Όπερα στη Ζούγκλα
Από τον ανταποκριτή του Ξύπνα! στη Βραζιλία
ΚΑΘΩΣ κοιτάζουμε έξω από το παράθυρο του αεροπλάνου, βλέπουμε δύο ποταμούς να κατευθύνονται ο ένας προς τον άλλον—τον γκρίζο Σουλιμόες και τον καφετή Νέγκρου. Όταν ανταμώνονται δεν αναμειγνύονται εντελώς παρά μόνο 10 χιλιόμετρα πιο κάτω. Σε λίγο, το αεροπλάνο προσγειώνεται στο Μανάους, την πρωτεύουσα της πολιτείας Αμαζονία της Βραζιλίας.
«Εδώ έχουμε δύο εποχές», λένε οι κάτοικοι του Μανάους. «Βρέχει κάθε μέρα ή βρέχει όλη μέρα». Αλλά η βροχή δεν εμποδίζει τους 1,5 εκατομμύριο κατοίκους να πηγαινοέρχονται βιαστικά σε αυτή την πόλη των αντιθέσεων. Αφού περνάμε από πλατιές λεωφόρους με βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας και από ανηφορικούς δρόμους με σπίτια και πολυκατοικίες, βρισκόμαστε γρήγορα στην κυκλοφοριακή συμφόρηση του κέντρου της πόλης όπου οι ουρανοξύστες και τα μεγαλόπρεπα μνημεία ελκύουν την προσοχή. Καταλαβαίνουμε γιατί κάποτε το Μανάους αποκαλούνταν Παρίσι της ζούγκλας. Ένα όμορφο κτίριο, όμως, αιχμαλωτίζει αμέσως την προσοχή—η όπερα.
«Υπάρχουν όπερες σε πολλά μέρη», λέει η Ίνεζ Λίμα Ντόου, η διευθύντρια του θεάτρου, «αλλά το Τεάτρου Αμαζόνας είναι διαφορετικό. Είναι φτιαγμένο στη μέση τού πουθενά». Πώς βρέθηκε τόση κομψότητα στο μέσο του μεγαλύτερου βροχερού δάσους του κόσμου;
Ο Ρόλος του Καουτσούκ
Το 1669, ο Πορτογάλος λοχαγός Φρανσίσκου ντα Μότα Φαλκαού έχτισε ένα φρούριο στη ζούγκλα και το ονόμασε Φορταλέζα ντε Σάου Ζουζέ ντου Ρίο Νέγκρου. Έπειτα από αρκετές αλλαγές του ονόματος, το 1856 μετονομάστηκε σε Μανάους από μια φυλή Ινδιάνων, τους Μανάος, που ζούσαν στην περιοχή. Το 1900, 50.000 άνθρωποι είχαν ήδη συρρεύσει στο Μανάους. Τι έλκυσε τα πλήθη; Το καουτσουκόδεντρο (Hevea brasiliensis), ιθαγενές της λεκάνης του Αμαζονίου.
Οι Πορτογάλοι άποικοι πρόσεξαν ότι οι ιθαγενείς έπαιζαν με βαριές μπάλες φτιαγμένες από χυμό που έπαιρναν από τα δέντρα. Αργότερα, οι άποικοι βρήκαν και άλλη χρησιμότητα για το γαλακτοειδές υγρό. Το 1750, ο βασιλιάς της Πορτογαλίας Ντομ Ζουζέ έστελνε τις μπότες του στη Βραζιλία για να τις αδιαβροχοποιήσουν. Το 1800, η Βραζιλία εξήγε παπούτσια φτιαγμένα από καουτσούκ στη Νέα Αγγλία της Βόρειας Αμερικής. Ωστόσο, η επινόηση του βουλκανισμού από τον Τσαρλς Γκουντγίαρ το 1839 και η επινόηση του ελαστικού με σαμπρέλα από τον Τζον Ντάνλοπ το 1888 δημιούργησαν τον ‘πυρετό του καουτσούκ’. Ο κόσμος ζητούσε καουτσούκ.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και γύρω στους 200.000 Βραζιλιανούς εργάζονταν ως σερινγκέιρος, ή συλλέκτες καουτσούκ, χαράζοντας 80 εκατομμύρια καουτσουκόδεντρα που βρίσκονταν διασκορπισμένα στο βροχερό δάσος γύρω από το Μανάους.
