Η Χαρά που Δοκίμασα Υπηρετώντας τον Ιεχωβά
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΡΑΜΛΕΪ
Είχα μόλις τελειώσει το μάθημα ραδιοτεχνίας που παρέδιδα σε μια τάξη νεαρών δόκιμων αστυνομικών του Αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελασιέ, όταν ένας από αυτούς με πλησίασε ιδιαιτέρως και μου είπε πως γνώριζε ότι ήμουν ιεραπόστολος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. «Θα ήθελες να μελετήσεις την Αγία Γραφή μαζί μου;» με ρώτησε με φωνή που έδειχνε μεγάλη επιθυμία.
ΕΦΟΣΟΝ τότε το έργο μας ήταν υπό απαγόρευση στην Αιθιοπία, θα με απέλαυναν από τη χώρα, όπως είχε γίνει με άλλους Μάρτυρες, αν οι αρχές μάθαιναν για εμένα. Αναρωτήθηκα αν ο σπουδαστής ήταν ειλικρινής ή αν ήταν κυβερνητικός πράκτορας που είχε σταλεί για να με παγιδέψει. Ως οικογενειάρχης που ήμουν, έχοντας να αναθρέψω τρία μικρά παιδιά, με φόβιζε η σκέψη ότι μπορεί να έχανα τη δουλειά μου και να αναγκαζόμουν να αφήσω τη χώρα και τους φίλους που είχα αγαπήσει.
‘Αλλά’, μπορεί να ρωτήσετε, ‘πώς ένας Αμερικανός, ο οποίος είχε οικογένεια να συντηρήσει, προτίμησε να ζήσει στη βόρεια Αφρική, μακριά από το σπίτι του και από τους συγγενείς του;’ Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω.
Μεγάλωσα στις Ηνωμένες Πολιτείες
Στη δεκαετία του 1920, όταν ήμουν ακόμα στο δημοτικό σχολείο, ο μπαμπάς μου έγινε συνδρομητής στο περιοδικό Σκοπιά και πήρε μια σειρά των Γραφικών Μελετών. Στον μπαμπά άρεσε να διαβάζει και καταβρόχθισε τα βιβλία. Είχε πνευματώδη και σκανδαλιάρικο χαρακτήρα, όπως φαίνεται από το αστείο που έκανε στους επισκέπτες που προσκαλούσε τις Κυριακές. Είχε ένα όμορφο, δερματόδετο βιβλίο, στου οποίου το εξώφυλλο και τη ράχη έγραφε με χρυσά γράμματα «Αγία Γραφή». Άρχιζε τη συζήτηση λέγοντας: «Λοιπόν, είναι Κυριακή. Θα μας διαβάσεις μερικά εδάφια;»
Ο επισκέπτης συμφωνούσε πάντοτε, αλλά όταν άνοιγε το βιβλίο έβλεπε ότι όλες οι σελίδες ήταν λευκές χωρίς κείμενο! Φυσικά, το άτομο έμενε έκπληκτο. Ο μπαμπάς έλεγε τότε ότι ‘οι ιεροκήρυκες δεν ξέρουν τίποτα σχετικά με την Αγία Γραφή’ και κατόπιν έφερνε ένα αντίτυπο και διάβαζε το εδάφιο Γένεσις 2:7. Εκεί, περιγράφοντας τη δημιουργία του πρώτου ανθρώπου, η Αγία Γραφή λέει: «Ο άνθρωπος έγινε ζωντανή ψυχή».—Γένεσις 2:7, Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου.
Ο μπαμπάς εξηγούσε ότι ο άνθρωπος δεν έχει ψυχή αλλά είναι ψυχή, ότι ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος και ότι, όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει, είναι πραγματικά νεκρός και δεν έχει συναίσθηση κανενός πράγματος. (Εκκλησιαστής 9:5, 10· Ιεζεκιήλ 18:4· Ρωμαίους 6:23) Είχα αποστηθίσει το εδάφιο Γένεσις 2:7 πριν ακόμα μάθω να διαβάζω καλά. Αυτές είναι οι πρώτες αναμνήσεις που έχω από την πραγματική χαρά που νιώθει κανείς όταν γνωρίζει τις αλήθειες της Αγίας Γραφής και τις μοιράζεται με άλλους.
