‘Ανέβηκα με Φτερούγες σαν Αετός’
Όπως το αφηγήθηκε η Ίνγκεμποργκ Μπεργκ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ πριν από εκατό και πλέον χρόνια, στις 5 Ιουνίου 1889, κοντά στο Κάστρο του Φρέδενσμπορ, λίγο βόρεια της Κοπεγχάγης. Όταν η βασιλική οικογένεια της Δανίας είχε καλεσμένους, στους οποίους συγκαταλέγονταν βασιλιάδες και αυτοκράτορες από διάφορες χώρες της Ευρώπης, προσκαλούνταν στο Φρέδενσμπορ κυρίες από ευκατάστατες οικογένειες για να βοηθήσουν στο φαγητό και στο σερβίρισμα. Όταν ήμουν κοριτσάκι, μ’ έπαιρναν συχνά μαζί και μου επέτρεπαν να παίζω και να κινούμαι ελεύθερα στο κάστρο.
Πολύ ζωντανή έχει παραμείνει στη θύμησή μου η εικόνα του Τσάρου Νικολάου Β΄ της Ρωσίας, και της οικογένειάς του. Έξω από το υπνοδωμάτιό του στεκόταν ο σωματοφύλακάς του, ένας κοζάκος με γυμνωμένο σπαθί. Οι κοζάκοι αγαπούσαν τα παιδιά κι ένας απ’ αυτούς προσπάθησε μια φορά να με σφίξει στην αγκαλιά του. Εγώ τρομοκρατήθηκα, κυρίως από την τεράστια γενειάδα του, κι έφυγα τρέχοντας μέσα στους μακριούς διαδρόμους του κάστρου.
Σε κάποια περίπτωση, ο Τσάρος Νικόλαος Β΄, ο Γερμανός Αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β΄ και ο γιος της Βασίλισσας Βικτωρίας, που έγινε αργότερα ο Βασιλιάς Εδουάρδος Ζ΄ της Αγγλίας, επισκέφτηκαν τον Δανό Βασιλιά Χριστιανό Θ΄. Καθώς έκαναν βόλτα στους δρόμους του Φρέδενσμπορ, μιλώντας με καλοσύνη στο λαό, ο Τσάρος Νικόλαος χάιδεψε το κεφάλι μου κι εγώ του υποκλίθηκα. Οι καιροί τότε ήταν ειρηνικοί και οι ηγέτες των εθνών δεν φοβούνταν για την ασφάλειά τους, όπως συμβαίνει σήμερα.
Η Ειρήνη Εξαφανίζεται
Το 1912, άρχισα να εργάζομαι ως νοσοκόμα στη Νότια Γιουτλάνδη, υπηρετώντας τους δανόφιλους που ζούσαν από τη γερμανική πλευρά των συνόρων. Η Νότια Γιουτλάνδη εξουσιαζόταν από τους Γερμανούς από τότε που έλαβε χώρα ο πόλεμος ανάμεσα στη Δανία και την Πρωσσία, το 1864. Εγώ βοηθούσα μητέρες με νεογέννητα και γνωρίστηκα καλά με πολλές απ’ αυτές τις νεαρές οικογένειες.
Το 1914, παντρεύτηκα ένα Δανό μεθοριακό φύλακα και άρχισα να ζω από τη δανική πλευρά των συνόρων. Μετά από λίγο, ξέσπασε ο πόλεμος. Αργότερα, αυτός ονομάστηκε Μεγάλος Πόλεμος και τελικά Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ένα πρωινό, πέρασαν αγκαθωτό σύρμα κατά μήκος των συνόρων για να μην μπορεί να τα περάσει κανείς ελεύθερα. Η ειρήνη και η ασφάλεια που ξέραμε μέχρι τότε εξαφανίστηκαν.
Γνωρίσαμε από κοντά τη φρίκη και τον παραλογισμό του πολέμου όταν μάθαμε πως οι νεαροί πατέρες απ’ όλες τις οικογένειες που είχα επισκεφτεί ως νοσοκόμα, κλήθηκαν να καταταγούν στο στρατό. Κι όλοι τους, με εξαίρεση έναν, έπεσαν στο Δυτικό Μέτωπο στη Μάρνη! Ήταν φοβερό να σκέφτεται κανείς τις νεαρές χήρες που έχασαν το σύζυγό τους και τα παιδιά που έχασαν τον πατέρα τους. Πώς θα μπορούσαν αυτές οι νεαρές γυναίκες να φροντίσουν τα αγροκτήματά τους; «Πού είναι ο Θεός;» αναρωτήθηκα.
