Επιδιώκοντας τον Σκοπό μου στη Ζωή
Αφήγησις του Τζων Ρ. Κουκ
ΜΙΑ μέρα του Αυγούστου του έτους 1927, ενώ ήμουν με άδεια στη Γαλλία, εκάθησα στην ακρογιαλιά σκεπτόμενος το σπίτι μου στο Μπρώντσταιρς της Αγγλίας. Ήμουν δεκατεσσάρων ετών ηλικίας, και στα τελευταία έξη χρόνια είχα ακούσει για την αλήθεια από τη μητέρα μου. Εκείνη τη μέρα έλαβα μια σοβαρή απόφασι—όταν θα επέστρεφα στο σπίτι μου, θα παρακολουθούσα τακτικά τις συναθροίσεις θα ερευνούσα σοβαρά αυτή την «αλήθεια.» Εξετέλεσα τον σκοπό μου και σε λίγο επροθυμοποιήθηκα να βγω στο από σπίτι σε σπίτι έργον. Οι μέθοδοι τότε ήσαν πρωτόγονοι. Στην πρώτη μου προσπάθεια, μια ψυχρή, χειμερινή μέρα, μου εδόθησαν λίγα βιβλιάρια και μια οδός για να εργασθώ μόνος μου, και διέθεσα δώδεκα βιβλιάρια και πήγα στο σπίτι ευτυχής και γεμάτος θάρρος. Διεπίστωσα τότε ότι το να κάνη κανείς την υπηρεσία του Ιεχωβά κάτω από δυσκολίες φέρνει ιδιαίτερη χαρά. Λίγο καταλάβαινα τότε πόσο θα είχα ανάγκη από τη δύναμι που προέρχεται από τη «χαρά του Ιεχωβά.»—Νεεμ. 8:10, ΜΝΚ.
Σε λίγο είχα τη φιλοδοξία να αναλάβω υπηρεσία σκαπανέως, αλλ’ επειδή αυτή η ιδέα ετρόμαζε τον πατέρα μου, την ανέβαλα. Τον Μάιο του 1931, ήλθε για μένα ένα πραγματικό σημείο στροφής—μια διεθνής συνέλευσις στο Παρίσι. Η χαρά της συναναστροφής με ξένους αδελφούς, οι συχνές εκκλήσεις για σκαπανείς, οι εκφράσεις πάρα πολλών, τους οποίους συνήντησα—ένα νέο παιδί σαν εσένα πρέπει να είναι σκαπανεύς—κορυφωμένα όλ’ αυτά από μια πρόσκλησι για εθελοντάς για την Ισπανία (κι εγώ έκανα Ισπανικά στο σχολείο), μου εσφυρηλάτησαν μια απόφασι να μπω στην υπηρεσία σκαπανέως όσο το δυνατόν ταχύτερον. Έτσι, τον Αύγουστο του 1931, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, ανέλαβα το ισόβιο στάδιό μου. Ο αδελφός μου Ήρικ με συνώδευσε κι αρχίσαμε έργον στη Γαλλία. Προτού φύγωμε απ’ το σπίτι ο Πατέρας μας είπε: «Μετά έξη μήνες θα θελήσετε να επιστρέψετε και ν’ αναλάβετε μια καλή δουλειά.» Σχεδόν το εκάμαμε. Η μητέρα μας πέθανε πολύ ξαφνικά και οι συγγενείς κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να μας κάνουν να μείνωμε στο σπίτι αλλ’ η βαθιά πεποίθησις ότι η υπηρεσία σκαπανέως ήταν ο αληθινός προορισμός μας μάς έκαμε να συνεχίσωμε.