Τα ξέφρενα χρόνια του πλούτου έφεραν τον ηλεκτρισμό, το τηλέφωνο, ακόμα και το τραμ στην πόλη—το πρώτο στη Νότια Αμερική. Οι βαρόνοι του καουτσούκ έχτισαν αρχοντικά και δειπνούσαν χρησιμοποιώντας ιρλανδικά λινά λευκά είδη, ενώ οι οικογένειές τους πηγαινοέρχονταν στην Ευρώπη για να απολαύσουν την κουλτούρα της—περιλαμβανομένης και της όπερας. Σύντομα, ήθελαν μια όπερα σαν εκείνες που υπήρχαν στην Ευρώπη.
Μεταφυτεύουν Χαρακτηριστικά της Ευρώπης
Το όνειρο άρχισε να γίνεται πραγματικότητα το 1881, όταν η πόλη επέλεξε για την κατασκευή της όπερας κάποιο χώρο σε ένα λόφο ο οποίος βρισκόταν ανάμεσα σε δύο παραπόταμους, δίπλα στην εκκλησία, και ο οποίος περιτριγυριζόταν από δάσος. Κατόπιν, πλοία φορτωμένα με οικοδομικά υλικά διέσχισαν τον Ατλαντικό Ωκεανό και ανέβηκαν επί άλλα 1.300 χιλιόμετρα προς τις πηγές του ποταμού Αμαζονίου στο Μανάους.
Αλλά για σταθείτε λίγο! Τι γυρεύει ο θόλος πάνω σε αυτό το νεοκλασικό κτίριο; Είναι αλήθεια ότι δεν αποτελούσε μέρος του αρχικού σχεδίου, αλλά ένας από τους μηχανικούς πήγε σε κάποια βιομηχανική έκθεση στη Γαλλία, είδε το θόλο, του άρεσε και τον αγόρασε. Περίπου 36.000 πράσινα και κίτρινα γερμανικά πλακάκια χρησιμοποιήθηκαν για να στολίσουν το θόλο.
Η αίθουσα συναυλιών με το πεταλοειδές σχήμα της είχε χωρητικότητα 700 θέσεων με καλαμένιες πλάτες οι οποίες τοποθετήθηκαν στην πλατεία· είχε 12 καρέκλες στα επίσημα θεωρεία και 5 θέσεις σε καθένα από τα 90 ιδιωτικά θεωρεία στους τρεις εξώστες. Για να εξασφαλίσουν ιδιωτικά θεωρεία, οι πλούσιες οικογένειες δώρισαν 22 ελληνικές μάσκες, οι οποίες τοποθετήθηκαν πάνω από τις κολόνες προς τιμήν Ευρωπαίων συνθετών, μουσικών και θεατρικών συγγραφέων.
Ο φωτισμός μέσα στην όπερα την κάνει ένα αριστούργημα. Στο κέντρο της αίθουσας συναυλιών κρέμεται ένας τεράστιος μπρούτζινος πολυέλαιος που είχε κατασκευαστεί στη Γαλλία, και είναι διακοσμημένος με ιταλικό κρύσταλλο. Χαμηλώνει για να αλλάζονται οι λάμπες και να καθαρίζεται. Οι 166 λάμπες με την μπρούτζινη βάση τους και τα 1.630 αμπαζούρ σε σχήμα τουλίπας εξωραΐζουν τους τοίχους και αναδεικνύουν τους πίνακες.
Ο Κρισπίμ ντου Αμαράλ, Βραζιλιανός ζωγράφος του 19ου αιώνα ο οποίος έζησε στο Παρίσι και σπούδασε στην Ιταλία, ζωγράφισε στην οροφή τέσσερις σκηνές—όπερα, χορό, μουσική και τραγωδία. Κατάφερε να δημιουργήσει την εντύπωση πως βρίσκεστε κάτω από τον Πύργο του Άιφελ. Στη βαριά κουρτίνα της σκηνής, ζωγράφισε ένα εξωτικό θέμα—τη συνάντηση των δύο ποταμών που σχηματίζουν τον Αμαζόνιο. Δεν τυλίγουν την κουρτίνα που έχει κλείσει έναν αιώνα ζωής αλλά την ανεβάζουν μονοκόμματη μέσα στο θόλο—για να μειωθεί η φθορά της ζωγραφιάς.
