώστε να μοιάζει με μικρό ρυάκι. Για παράδειγμα, η ομάδα στο Χολτσγκερλίνγκεν κατάφερε να παραμείνει δραστήρια μέχρι το τέλος του πολέμου, το 1945.
Αυτός δεν Εγκαταλείπει τους Φίλους Του Ποτέ
Η Άννα κι εγώ, μαζί με άλλες πιστές αδελφές, είχαμε σταλεί στη φυλακή της Στουτγκάρδης. Συχνά άκουγα να δέρνουν κρατούμενους. Το να βρίσκεσαι σε απομόνωση χωρίς να έχεις να κάνεις τίποτα είναι φρικτή εμπειρία. Αλλά αφού δεν είχαμε χάσει ποτέ ούτε μία Χριστιανική συνάθροιση και ήμασταν ακόμη νέες, μπορούσαμε να θυμηθούμε σχεδόν όλα τα άρθρα της Σκοπιάς. Ως αποτέλεσμα, η πίστη μας παρέμεινε ισχυρή και μπορέσαμε να υπομείνουμε.
Μια μέρα, δυο άντρες της Γκεστάπο ήρθαν από τη Δρέσδη για να πάρουν τη συγκρατούμενή μου Γκέρτρουντ Πφίστερερ (τώρα Βούλε) κι εμένα για εξακρίβωση στοιχείων. Συνήθως, οι κρατούμενοι επιτρεπόταν να ταξιδεύουν μόνο με αργά τρένα, ώστε το ταξίδι διαρκούσε μέρες. Αλλά για μας είχε κρατηθεί ένα ολόκληρο κουπέ σ’ ένα εξπρές τρένο, παρ’ όλο που το τρένο ήταν υπερπλήρες. «Είστε πάρα πολύ σπουδαίες για μας. Δεν θέλουμε να σας χάσουμε», εξήγησαν οι αξιωματικοί.
Στη Δρέσδη, η Γκεστάπο έφερε μπροστά μου έναν τρίτο προδότη από τις τάξεις μας. Ένιωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, γι’ αυτό παρέμεινα σιωπηλή, χωρίς καν να τον χαιρετήσω. Κατόπιν μ’ έφεραν πρόσωπο με πρόσωπο με έναν ψηλό, σωματώδη άντρα ντυμένο με στρατιωτική στολή: τον προδότη Μίλερ, τον οποίο είχα συναντήσει μπροστά στην εκκλησία. Έφυγα από το δωμάτιο χωρίς να πω ούτε λέξη. Η Γκεστάπο δεν έμαθε τίποτα από μένα.
Ο καθένας απ’ αυτούς τους προδότες είχε κακό τέλος. Οι Ναζιστές έλεγαν ότι αγαπούσαν την προδοσία αλλά όχι τον προδότη. Και οι τρεις στάλθηκαν στο ανατολικό μέτωπο και δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Πόσο διαφορετική κατάληξη είχαν εκείνοι που δεν εγκατέλειψαν ποτέ τη φιλία με τον Θεό και το λαό του! Πολλοί απ’ αυτούς τους όσιους—ανάμεσά τους ο Έριχ Φροστ και ο Κόνραντ Φράνκε, που υπέφεραν πολύ για χάρη του Κυρίου και αργότερα έγιναν επίσκοποι τμήματος στη Γερμανία—επέστρεψαν ζωντανοί από το πύρινο καμίνι του διωγμού.b
Το Μάιο του 1940, οι Γκεσταπίτες στη Στουτγκάρδη—πολύ περήφανοι για τη «λεία» τους—ζήτησαν από τους συναδέλφους τους στη Δρέσδη να μας στείλουν πίσω. Οι υποθέσεις μας θα εκδικάζονταν στη νότια Γερμανία. Αλλά η Γκεστάπο στο βορρά και η Γκεστάπο στο νότο προφανώς δεν είχαν καλές σχέσεις, κι έτσι το γραφείο της Δρέσδης αρνήθηκε, οπότε αυτοί από τη Στουτγκάρδη ήρθαν και μας πήραν προσωπικά δια της βίας. Τι θα γινόταν τώρα; Η διαδρομή με το αυτοκίνητο ως το σταθμό ήταν ένα ευχάριστο ταξίδι κατά μήκος του ποταμού Έλβα· στα κελιά μας δεν είχαμε δει πράσινα δέντρα και γαλάζιο ουρανό για πολύ καιρό. Όπως και πριν, ένα ολόκληρο κουπέ στο τρένο είχε κρατηθεί μόνο για μας και μας επέτρεψαν ακόμη και να ψάλουμε ύμνους της Βασιλείας. Όταν αλλάξαμε τρένα, φάγαμε στο εστιατόριο του σταθμού. Φανταστείτε, το πρωί είχαμε φάει μόνο ένα ξερό κομμάτι ψωμί και τώρα τρώγαμε αυτό το γεύμα!