Επειδή τότε παίρναμε τη Σκοπιά στο σπίτι μας, όλη η οικογένεια άρχισε να απολαμβάνει αυτή την πνευματική διατροφή. Η γιαγιά μου, από τη μεριά της μητέρας μου, ζούσε μαζί μας, και έγινε η πρώτη ευαγγελιζόμενη των καλών νέων στην οικογένειά μας. Δεν υπήρχε εκκλησία στο Κάρμποντεϊλ του Ιλινόις όπου ζούσαμε, αλλά διεξάγονταν ανεπίσημες συναθροίσεις. Η μαμά έπαιρνε και τα πέντε παιδιά και πηγαίναμε στην άλλη πλευρά της πόλης, όπου κάποιες ηλικιωμένες κυρίες διεξήγαν τη μελέτη Σκοπιάς. Αρχίσαμε επίσης να συμμετέχουμε στη διακονία αγρού.
Από τη Δουλειά με τη Ραδιοτεχνία στη Φυλακή
Παντρεύτηκα το 1937 όταν ήμουν μόνο 17 χρονών. Προσπάθησα να βγάζω τα προς το ζην επισκευάζοντας ραδιόφωνα και επίσης διδάσκοντας αυτή την τέχνη. Μετά τη γέννηση δύο παιδιών, της Πέγκι και του Χανκ, ο γάμος μου διαλύθηκε. Το διαζύγιο ήταν δικό μου λάθος· δεν ζούσα Χριστιανική ζωή. Το γεγονός ότι δεν μπόρεσα να αναθρέψω τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μου είναι πηγή στενοχώριας για εμένα, μιας στενοχώριας που την κουβαλάω όλη μου τη ζωή.
Όταν άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αυτό με έκανε να σκεφτώ πολλά πράγματα. Στρατιωτικές μονάδες μού πρόσφεραν την ευκαιρία να γίνω υπολοχαγός και να διδάσκω ραδιοτεχνία στους επιστρατευμένους, αλλά το ενδιαφέρον μου για το τι πίστευε ο Ιεχωβά για τον πόλεμο με ώθησε να αρχίσω να προσεύχομαι καθημερινά. Η συνδρομή μου στη Σκοπιά είχε λήξει, και η Λουσίλ Χέιγουορθ πήρε την ειδοποίηση της λήξης και με επισκέφτηκε. Ο Πέρι Χέιγουορθ, ο οποίος ήταν πατέρας της Λουσίλ, και τα περισσότερα μέλη της μεγάλης της οικογένειας ήταν Μάρτυρες από τη δεκαετία του 1930. Η Λουσίλ και εγώ αγαπηθήκαμε, και παντρευτήκαμε το Δεκέμβριο του 1943.
Το 1944, βαφτίστηκα και συμμετείχα με τη σύζυγό μου στην ολοχρόνια διακονία ως σκαπανέας. Σύντομα με κάλεσαν στο στρατό αλλά αρνήθηκα να καταταγώ. Ως αποτέλεσμα, καταδικάστηκα σε τριετή φυλάκιση στο ομοσπονδιακό αναμορφωτήριο του Ελ Ρένο της Οκλαχόμα. Ήταν χαρά μου να υποφέρω για τον Ιεχωβά. Κάθε πρωί όταν ξυπνούσα και συνειδητοποιούσα πού είμαι και γιατί, ένιωθα μεγάλη ικανοποίηση και ευχαριστούσα τον Ιεχωβά. Μετά τον πόλεμο άρχισαν να απελευθερώνουν με αναστολή όσους από εμάς ήταν πάνω από 25 χρονών. Εγώ αποφυλακίστηκα το Φεβρουάριο του 1946.