Στη διάρκεια του πολέμου, η κατάσταση στα σύνορα ήταν συχνά πολύ τεταμένη, καθώς πρόσφυγες προσπαθούσαν να τα περάσουν. Εγώ είχα διοριστεί να κάνω σωματική έρευνα σε γυναίκες τις οποίες υποπτεύονταν ότι προσπαθούσαν να βγάλουν πράγματα λαθραία. Συνήθως επρόκειτο για φαγητό και συχνά εγώ έκανα πως δεν έβλεπα και τις άφηνα να περάσουν. Ο πόλεμος έληξε το 1918, και το 1920 η Νότια Γιουτλάνδη ενώθηκε πάλι με τη Δανία.
Βρίσκω την Πίστη στον Θεό
Μολονότι η πίστη μου στον Θεό είχε κλονιστεί εξαιτίας όλων των αδικιών που είδα, αναζητούσα κάποιο σκοπό στη ζωή. Ο Άλφρεντ, ο σύζυγός μου, κι εγώ πηγαίναμε τακτικά στην εκκλησία, αλλά δεν παίρναμε απάντηση στις ερωτήσεις μας.
Το 1923, μετακομίσαμε σ’ ένα μικρό αλιευτικό χωριό, στο Φιόρδ Φλένσμπορ, και ο Άλφρεντ άρχισε να εργάζεται ως ψαράς. Σύντομα γνωριστήκαμε με μια οικογένεια που ήταν Βαπτιστές. Αν και ήμασταν Λουθηρανοί, δεχτήκαμε μια μέρα την πρόσκληση που μας έκαναν να ακούσουμε μια Βιβλική ομιλία στο Φέρι Ιν στο Έγκερνσουντ. Προτού πάμε, γονάτισα και προσευχήθηκα: «Αν υπάρχει Θεός, εισάκουσε σε παρακαλώ την προσευχή μου!»
Η ομιλία είχε να κάνει με τη γυναίκα στο πηγάδι της Σιχάρ και διήγειρε μέσα μου την επιθυμία να διαβάσω την Αγία Γραφή. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνω, σαν να λέγαμε, νέο άτομο! Έγραψα στη μητέρα μου: «Έλεγες πάντα ότι πρέπει να ακολουθήσω τον Θεό. Τώρα, νομίζω πως αυτό συνέβηκε· φοβόμουν μόνο να σου το πω από φόβο μήπως εξαφανιστεί η χαρά που αισθάνθηκα. Αλλά εξακολουθεί να υπάρχει!»
Λίγο αργότερα, το 1927, βρήκα ένα βιβλιάριο στη σοφίτα μας με τον τίτλο Ελευθερία δια τους Λαούς. Αυτό το βιβλιάριο μου κίνησε την περιέργεια και απορροφήθηκα τόσο από το περιεχόμενό του ώστε έχασα κάθε συναίσθηση τόπου και χρόνου. Μόνο όταν τα παιδιά επέστρεψαν από το σχολείο στο σπίτι και θέλησαν να φάνε, σταμάτησα να διαβάζω.
Όταν ο Άλφρεντ επέστρεψε στο σπίτι εκείνο το βράδυ, του διηγήθηκα με μεγάλο ενθουσιασμό τα όσα είχα διαβάσει. Του είπα πως, αν αυτά που έλεγε το βιβλιάριο ήταν αλήθεια, τότε η εκκλησία δεν ήταν ο οίκος του Θεού κι εμείς έπρεπε να παραιτηθούμε αμέσως απ’ αυτήν και να την εγκαταλείψουμε. Ο Άλφρεντ νόμιζε πως μια τέτοια ενέργεια θα ήταν απερίσκεπτη και μου το είπε. Αλλά συμφωνήσαμε να γράψουμε μια επιστολή στο γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στην Κοπεγχάγη και να ζητήσουμε περισσότερα έντυπα.
Απαντώντας στο αίτημά μας, έστειλαν έναν περιοδεύοντα επίσκοπο, τον Κρίστιαν Ρέμερ, να έρθει για να μας επισκεφτεί. Του δώσαμε το δωμάτιο των παιδιών και βάλαμε τα κρεβάτια τους στη σοφίτα. Το πρωί και το απόγευμα, ο αδελφός Ρέμερ κήρυττε από πόρτα σε πόρτα και κάθε βράδυ μελετούσε μαζί μας. Έμεινε κοντά μας τέσσερις μέρες και περάσαμε υπέροχα. Όταν έφυγε, ζήτησα πάλι από τον Άλφρεντ να παραιτηθούμε από την εκκλησία. Αυτή τη φορά συμφώνησε μ’ ενθουσιασμό.