Η υπόθεσή μου φέρθηκε στο δικαστήριο στη Στουτγκάρδη, στις 17 Σεπτεμβρίου 1940. Γράφοντας και προωθώντας τα γράμματα του Λούντβιγκ Κίρανεκ, είχα πληροφορήσει ανθρώπους που ζούσαν σε ξένες χώρες για το υπό την επιφάνεια έργο μας και το διωγμό μας. Αυτό ήταν εσχάτη προδοσία, που επέσυρε την ποινή του θανάτου. Γι’ αυτό φάνηκε σαν θαύμα το ότι εγώ, η κύρια κατηγορούμενη στη Στουτγκάρδη, καταδικάστηκα μόνο σε τριάμισι χρόνια απομόνωση! Ήταν φανερό ότι ένας αξιωματούχος της Γκεστάπο με το όνομα Σλιπφ, που είχε ευνοϊκή διάθεση για μας και η συνείδησή του τον ενοχλούσε, είχε χρησιμοποιήσει την επιρροή του. Κάποτε είχε αναφέρει ότι δεν μπορούσε πια να κοιμηθεί εξαιτίας μας, «των κοριτσιών». Στη Δρέσδη δεν θα την είχα γλιτώσει τόσο εύκολα.
Ωφελούμαι Από μια Διαρκή Φιλία
Μολονότι το φαγητό στη φυλακή δεν ήταν τόσο άσχημο όσο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, έχασα πολύ βάρος και τελικά έμεινα πετσί και κόκαλο. Τα χρόνια απ’ το 1940 ως το 1942 πέρασαν κι εγώ σκεφτόμουν συχνά: ‘Μόλις λήξει η ποινή σου, θα σε βάλουν σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου θα μπορείς να είσαι παρέα με τις αδελφές και δεν θα ’σαι πια μόνη σου’. Πού να ήξερα!
Οι φρουροί έμειναν κατάπληκτοι όταν εγκρίθηκε μια αίτηση για αποφυλάκιση, που είχαν κάνει οι Καθολικοί γονείς μου. (Εγώ είχα αρνηθεί επανειλημμένα να κάνω μια τέτοια προσωπική αίτηση.) Ενώ άλλοι ομόπιστοί μου ρίχνονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, εγώ—καταδικασμένη για εσχάτη προδοσία και χωρίς να έχω συμβιβαστεί καθόλου—επρόκειτο να ξεφύγω τόσο εύκολα! Έτσι, το 1943, ήμουν ξανά ελεύθερη και μ’ αυτόν τον τρόπο ήμουν σε θέση να παίρνω, με απόλυτη προσοχή, θεοκρατική ύλη από το Χολτσγκερλίνγκεν. Αφού αντέγραφα αυτή την ύλη, την έκρυβα ανάμεσα στα τοιχώματα ενός θερμός με καφέ και την πήγαινα σε αδελφούς που ζούσαν κατά μήκος του ποταμού Ρήνου και στο τμήμα της Γερμανίας που ονομάζεται Βέστερβαλντ. Από τότε και μέχρι το τέλος του πολέμου, μπόρεσα να εργαστώ ανενόχλητη. Αργότερα έμαθα ότι ορισμένοι φιλικοί αξιωματούχοι της αστυνομίας, που έπαιρναν καταγγελίες εναντίον μας, δεν τις προωθούσαν στην Γκεστάπο.
Και τι έγινε ύστερα από το 1945; Είχα την επιθυμία να κάνω και πάλι σκαπανικό όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Εντελώς απρόσμενα ήρθε η ωραιότερη πρόσκληση που έχω λάβει ποτέ. Ποτέ, ούτε στα πιο τρελά όνειρά μου, δεν είχα σκεφτεί ότι θα με προσκαλούσαν να εργαστώ στο Μπέθελ στο Βισμπάντεν!
Και από την 1 Μαρτίου 1946 είμαι εκεί, στο Μπέθελ (που τώρα βρίσκεται στο Ζέλτερς/Τάουνους). Για πολλά χρόνια είχα την ευχαρίστηση να εργάζομαι σ’ ένα γραφείο υπό την εποπτεία του πρώην επισκόπου τμήματος, του Κόνραντ Φράνκε. Εργάστηκα επίσης με χαρά σε άλλα τμήματα, για παράδειγμα στο πλυντήριο. Ακόμη και σήμερα, σε ηλικία 87 ετών, εξακολουθώ να εργάζομαι εκεί αρκετές ώρες την εβδομάδα, διπλώνοντας πετσέτες. Αν έχετε ποτέ επισκεφτεί το Μπέθελ μας, ίσως έχουμε συναντηθεί.
Με το πέρασμα του χρόνου, είχα το προνόμιο να βοηθήσω πολλούς ανθρώπους να δεχτούν την αλήθεια, συμπεριλαμβανόμενων της μητέρας μου και άλλης μιας σαρκικής αδελφής. Ανακάλυψα ότι τα λόγια της μητέρας, «Ξέρει κι εσένα και σ’ αγαπάει» είναι αληθινά, ακριβώς όπως ήταν και τα λόγια του ψαλμωδού, «Και αυτός θέλει σε ανακουφίσει [στηρίξει, ΜΝΚ]». (Ψαλμός 55:22) Τι χαρά είναι να αγαπάω τον Ιεχωβά ενόσω εκείνος με στηρίζει ως φίλος!
[Υποσημειώσεις]