Η Ολοχρόνια Διακονία
Όταν ξανάσμιξα με τη Λουσίλ, εκείνη έκανε σκαπανικό στη μικρή πόλη Γουάγκονερ της Οκλαχόμα. Δεν είχαμε αυτοκίνητο, έτσι πηγαίναμε παντού με τα πόδια, καλύπτοντας ολόκληρη την πόλη. Αργότερα, μετακομίσαμε στη Γουεγόκα της Οκλαχόμα. Σύντομα έπιασα δουλειά σε έναν κοντινό ραδιοφωνικό σταθμό και άρχισα να εργάζομαι στη ραδιοφωνία. Δεν ήταν εύκολο να εργάζομαι έξι ώρες τη μέρα και να ανταποκρίνομαι στην απαίτηση των ωρών για τους σκαπανείς, αλλά χαιρόμασταν που είχαμε το προνόμιο να υπηρετούμε τον Ιεχωβά. Καταφέραμε να αγοράσουμε ένα παλιό αυτοκίνητο ακριβώς όταν το χρειαζόμασταν για να πάμε στη συνέλευση που έγινε στο Λος Άντζελες το 1947. Εκεί αρχίσαμε να σκεφτόμαστε να κάνουμε αίτηση για τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς προκειμένου να εκπαιδευτούμε ως ιεραπόστολοι.
Συνειδητοποιούσαμε ότι αυτό θα ήταν ένα μεγάλο βήμα, και δεν θέλαμε να πάρουμε βιαστικά την απόφαση να αφήσουμε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εγώ εξακολουθούσα να νιώθω βαθιά λύπη που είχα χάσει τα παιδιά μου, έτσι προσπαθήσαμε άλλη μια φορά να πάρουμε την επιμέλεια των παιδιών. Εξαιτίας του προηγούμενου τρόπου ζωής μου και του γεγονότος ότι είχα μπει στη φυλακή, η προσπάθεια αποδείχτηκε μάταιη. Έτσι αποφασίσαμε να προσπαθήσουμε να γίνουμε ιεραπόστολοι. Προσκληθήκαμε να παρακολουθήσουμε τη 12η τάξη της Γαλαάδ.
Αποφοιτήσαμε από τη σχολή το 1949, αλλά αρχικά διοριστήκαμε να επισκεπτόμαστε εκκλησίες στο Τενεσί. Έπειτα από τρία χρόνια στο έργο περιοχής στις Ηνωμένες Πολιτείες, λάβαμε μια επιστολή από το γραφείο του προέδρου της Εταιρίας Σκοπιά, με την οποία μας ρωτούσαν αν θα ήμασταν πρόθυμοι να διδάξουμε σε σχολεία στην Αιθιοπία εκτός από το έργο κηρύγματος που θα κάναμε. Μια από τις απαιτήσεις εκείνης της κυβέρνησης ήταν ότι οι ιεραπόστολοι έπρεπε να διδάσκουν. Συμφωνήσαμε και, το καλοκαίρι του 1952, φύγαμε για την Αιθιοπία.
Όταν πήγαμε στην Αιθιοπία, διδάσκαμε σε τάξεις του δημοτικού το πρωί και διεξήγαμε δωρεάν μαθήματα για την Αγία Γραφή το απόγευμα. Σύντομα τόσο πολλά άτομα άρχισαν να έρχονται στις Γραφικές μελέτες, ώστε συχνά διδάσκαμε από την Αγία Γραφή επί τρεις ή τέσσερις ώρες κάθε μέρα. Μερικοί από τους μαθητές ήταν αστυνομικοί· άλλοι ήταν δάσκαλοι ή διάκονοι σε ιεραποστολικά σχολεία και σε αιθιοπικά Ορθόδοξα σχολεία. Κατά καιρούς υπήρχαν 20 ή περισσότερα άτομα σε κάθε τάξη στην οποία μελετούσαμε την Αγία Γραφή! Πολλοί από τους μαθητές εγκατέλειψαν την ψεύτικη θρησκεία και άρχισαν να υπηρετούν τον Ιεχωβά. Είχαμε μείνει εκστατικοί. Ξανά, όταν ξυπνούσα κάθε πρωί, ευχαριστούσα τον Ιεχωβά.
Γινόμαστε Γονείς και Κηρύττουμε υπό Απαγόρευση
Το 1954 μάθαμε ότι θα γινόμασταν γονείς, έτσι έπρεπε να αποφασίσουμε αν θα επιστρέφαμε στις Ηνωμένες Πολιτείες ή αν θα παραμέναμε στην Αιθιοπία. Το αν θα παραμέναμε θα εξαρτιόταν, φυσικά, από το αν θα έβρισκα κοσμική εργασία. Έπιασα δουλειά ως τεχνικός, υπεύθυνος για τη λειτουργία ενός ραδιοφωνικού σταθμού για τον Αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελασιέ. Έτσι μείναμε.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1954, γεννήθηκε η κόρη μας, η Τζούντιθ. Νόμιζα ότι η δουλειά μου ήταν σίγουρη επειδή εργαζόμουν για τον αυτοκράτορα, αλλά έπειτα από δύο χρόνια έχασα εκείνη τη δουλειά. Ωστόσο, σε λιγότερο από ένα μήνα, προσλήφτηκα από την Αστυνομία—και με μεγαλύτερο μισθό—για να διδάσκω μια τάξη νεαρών αντρών να διορθώνουν πομποδέκτες. Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, γεννήθηκαν οι γιοι μας, ο Φίλιπ και ο Λέσλι.
