‘Εφόσον Έχουμε Αυτή τη Διακονία, Δεν Παραιτούμαστε’
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΡΟΝΑΛΝΤ ΤΕΪΛΟΡ
Το καλοκαίρι του 1963, βρέθηκα να παλεύω για τη ζωή μου. Καθώς περπατούσα κατά μήκος της ακτής, γλίστρησα μέσα σε ένα επικίνδυνο άνοιγμα και ξαφνικά έπεσα σε πολύ βαθιά νερά. Επειδή δεν ήξερα κολύμπι, κόντεψα να πνιγώ λίγα μόνο μέτρα από την ακτή. Είχα ήδη βουλιάξει τρεις φορές και είχα καταπιεί μεγάλη ποσότητα θαλασσινού νερού όταν ένας φίλος αντιλήφτηκε τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμουν και με έσυρε στην ακτή. Χάρη στην τεχνητή αναπνοή που μου έκαναν έγκαιρα, έζησα.
ΑΥΤΗ δεν ήταν η πρώτη φορά που καταλάβαινα πόσο σημαντικό είναι να μην παραιτούμαστε—ακόμη και αν τα πράγματα φαίνονται απελπιστικά. Από μικρό παιδί χρειαζόταν να παλεύω για την πνευματική μου ζωή.
Ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τη Χριστιανική αλήθεια στη διάρκεια των σκοτεινών ημερών του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Ήμουν ένα από τα χιλιάδες παιδιά που χρειάστηκε να μεταφερθούν από το Λονδίνο προκειμένου να ξεφύγουν από τους κινδύνους των βομβαρδισμών. Επειδή ήμουν μόνο 12 χρονών, ο πόλεμος δεν σήμαινε και πολλά πράγματα για εμένα· ήταν σχεδόν σαν μια περιπέτεια.
Ένα ηλικιωμένο αντρόγυνο που ζούσε στο Γουέστον-σούπερ-Μέιρ, στη νοτιοδυτική Αγγλία, ανέλαβε τη φροντίδα μου. Λίγο καιρό αφότου έφτασα στο σπίτι του αντρογύνου αυτού, άρχισαν να μας επισκέπτονται μερικοί σκαπανείς. Ήταν η οικογένεια Χάργκριβς· και οι τέσσερις από αυτούς—ο Ρετζ, η Μαμπς, η Πάμελα και η Βάλερι—ήταν ειδικοί σκαπανείς. Οι θετοί μου γονείς γνώρισαν την αλήθεια, και, αφού μελέτησα το βιβλίο Η Κιθάρα του Θεού, πήρα και εγώ την απόφαση να υπηρετώ τον Ιεχωβά. Μόλις έξι εβδομάδες αργότερα, με προσκάλεσαν να συμμετάσχω στο έργο κηρύγματος.
Θυμάμαι ακόμη εκείνη την πρώτη μέρα που βγήκα στην υπηρεσία αγρού. Χωρίς περιστροφές, μου έδωσαν μερικά βιβλιάρια και μου είπαν: «Εσύ να κάνεις έργο σε αυτή την πλευρά του δρόμου». Έτσι πέρασα την πρώτη μου μέρα στο κήρυγμα. Εκείνη την εποχή, συνήθως κηρύτταμε χρησιμοποιώντας δίσκους φωνογράφου οι οποίοι περιείχαν δυναμικές ομιλίες. Οι πιο ευτυχισμένες στιγμές μου ήταν όταν κουβαλούσα το φωνογράφο από σπίτι σε σπίτι και έπαιζα ηχογραφημένες ομιλίες. Το θεωρούσα πραγματικό προνόμιο να με χρησιμοποιούν κατά αυτόν τον τρόπο.
Έδινα πολλή μαρτυρία στο σχολείο και θυμάμαι που είχα διαθέσει μια σειρά βιβλίων με Βιβλικά θέματα στο διευθυντή. Στην ηλικία των 13 χρονών, βαφτίστηκα σε μια κοντινή συνέλευση η οποία διεξάχτηκε στο Μπαθ. Μια άλλη συνέλευση που έγινε στη διάρκεια του πολέμου και η οποία θα μου μείνει αλησμόνητη διεξάχτηκε το 1941 στο Λέστερ στην Αίθουσα Ντε Μόντφορτ. Ανέβηκα στο βήμα για να λάβω το προσωπικό μου αντίτυπο του βιβλίου Τέκνα, το οποίο περιείχε ένα προσωπικό μήνυμα από τον αδελφό Ρόδερφορντ, τον τότε πρόεδρο της Εταιρίας Σκοπιά. Η συγκινητική ομιλία που απευθύνθηκε σε όλα τα νεαρά άτομα τα οποία ήταν παρόντα ενίσχυσε την επιθυμία που είχα να υπηρετώ τον Ιεχωβά για πάντα.
