Ερωτήσεις από Αναγνώστες
◼ Ποιες κατάλληλες ενέργειες κάνει η εκκλησία όταν κάποιος εγκαταλείπει την αληθινή Χριστιανική πίστη και προσχωρεί σε μια άλλη θρησκεία;
Κάτι τέτοιο συνέβαινε μερικές φορές τον πρώτο αιώνα. Έτσι είναι ευνόητο ότι θα συμβαίνει και σήμερα σε ορισμένες περιπτώσεις. Όταν συμβεί, η εκκλησία ενεργεί κατάλληλα για να προστατεύσει την πνευματική καθαρότητα των όσιων Χριστιανών της.
Ένα λεξικό καθορίζει την αποστασία ως «αποκήρυξη από μέρους ενός ατόμου, της θρησκείας του, των αρχών του, του πολιτικού του κόμματος, κλπ.» Ένα άλλο λεξικό λέει: «Αποστασία . . . 1 : αποκήρυξη μιας θρησκευτικής πίστης 2 : εγκατάλειψη μιας πρότερης οσιότητας». Σύμφωνα μ’ αυτό, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν ένοχος ενός είδους αποστασίας όταν εγκατέλειψε τη λατρεία του Ιεχωβά Θεού με το να προδώσει τον Ιησού. Αργότερα, άλλοι έγιναν αποστάτες με το να εγκαταλείψουν την αληθινή πίστη ενώ ακόμη ζούσε ο απόστολος Ιωάννης και άλλοι από τους πρώτους μαθητές. Ο Ιωάννης έγραψε: «Εξ ημών εξήλθον, αλλά δεν ήσαν εξ ημών [δεν ήταν του είδους μας (ΜΝΚ)]· διότι εάν ήσαν εξ ημών, ήθελον μένει μεθ’ ημών».—1 Ιωάννου 2:19.
Τι πρέπει να γίνει όταν κάτι παρόμοιο συμβαίνει σήμερα; Μπορεί οι πρεσβύτεροι, ή ποιμένες της εκκλησίας να μάθουν ότι ένας βαφτισμένος Χριστιανός που δεν συναναστρέφεται πια με το λαό του Ιεχωβά έχει προφανώς συνδεθεί με μια άλλη θρησκεία. Σε αρμονία με τα λόγια του Ιησού που δείχνουν ότι πρέπει να εκδηλωθεί ενδιαφέρον για κάθε παραπλανημένο πρόβατο, οι πνευματικοί ποιμένες θα πρέπει να ενδιαφερθούν να βοηθήσουν ένα τέτοιο άτομο. (Ματθαίος 18:12-14· παράβαλε 1 Ιωάννου 5:16.) Αλλά τι θα συμβεί αν οι ποιμένες στους οποίους έχει ανατεθεί να εξετάσουν το ζήτημα διαπιστώσουν ότι το άτομο δεν θέλει πια να έχει σχέση με το λαό του Ιεχωβά και ότι είναι αποφασισμένο να παραμείνει στην ψεύτικη θρησκεία;
Τότε, απλώς θα ανακοινώσουν στην εκκλησία ότι αυτό το άτομο αποσυνταυτίστηκε και έτσι δεν είναι πια ένας από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ένα τέτοιο άτομο θα έχει ‘εγκαταλείψει την πρότερή του οσιότητα’, αλλά δεν είναι αναγκαίο να γίνει οποιαδήποτε επίσημη ενέργεια αποκοπής. Γιατί; Επειδή αυτό το άτομο αποσυνταυτίστηκε ήδη από την εκκλησία. Πιθανόν να μην προσπαθεί να διατηρήσει την επαφή με τους πρώην αδελφούς του για να τους πείσει να τον ακολουθήσουν. Από τη δική τους πλευρά, οι όσιοι αδελφοί δεν ζητούν τη συναναστροφή του, γιατί ‘εξήλθε εξ αυτών, επειδή δεν ήταν εξ αυτών’. (1 Ιωάννου 2:19) Ένα τέτοιο αποσυνταυτισμένο άτομο που ‘έχει εξέλθει εξ ημών’ μπορεί ν’ αρχίσει να στέλνει γράμματα ή έντυπη ύλη προωθώντας την ψεύτικη θρησκεία ή την αποστασία. Αυτό θα έδινε έμφαση στο ότι το άτομο οριστικά ‘δεν είναι εξ ημών’.
