Υπηρεσία με το Αίσθημα του Επείγοντος
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΧΑΝΣ ΦΑΝ ΦΙΡΕ
Ένα πρωινό του 1962, ο Πάουλ Κούσνιρ, ο επίσκοπος τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στην Ολλανδία, με συνάντησε στο Ρότερνταμ, στην περιοχή του λιμανιού. Κοιτώντας με από την απέναντι πλευρά του τραπεζιού, σε ένα μισοσκότεινο καφενεδάκι, μου είπε: «Αντιλαμβάνεσαι, Χανς, ότι αν εσύ και η σύζυγός σου δεχτείτε αυτόν το διορισμό, το εισιτήριό σας θα είναι άνευ επιστροφής;»
«ΝΑΙ, και είμαι απόλυτα σίγουρος ότι και η Σούζι θα συμφωνεί».
«Λοιπόν, συζήτησέ το με τη Σούζι. Όσο συντομότερα με ενημερώσετε για την απόφασή σας, τόσο το καλύτερο».
Το επόμενο πρωί πήρε την απάντησή μας: «Θα πάμε». Έτσι, στις 26 Δεκεμβρίου 1962, αγκαλιάσαμε συγγενείς και φίλους στο χιονοσκέπαστο αεροδρόμιο του Σκίπολ, στο Άμστερνταμ, και φύγαμε για έναν παρθένο ιεραποστολικό τομέα—την Ολλανδική Νέα Γουινέα (τώρα Δυτική Ίριαν, Ινδονησία)—στη χώρα των Παπούα.
Μήπως είχαμε ενδοιασμούς για το αν θα δεχτούμε αυτόν το διορισμό-πρόκληση; Καθόλου. Είχαμε αφιερώσει ολόκαρδα τη ζωή μας στο να κάνουμε το θέλημα του Θεού, και ήμασταν πεπεισμένοι ότι θα μας στήριζε. Αναπολώντας τη ζωή μας, μπορούμε να δούμε ότι η εμπιστοσύνη μας στον Ιεχωβά ποτέ δεν προδόθηκε. Αλλά προτού σάς αφηγηθώ τι συνέβη στην Ινδονησία, αφήστε με να σας μιλήσω για τα πρώτα μας χρόνια.
Εκπαίδευση σε Καιρό Πολέμου
Όταν η οικογένειά μου, το 1940, δέχτηκε αρχικά την επίσκεψη εκείνου του θαρραλέου Μάρτυρα, του Άρθουρ Βίνκλερ, ήμουν μόνο δέκα χρονών. Οι γονείς μου συγκλονίστηκαν όταν ανακάλυψαν τι έλεγε η Αγία Γραφή σχετικά με τις ψεύτικες διδασκαλίες του Χριστιανικού κόσμου. Επειδή η Ολλανδία βρισκόταν τότε υπό την κατοχή της ναζιστικής Γερμανίας και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν υπό διωγμό, οι γονείς μου έπρεπε να αποφασίσουν για το αν θα συνταυτίζονταν με μια απαγορευμένη οργάνωση. Αποφάσισαν να το κάνουν.
Από εκεί και έπειτα, το θάρρος της μητέρας μου και η προθυμία με την οποία διακινδύνευε την ελευθερία της, ακόμη και τη ζωή της, με εντυπωσίασε. Σε κάποια περίπτωση κάλυψε με το ποδήλατο έντεκα χιλιόμετρα και περίμενε μέσα στο σκοτάδι με μια τσάντα γεμάτη Γραφικά φυλλάδια. Την ορισμένη ώρα που θα ξεκινούσε μια ειδική εκστρατεία, άρχισε να τρέχει με το ποδήλατο όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ενώ κάθε τόσο έβαζε το χέρι μέσα στην τσάντα και σκόρπιζε φυλλάδια στους δρόμους. Κάποιος την κυνηγούσε από πίσω με το ποδήλατο και, όταν τελικά την πέρασε, φώναξε λαχανιασμένος: «Μαντάμ, μαντάμ, σας πέφτουν πράγματα!» Γελούσαμε ασταμάτητα όταν η μητέρα μάς διηγήθηκε αυτή την ιστορία.