Στο μεταξύ η ελευθερία που είχαμε να ενασχολούμαστε στο έργο κηρύγματος άλλαζε. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αιθιοπίας είχε πείσει την κυβέρνηση να απελάσει τους ιεραποστόλους των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Με συμβουλή της Εταιρίας, άλλαξα την άδεια παραμονής μου από ιεραποστόλου σε άδεια εργασίας. Το ιεραποστολικό μας έργο τέθηκε υπό απαγόρευση, και εμείς έπρεπε να είμαστε προσεκτικοί και φρόνιμοι. Συνέχισαν να γίνονται όλες οι εκκλησιαστικές συναθροίσεις, αλλά συναθροιζόμασταν σε μικρούς ομίλους μελέτης.
Η αστυνομία έψαχνε διάφορα σπίτια Μαρτύρων που θεωρούσαν ύποπτους. Εντούτοις, χωρίς να το ξέρει η αστυνομία, ένας υπαστυνόμος που ήταν λάτρης του Ιεχωβά μάς ειδοποιούσε πάντοτε όταν προγραμματίζονταν αιφνιδιαστικές έρευνες. Ως αποτέλεσμα, δεν κατασχέθηκε κανένα έντυπό μας εκείνα τα χρόνια. Διεξήγαμε τη Μελέτη Σκοπιάς τις Κυριακές με το να πηγαίνουμε σε εστιατόρια που βρίσκονταν στην άκρη της πόλης, όπου υπήρχαν διαθέσιμα τραπέζια για φαγητό στο ύπαιθρο.
Τότε ήταν που, ενώ δίδασκα ραδιοτεχνία στους δόκιμους αστυνομικούς, μου ζήτησε ο σπουδαστής που ανέφερα στην αρχή να κάνουμε Γραφική μελέτη. Υπέθεσα πως ήταν ειλικρινής, έτσι αρχίσαμε. Έπειτα από δύο μόλις μελέτες, ένας δεύτερος σπουδαστής ήρθε μαζί του, κατόπιν και τρίτος. Τους συνέστησα να μην πουν ποτέ σε κανέναν ότι μελετούσαν μαζί μου, και ποτέ δεν το είπαν.
Το 1958 διεξάχτηκε στο Στάδιο Γιάνκι και στο Πόλο Γκράουντς της Νέας Υόρκης η Διεθνής Συνέλευση Θείο Θέλημα. Στο μεταξύ η Πέγκι και ο Χανκ, καθώς επίσης πολλά άλλα μέλη της μεγάλης μου οικογένειας, είχαν γίνει δραστήριοι Μάρτυρες. Πόσο ευτυχισμένος ήμουν που μπόρεσα να παρευρεθώ! Όχι μόνο απόλαυσα την επανασύνδεση με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μου και με άλλα μέλη της οικογένειας αλλά είχα επίσης τη συγκλονιστική εμπειρία να δω συγκεντρωμένο την τελευταία μέρα της συνέλευσης εκείνο το μεγάλο πλήθος των 250.000 και πλέον ατόμων!
Τον επόμενο χρόνο ο πρόεδρος της Εταιρίας, Νάθαν Ο. Νορ, ήρθε να μας επισκεφτεί στην Αιθιοπία. Είχε μερικές θαυμάσιες υποδείξεις για τη συνέχιση του έργου που γινόταν υπό απαγόρευση, και έδειξε ενδιαφέρον για την οικογένειά μας και για το πώς τα πηγαίναμε από πνευματική άποψη. Του εξήγησα ότι διδάσκαμε τα παιδιά να προσεύχονται. Τον ρώτησα αν θα ήθελε να ακούσει την Τζούντιθ να προσεύχεται. Είπε ναι, και κατόπιν τής είπε: «Τα πήγες πολύ καλά, Τζούντιθ». Κατόπιν, την ώρα του φαγητού, ζήτησα από τον αδελφό Νορ να κάνει την προσευχή, και όταν τελείωσε, η Τζούντιθ τού είπε: «Τα πήγες πολύ καλά, αδελφέ Νορ!»