Έτσι ο Άλφρεντ πήγε στον ιερέα με την παραίτησή μας. Ο ιερέας νόμισε πως ο Άλφρεντ είχε πάει για να βαφτίσει ένα ακόμη μωρό. Όταν όμως κατάλαβε το σκοπό για τον οποίο είχε πάει ο Άλφρεντ, δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Τι το λανθασμένο βρίσκεις στην εκκλησία;» ήθελε να μάθει. Ο Άλφρεντ ανέφερε τις διδασκαλίες της Τριάδας, της αθανασίας της ψυχής και των αιώνιων βασάνων. «Η Αγία Γραφή δεν διδάσκει αυτά τα πράγματα», είπε ο Άλφρεντ. Όταν ο ιερέας τού απάντησε αόριστα πως δεν συζητούσε ποτέ τέτοια θέματα με άτομα που είχαν δικές τους απόψεις, ο Άλφρεντ δήλωσε αποφασιστικά: «Θέλουμε να εγκαταλείψουμε την εκκλησία!»
Μια Αναπάντεχη Ψαριά και Βάφτισμα
Επρόκειτο να γίνει συνέλευση στην Κοπεγχάγη, αλλά δεν είχαμε αρκετά χρήματα για να κάνουμε αυτό το ταξίδι. Προσευχήθηκα στον Θεό να μας βοηθήσει να βρούμε έναν τρόπο για να πάμε εκεί, εφόσον θέλαμε να βαφτιστούμε. Λίγο πριν από τη συνέλευση, ο Άλφρεντ ξεκίνησε για ψάρεμα στο φιόρδ. Έπιασε τόσο πολλά ψάρια που γέμισε η βάρκα και μπόρεσε έτσι να πληρώσει για το ταξίδι μας. Οι ντόπιοι ψαράδες έμειναν έκπληκτοι, επειδή είχαν πιάσει πολύ λίγα ψάρια εκείνη τη χρονιά στο φιόρδ. Μετά από 50 χρόνια και πλέον, οι ντόπιοι ψαράδες εξακολουθούσαν να μιλάνε γι’ αυτό το «θαύμα». Δώσαμε στην ψαριά αυτή το όνομα ‘ψαριά του Πέτρου’. Έτσι, στις 28 Αυγούστου 1928 βαφτιστήκαμε.
Το βάφτισμα γινόταν διαφορετικά απ’ ό,τι γίνεται σήμερα. Πίσω από μια κουρτίνα βρισκόταν η πισίνα του βαφτίσματος. Όταν άνοιξε η κουρτίνα, είδαμε τον αδελφό Κρίστιαν Γιένσεν έτοιμο να κάνει το βάφτισμα. Ήταν ντυμένος με φράκο και στεκόταν στο μέσο της πισίνας, μέχρι τη μέση στο νερό. Εμείς, οι υποψήφιοι για βάφτισμα, ήμασταν ντυμένοι με μακριές άσπρες φορεσιές. Πρώτα βαφτίζονταν οι άντρες και μετά οι γυναίκες.
Στη διάρκεια της συνέλευσης στην Κοπεγχάγη, μέναμε με τους γονείς μου. Όταν επέστρεψα στο σπίτι εκείνο το βράδυ, ο πατέρας μου με ρώτησε πού ήμασταν.
«Πήγαμε σε μια συγκέντρωση», είπα.
«Τι έγινε εκεί;»
«Βαφτιστήκαμε», απάντησα.
«Βαφτιστήκατε;» ξεφώνισε. «Δεν σου αρκούσε το βάφτισμα που έκανες όταν ήσουν παιδί;»
«Όχι, Πατέρα», απάντησα. Τότε μου έδωσε ένα τρανταχτό χαστούκι στ’ αφτί, φωνάζοντας: «Θα σε βαφτίσω εγώ!»
Ήμουν 39 χρονών και μητέρα πέντε παιδιών όταν ο πατέρας μου, που συνήθως ήταν πολύ φιλικός και καλοσυνάτος άνθρωπος, μου έδωσε για τελευταία φορά χαστούκι στ’ αφτί. Αυτός δεν ανέφερε ποτέ πια αυτό το επεισόδιο. Ευτυχώς, ο Άλφρεντ δεν είχε επιστρέψει ακόμη στο σπίτι και πέρασαν χρόνια μέχρι να του διηγηθώ τι είχε συμβεί.