Στο δεύτερο όροφο βρίσκεται η αίθουσα χορού, και σε κάθε άκρη της υπάρχει ένας ψηλός καθρέφτης από γαλλικό κρύσταλλο ο οποίος αντικατοπτρίζει 32 πολυέλαιους από την Ιταλία. Η λάμψη που δημιουργείται τονίζει τους πίνακες του Ντομένικο ντε Άντζελις, ενός Ιταλού ζωγράφου, οι οποίοι έχουν ως θέμα τους την πανίδα και τη χλωρίδα του Αμαζονίου. Για να δώσουν μεγαλοπρεπή εντύπωση, οι κολόνες από χυτοσίδηρο στοκαρίστηκαν και βάφτηκαν ώστε να μοιάζουν μαρμάρινες. Χτυπήστε με το χέρι σας το «μαρμάρινο» κιγκλίδωμα του εξώστη· είναι ξύλινο. Το γυαλισμένο πάτωμα κατασκευάστηκε με τη γαλλική μέθοδο· 12.000 κομμάτια ξύλου συνταιριάχτηκαν χωρίς τη βοήθεια καρφιών ή κόλλας. Το μόνο βραζιλιάνικο χαρακτηριστικό ήταν το ξύλο για τα πατώματα, τα αναλόγια και τα τραπέζια. Μπορούμε να φανταστούμε ότι όλοι θα έβρισκαν το χώρο άνετο—και δροσερό. Γιατί δροσερό;
Οι χτίστες είχαν τοποθετήσει τις πλάκες με τις οποίες έστρωσαν τους δρόμους γύρω από το θέατρο πάνω σε ένα υλικό από καουτσούκ. Αυτή η έξυπνη κατασκευή απορροφούσε το θόρυβο από τις ιππήλατες άμαξες των αργοπορημένων. Επίσης επέτρεπε να μένουν οι πόρτες ανοιχτές ώστε το αεράκι να περνάει μέσα από τις καλαμένιες πλάτες που είχαν οι καρέκλες και να ανακουφίζει κάπως από τη ζέστη.
Από την Αφρώδη Σαμπάνια στα Απειλητικά Σύννεφα
Τη βραδιά των εγκαινίων, το 1896, τα σιντριβάνια μπροστά από την όπερα ανάβλυζαν σαμπάνια όταν οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα. Αυτό το έργο είχε χρειαστεί 15 χρόνια για να ολοκληρωθεί και είχε στοιχίσει 10 εκατομμύρια δολάρια (περ. 2,5 δισ. δρχ.). Ένα μεγαλοπρεπές θέατρο για μεγάλες φωνές. Στο πέρασμα των ετών, ήρθαν σολίστες και συγκροτήματα από την Ιταλία, τη Γαλλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία για να παρουσιάσουν την όπερα Μποέμ του Πουτσίνι, καθώς επίσης τις όπερες Ριγκολέτο και Τροβατόρε του Βέρντι. Αν και οι τροπικές ασθένειες, όπως η χολέρα, η ελονοσία και ο κίτρινος πυρετός, κράτησαν μερικούς μουσικούς μακριά, έκανε την εμφάνισή της και άλλη μια απειλή για το θέατρο—το τέλος της εποχής του καουτσούκ. Απειλητικά σύννεφα κρέμονταν πάνω από το Μανάους.—Βλέπε το πλαίσιο «Η Κλοπή που Σήμανε το Τέλος της Εποχής του Καουτσούκ και της Όπερας».