Ήμουν πολύ μικρός, αλλά ήξερα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Στη διάρκεια μιας από τις συναθροίσεις μας στα μέσα του 1942, όταν ο οδηγός ρώτησε: «Ποιος θέλει να βαφτιστεί στην επόμενη ευκαιρία;» εγώ σήκωσα ζωηρά το χέρι μου. Οι γονείς μου αντάλλαξαν ανήσυχα βλέμματα, αμφιβάλλοντας για το αν είχα καταλάβει τη σημασία μιας τέτοιας απόφασης. Αλλά παρότι ήμουν μόνο 12 χρονών, καταλάβαινα τι σήμαινε η αφιέρωση στον Θεό.
Το κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι με τους Ναζί να μας κυνηγούν απαιτούσε επιφυλακτικότητα. Για να αποφεύγουμε να επισκεπτόμαστε τα σπίτια εκείνων που θα μπορούσαν να μας καταγγείλουν, τις μέρες που οι υποστηρικτές των Ναζί κολλούσαν αφίσες στα παράθυρά τους, εγώ έκανα βόλτες με το ποδήλατο και σημείωνα πρόχειρα τις διευθύνσεις τους. Μια φορά, κάποιος με πήρε είδηση και φώναξε: «Μπράβο, αγόρι μου. Γράψ’ τους—όλους τους!» Ήμουν ενθουσιώδης αλλά προφανώς δεν ήμουν αρκετά προσεκτικός! Στο τέλος του πολέμου, το 1945, νιώσαμε μεγάλη χαρά με την προοπτική μεγαλύτερης ελευθερίας για κήρυγμα.
Η Αρχή μιας Σταδιοδρομίας
Την 1η Νοεμβρίου 1948, αφού τελείωσα το σχολείο, έλαβα τον πρώτο διορισμό μου στο ολοχρόνιο κήρυγμα ως σκαπανέας. Ένα μήνα αργότερα, ο αδελφός Βίνκλερ επισκέφτηκε την οικογένεια με την οποία έμενα. Θα πρέπει να ήρθε για να διαπιστώσει τι άτομο ήμουν, γιατί λίγο αργότερα με προσκάλεσαν να εργαστώ στο γραφείο τμήματος της Εταιρίας στο Άμστερνταμ.
Αργότερα, μου ζήτησαν να επισκέπτομαι τις εκκλησίες των Μαρτύρων του Ιεχωβά ως επίσκοπος περιοχής. Κατόπιν, το φθινόπωρο του 1952, έλαβα την πρόσκληση να παρακολουθήσω την 21η τάξη της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της Σκοπιάς στη Νέα Υόρκη για να λάβω ιεραποστολική εκπαίδευση. Έτσι, στα τέλη του 1952, οχτώ από εμάς, από την Ολλανδία, επιβιβαστήκαμε στο υπερωκεάνιο Νιου Άμστερνταμ και αποπλεύσαμε για την Αμερική.
Προς το τέλος των μαθημάτων της σχολής, ο Μάξγουελ Φρεντ, ένας από τους εκπαιδευτές, είπε: «Θα ξεχάσετε τα περισσότερα από τα πράγματα που μάθατε εδώ, αλλά ελπίζουμε ότι τρία πράγματα θα σας μείνουν: πίστη, ελπίδα και αγάπη». Επίσης, φυλάω στο νου και στην καρδιά μου τις πολύτιμες αναμνήσεις του τρόπου με τον οποίο η οργάνωση του Ιεχωβά εργαζόταν με το αίσθημα του επείγοντος.
Στη συνέχεια με περίμενε μια μεγάλη απογοήτευση. Οι μισοί από την ολλανδική ομάδα—περιλαμβανομένου και εμένα—πήραμε διορισμό να ξαναπάμε στην Ολλανδία. Αν και απογοητεύτηκα, δεν ταράχτηκα. Ήλπιζα μόνο ότι δεν θα χρειαζόταν να περιμένω, όπως ο Μωυσής στην αρχαιότητα, 40 χρόνια προτού λάβω ξένο διορισμό.—Πράξεις 7:23-30.