Ένας Καιρός Κοσκινίσματος
Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι, επισκέφτηκα κάποια γυναίκα που τη θεωρούσα αδελφή και της μίλησα με ενθουσιασμό για τη συνέλευση και το βάφτισμά μας. Παρέμεινε σιωπηλή και κατόπιν είπε: «Καημένη μου, καημένη μου, αδελφή Μπεργκ. Δεν πρέπει να τα πιστεύεις αυτά πια. Θα έρθει σε λίγο ένας αδελφός από το Φλένσμπορ και θα μας εξηγήσει την αλήθεια».
Έμεινα άναυδη. Μου ήταν σχεδόν αδύνατο να επιστρέψω με το ποδήλατο στο σπίτι. Εκεί κοντά χτυπούσε η καμπάνα κάποιας εκκλησίας και με το κάθε χτύπημά της ήταν σαν να άκουγα: «θάνατος, θάνατος». Εκλιπαρούσα τον Ιεχωβά από μέσα μου να με βοηθήσει και μου ήρθαν στο νου τα λόγια των εδαφίων Ψαλμός 32:8, 9: «Εγώ θέλω σε συνετίσει και θέλω σε διδάξει την οδόν, εις την οποίαν πρέπει να περιπατής· θέλω σε συμβουλεύει· επί σε θέλει είσθαι ο οφθαλμός μου. Μη γίνεσθε ως ίππος, ως ημίονος, εις τα οποία δεν υπάρχει σύνεσις· των οποίων το στόμα πρέπει να κρατήται εν κημώ και χαλινώ, άλλως δεν ήθελον πλησιάζει εις σε».
Όταν γύρισα στο σπίτι, πήρα τη Γραφή μου και διάβασα την προσευχή του Κυρίου. Αυτό με καθησύχασε. Μου ήρθε στο νου η παραβολή του πολύτιμου μαργαριταριού. (Ματθαίος 13:45, 46) Η Βασιλεία ήταν σαν αυτό το μαργαριτάρι. Ήθελα να δώσω όλα όσα είχα για να αποκτήσω τη Βασιλεία. Αυτές οι σκέψεις με παρηγόρησαν. Εκτός αυτού, υπήρχαν κι άλλες ευλογίες.
Το 1930, άρχισε να εκδίδεται στη δανική το περιοδικό Ο Χρυσούς Αιών (που τώρα λέγεται Ξύπνα!) με το όνομα Ο Νέος Κόσμος. Και την επόμενη χρονιά, εμείς οι Σπουδαστές των Γραφών υιοθετήσαμε με μεγάλη χαρά το όνομα Μάρτυρες του Ιεχωβά. Εκείνη την εποχή, υπήρχαν μόνο λίγοι από εμάς στην περιοχή μας και διεξάγονταν κάπου-κάπου συναθροίσεις στο σπίτι μας. Αφού ο δρόμος στον οποίο μέναμε λεγόταν Η Σκάλα, ονομαζόμασταν η Εκκλησία της Σκάλας.
Εγκαρτέρηση Κάτω Από Περαιτέρω Δοκιμασίες
Το 1934, έκανα μια σοβαρή εγχείρηση που με άφησε παράλυτη. Ήμουν στο κρεβάτι επί δυόμισι χρόνια και οι γιατροί είπαν ότι θα έμενα καθηλωμένη σε αναπηρική καρέκλα στην υπόλοιπη ζωή μου. Ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος για εμένα, αλλά η οικογένειά μου μού συμπαραστάθηκε θαυμάσια.
Ο Άλφρεντ μού αγόρασε μια Γραφή με μεγάλα γράμματα και ο μικρότερος γιος μας έφτιαξε ένα αναλόγιο γι’ αυτή, ώστε να μπορώ να τη διαβάζω ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Αλλά ήθελα επίσης να κηρύττω· έτσι ο Άλφρεντ τοποθέτησε δίπλα στο δρόμο μας μια αφίσα που διαφήμιζε τα καινούρια περιοδικά. Εκείνοι που έδειχναν ενδιαφέρον έρχονταν να με δουν και τους μιλούσα. Λόγω της αφίσας, οι άνθρωποι της περιοχής μας ονόμασαν την οικογένειά μας Ο Νέος Κόσμος.
Οι περιοδεύοντες επίσκοποι με επισκέπτονταν πάντοτε. Έτσι, γνωρίστηκα καλά μ’ αυτούς τους ώριμους και έμπειρους αδελφούς και με ενθάρρυναν πολύ. Επιπλέον, χρησιμοποιούσα το χρόνο που είχα στη διάθεσή μου για να μελετώ την Αγία Γραφή και αυτή η γνώση με ενίσχυε. Αισθανόμουν σαν να είχα ‘ανεβεί με φτερούγες σαν αετός’.—Ησαΐας 40:31.