Η Ανατροφή των Παιδιών μας στις Ηνωμένες Πολιτείες
Το συμβόλαιό μου με την Αστυνομία έληξε το 1959. Θέλαμε να μείνουμε, αλλά η κυβέρνηση δεν θα ενέκρινε άλλο νέο συμβόλαιο για εμένα. Έτσι, πού θα μπορούσαμε να πάμε; Προσπάθησα να πάω σε άλλες χώρες όπου υπήρχε μεγάλη ανάγκη για αδελφούς, αλλά δεν μπόρεσα να το κάνω αυτό. Επιστρέψαμε στις Ηνωμένες Πολιτείες κάπως λυπημένοι. Με το που φτάσαμε, είχαμε μια χαρούμενη οικογενειακή συγκέντρωση· και τα πέντε παιδιά μου γνωρίστηκαν και αγάπησαν το ένα το άλλο με την πρώτη ματιά. Από τότε είναι στενά συνδεδεμένα.
Εγκατασταθήκαμε στη Γουίτσιτα του Κάνσας, όπου βρήκα δουλειά ως τεχνικός και ντισκ τζόκεϊ σε ραδιοφωνικό σταθμό. Η Λουσίλ προσαρμόστηκε στις δουλειές του σπιτιού, και τα παιδιά πήγαιναν σχολείο κοντά στο σπίτι. Διεξήγα την οικογενειακή μελέτη Σκοπιάς κάθε Δευτέρα βράδυ, και προσπαθούσα πάντοτε να την κάνω ζωντανή και ενδιαφέρουσα. Ελέγχαμε καθημερινά να δούμε αν υπήρχαν προβλήματα στο σχολείο.
Η εκπαίδευση που λάβαινε καθένα από τα παιδιά καθώς άρχιζαν να συμμετέχουν στη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας τα βοήθησε στο σχολείο τους. Τα εκπαιδεύαμε από τη βρεφική ηλικία στην υπηρεσία αγρού. Έμαθαν να προσφέρουν Βιβλικά έντυπα στις πόρτες, και έρχονταν μαζί μας σε οικιακές Γραφικές μελέτες.
Προσπαθήσαμε επίσης να διδάξουμε στα παιδιά μας τα βασικά πράγματα για τη ζωή, εξηγώντας ότι δεν θα μπορούσε το καθένα τους να έχει πάντοτε ό,τι θα είχε κάποιο άλλο από τα παιδιά. Για παράδειγμα, δεν ήταν πάντα διαθέσιμο το ίδιο δώρο για όλα. «Αν ο αδελφός σου ή η αδελφή σου πρέπει να πάρει ένα παιχνίδι», τα λογικεύαμε, «αλλά δεν υπάρχει ένα για εσένα, είναι σωστό εσύ να παραπονεθείς;» Άλλες φορές, φυσικά, το άλλο παιδί έπαιρνε κάτι, έτσι δεν παραμελούσαμε κανένα. Πάντοτε τα αγαπούσαμε όλα, και ποτέ δεν ευνοούσαμε το ένα σε βάρος των άλλων δύο.
Σε άλλα παιδιά επέτρεπαν μερικές φορές να κάνουν πράγματα που εμείς δεν επιτρέπαμε να κάνουν τα δικά μας παιδιά. Συχνά άκουγα: «Ο τάδε μπορεί να το κάνει, γιατί όχι και εμείς;» Προσπαθούσα να τους εξηγήσω, αλλά μερικές φορές η απάντηση έπρεπε απλώς να είναι: «Εσείς δεν ανήκετε σε εκείνη την οικογένεια· εσείς ανήκετε στους Μπράμλεϊ. Εμείς έχουμε διαφορετικούς κανόνες».