Τον Ιούλιο του 1932, πήγα στην Ισπανία. Η μέθοδος τότε ήταν να καλύπτωμε το έδαφος γρήγορα, και τα έντυπα διετίθεντο καλά. Ήταν μια σκληρή ζωή με πρόχειρα ενδιαιτήματα, πολλή ποδηλατοδρομία σε ορεινούς δρόμους και πέντε ή έξη ώρες συνεχών κρούσεων θυρών κάθε μέρα. Το 1935 άρχισαν πολιτικές αναστατώσεις και σε μερικά μέρη οι Κομμουνισταί, εκλαμβάνοντάς μας ως φασιστάς, μας έκαμαν σκληρή υποδοχή! Αλλ’ ο αδελφός μου κι εγώ εδοκιμάζαμε τις χαρές τού να βρίσκωμε τα «άλλα πρόβατα». Αρχίσαμε μια μικρή ομάδα στο Μπαρμπάστρο, και στη Σαραγόσσα δύο νεαροί ήλθαν νύχτα στο δωμάτιό μας για συμμελέτη κι αργότερα μας συνώδευσαν στην υπηρεσία σκαπανέως. Ατυχώς ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος ξέσπασε σε λίγο. Ο αδελφός μου κι εγώ μόλις διεφύγαμε. Επεστρέψαμε στην Αγγλία για διακοπές στις 12 Ιουλίου 1936, και η μάχη άρχισε στις 18 του μηνός.
Ο επόμενος τόπος διορισμού μας ήταν η Ιρλανδία, όπου επρόκειτο να δώσωμε μαρτυρία μ’ ένα ειδικό φυλλάδιο. Αλλ’ αυτό ήταν πολύ έντονο για τους φανατικούς κι επροξένησε τεράστια εξέγερσι. Οι ιερείς μάς κατηγόρησαν ότι είμεθα Κομμουνισταί (το αντίθετο εκείνου που μας είχε αποδοθή ως κατηγορία στην Ισπανία!), και δύο φορές ομάδες της Καθολικής δράσεως έκαψαν τα έντυπά μας και μας εξέβαλαν από την πόλι. Στον τρίτο τόπο, μέσα σε λίγες ώρες, με συνέλαβαν, πέρασα από δικαστήριο και με ενέκλεισαν σε μια φυλακή του Δουβλίνου. Ήταν μια ανακούφισις το να είμαι εκεί μετά από τα όσα περάσαμε! Αλλά βγήκα πάλι μετά από λίγες μέρες.
Στο 1937 επέστρεψα στη Γαλλία με τόπο διορισμού το Μπορντώ. Οικιακές Γραφικές μελέτες άρχιζαν μόλις τότε, και όταν, το 1939, ο υπηρέτης του Τμήματος, Αδελφός Κνεχτ, έκαμε επίσκεψι, ο Γάλλος σύντροφός μου κι εγώ συνεκινήθημεν που μπορέσαμε να συγκεντρώσωμε είκοσι πέντε άτομα για την ομιλία του. Αλλ’ εμεσολάβησε πάλι πόλεμος—ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος—κι ανηγγέλθη ότι η Εταιρία αντιμετώπιζε απαγόρευσιν. Αμέσως διεσκόρπισα το απόθεμα των εντύπων μας, κι έτσι, όταν με ανέκριναν, μπόρεσα να πω ότι δεν είχα έντυπα στο δωμάτιό μου. Κατόπιν έχασα τον σύντροφό μου, τον φτωχό Πιέρ Ντιζώ, ο οποίος εφυλακίσθη για λόγους ακεραιότητος, και ύστερα πέθανε. Αλλ’ η θαρραλέα στάσις του μας ενίσχυσε όλους. Ήλθε ο Ιούνιος του 1940—ένας τραγικός μήνας για τη Γαλλία. Το έθνος υπέκυψε προ της Εθνικοσοσιαλιστικής προελάσεως. Όλοι οι Άγγλοι κάτοικοι ειδοποιήθησαν να φύγουν αλλ’ εγώ δεν έδειχνα προθυμία να φύγω. Εν τούτοις, τα Εθνικοσοσιαλιστικά θωρακισμένα αυτοκίνητα επλησίαζαν γοργά· ήταν ασύνετο να παραμείνω. Έφυγα με ποδήλατο την προηγούμενη μέρα της εισόδου των Εθνικοσοσιαλιστών. Στη Μπαγιόν, πολύ νοτιώτερα, υπήρχε τόσο πλήθος ανθρώπων που προσπαθούσαν να μπουν στο πλοίο για την Αγγλία, ώστε δεν μπόρεσα να επιβιβασθώ. Ήταν ακριβώς σαν να εβυθίζετο το πλοίο. Οι υπόλοιποι από μας τελικά ανεχωρήσαμε κι εφθάσαμε σώοι στο Πλύμουθ. Τα πρώτα εννέα μου χρόνια υπηρεσίας στο εξωτερικό είχαν λήξει.