Όταν, το 1935, διασαφηνίστηκε η ταυτότητα του ‘πολύ όχλου’, πολλοί αδελφοί και αδελφές στην περιοχή μας, περιλαμβανομένου και του μεγαλύτερου γιου και της μεγαλύτερης κόρης μας, έπαψαν να παίρνουν από το ψωμί και το κρασί στον εορτασμό της Ανάμνησης. Μερικοί από εμάς όμως δεν αμφιβάλλαμε ποτέ για την ουράνια κλήση μας. Ωστόσο, χαιρόμασταν για τη νέα κατανόηση όσον αφορά το μεγάλο σκοπό του Ιεχωβά σχετικά με τον πολύ όχλο και την αμοιβή του, δηλαδή αιώνια ζωή εδώ στη γη.—Αποκάλυψις 7:9· Ψαλμός 37:29.
Αντίθετα με τις προβλέψεις των γιατρών, η υγεία μου βελτιωνόταν σιγά-σιγά και ήμουν και πάλι σε θέση να συμμετέχω στο πλήρες στο ζωτικό έργο κηρύγματος και διδασκαλίας.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Μετέπειτα
Από την άλλη όχθη του φιόρδ βλέπαμε τη Γερμανία και αρχίζαμε να αισθανόμαστε την επιρροή του Ναζισμού. Μερικοί από τους γείτονές μας έγιναν ναζιστές και μας απειλούσαν: «Περιμένετε να ’ρθει ο Χίτλερ. Τότε θα καταλήξετε σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης ή σ’ ένα έρημο νησί!»
Σκεφτήκαμε ότι θα ήταν καλύτερα να μετακομίσουμε. Μερικοί φιλικοί άνθρωποι μας βοήθησαν να βρούμε ένα διαμέρισμα στο Σέντερμποργκ, μια πιο μεγάλη κωμόπολη σε μικρή απόσταση από εκεί. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος άρχισε το Σεπτέμβριο του 1939, εμείς μετακομίσαμε το Μάρτιο του 1940 και στις 9 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν τη Δανία. Ήταν παράξενο όμως το γεγονός ότι οι Γερμανοί δεν έδωσαν προσοχή στους Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Δανία.
Όταν τα κατακτητικά όνειρα του Χίτλερ κατέρρευσαν, εγώ διεξήγα Γραφικές μελέτες με πολλούς απογοητευμένους Γερμανούς που ζούσαν στο Σέντερμποργκ. Τι χαρά ένιωθα, όχι μόνο να βλέπω πολλούς από εκείνους με τους οποίους έκανα Γραφική μελέτη να αφιερώνουν τη ζωή τους στον Ιεχωβά, αλλά και να βλέπω τα περισσότερα από τα παιδιά και τα εγγόνια μου να ενασχολούνται δραστήρια στη Χριστιανική υπηρεσία!
Το 1962, έχασα το σύζυγό μου, το 1981 ένα εγγόνι μου και το 1984 τη μεγαλύτερη κόρη μου. Αυτό που με βοήθησε να αντέξω σ’ αυτούς τους καιρούς θλίψης ήταν το να παραμένω δραστήρια στην υπηρεσία του Ιεχωβά.
Ήταν μια υπέροχη εμπειρία το να βλέπω το έργο της Βασιλείας στη Δανία να σημειώνει πρόοδο από τότε που άρχισα να συμμετέχω κι εγώ σ’ αυτό, δηλαδή από το 1928. Τότε ήμασταν μόνο 300 περίπου ευαγγελιζόμενοι, αλλά τώρα υπάρχουν πάνω από 16.000! Είμαι ευγνώμων που σε ηλικία εκατό χρονών μπορώ να εξακολουθώ να είμαι δραστήρια στην υπηρεσία. Γνώρισα στη ζωή μου την εκπλήρωση των λόγων που αναφέρονται στο εδάφιο Ησαΐας 40:31: ‘Αλλ’ οι προσμένοντες τον Ιεχωβά θέλουσιν ανανεώσει την δύναμιν αυτών· θέλουσιν αναβή με πτέρυγας ως αετοί· θέλουσι τρέξει και δεν θέλουσιν αποκάμει· θέλουσι περιπατήσει και δεν θέλουσιν ατονήσει’.