Υπηρετώντας στο Περού
Από τότε που επιστρέψαμε από την Αιθιοπία, η Λουσίλ και εγώ λαχταρούσαμε να συμμετάσχουμε ξανά στο ιεραποστολικό έργο. Τελικά, το 1972, μας δόθηκε η ευκαιρία να πάμε στο Περού, στη Νότια Αμερική. Δεν θα μπορούσαμε να είχαμε διαλέξει καλύτερο μέρος για να αναθρέψουμε τα παιδιά μας στη διάρκεια της εφηβείας τους. Η συντροφιά που απολάμβαναν με ιεραποστόλους, ειδικούς σκαπανείς και άλλους που είχαν έρθει στο Περού για να υπηρετήσουν τα βοήθησε να δουν από πρώτο χέρι πόσο χαρούμενοι είναι εκείνοι που επιζητούν αληθινά τα συμφέροντα της Βασιλείας πρώτα. Ο Φίλιπ αποκάλεσε αυτή τη συναναστροφή θετική πίεση από τους γύρω του.
Έπειτα από λίγο κάποιοι παλιοί φίλοι από το Κάνσας έμαθαν πόση επιτυχία είχαμε στη διακονία της Βασιλείας και ενώθηκαν μαζί μας στο Περού. Οργάνωσα το σπίτι μας σαν ιεραποστολικό οίκο. Στον καθένα είχαν ανατεθεί ορισμένα καθήκοντα για να έχουν όλοι χρόνο να συμμετέχουν στη διακονία αγρού. Συζητούσαμε ένα Γραφικό εδάφιο στο τραπέζι κάθε πρωί. Ήταν τόσο ευτυχισμένος καιρός για όλους μας. Ξανά, καθώς ξυπνούσα κάθε πρωί και συνειδητοποιούσα πού ήμουν και γιατί, ανέπεμπα σιωπηλά βαθιές ευχαριστίες στον Ιεχωβά.
Αργότερα η Τζούντιθ παντρεύτηκε και επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου συνέχισε την ολοχρόνια διακονία. Αφού υπηρέτησε επί τρία χρόνια ως ειδικός σκαπανέας, ο Φίλιπ έκανε αίτηση για υπηρεσία Μπέθελ στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και έγινε δεκτός. Τελικά, και ο Λέσλι επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έφυγαν με ανάμεικτα συναισθήματα, και μας έλεγαν συχνά πως το γεγονός ότι τους πήγαμε στο Περού ήταν το καλύτερο πράγμα που κάναμε ποτέ για αυτούς.
Καθώς η οικονομία του Περού χειροτέρευε, συνειδητοποιήσαμε ότι και εμείς επίσης έπρεπε να φύγουμε. Επιστρέφοντας στη Γουίτσιτα το 1978, βρήκαμε έναν όμιλο Ισπανόφωνων Μαρτύρων. Μας ζήτησαν να μείνουμε και να τους βοηθήσουμε, και εμείς το κάναμε με χαρά. Σχηματίστηκε μια εκκλησία, και σύντομα την αγαπήσαμε τόσο πολύ όσο και εκείνες που είχαμε υπηρετήσει στο παρελθόν.
Μας «Προσκαλεί» ο Ισημερινός
Παρά το ότι είχα υποστεί ένα εγκεφαλικό που μου είχε προκαλέσει μερική παράλυση, ήλπιζα, χωρίς να υπάρχουν πολλές πιθανότητες, ότι η Λουσίλ και εγώ θα μπορούσαμε να υπηρετήσουμε ξανά σε κάποια άλλη χώρα. Το 1984, ένας περιοδεύων επίσκοπος μας είπε για την αύξηση στον Ισημερινό και για την ανάγκη που υπήρχε εκεί για Χριστιανούς πρεσβυτέρους. Τόνισα ότι θα μπορούσα να κάνω λίγα πράγματα στη διακονία αγρού εξαιτίας της χωλότητάς μου, αλλά εκείνος με διαβεβαίωσε ότι ακόμα και ένας 65χρονος πρεσβύτερος που έπασχε από μερική παράλυση μπορούσε να προσφέρει βοήθεια.