Αφού έμεινα λίγους μήνες σ’ ένα σπίτι σκαπανέως στο Ντέρμπυ, όπου ένα δικαστήριο μού έδωσε απαλλαγή από στρατιωτική θητεία (τους έκαμε εντύπωσι το έργο μου σε ξένα εδάφη· η εμμονή μου σ’ αυτό αντημείφθη), διωρίσθηκα στο Νιουκάσλ-ον-Τάιν ως υπηρέτης πόλεως, κι εκεί απέκτησα πείρα σε οργάνωσι εκκλησίας. Τον Δεκέμβριο του έτους 1942 ήλθε μια Επιστολή από την Εταιρία που με κατέπληξε—ένας διορισμός μου ως υπηρέτου των αδελφών. Αισθάνθηκα τον εαυτό μου πολύ ανάξιο, αλλά παρεκάλεσα τον Ιεχωβά να με βοηθήση. Μου ανετέθησαν καθήκοντα υπηρέτου συνελεύσεων. Ειδικά ενθυμούμαι μια συνέλευσι του Λονδίνου στο 1944, όταν οι εκρήξεις βομβών ήσαν γεγονότα της ώρας. Ήταν, λοιπόν, ένα μεγάλο θέαμα να βλέπη κανείς ένα θέατρο του Λονδίνου, που έμενε κενό επί εβδομάδες, να είναι τώρα γεμάτο από ηρέμους, ευτυχείς ευαγγελιζομένους και άτομα καλής θελήσεως. Μια άλλη εξέχουσα συνέλευσις που παρηκολούθησα ήταν στην Ολλανδία, λίγο μετά την αποχώρησι των Εθνικοσασιαλιστών. Οι Ολλανδοί αδελφοί τότε μόλις έβγαιναν από την «υπό την επιφάνεια» δράσι των και το πνεύμα των ήταν μεγαλειώδες. Το να βαδίζουν μίλια για τις συναθροίσεις, να προγευματίζουν με ψωμί και νερό, ή να κοιμώνται πάνω σε άχυρα ήταν τίποτα γι’ αυτούς. Ανεκλάλητη ήταν η χαρά τους για μια θεοκρατική οργάνωσι που τότε μόλις ελευθερώθηκε από τα δεσμά!
Μετά από λίγους μήνες υπήρχε μεγάλη συγκίνησις στο Λονδίνο. Οι Αδελφοί Νορρ και Χένσελ έκαναν την πρώτη τους μεταπολεμική επίσκεψι, κι εγώ προσεφέρθην να φοιτήσω στη σχολή Γαλαάδ. Μετά δύο μήνες έφθασε η πρόσκλησις. Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη τη συγκίνησι που μας έδωσε. Έτσι, τον Ιούνιο του 1946, πήγα στις Ηνωμένες Πολιτείες κι έκαμα δεκαοκτώ μήνες εκεί, γεμάτος προνόμια: μερικούς μήνες στο Μπέθελ, στη συνέλευσι του Κλήβελαντ, και κατόπιν στην ογδόη σειρά σπουδαστών της Σχολής Γαλαάδ, όπου επέρασα τους έξη πιο επωφελείς μήνες της ζωής μου. Λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν εκείνη τη θαυμαστή συναναστροφή κι εκπαίδευσι· ποτέ δεν ξεχνά κανείς τη Σχολή Γαλαάδ. Επακολούθησε εξάμηνη υπηρεσία σε μια περιοχή της Νέας Ιερσέης, όπου βρήκα τους αδελφούς πολύ στοργικούς· πραγματικά, επλήρωσαν και για τον αδελφό μου (που ήταν επίσης στην ογδόη σειρά σπουδαστών) και για μένα, να ταξιδέψωμε στη συνέλευσι του Λος Άντζελες το 1947. Λίγο αργότερα, ο αδελφός μου ανεχώρησε για την Αφρική, ενώ ο δικός μου τόπος διορισμού ήταν η Πορτογαλία και η Ισπανία. Εκεί επήγαιναν κι οι Αδελφοί Νορρ και Χένσελ, κι έτσι, τον Δεκέμβριο του 1947, είχα το προνόμιο να συνταξιδέψω μ’ αυτούς αεροπορικώς. Στη Μαδρίτη διεπιστώσαμε ότι υπήρχε μια μόνο θέσις διαθέσιμη στο αεροπλάνο για τη Βαρκελώνη. Ο Αδελφός Νορρ είπε: «Θα είναι ανάγκη να πας μόνος σου, Τζων!» Επειδή εγνώριζα ότι υπήρχαν σοβαρές ανωμαλίες στην ομάδα της Βαρκελώνης, η καρδιά μου επλήγη. Όταν έφθασα εκεί, βρήκα δύο τελείως χωριστές ομάδες—που ανέμεναν τον πρόεδρο και τον γραμματέα του. Ήταν η πρώτη από πολλές δύσκολες στιγμές!