Έτσι πέρασα δυο ευτυχισμένα χρόνια μεγαλώνοντας στην αλήθεια μαζί με τους θετούς μου γονείς. Όμως, στην ηλικία των 14 χρονών, χρειάστηκε να επιστρέψω στο Λονδίνο και να αρχίσω να εργάζομαι για να βγάζω τα προς το ζην. Αν και έσμιξα ξανά με την οικογένειά μου, τώρα έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου από πνευματική άποψη, εφόσον κανένας στο σπίτι μου δεν συμμεριζόταν το πιστεύω μου. Σύντομα, ο Ιεχωβά προμήθεψε τη βοήθεια που χρειαζόμουν. Μόλις τρεις εβδομάδες μετά την άφιξή μου στο Λονδίνο, επισκέφτηκε ένας αδελφός το σπίτι μας και ζήτησε την άδεια του πατέρα μου για να με πάει στην τοπική Αίθουσα Βασιλείας. Ο αδελφός ήταν ο Τζον Μπαρ, που τώρα είναι μέλος του Κυβερνώντος Σώματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αυτός έγινε ένας από τους πνευματικούς μου «πατέρες» στη διάρκεια εκείνων των κρίσιμων χρόνων της εφηβείας.—Ματθαίος 19:29.
Άρχισα να πηγαίνω στην Εκκλησία Πάντιγκτον, η οποία συναθροιζόταν στην οδό Κρέιβεν δίπλα στον Οίκο Μπέθελ του Λονδίνου. Εφόσον ήμουν πνευματικά ορφανό, ανατέθηκε σε έναν ηλικιωμένο χρισμένο αδελφό, στον «Μπαμπά» Χάμφρεϊς, να ενδιαφερθεί ιδιαίτερα για εμένα. Ήταν σίγουρα μεγάλη ευλογία το γεγονός ότι μπορούσα να συναναστρέφομαι με τους πολλούς χρισμένους αδελφούς και αδελφές που υπηρετούσαν σε αυτή την εκκλησία. Εκείνοι από εμάς που είχαμε επίγεια ελπίδα—και αποκαλούμασταν Ιωναδαβίτες—ήμασταν η μειονότητα. Στην πραγματικότητα, εγώ ήμουν ο μόνος «Ιωναδαβίτης» στη Μελέτη Βιβλίου Εκκλησίας την οποία παρακολουθούσα. Μολονότι δεν είχα πολλή συναναστροφή με συνομηλίκους μου, εκείνη η πολύτιμη παρέα με ώριμους αδελφούς μού έδωσε πολλά χρήσιμα μαθήματα. Ίσως το πιο σημαντικό από αυτά ήταν να μην εγκαταλείπουμε ποτέ την υπηρεσία του Ιεχωβά.
Εκείνη την εποχή, συνηθίζαμε να αφιερώνουμε ολόκληρο το σαββατοκύριακο στο έργο κηρύγματος. Εμένα μου είχε ανατεθεί να φροντίζω το «αυτοκίνητο με τα μεγάφωνα», το οποίο ήταν στην πραγματικότητα ένα τρίκυκλο που το είχαν μετατρέψει για να μεταφέρει τον ηχητικό εξοπλισμό καθώς και μια μπαταρία αυτοκινήτου. Κάθε Σάββατο, ξεκινούσα με το τρίκυκλο και πήγαινα σε διάφορες γωνίες δρόμων, όπου παίζαμε λίγη μουσική και, στη συνέχεια, βάζαμε μια από τις ομιλίες του αδελφού Ρόδερφορντ. Χρησιμοποιούσαμε επίσης τα Σάββατα για να κάνουμε έργο δρόμου κρατώντας τις τσάντες μας με τα περιοδικά. Τις Κυριακές τις αφιερώναμε στο έργο από σπίτι σε σπίτι, προσφέροντας βιβλιάρια και βιβλία.