Μια Πολύτιμη Σύντροφος και Βοηθός
Όταν ο Φριτς Χάρτστανγκ, πατρικός μου φίλος, έμαθε για τα σχέδιά μου να παντρευτώ, μου εκμυστηρεύτηκε: «Δεν θα μπορούσα να φανταστώ καλύτερη εκλογή». Ο πατέρας της Σούζι, ο Κέιζι Στουφέι, ήταν ηγετικό στέλεχος της Αντίστασης κατά των Ναζί στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Αλλά όταν ήρθε σε επαφή με τους Μάρτυρες το 1946, δέχτηκε αμέσως τις Γραφικές αλήθειες. Σε λίγο, αυτός και τρία από τα έξι παιδιά του—η Σούζι, η Μέριαν και ο Κέναθ—βαφτίστηκαν. Την 1η Μαΐου 1947, αυτά τα παιδιά άρχισαν όλα την ολοχρόνια διακονία ως σκαπανείς. Το 1948, ο Κέιζι πούλησε την επιχείρησή του και άρχισε και ο ίδιος σκαπανικό. Αργότερα, ανέφερε: «Εκείνα ήταν τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου!»
Γνωρίστηκα με τη Σούζι το 1949, όταν την προσκάλεσαν να εργαστεί στο γραφείο τμήματος στο Άμστερνταμ. Τον επόμενο χρόνο, ωστόσο, εκείνη και η αδελφή της η Μέριαν έφυγαν για να παρακολουθήσουν τη 16η τάξη της Γαλαάδ, και με πλοίο έφτασαν στον ιεραποστολικό τους διορισμό—στην Ινδονησία. Το Φεβρουάριο του 1957, έπειτα από πέντε χρόνια ιεραποστολικής υπηρεσίας εκεί, η Σούζι γύρισε στην Ολλανδία για να με παντρευτεί. Εκείνη την εποχή υπηρετούσα ως επίσκοπος περιοχής, και όλα τα χρόνια του γάμου μας, η Σούζι ξανά και ξανά έχει δείξει την προθυμία να κάνει προσωπικές θυσίες για χάρη της υπηρεσίας της Βασιλείας.
Μετά το γάμο μας, συνεχίσαμε να επισκεπτόμαστε εκκλησίες σε διάφορα μέρη της Ολλανδίας. Τα χρόνια που πέρασε η Σούζι κάνοντας ιεραποστολικό έργο σε δύσκολους διορισμούς την είχαν προετοιμάσει καλά για τα ταξίδια με ποδήλατο που κάναμε από τη μια εκκλησία στην άλλη. Το 1962, τότε που ήμασταν στο έργο περιοχής, ο αδελφός Κούσνιρ με επισκέφτηκε στο Ρότερνταμ και μας ζήτησε να μετακινηθούμε στη Δυτική Ίριαν, στην Ινδονησία.
Ιεραποστολική Υπηρεσία στην Ινδονησία
Φτάσαμε στην πόλη Μανοκβάρι—έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο! Αλλόκοτοι ήχοι μέσα στην τροπική νύχτα, καύσωνας και σκόνη. Επίσης, υπήρχαν οι Παπούα στην ενδοχώρα που φορούσαν μόνο ένα κομμάτι ύφασμα γύρω από τους γοφούς, κουβαλούσαν μαχαίρια, και τους άρεσε να τρέχουν ξοπίσω μας και να πασχίζουν να ακουμπήσουν το λευκό δέρμα μας—όλα αυτά δεν ήταν εύκολο να τα συνηθίσει κανείς.