Ναι, οι πρώτοι εκείνοι μήνες, απετέλεσαν μια πραγματική δοκιμασία, όπως συμβαίνει συχνά. Οι αδελφοί ήσαν αποδιωργανωμένοι, μη κάνοντας πραγματική υπηρεσία αγρού, εγώ δε έπρεπε ν’ αποκαταστήσω την αρμονία και να θέσω τα πράγματα σε μια καλή αρχή. Εχειροτέρευσαν, όμως, τα πράγματα, διότι αρρώστησα βαριά. Ο πειρασμός της νοσταλγίας ήταν ισχυρός, αλλ’ ενέμεινα σταθερά· κι επειδή έθεσα πρώτα τα συμφέροντα της Βασιλείας, προσετέθησαν υλικές ανάγκες: όλα τα έξοδα ιατρικής περιθάλψεως επληρώθησαν από τους αδελφούς της Βαρκελώνης, οι οποίοι, επίσης, με ενοσήλευσαν μέρα-νύχτα επί δύο μήνες—μια πραγματική εκδήλωσις αδελφικής αγάπης. Εδοκίμασα δε συγκίνησι όταν βρήκα, μετά την ασθένειά μου, μια ενωμένη εκκλησία Βαρκελώνης από σαράντα περίπου αδελφούς. Το έργον στην Ισπανία είχε αλλάξει πολύ τώρα, που απηγορεύθησαν όλες οι συναθροίσεις και η δράσις. Λόγου χάριν, όταν ευρισκόμεθα σε επίσκεψι στο Μπαρμπάστρο, ο υπηρέτης εκκλησίας κι εγώ επήγαμε να ιδούμε ένα μεμονωμένο ευαγγελιζόμενο σ’ ένα ορεινό χωριό. Βρεθήκαμε αντιμέτωποι ενός Καθολικού ιερέως και τεσσάρων ωπλισμένων πολιτοφυλάκων. Ένας απ’ αυτούς ανέσπασε περίστροφο—«Ψηλά τα χέρια!» Ο ιερεύς τότε εξηφανίσθη, ενώ εμείς ωδηγηθήκαμε στο αστυνομικό τμήμα και ανεκρίθημεν ως τις τέσσερες η ώρα της επομένης πρωίας. Μας κατηγόρησαν ότι εκάμαμε παράνομη συνάθροισι, μολονότι μας είχαν συλλάβει έξω από το χωριό! Εν τούτοις, ύστερ’ από δύο μέρες κρατήσεώς μας μέσα σ’ ένα πρόχειρο κρατητήριο μας απέλυσαν.
Ο Αύγουστος του 1948 με βρήκε στη Λισσαβώνα. Η θεώρησις της άδειας μου ίσχυε για τρεις εβδομάδες, αλλ’ επειδή η ανάγκη ήταν μεγάλη, προσευχήθηκα να μπορέσω να παραμείνω. Και παρέμεινα επί πέντε έτη. Το έργον είναι λίγο ευκολώτερο στην Πορτογαλία παρά στην Ισπανία, και μπορεί κανείς να εργάζεται πιο ελεύθερα και να έχη μικρές συναθροίσεις. Αλλ’ η κατάστασις ήταν πολύ αβεβαία και συχνά διερωτώμεθα τι θα εγίνετο σε λίγο. Εν τούτοις, επετεύχθησαν καλές αυξήσεις.