Το 1923, η Βραζιλία έχασε το μονοπώλιο του καουτσούκ. Με αστραπιαία ταχύτητα, μεγιστάνες, κερδοσκόποι, έμποροι και πόρνες μάζεψαν τα πράγματά τους και έφυγαν από την πόλη, μετατρέποντας το Μανάους σε ερημότοπο. Και τι απέγινε η όπερα; Τα βοηθητικά κτίρια του θεάτρου έγιναν αποθήκες για καουτσούκ, και η σκηνή χρησιμοποιήθηκε για ποδοσφαιρικούς αγώνες σε κλειστό χώρο!
Στιγμές Δόξας Ξανά
Κατόπιν το Μανάους έγινε η αφετηρία για οικολόγους τουρίστες που ήρθαν για να εξερευνήσουν τα μυστήρια του βροχερού δάσους. Άλλοι ήρθαν για λίγες μέρες προκειμένου να αγγίξουν κάποιο φίδι, να ταΐσουν έναν παπαγάλο ή να χαϊδέψουν ένα βραδύποδα. Η ανακαίνιση της όπερας θα έκανε το Μανάους ξεχωριστό πόλο έλξης!
Γι’ αυτό, το 1974 έγινε μια πολυδάπανη ανακαίνιση του θεάτρου με σκοπό να διατηρηθεί το αρχικό ύφος και να γίνουν τεχνικές βελτιώσεις. Τα ξεσκονόπανα ανέλαβαν τα φωτιστικά, τους καθρέφτες και τα έπιπλα. Οι τεχνικοί εγκατέστησαν υδραυλικό σύστημα για να ανεβοκατεβάζουν την ορχήστρα. Άλλαξαν το πάτωμα της σκηνής και εγκατέστησαν νέα συστήματα ήχου, φωτισμού και βίντεο. Τοποθέτησαν σύστημα κλιματισμού στην πλατεία, κάτω από τις καρέκλες.
Στη συνέχεια, η συμφωνική ορχήστρα του Ρίο ντε Τζανέιρο ξανάφερε τον πολιτισμό στο θέατρο. Αργότερα, η διάσημη μπαλαρίνα Μαργκό Φοντέιν τίμησε τη σκηνή με την παρουσία της χορεύοντας τη Λίμνη των Κύκνων και άφησε τα παπούτσια της του μπαλέτου ως έκθεμα στο μουσείο του θεάτρου.
Προκειμένου να υπάρχει επιπλέον άνεση, ομορφιά και ασφάλεια χρειάζονταν μερικές βελτιώσεις ακόμα. Έπειτα από εξονυχιστική έρευνα και προσεκτικό σχεδιασμό, 600 εργάτες και 30 τεχνικοί επισκεύαζαν το θέατρο επί τέσσερα χρόνια. Βρήκαν το αρχικό ροζ χρώμα κάτω από οχτώ στρώσεις μπογιάς. Ο θόλος χρειαζόταν ανακαίνιση. Έβγαλαν τα παλιά πλακάκια. Τα αντικατέστησαν με παρόμοια καινούρια πλακάκια φτιαγμένα στη Βραζιλία. Οι καρέκλες επενδύθηκαν εκ νέου με κόκκινο γαλλικό βελούδο. Χρησιμοποιήθηκαν λεπτά εργαλεία και πινέλα για να επισκευαστούν τα ευαίσθητα έργα τέχνης και οι πίνακες. Δυστυχώς, η υγρασία είχε καταστρέψει τα τεχνουργήματα που υπήρχαν στους διαδρόμους, γι’ αυτό επιλέχθηκε ένα βαθυπράσινο κινέζικο μπροκάρ ύφασμα για να καλύψει τα πλαίσια. Επιπλέον, οι τερμίτες είχαν εγκατασταθεί στις ξύλινες κολόνες και στα ξύλινα κιγκλιδώματα του εξώστη. Για να απαλλαγούν από αυτούς, έβαλαν 14.000 λίτρα εντομοκτόνο στο ξύλο.
Το 1990, ακούστηκαν ξανά μεγάλες φωνές στο μεγαλοπρεπές θέατρο. Οι άριες της Βραζιλιανής σοπράνο Σελίνι Ιμπέρτ και τα ρεσιτάλ πιάνου του Νελσόν Φρέιρε έδωσαν αίγλη στο θέατρο.