Ωστόσο, η Αγία Γραφή μάς προειδοποιεί ότι μερικοί θα προσπαθούσαν να παραμείνουν ανάμεσα στο λαό του Θεού και θα έκαναν απόπειρες να παροδηγήσουν και άλλους. Ο απόστολος Παύλος συμβούλεψε: «Εξ υμών αυτών θέλουσι σηκωθή άνθρωποι λαλούντες διεστραμμένα, δια να αποσπώσι τους μαθητάς οπίσω αυτών». (Πράξεις 20:30) Προειδοποίησε έντονα τους Χριστιανούς ‘να προσέχουν τους ποιούντας τας διχοστασίας και τα σκάνδαλα εναντίον της διδαχής, την οποία αυτοί είχαν μάθει, και να απομακρύνονται απ’ αυτούς’.—Ρωμαίους 16:17, 18.
Έτσι αν κάποιος γινόταν ψευδοδιδάσκαλος ανάμεσα στους αληθινούς Χριστιανούς, όπως συνέβη με τον Υμέναιο και τον Φιλητό στις μέρες του Παύλου, οι ποιμένες του ποιμνίου θα έπρεπε να λάβουν προστατευτικά μέτρα. Αν το άτομο απέρριπτε τη στοργική τους νουθεσία και συνέχιζε να προωθεί μια αίρεση, μια επιτροπή από πρεσβυτέρους θα μπορούσε να αποκόψει, ή να αποβάλει, ένα τέτοιο άτομο για αποστασία. (2 Τιμόθεον 2:17· Τίτον 3:10, 11) Ο κάθε αδελφός και αδελφή στην εκκλησία θα ακολουθούσε την κατεύθυνση που δίνει ο Παύλος ώστε να ‘απομακρύνεται’ από εκείνους που προσπάθησαν να ‘προξενήσουν διχοστασία’. Ο Ιωάννης συμβούλευσε με παρόμοιο τρόπο: «Εάν τις έρχηται προς εσάς και δεν φέρη την διδαχήν ταύτην, μη δέχεσθε αυτόν εις οικίαν και μη λέγετε εις αυτόν το χαίρειν».—2 Ιωάννου 10.
◼ Όταν οι Ιουδαίοι επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ από την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα, ήταν το ταξίδι τους περίπου 800 χιλιόμετρα ή 1.600 χιλιόμετρα;
Η απόσταση από την αρχαία Βαβυλώνα ως την Ιερουσαλήμ ήταν, σε ευθεία γραμμή, περίπου 800 χιλιόμετρα. Για να γίνει ένα τέτοιο ταξίδι θα χρειαζόταν να περάσει κάποιος από υπερβολικά αφιλόξενα εδάφη, που περιελάμβαναν μεγάλες εκτάσεις πολύ άγονης γης ή ερήμου. Ένας άλλος δρόμος με περίπου διπλάσια απόσταση οδηγούσε προς τα πάνω στην κοιλάδα του Ευφράτη στην κατεύθυνση της Χαράν, και ύστερα κάτω μέσω της Δαμασκού στη Γη της Επαγγελίας. Ο Αβραάμ χρησιμοποίησε αυτό το δεύτερο δρόμο όταν έφερε την οικογένειά του από την Ουρ στη Χαναάν.—Γένεσις 11:31–12:5.
Η Αγία Γραφή δεν περιγράφει το δρόμο που πήραν οι Ιουδαίοι όταν επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ από τη Βαβυλωνιακή αιχμαλωσία. (Έσδρας 8:1-32· 7:7-9) Έτσι και οι δυο αποστάσεις είναι πιθανές και μπορεί να τις χρησιμοποιήσει κάποιος όταν αναφέρεται σ’ αυτό το ταξίδι. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σπουδαιότητα είναι το γεγονός ότι οι Ιουδαίοι που επέστρεψαν επρόκειτο να είναι απαλλαγμένοι από Βαβυλωνιακές δοξασίες και συνήθειες καθώς περνούσαν από την ‘Αγία Οδό’.—Ησαΐας 35:8-10· παράβαλε σελίδες 153-7 του βιβλίου Man’s Salvation out of World Distress at Hand! που εκδόθηκε το 1975, στην Αγγλική.