Στο έτος 1951 ήλθαν κι άλλοι δύο ιεραπόστολοι (τερματίζοντας τη χωρίς κανένα σύντροφο περίοδο των τριών και πλέον εκείνων ετών μου) κι ανοίξαμε ένα μικρό οίκο. Τον Ιούλιο του έτους εκείνου μας επεσκέφθη ο αντιπόεδρος της Εταιρίας και είχα το άξιο εκτιμήσεως προνόμιο να συνταξιδέψω μαζί του δια μέσου της Ισπανίας, προτού μεταβώ αεροπορικώς στη συνέλευσι του Σταδίου Ουέμπλεϋ του Λονδίνου. Μετά από λίγους μήνες, ύστερ’ από μια πολύ απαιτούμενη ανάπαυσι, επέστρεψα πάλι στην Ισπανία, επισκεπτόμενος τις εκκλησίες με τους Αδελφούς Νορρ και Χένσελ. Στη διάρκεια της απουσίας μου ανεφύη μια διένεξις στην εκκλησία της Λισσαβώνος, κι έτσι ο Αδελφός Νορρ διεξήγαγε έρευνα, κατόπιν της οποίας τα άτακτα στοιχεία απεμακρύνθησαν. Κι εγώ, επίσης, επεπλήχθην· αλλ’ οι «επιπλήξεις . . . είναι η οδός της ζωής,» κι αυτό μου έκαμε σημαντικό καλό. Η πρόοδος στη Λισσαβώνα ήταν ταχύτερη μετά απ’ αυτό. Το επόμενο έτος οι ίδιοι επισκέπται επανήλθαν κι ευηρεστήθησαν από τη βελτίωσι που είχε γίνει, και μ’ αυτή την ευκαιρία διωρίσθηκα υπηρέτης Τμήματος για την Πορτογαλία και την Ισπανία. Το ίδιο έτος (1953) έκαμα ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη, και είχα το προνόμιο να παρακολουθήσω τη συνάθροισι υπηρετών τμημάτων και κατόπιν τη θαυμαστή συνέλευσι της Νέας Υόρκης. Όταν επέστρεψα στη Λισσαβώνα, ωργάνωσα μια «κάτω από την επιφάνεια» συνέλευσι, στην οποία ετόνισα τα κύρια σημεία της συνελεύσεως Νέας Υόρκης. Την επαύριον ανεχώρησα για τη Μαδρίτη, αλλά στα σύνορα μού απαγόρευσαν την είσοδο. Ευτυχώς μπόρεσα να ξαναμπώ στην Πορτογαλία και να συνεχίσω ως τότε που έληξε η θεώρησίς μου τον Μάιο του 1954. Προσεπάθησα και πάλι να πάω στην Ισπανία, αλλά και πάλι μ’ εσταμάτησαν στα σύνορα. Οι οδηγίες μου τότε ήσαν να μεταβώ στο Μπορντώ. Ήταν η πρώτη επίσκεψίς μου εκεί από τον Ιούνιο του 1940, κι έτσι μπορείτε να φαντασθήτε τη χαρά μου, όταν συναντήθηκα μ’ ένα ανδρόγυνο, με το οποίον είχα συμμελέτες πριν από δεκατέσσερα χρόνια! Καλό ήταν που βρέθηκα πάλι στη Γαλλία και διεπίστωσα την πρόοδο που είχε γίνει. Επέρασα μερικούς ευτυχείς μήνες στο Μπορντώ και κατόπιν ανεχώρησα για τον νέο μου τόπο διορισμού—την Αφρική!—μια ειδική ιεραποστολή στις Πορτογαλικές αποικίες Αγγόλα και Μοζαμβίκη.