Κουδούνι ήταν αυτό; Ναι, είναι ο μελωδικός τρόπος με τον οποίο μας ειδοποιούν ότι η παράσταση θα αρχίσει σε πέντε λεπτά.
«Για να γιορτάσουμε την 100ή επέτειο του Τεάτρου Αμαζόνας», λέει η Ντόου, η διευθύντρια του θεάτρου, «προσκαλέσαμε τον φημισμένο τενόρο Χοσέ Καρέρας. Δοκίμασε την ακουστική (‘τέλεια’)». Εκείνη η βραδιά ολοκληρώθηκε με ένα χορό στην αίθουσα χορού. Οι εκδηλώσεις συνεχίστηκαν με την επίσκεψη του διευθυντή ορχήστρας Ζούμπιν Μέιτα, του τενόρου Λουτσιάνο Παβαρότι και ενός θιάσου από την Αργεντινή που παρουσίασε τη λαμπρή όπερα Κάρμεν.
Ήταν το κουδούνι των τριών λεπτών. Καλύτερα να καθήσουμε.
Όλη την ημέρα 60 υπάλληλοι έτρεχαν στα παρασκήνια για να ετοιμάσουν την παράσταση. Και θα υπάρξουν και άλλες παραστάσεις—κονσέρτα της τζαζ, φολκλορικές παραστάσεις και θεατρικά έργα. Αλλά αυτό το βράδυ θα δούμε μπαλέτο.
Το κουδούνι τού ενός λεπτού. Ησυχία.
Πότε, λοιπόν, θα επισκεφτείτε την όπερα στη ζούγκλα;
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 17]
Η Κλοπή που Σήμανε το Τέλος του Καουτσούκ και της Όπερας
Το 1876, ο Χένρι Γουίκαμ, ένας νεαρός Άγγλος τυχοδιώκτης, κατέστρωσε ένα κόλπο το οποίο σήμανε το τέλος της εποχής του καουτσούκ στη Βραζιλία. Με τη βοήθεια των ιθαγενών, έκλεψε 70.000 νεαρά φυτά καουτσουκόδεντρου (Hevea brasiliensis) άριστης ποιότητας από το δάσος του Αμαζονίου, τα φόρτωσε σε ένα ατμόπλοιο και τα πέρασε παράνομα από το τελωνείο της Βραζιλίας με τη δικαιολογία ότι ήταν «σπάνια δείγματα φυτών για τη Βασίλισσα Βικτωρία». Τα φρόντισε ενόσω ήταν στο πλοίο που διέσχισε τον Ατλαντικό Ωκεανό και κατόπιν τα μετέφερε γρήγορα με ειδικά ναυλωμένο τρένο στα θερμοκήπια των Βασιλικών Βοτανικών Κήπων στο Κιου της Αγγλίας, όπου τα νεαρά φυτά βλάστησαν έπειτα από μερικές εβδομάδες. Από εκεί, έστειλαν τα δενδρύλλια με πλοίο στην Ασία και τα φύτεψαν στο ελώδες έδαφος της Κεϋλάνης και της Μαλαϊκής Χερσονήσου. Το 1912, τα κλεμμένα δενδρύλλια είχαν μετατραπεί σε φυτείες καουτσουκόδεντρων οι οποίες ήταν απαλλαγμένες από αρρώστιες, και όταν αυτά τα δέντρα άρχισαν να παράγουν καουτσούκ, αναφέρει κάποια πηγή, «η εποχή του καουτσούκ στη Βραζιλία [είχε] περάσει ανεπιστρεπτί».
[Χάρτης στη σελίδα 14]
Μανάους
[Ευχαριστίες]
Mountain High Maps® Copyright © 1995 Digital Wisdom, Inc.
[Εικόνα στη σελίδα 15]
Οι δύο ποταμοί δεν αναμειγνύονται
[Εικόνα στη σελίδα 15]
Ο θόλος του θεάτρου—ευδιάκριτο σημείο αναφοράς
[Εικόνα στη σελίδα 16]
Κομψότητα στο βροχερό δάσος
[Εικόνα στη σελίδα 17]
Ένα μεγαλοπρεπές θέατρο και πάλι