Η συναναστροφή μου με ζηλωτές μεγαλύτερους αδελφούς διήγειρε μέσα μου την επιθυμία να κάνω σκαπανικό. Αυτή η επιθυμία μεγάλωνε καθώς άκουγα ομιλίες για σκαπανείς στις συνελεύσεις περιφερείας. Μια συνέλευση που επηρέασε βαθιά τη ζωή μου ήταν αυτή που διεξάχτηκε στο Ερλς Κορτ του Λονδίνου το 1947. Δύο μήνες αργότερα ανέλαβα την υπηρεσία σκαπανέα, και από τότε αγωνίζομαι να διατηρήσω το σκαπανικό πνεύμα. Η χαρά που αποκομίζω καθώς διεξάγω προοδευτικές Γραφικές μελέτες μού έχει επιβεβαιώσει το γεγονός ότι αυτή ήταν η σωστή απόφαση.
Γάμος με μια Ισπανίδα και Διορισμός στην Ισπανία
Το έτος 1957, ενώ έκανα ακόμη σκαπανικό στην Εκκλησία Πάντιγκτον, γνώρισα μια όμορφη Ισπανίδα αδελφή που ονομαζόταν Ραφαέλα. Ύστερα από μερικούς μήνες παντρευτήκαμε. Στόχος μας ήταν να κάνουμε σκαπανικό μαζί, αλλά πήγαμε πρώτα στη Μαδρίτη ώστε να μπορέσω να γνωρίσω τους γονείς της Ραφαέλα. Αυτή ήταν μια επίσκεψη που άλλαξε τη ζωή μου. Ενώ βρισκόμασταν στη Μαδρίτη, ο αδελφός Ρέι Ντούζινμπέρι, ο επίσκοπος τμήματος της Ισπανίας, με ρώτησε αν μας ενδιέφερε να υπηρετήσουμε στην Ισπανία, όπου υπήρχε τεράστια ανάγκη για έμπειρους αδελφούς.
Πώς μπορούσαμε να αρνηθούμε έναν τέτοιο διορισμό; Έτσι, το 1958 αρχίσαμε την ολοχρόνια υπηρεσία μας μαζί στην Ισπανία. Εκείνη την εποχή η χώρα βρισκόταν υπό τη διακυβέρνηση του Φράνκο και η δραστηριότητά μας δεν ήταν νομικά αναγνωρισμένη, πράγμα το οποίο καθιστούσε το έργο κηρύγματος πολύ δύσκολο. Επιπλέον, τα πρώτα δύο χρόνια χρειάστηκε να αγωνιστώ για να μάθω την ισπανική γλώσσα. Και πάλι, το ζήτημα ήταν να μην παραιτηθώ, αν και έτυχε να κλάψω σε αρκετές περιπτώσεις από ολοκληρωτική απογοήτευση επειδή δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με τους αδελφούς στην εκκλησία.
Η ανάγκη για επισκόπους ήταν τόσο μεγάλη ώστε, μολονότι μιλούσα ελάχιστα ισπανικά, μέσα σε ένα μήνα επέβλεπα ένα μικρό όμιλο. Επειδή το έργο μας διεξαγόταν με μυστικότητα, ήμασταν οργανωμένοι σε μικρούς ομίλους 15-20 ευαγγελιζομένων, οι οποίοι λειτουργούσαν λίγο-πολύ σαν μικρές εκκλησίες. Στην αρχή το να διεξάγω τις συναθροίσεις κουρέλιαζε τα νεύρα μου, εφόσον δεν καταλάβαινα πάντοτε τις απαντήσεις από το ακροατήριο. Ωστόσο, η σύζυγός μου καθόταν στο πίσω μέρος, και όταν καταλάβαινε ότι είχα μπερδευτεί, κουνούσε διακριτικά το κεφάλι της για να με διαβεβαιώσει ότι η απάντηση ήταν σωστή.