Αφού έφυγε δεν μπορέσαμε να κοιμηθούμε όλη τη νύχτα, επειδή συζητούσαμε για την πιθανότητα να πάμε στον Ισημερινό. Η Λουσίλ είχε την ίδια διακαή επιθυμία να πάει όπως και εγώ. Έτσι βάλαμε αγγελία ότι πουλάμε τη μικρή μας επιχείρηση εξόντωσης εντόμων, και την πουλήσαμε σε δύο εβδομάδες. Πουλήσαμε το σπίτι μας μέσα σε δέκα μόνο μέρες. Έτσι, στην τρίτη ηλικία της ζωής μας, επιστρέψαμε πάλι σε εκείνο που μας έδινε μεγαλύτερη χαρά, στην ιεραποστολική υπηρεσία στο εξωτερικό.
Εγκατασταθήκαμε στο Κίτο, και η υπηρεσία αγρού ήταν υπέροχη καθώς κάθε μέρα μάς έφερνε καινούριες εμπειρίες ή περιπέτειες. Αλλά κατόπιν, το 1987, διαγνώστηκε ότι έχω καρκίνο του παχέος εντέρου· χρειαζόμουν επειγόντως εγχείρηση. Επιστρέψαμε στη Γουίτσιτα για την εγχείρηση, η οποία ήταν επιτυχημένη. Είχαμε επιστρέψει στο Κίτο μόνο δύο χρόνια όταν διαγνώστηκε ξανά καρκίνος, και έπρεπε να επιστρέψουμε μόνιμα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εγκατασταθήκαμε στη Βόρεια Καρολίνα, όπου ζούμε μέχρι σήμερα.
Μια Πλούσια, Ανταμειφτική Ζωή
Το μέλλον μου από σωματική άποψη είναι αβέβαιο. Αναγκάστηκα να υποβληθώ σε κολοστομία το 1989. Παρ’ όλα αυτά, μπορώ ακόμα να υπηρετώ ως πρεσβύτερος και να διεξάγω αρκετές Γραφικές μελέτες με άτομα που έρχονται στο σπίτι μου. Στο πέρασμα των χρόνων έχουμε βοηθήσει κυριολεκτικά εκατοντάδες άτομα, φυτεύοντας, ποτίζοντας ή καλλιεργώντας τους σπόρους της αλήθειας. Αυτή είναι μια χαρά που δεν σβήνει ποτέ, άσχετα με το πόσες φορές επαναλαμβάνεται.
Επιπρόσθετα, έχω μεγάλη χαρά καθώς βλέπω όλα μου τα παιδιά να υπηρετούν τον Ιεχωβά. Η Πέγκι συνοδεύει επί 30 χρόνια το σύζυγό της, τον Πολ Μόουσκι, στο έργο περιοχής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Φίλιπ και η σύζυγός του η Ελίζαμπεθ, μαζί με την Τζούντιθ, εξακολουθούν να βρίσκονται στην ειδική υπηρεσία του Μπέθελ στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Ο Χανκ και ο Λέσλι και οι σύζυγοί τους είναι δραστήριοι Μάρτυρες, και οι τέσσερις αδελφοί και αδελφές μου μαζί με τις οικογένειές τους, περιλαμβανομένων 80 και πλέον στενών συγγενών, όλοι υπηρετούν τον Ιεχωβά. Και η Λουσίλ έχει αποδειχτεί υποδειγματική Χριστιανή σύζυγος στα 50 σχεδόν χρόνια του γάμου μας. Στα πρόσφατα χρόνια έχει κάνει αγόγγυστα πολλές δυσάρεστες δουλειές, βοηθώντας με να φροντίζω για το σώμα μου που φθείρεται.
Πραγματικά, έχω ζήσει χαρούμενη ζωή. Οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν το πόσο ευτυχισμένη ήταν αυτή. Το να υπηρετώ τον Ιεχωβά φέρνει τόση χαρά, ώστε η εγκάρδια επιθυμία μου είναι να τον λατρεύω για πάντα σε αυτή τη γη. Θυμάμαι πάντοτε το εδάφιο Ψαλμός 59:16, το οποίο λέει: «Εγώ δε θέλω ψάλλει την δύναμίν σου, και το πρωί θέλω υμνολογεί εν αγαλλιάσει το έλεός σου· διότι έγεινες προπύργιόν μου και καταφύγιον εν τη ημέρα της θλίψεώς μου».
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Ο Τζορτζ Μπράμλεϊ με τον Αιθίοπα αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελασιέ
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Ο Τζορτζ Μπράμλεϊ και η σύζυγός του, η Λουσίλ