Μερικές μόνο εβδομάδες μετά την άφιξή μας, οι κληρικοί διάβασαν μια επιστολή από τους άμβωνες των εκκλησιών προειδοποιώντας εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά, και έδωσαν από ένα αντίτυπο σε όλους όσους παρευρίσκονταν. Ο τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός μάλιστα μετέδωσε την επιστολή. Κατόπιν μας επισκέφτηκαν τρεις κληρικοί απαιτώντας να πάμε στην ενδοχώρα και να κάνουμε έργο μεταξύ των «ειδωλολατρών», όπως τους αποκαλούσαν αυτοί. Ένας Παπούα υψηλά ιστάμενος αξιωματικός της αστυνομίας μάς παρότρυνε επίσης να φύγουμε, και ένα μέλος της μυστικής αστυνομίας μάς είπε ότι σχεδίαζαν να μας δολοφονήσουν.
Ωστόσο, δεν μας εναντιώνονταν όλοι. Ένας πολιτικός σύμβουλος των Παπούα, Ολλανδός υπήκοος ο οποίος επρόκειτο να φύγει για την Ολλανδία, μας σύστησε σε αρκετούς αρχηγούς των Παπούα. «Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θα φέρουν μια καλύτερη μορφή Χριστιανικής θρησκείας από αυτήν που έχετε γνωρίσει», τους είπε. «Γι’ αυτό, πρέπει να τους καλοδέχεστε».
Αργότερα, ένας κυβερνητικός αξιωματούχος πλησίασε τη Σούζι στο δρόμο και της ψιθύρισε: «Μας ανέφεραν ότι έχετε ξεκινήσει ένα καινούριο έργο εδώ, και γι’ αυτό, δεν μπορούμε να σας αφήσουμε να μείνετε. Όμως, . . . αν είχατε μια εκκλησία». Να μια ιδέα! Γρήγορα, γκρεμίσαμε μερικούς τοίχους του σπιτιού μας, βάλαμε πάγκους στη σειρά, τοποθετήσαμε ένα αναλόγιο για τον ομιλητή και βάλαμε μια επιγραφή στην πρόσοψη η οποία έγραφε: «Αίθουσα Βασιλείας». Κατόπιν προσκαλέσαμε τον αξιωματούχο για μια επίσκεψη. Κούνησε το κεφάλι του, χαμογέλασε και χτύπησε ελαφρά το πλάι του κεφαλιού του με το δείκτη του σαν να έλεγε: ‘Έξυπνο, έξυπνο’.
Στις 26 Ιουνίου 1964, ενάμιση χρόνο μετά την άφιξή μας, οι πρώτοι 12 Παπούα με τους οποίους μελετούσαμε την Αγία Γραφή βαφτίστηκαν. Σε λίγο, ακολούθησαν άλλοι 10, και ο μέσος όρος παρακολούθησης των συναθροίσεών μας ανερχόταν στους 40. Δυο Ινδονήσιοι σκαπανείς ήρθαν με αποστολή να μας βοηθήσουν. Όταν εδραιώθηκε καλά η εκκλησία στο Μανοκβάρι, το τμήμα της Εταιρίας στην Ινδονησία μάς έδωσε έναν ακόμη διορισμό κηρύγματος το Δεκέμβριο του 1964.
Προτού φύγουμε, ο επικεφαλής του Τμήματος Δημοσίων Σχέσεων της κυβέρνησης μας πήρε ιδιαιτέρως και είπε: «Λυπάμαι που φεύγετε. Κάθε εβδομάδα, ο κλήρος μού απηύθυνε εκκλήσεις για να σας διώξω επειδή, έλεγαν, τους παίρνατε τους καρπούς τους. Αλλά εγώ τους έλεγα: ‘Κάθε άλλο! Σας λιπαίνουν και τα δέντρα’». Κατόπιν πρόσθεσε: «Όπου και αν πάτε, συνεχίστε να αγωνίζεστε. Θα νικήσετε!»
Αντιμέτωποι με Πραξικόπημα
Μια νύχτα, το Σεπτέμβριο του 1965, ενώ υπηρετούσαμε στην πρωτεύουσα, την Τζακάρτα, επαναστάτες κομμουνιστές σκότωσαν πολλούς στρατιωτικούς ηγέτες, τύλιξαν στις φλόγες την Τζακάρτα και άρχισαν έναν πανεθνικό αγώνα που κατέληξε στην ανατροπή του προέδρου του έθνους, του Σουκάρνο. Περίπου 400.000 άτομα έχασαν τη ζωή τους!