Δεν έχω το φυσικό χάρισμα να μαθαίνω γλώσσες, και πολλές φορές ήθελα να γυρίσω στην Αγγλία, όπου θα μπορούσα να κάνω το καθετί πολύ πιο εύκολα. Παρ’ όλα αυτά, από την αρχή κιόλας, η αγάπη και η φιλία των αγαπητών Ισπανών αδελφών μας, αντρών και γυναικών, αναπλήρωναν τις απογοητεύσεις που ένιωθα με τη γλώσσα. Επίσης, ο Ιεχωβά με ευλόγησε με ειδικά προνόμια, τα οποία έκαναν όλα αυτά να αξίζουν τον κόπο. Το 1958, με κάλεσαν να παρακολουθήσω τη διεθνή συνέλευση στη Νέα Υόρκη ως εκπρόσωπος από την Ισπανία. Κατόπιν, το 1962, έλαβα ανεκτίμητη εκπαίδευση στη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας, η οποία διοργανώθηκε για εμάς στην Ταγγέρη του Μαρόκου.
Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετώπιζα, εκτός από τη γλώσσα, ήταν η συνεχής ανησυχία μην τυχόν και με συλλάβει η αστυνομία. Ως αλλοδαπός, γνώριζα ότι μια σύλληψη θα σήμαινε άμεση απέλαση. Για να ελαχιστοποιηθεί αυτός ο κίνδυνος, κάναμε έργο ανά δύο. Καθώς ο ένας έδινε μαρτυρία, ο άλλος παραφύλαγε για τυχόν σημάδια κινδύνου. Αφού χτυπούσαμε μια-δυο πόρτες, πολλές φορές στον πάνω όροφο κάποιας πολυκατοικίας, πηγαίναμε δυο-τρία τετράγωνα παρακάτω για να επισκεφτούμε άλλα δυο ή τρία σπίτια. Χρησιμοποιούσαμε την Αγία Γραφή εκτενώς και παίρναμε μαζί μας μόνο λίγα βιβλιάρια, τα οποία κρύβαμε μέσα στα παλτά μας, για να τα προσφέρουμε σε ενδιαφερόμενα άτομα.
Ύστερα από ένα χρόνο στη Μαδρίτη, πήραμε διορισμό για το Βίγο, μια μεγάλη πόλη στη βορειοδυτική Ισπανία, όπου δεν υπήρχαν καθόλου Μάρτυρες. Για τον πρώτο μήνα περίπου, η Εταιρία πρότεινε να κάνει το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας η σύζυγός μου—ώστε να δοθεί η εντύπωση ότι επισκεπτόμασταν τους ανθρώπους ως τουρίστες. Παρά το διακριτικό τρόπο προσέγγισης που χρησιμοποιήσαμε, το κήρυγμά μας έγινε αντιληπτό. Μέσα σε ένα μήνα Καθολικοί ιερείς άρχισαν να μας καταγγέλλουν από το ραδιόφωνο. Αυτοί προειδοποιούσαν τους ενορίτες τους ότι ένα αντρόγυνο πήγαινε από σπίτι σε σπίτι και μιλούσε για την Αγία Γραφή—ένα βιβλίο που ήταν σχεδόν απαγορευμένο εκείνον τον καιρό. Το «καταζητούμενο αντρόγυνο» αποτελούνταν από έναν ξένο και την Ισπανίδα σύζυγό του, η οποία έκανε σχεδόν όλες τις συζητήσεις!
Οι ιερείς αποφάνθηκαν ότι η απλή συνομιλία με αυτό το επικίνδυνο αντρόγυνο ήταν αμαρτία, η οποία θα συγχωρούνταν μόνο αν το άτομο εξομολογούνταν αμέσως σε ιερέα. Και όπως αναμενόταν, καθώς ολοκληρώσαμε μια απολαυστική συζήτηση που είχαμε με κάποια κυρία, αυτή μας είπε απολογητικά ότι έπρεπε να πάει να εξομολογηθεί. Όταν φύγαμε από το σπίτι της, την είδαμε να τρέχει προς την εκκλησία.