Αποβιβάσθηκα στη Λοάντα, πρωτεύουσα της Αγγόλα, στις 24 Ιανουαρίου 1955. Η αποστολή μου ήταν λεπτή—να εξερευνήσω μια συνήθη ομάδα από χίλιους Αφρικανούς, οι οποίοι είχαν λάβει μια αμυδρά γνώσι της αληθείας από δύο βιβλιάρια της Εταιρίας που είχαν βρεθή πριν από χρόνια, και οι οποίοι είχαν εκτοπισθή από το Βελγικό Κονγκό με την κατηγορία ότι ήσαν στοιχεία Μάου Μάου και τώρα ήσαν διασκορπισμένοι σε όλη την Αγγόλα υπό στενήν παρακολούθησιν. Άρχισα να κάνω έρευνες προφυλακτικά. Μπόρεσα να συνάψω φιλία μ’ ένα μεγάλο αξιωματούχο και να έλθω σε επαφή με μερικά από τα μέλη της ομάδος. Σ’ ένα δύσκολο διορισμό σαν αυτόν, στρέφεται κανείς συχνά στον Ιεχωβά με προσευχή. Σπάνια αισθάνθηκα την καθοδηγία του τόσο στενά όσο στην Αγγόλα. Λόγου χάριν, επρόκειτο να επισκεφθώ μερικούς Αφρικανούς που ευρίσκοντο σε μια ποινική παροικία του νότου, όπου η είσοδος ήταν αδύνατο να γίνη χωρίς ειδική άδεια. Όχι μόνο άδεια έλαβα, αλλά και δωρεάν ταξίδι μ’ επιστροφή έκαμα αεροπορικώς. Μπορείτε να φαντασθήτε έναν εκπρόσωπο της Σκοπιάς, του οποίου τα έξοδα επλήρωσε μια Καθολική κυβέρνησις για να επισκεφθή ολίγους Αφρικανούς; Αυτή η ομάς ήταν η πιο προχωρημένη στην αλήθεια και μου έδειξαν ένα παλιό τετράδιο, το οποίαν ήταν μετάφρασις στη δική τους γλώσσα των δύο βιβλιαρίων που είχαν βρεθή. Αντίγραφα αυτών, γραμμένα με το χέρι, ήσαν επί χρόνια τα μόνα των βιβλία της Βασιλείας· κι ωστόσο αυτοί ήσαν εδώ κρατούμενοι λόγω της πίστεώς των! Είχα πολλές ενδιαφέρουσες πείρες στην Αγγόλα, αλλά μετά πέντε μήνες έληξε η άδεια παραμονής μου κι έπρεπε ν’ αναχωρήσω. Εν τούτοις, τα θεμέλια για έναν πυρήνα κοινωνίας του Νέου Κόσμου είχαν τεθή.
Επακολούθησε το ‘εγχείρημα Λουρένσο Μάρκες,’ πρωτευούσης της Μοζαμβίκης, να προσπαθήσω να βοηθήσω μερικές εκατοντάδες Αφρικανών ευαγγελιζομένων, από τους οποίους μερικοί είχαν τύχει σκληρής μεταχειρίσεως από τους Καθολικούς. Λόγοι προφυλάξεως μ’ έκαμαν ν’ αποφύγω επαφές με Αφρικανούς και ν’ αρχίσω με τους Ευρωπαίους. Είχα υπόνοιες ότι η αστυνομία με παρακολουθούσε (και πράγματι), και βρήκα δύσκολο το ν’ αρχίσω. Αλλά παρεκάλεσα τον Ιεχωβά να μ’ ενισχύση κι επέρασα έναν ενδιαφέροντα καιρό. Μια επίσκεψις έγινε σ’ έναν νεαρό, ο οποίος είχε ακούσει την αλήθεια στη Λισσαβώνα πριν από χρόνια· έγινε συνδρομητής της Σκοπιάς στην Πορτογαλική και Γαλλική, και του Ξύπνα! στην Πορτογαλική, και στα τρία περιοδικά για πέντε χρόνια το καθένα, έκαμε ο επίσης και μια γενναία δωρεά! Όταν εγώ έφυγα, αυτός συνέχισε μια ή δυο από τις μελέτες που είχα αρχίσει. Απέφυγα ανωμαλίες επί πέντε μήνες, αλλά στο τέλος εκλήθην για μια εξαντλητική συνέντευξι από τη Μυστική Αστυνομία και μου εδόθη σαράντα οκτώ ωρών προθεσμία για ν’ αναχωρήσω. Καλό ήταν κι αυτό εφόσον το κλίμα δεν μου ήταν υποφερτό. Έφθασα στο Τμήμα της Νοτίου Αφρικής σε μια πολύ εξασθενημένη κατάστασι και μπήκα σε νοσοκομείο. Εν τούτοις, δεν ήταν τίποτα το σοβαρό, και μετά από λίγες εβδομάδες βγήκα για έργον σε Ευρωπαϊκή περιοχή του Τράνσβαλ.