Σε κάποια περίπτωση κηρύτταμε ενώ στον παρακάτω δρόμο έπεφταν πυροβολισμοί και μαινόταν μια πυρκαγιά. Την επόμενη μέρα ακούσαμε ότι ο στρατός επρόκειτο να καταστρέψει κάποιες κοντινές κομμουνιστικές εγκαταστάσεις. Οι οικοδεσπότες φαίνονταν φοβισμένοι καθώς τους πλησιάζαμε, αλλά όταν άκουγαν για το άγγελμα της Αγίας Γραφής που τους φέρναμε, χαλάρωναν και μας προσκαλούσαν μέσα στο σπίτι. Αισθάνονταν ασφαλείς που μας είχαν μαζί τους. Αυτή η περίοδος μας δίδαξε όλους να βασιζόμαστε στον Ιεχωβά και να παραμένουμε ισορροπημένοι κάτω από αντίξοες συνθήκες.
Αποκρούεται Περαιτέρω Εναντίωση
Στα τέλη του 1966, μετακομίσαμε στην πόλη Άμπον, στα γραφικά νησιά νότιες Μολούκας. Εκεί, ανάμεσα στους φιλικούς, ανοιχτόκαρδους ανθρώπους, βρήκαμε πολύ πνευματικό ενδιαφέρον. Η μικρή μας εκκλησία αυξήθηκε γρήγορα και τα άτομα που παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις πλησίασαν τα εκατό. Έτσι, οι αξιωματούχοι της εκκλησίας του Χριστιανικού κόσμου επισκέφτηκαν το Τμήμα Θρησκευτικών Υποθέσεων για να πιέσουν τον υπεύθυνο εκεί να μας διώξει από την Άμπον. Αλλά, πάνω στο γραφείο του υπεύθυνου, σε περίοπτη θέση, είδαν τα βιβλία της Εταιρίας Σκοπιά! Καθώς δεν κατάφεραν να μεταπείσουν τον υπεύθυνο, ήρθαν σε επαφή με αξιωματούχους του Υπουργείου Θρησκευμάτων στην Τζακάρτα, ζητώντας την απέλασή μας όχι μόνο από την Άμπον αλλά και από όλη την Ινδονησία.
Σε αυτή την περίπτωση φάνηκε πως τα κατάφεραν, γιατί η 1η Φεβρουαρίου 1968 ορίστηκε ως η ημερομηνία της απέλασής μας. Ωστόσο, οι Χριστιανοί αδελφοί μας στην Τζακάρτα ήρθαν σε επαφή με έναν υψηλά ιστάμενο Μουσουλμάνο αξιωματούχο στο Υπουργείο Θρησκευμάτων, και αυτός βοήθησε να ανατραπεί η απόφαση. Επιπρόσθετα, άλλαξε η προηγούμενη τακτική και επιτράπηκε η είσοδος και σε άλλους ιεραποστόλους.
Έτσι, κατά τη διάρκεια των επόμενων δέκα χρόνων, με σκηνικό μεγαλόπρεπα βουνά, δάση και λίμνες στη βόρεια Σουμάτρα, εργαστήκαμε μαζί με ιεραποστόλους από την Αυστραλία, την Αυστρία, τη Γερμανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Σουηδία και τις Φιλιππίνες. Το έργο κηρύγματος ευημερούσε, ιδίως ανάμεσα στην κύρια εθνική ομάδα της περιοχής, τους Μπάτακ.
Ωστόσο, οι θρησκευτικοί ραδιούργοι πέτυχαν τελικά την επιβολή απαγόρευσης στο έργο μας κηρύγματος το Δεκέμβριο του 1976, και τον επόμενο χρόνο οι περισσότεροι ιεραπόστολοι έφυγαν με διορισμούς σε άλλες χώρες. Τελικά, το 1979, αναγκαστήκαμε να φύγουμε και εμείς.