Απέλαση
Μόλις δύο μήνες αφότου φτάσαμε στο Βίγο, χτύπησε η αστυνομία. Ο αστυφύλακας που μας συνέλαβε ήταν καλοσυνάτος και δεν μας έβαλε χειροπέδες για να μας πάει στο αστυνομικό τμήμα. Στο τμήμα, είδαμε ένα γνωστό πρόσωπο, μια δακτυλογράφο στην οποία είχαμε δώσει μαρτυρία πρόσφατα. Αυτή προφανώς ντράπηκε όταν είδε να μας συμπεριφέρονται σαν να ήμασταν εγκληματίες και έσπευσε να μας διαβεβαιώσει ότι δεν μας είχε ενοχοποιήσει εκείνη. Εντούτοις, μας κατηγόρησαν ότι θέταμε σε κίνδυνο την «πνευματική ενότητα της Ισπανίας», και έξι εβδομάδες αργότερα μας απέλασαν.
Αυτό ήταν ένα εμπόδιο, αλλά εμείς δεν είχαμε σκοπό να παραιτηθούμε. Υπήρχε ακόμη πολύ έργο που έπρεπε να γίνει στην Ιβηρική Χερσόνησο. Ύστερα από τρεις μήνες στην Ταγγέρη, πήραμε διορισμό για το Γιβραλτάρ—έναν άλλον παρθένο τομέα. Όπως λέει ο απόστολος Παύλος, αν θεωρούμε πολύτιμη τη διακονία μας, θα συνεχίσουμε και θα ανταμειφτούμε. (2 Κορινθίους 4:1, 7, 8) Αυτό αποδείχτηκε αληθινό στη δική μας περίπτωση. Στο πρώτο σπίτι που χτυπήσαμε στο Γιβραλτάρ αρχίσαμε Γραφική μελέτη με μια ολόκληρη οικογένεια. Σε λίγο, διεξήγαμε 17 μελέτες ο καθένας. Πολλά από τα άτομα με τα οποία μελετήσαμε έγιναν Μάρτυρες, και σε δυο χρόνια υπήρχε μια εκκλησία 25 ευαγγελιζομένων.
Όμως, όπως συνέβη και στο Βίγο, ο κλήρος άρχισε εκστρατεία εναντίον μας. Ο Αγγλικανός επίσκοπος του Γιβραλτάρ προειδοποίησε τον αρχηγό της αστυνομίας λέγοντας ότι ήμασταν «ανεπιθύμητοι», και οι επαφές του με τις αρχές τελικά έφεραν αποτελέσματα. Τον Ιανουάριο του 1962 μας απέλασαν από το Γιβραλτάρ. Πού θα πηγαίναμε στη συνέχεια; Η ανάγκη ήταν ακόμη μεγάλη στην Ισπανία, έτσι επιστρέψαμε εκεί, ελπίζοντας ότι ο προηγούμενος φάκελός μας θα είχε μπει στο αρχείο.
Το καινούριο μας σπίτι ήταν η ηλιόλουστη πόλη της Σεβίλης. Εκεί είχαμε τη χαρά να συνεργαστούμε στενά με ένα άλλο αντρόγυνο σκαπανέων, τον Ρέι και την Πατ Κέρκαπ. Μολονότι η Σεβίλη ήταν μια πόλη με μισό εκατομμύριο κατοίκους, εκεί βρίσκονταν μονάχα 21 ευαγγελιζόμενοι, έτσι υπήρχε πολύ έργο που έπρεπε να γίνει. Τώρα υπάρχουν 15 εκκλησίες με 1.500 ευαγγελιζομένους. Ένα χρόνο αργότερα είχαμε μια ευχάριστη έκπληξη· μας κάλεσαν να υπηρετήσουμε στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου στην περιοχή της Βαρκελώνης.
Το έργο περιοχής σε μια χώρα όπου το έργο μας δεν ήταν νομικά αναγνωρισμένο ήταν κάπως διαφορετικό. Κάθε εβδομάδα επισκεπτόμασταν μικρούς ομίλους, η πλειονότητα των οποίων είχε πολύ λίγους ικανούς αδελφούς. Αυτοί οι σκληρά εργαζόμενοι αδελφοί χρειάζονταν όλη την εκπαίδευση και την υποστήριξη που μπορούσαμε να τους δώσουμε. Πόσο αγαπήσαμε αυτόν το διορισμό! Έχοντας δαπανήσει αρκετά χρόνια σε περιοχές με λίγους, αν όχι καθόλου, Μάρτυρες, τώρα χαιρόμασταν που επισκεπτόμασταν τόσους διαφορετικούς αδελφούς και αδελφές. Επιπλέον, το κήρυγμα στη Βαρκελώνη ήταν πιο εύκολο, και πολλοί άνθρωποι ήθελαν να μελετήσουν την Αγία Γραφή.