Οποία αλλαγή! Πόσο εύκολο φαινόταν το έργον μετά τον Καθολικό τομέα και τη δράσι ‘κάτω από την επιφάνεια’! Οι μήνες περνούσαν γρήγορα ως τον Απρίλιο του 1957, και τότε είχα τρεις εκπλήξεις, όλες μέσα σε μια εβδομάδα—πολύ ευχάριστες! Ένας πολύ γενναιόδωρος αδελφός μου εδώρησε ένα μικρό αυτοκίνητο· διωρίσθηκα υπηρέτης περιφερείας κι αγάπησα μια χαριτωμένη ιεραπόστολο της δεκάτης έκτης σειράς σπουδαστών της σχολής Γαλαάδ! Νυμφευθήκαμε τον Δεκέμβριο του 1957, κι επεράσαμε ένα θαυμάσιο καιρό μαζί στο έργον περιφερείας. Ω, τι ενδιαφέρουσα και ποικίλη ζωή! Μια εβδομάδα, μια Ευρωπαϊκή συνέλευσις στο Δημαρχείο· την επόμενη εβδομάδα, συναθροίσεις με τους Αφρικανούς σε μια μικρή καλύβα από τενεκέ. Τον περισσότερο καιρό είμεθα με τους Αφρικανούς, οι οποίοι πολύ εκτιμούν την αδελφική βοήθεια των Ευρωπαίων. Πολλές από τις τοποθεσίες που ζουν οι ιθαγενείς είναι ανώμαλοι τόποι και ελλιπείς ασφαλείας μόλις αρχίση να σκοτεινιάζη. Σε μια συνέλευσι παρέστη ανάγκη να οργανωθή ένα αμυντικό απόσπασμα για να τηρούνται οι ιθαγενείς κακοποιοί σε απόστασι. Παρά τούτο, όμως, και παρά το γλωσσικό πρόβλημα, απολαμβάναμε πλήρως τη διακονία μας. Η Μπετσουαναλάνδη είναι μέσα στην περιφέρειά μας κι εκεί έχομε συχνά ασυνήθεις πείρες—καθηλωμένοι σ’ ένα ποτάμι επί τρεισήμισυ ώρες με το νερό διερχόμενο από τ’ αυτοκίνητό μας, ή συναντώμενοι μ’ εχθρούς φυλάρχους. Τα έντυπα είναι απαγορευμένα εκεί, αλλά πολλοί αξιωματούχοι εκτιμούν το έργον μας, η δε κοινωνία του Νέου Κόσμου αυξάνει.
Χάρις στην ένθερμη γενναιοδωρία των γονέων της συζύγου μου, παρευρεθήκαμε και οι δύο στη συνέλευσι Νέας Υόρκης 1958 «Το Θείον Θέλημα» και διεπιστώσαμε την εντατική αύξησι της οργανώσεως και την εκδήλωσι των «καρπών του πνεύματος.» Τι χαρά ήταν το να συναντήσωμε παλιούς φίλους και να λάβωμε μια ευρύτερη όρασι του λαού του Ιεχωβά—ευτυχείς, ενωμένοι, επεκτεινόμενοι προς κάθε πλευρά και προχωρώντας θριαμβευτικά.
«Έτσι, Πατέρα, εκείνοι οι έξη μήνες που προεφήτευες αυξήθηκαν σε είκοσι οκτώ χρόνια! Και χαίρω πολύ που η στάσις σου απέναντι της κοινωνίας του Νέου Κόσμου είναι τώρα πιο φιλική.»
«Και σας, συμπολίται της κοινωνίας του Νέου Κόσμου, ελπίζω ότι οι λίγες αυτές πείρες θα σας βοηθήσουν να αισθανθήτε κάτι απ’ αυτό που κι εγώ αισθάνομαι—ότι ο Ιεχωβά είναι κατά πολύ ο καλύτερος Κύριος τον οποίον να υπηρετούμε. Γιατί ν’ αναμιγνυώμεθα σε κοσμικές υποθέσεις, όπου υπηρετεί κανείς σε μια οδό που καταλήγει σε θάνατο; Μπορώ να βλέπω πίσω σε πολλά ευτυχή προνόμια, σε είκοσι οκτώ χρόνια υπηρεσίας σκαπανέως, αλλά το μέλλον είναι απείρως πιο ένδοξο! Αναλάβετε την υπηρεσία σκαπανέως κι απολαύστε αυτό το ποτήριον των μελλοντικών ευλογιών ως την τελευταία σταγόνα!»