Στη Νότια Αμερική
Τώρα, ήμασταν πια γύρω στα 50 και αναρωτιόμασταν αν θα μπορούσαμε να προσαρμοστούμε σε μια ακόμη χώρα. «Θα δεχτούμε καινούριο διορισμό ή μήπως θα εγκατασταθούμε κάπου;» ρώτησε η Σούζι.
«Κοίταξε, Σου», απάντησα, «όπου μας προσκάλεσε ο Ιεχωβά να πάμε, μάς φρόντισε. Ποιος ξέρει τι επιπρόσθετες ευλογίες επιφυλάσσει το μέλλον;» Έτσι, φτάσαμε στον καινούριο διορισμό μας, στη νοτιοαμερικανική χώρα του Σουρινάμ. Έπειτα από δυο μήνες ήμασταν ξανά στο έργο περιοχής και σύντομα νιώθαμε «σαν στο σπίτι μας».
Αναπολώντας τα 45 και πλέον χρόνια μας στην ολοχρόνια διακονία, η Σούζι και εγώ αντιλαμβανόμαστε πόσο σημαντική ήταν η υποστήριξη των γονέων μας, πόσο μας βοήθησε να εμμείνουμε στο ιεραποστολικό έργο. Το 1969, όταν ξαναείδα τους γονείς μου, έπειτα από έξι χρόνια, ο πατέρας μου με πήρε παράμερα και είπε: «Σε περίπτωση που πεθάνει πρώτη η μητέρα σου, δεν χρειάζεται να γυρίσετε πίσω. Μείνετε στο διορισμό σας. Εγώ θα τα καταφέρω. Αλλά για την περίπτωση που συμβεί το αντίστροφο, θα πρέπει να ρωτήσεις τη μητέρα σου σχετικά». Η μητέρα είπε το ίδιο.
Οι γονείς της Σούζι είχαν την ίδια ανιδιοτελή στάση. Υπήρξε περίπτωση κατά την οποία η Σούζι έλειπε 17 χρόνια μακριά τους και ωστόσο εκείνοι ποτέ δεν της έγραψαν ούτε μια αποκαρδιωτική λέξη. Φυσικά, αν δεν υπήρχε άλλη βοήθεια για τους γονείς μας, θα είχαμε γυρίσει πίσω. Το σημείο είναι ότι οι γονείς μας έτρεφαν την ίδια εκτίμηση για το ιεραποστολικό έργο και, μέχρι το θάνατό τους, υπηρέτησαν τον Ιεχωβά με το ίδιο αίσθημα επείγοντος που είχαν εμφυτέψει στην καρδιά μας.—Παράβαλε 1 Σαμουήλ 1:26-28.
Ενθάρρυνση για εμάς επίσης ήταν μερικά άτομα που δεν παρέλειπαν να μας γράφουν γράμματα. Υπάρχουν μερικοί που δεν άφησαν να περάσει ούτε μήνας, στα 30 και πλέον χρόνια ιεραποστολικής υπηρεσίας μας, χωρίς να μας γράψουν! Αλλά πάνω από όλα, θυμόμαστε τον αγαπητό ουράνιο Πατέρα μας, τον Ιεχωβά, ο οποίος γνωρίζει πώς να στηρίζει τους υπηρέτες του στη γη. Γι’ αυτό, καθώς τώρα πλησιάζουμε στο αποκορύφωμα των γεγονότων στα οποία αποβλέπουμε, η Σούζι και εγώ θέλουμε να ‘έχουμε διαρκώς στο νου την παρουσία της ημέρας του Ιεχωβά’, συνεχίζοντας να υπηρετούμε τον Ιεχωβά με το αίσθημα του επείγοντος.—2 Πέτρου 3:12.
[Εικόνα στη σελίδα 26]
Παντρευτήκαμε το 1957
[Εικόνα στη σελίδα 29]
Πόσο συγκινητικό—έξι νεαροί σκαπανείς!