Καταπολέμηση της Κατάθλιψης
Ωστόσο, μόνο έξι μήνες αργότερα, η ζωή μου άλλαξε δραματικά. Οι πρώτες μας διακοπές κοντά στη θάλασσα κόντεψαν να καταλήξουν σε τραγωδία όταν μου συνέβη το ατύχημα που περιέγραψα στην αρχή. Σωματικά ανέρρωσα αρκετά γρήγορα από το σοκ του παρ’ ολίγον πνιγμού, αλλά αυτό το περιστατικό σημάδεψε ανεξίτηλα το νευρικό μου σύστημα.
Για μερικούς μήνες αγωνίστηκα να συνεχίσω στο έργο περιοχής, αλλά τελικά χρειάστηκε να επιστρέψω στην Αγγλία για ιατρική περίθαλψη. Ύστερα από δυο χρόνια είχα συνέλθει αρκετά, και καταφέραμε να επιστρέψουμε στην Ισπανία, όπου αναλάβαμε και πάλι το έργο περιοχής. Εντούτοις, αυτό ήταν μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Οι γονείς της συζύγου μου αρρώστησαν σοβαρά, και έτσι σταματήσαμε την ολοχρόνια υπηρεσία για να τους περιποιηθούμε.
Το 1968 η ζωή έγινε πιο δύσκολη όταν έπαθα πλήρη νευρικό κλονισμό. Μερικές φορές και η Ραφαέλα και εγώ πιστεύαμε ότι δεν θα ανέρρωνα ποτέ. Ήταν σαν να πνιγόμουν ξανά, αλλά με διαφορετικό τρόπο! Εκτός από το γεγονός ότι με είχε κατακλύσει με αρνητικά συναισθήματα, η κατάθλιψη με έκανε να χάσω όλη μου τη δύναμη. Υπέφερα από περιόδους υπερβολικής εξάντλησης, πράγμα το οποίο με ανάγκαζε να αναπαύομαι σχεδόν διαρκώς. Εκείνον τον καιρό, δεν καταλάβαιναν όλοι οι αδελφοί αυτού του είδους τα προβλήματα· φυσικά εγώ γνώριζα ότι ο Ιεχωβά τα καταλάβαινε. Διάβασα με μεγάλη ικανοποίηση τα υπέροχα άρθρα που δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Σκοπιά και Ξύπνα!, τα οποία φανέρωναν μεγάλη κατανόηση και αποτελούσαν μεγάλη βοήθεια για όσους είναι καταθλιμμένοι.
Στη διάρκεια αυτού του δύσκολου καιρού, η σύζυγός μου αποτέλεσε μια διαρκή πηγή ενθάρρυνσης. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων από κοινού όντως ενισχύει το γαμήλιο δεσμό. Οι γονείς της Ραφαέλα πέθαναν, και ύστερα από 12 χρόνια βελτιώθηκε η υγεία μου μέχρι του σημείου που πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να επιστρέψουμε στην ολοχρόνια υπηρεσία. Το 1981, προς έκπληξη και χαρά μας, μας κάλεσαν ξανά να υπηρετήσουμε στο έργο περιοχής.
Είχαν λάβει χώρα τεράστιες θεοκρατικές αλλαγές στην Ισπανία από την προηγούμενη φορά που υπηρετούσαμε στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου. Το κήρυγμα ήταν τώρα ελεύθερο, έτσι χρειαζόταν να εξοικειωθώ με τις νέες περιστάσεις. Παρ’ όλα αυτά, το να υπηρετώ και πάλι ως επίσκοπος περιοχής ήταν ένα μεγάλο προνόμιο. Το γεγονός ότι είχαμε κάνει σκαπανικό αν και αντιμετωπίζαμε δύσκολες καταστάσεις μας βοήθησε να ενθαρρύνουμε σκαπανείς που είχαν προβλήματα. Επίσης, πολλές φορές μπορέσαμε να βοηθήσουμε και άλλους να ενωθούν με τις τάξεις των σκαπανέων.
Ύστερα από 11 χρόνια στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου στη Μαδρίτη και στη Βαρκελώνη, και πάλι η κλονισμένη υγεία μας μάς υποχρέωσε να αλλάξουμε διορισμό. Διοριστήκαμε ειδικοί σκαπανείς στην πόλη Σαλαμάνκα, όπου μπορούσα να φανώ χρήσιμος ως πρεσβύτερος. Οι αδελφοί στη Σαλαμάνκα αμέσως μας έκαναν να νιώθουμε σαν στο σπίτι μας. Ένα χρόνο αργότερα άλλη μια κρίση θα δοκίμαζε την υπομονή μας.
Η Ραφαέλα έγινε χωρίς λόγο πολύ αναιμική, και οι εξετάσεις αποκάλυψαν ότι είχε καρκίνο του παχέος εντέρου. Τώρα έπρεπε να φανώ εγώ δυνατός και να δώσω στη σύζυγό μου όλη μου την υποστήριξη. Η πρώτη μας αντίδραση ήταν η δυσπιστία, κατόπιν ο φόβος. Θα κατάφερνε η Ραφαέλα να επιζήσει; Σε τέτοιες στιγμές, αυτό που μας βοηθάει να συνεχίσουμε είναι η πλήρης εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά. Χαίρομαι που μπορώ να πω ότι η Ραφαέλα έκανε μια επιτυχημένη εγχείρηση, και ελπίζουμε να μην εμφανιστεί ξανά ο καρκίνος.
Μολονότι περάσαμε καλές και κακές στιγμές στα 36 χρόνια που βρισκόμαστε στην Ισπανία, ήταν πολύ συγκινητικό που ζήσαμε μέσα σε αυτή την εποχή της πνευματικής ανάπτυξης. Είδαμε τη μικρή ομάδα των περίπου 800 ευαγγελιζομένων οι οποίοι υπήρχαν το 1958 να αυξάνεται σε ένα στράτευμα 100.000 και πλέον ευαγγελιζομένων σήμερα. Τις δυσκολίες μας έχουν επισκιάσει οι πολλές χαρές που είχαμε—βοηθώντας άλλους να γνωρίσουν την αλήθεια και να ωριμάσουν πνευματικά, συνεργαζόμενοι ως αντρόγυνο, και νιώθοντας ότι έχουμε χρησιμοποιήσει τη ζωή μας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Ο Παύλος λέει στη δεύτερη επιστολή του προς τους Κορινθίους: «Εφόσον έχουμε αυτή τη διακονία σύμφωνα με το έλεος που μας δείχτηκε, δεν παραιτούμαστε». (2 Κορινθίους 4:1) Αναπολώντας το παρελθόν, πιστεύω ότι υπήρχαν πολλοί παράγοντες στη ζωή μου που με απέτρεψαν από το να παραιτηθώ. Το παράδειγμα πιστών χρισμένων αδελφών οι οποίοι έδειξαν ενδιαφέρον για εμένα στα έτη της διάπλασής μου παρείχε ένα θαυμάσιο θεμέλιο. Το να έχει κάποιος ένα σύντροφο που μοιράζεται τους ίδιους πνευματικούς στόχους είναι ένα υπέροχο βοήθημα· όταν ένιωθα άσχημα, η Ραφαέλα με ενθάρρυνε, και το ίδιο έκανα εγώ για εκείνη. Η αίσθηση του χιούμορ είναι επίσης ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Το να μπορούμε να γελάμε με τους αδελφούς—και με τον εαυτό μας—κατά κάποιον τρόπο κάνει τα προβλήματα να φαίνονται λιγότερο σοβαρά.
Αλλά πάνω από όλα, για να υπομένουμε ενόψει των δοκιμασιών απαιτείται η δύναμη του Ιεχωβά. Θυμάμαι πάντα τα λόγια του Παύλου: «Για όλα τα πράγματα έχω τη δύναμη χάρη σε αυτόν που μου δίνει δύναμη». Εφόσον έχουμε τον Ιεχωβά στο πλευρό μας, δεν είναι ανάγκη να παραιτηθούμε ποτέ.—Φιλιππησίους 4:13.
[Εικόνες στη σελίδα 23]
Ο Ρόναλντ και η Ραφαέλα Τέιλορ το 1958
[Εικόνες στη σελίδα 24, 25]
Συνάθροιση όταν το έργο ήταν απαγορευμένο στην Ισπανία (1969)