ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • jv κεφ. 22 σ. 444-σ. 461 παρ. 2
  • Μέρος 3ο—Μάρτυρες ως το Πιο Απομακρυσμένο Μέρος της Γης

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Μέρος 3ο—Μάρτυρες ως το Πιο Απομακρυσμένο Μέρος της Γης
  • Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά—Διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού
  • Υπότιτλοι
  • Παρόμοια Ύλη
  • Εντατική Προσπάθεια για να Φτάσουν σε Πολλούς τα Καλά Νέα
  • Έντονη Δημοσιότητα
  • Κήρυγμα στην Ευρώπη Παρά το Διωγμό στα Χρόνια του Πολέμου
  • Έξω από την Ευρώπη Εκείνα τα Χρόνια του Πολέμου
  • Το Μεγάλο Πλήθος Αρχίζει να Εμφανίζεται στη Λατινική Αμερική
  • Μέρος 4ο—Μάρτυρες ως το Πιο Απομακρυσμένο Μέρος της Γης
    Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά—Διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού
  • Μέρος 2ο—Μάρτυρες ως το Πιο Απομακρυσμένο Μέρος της Γης
    Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά—Διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού
  • Μέρος 5ο—Μάρτυρες ως το Πιο Απομακρυσμένο Μέρος της Γης
    Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά—Διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού
  • ‘Επιζητούν Πρώτα τη Βασιλεία’
    Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά—Διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού
Δείτε Περισσότερα
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά—Διαγγελείς της Βασιλείας του Θεού
jv κεφ. 22 σ. 444-σ. 461 παρ. 2

Κεφάλαιο 22

Μέρος 3ο—Μάρτυρες ως το Πιο Απομακρυσμένο Μέρος της Γης

Στις σελίδες 444 ως 461 παρουσιάζεται μια παγγήινη έκθεση για το κήρυγμα του αγγέλματος της Βασιλείας από το 1935 ως το 1945. Το έτος 1935 είναι ιδιαίτερα σημαντικό επειδή εκείνον τον καιρό προσδιορίστηκε η ταυτότητα του πολύ όχλου ή μεγάλου πλήθους, που αναφέρεται στο εδάφιο Αποκάλυψη 7:9. Σε σχέση με τη σύναξη αυτής της ομάδας, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά άρχισαν να διακρίνουν ότι η Αγία Γραφή έθετε ενώπιόν τους ένα έργο μεγαλύτερων διαστάσεων από οποιοδήποτε προηγούμενο έργο. Πώς το επιτελούσαν όταν τα έθνη ενεπλάκησαν στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι περισσότερες χώρες επέβαλαν απαγορεύσεις είτε σε αυτούς είτε στα Γραφικά τους έντυπα;

ΚΑΘΩΣ οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συμμετείχαν στη διακονία τους στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, στόχος τους ήταν να φτάσει το άγγελμα της Βασιλείας σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Αν διέκριναν ότι υπήρχε κάπου εξαιρετικό ενδιαφέρον, μερικοί έμεναν εκεί μεγάλο μέρος της νύχτας εξηγώντας Βιβλικές αλήθειες και απαντώντας σε ερωτήσεις για να ικανοποιήσουν τους πνευματικά πεινασμένους. Αλλά, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι Μάρτυρες χρησιμοποιούσαν απλώς σύντομες παρουσιάσεις, ετοιμασμένες έτσι ώστε να κεντρίζουν το ενδιαφέρον των οικοδεσποτών, και κατόπιν άφηναν τα έντυπα ή τις δημόσιες Γραφικές διαλέξεις να κάνουν τα υπόλοιπα. Εκείνοι έκαναν έργο πληροφόρησης των ανθρώπων, σπέρνοντας σπόρους της αλήθειας της Βασιλείας.

Εντατική Προσπάθεια για να Φτάσουν σε Πολλούς τα Καλά Νέα

Το έργο γινόταν με το αίσθημα του επείγοντος. Για παράδειγμα, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν ο Αρμάντο Μενάτσι, στην Κόρντομπα της Αργεντινής, διάβασε τη σαφή παρουσίαση της Βιβλικής αλήθειας στα βιβλιάρια Άδης και Πού Είναι οι Νεκροί;, ενήργησε αποφασιστικά. (Ψαλμ. 145:20· Εκκλ. 9:5· Πράξ. 24:15) Υποκινούμενος από ό,τι μάθαινε και εμπνεόμενος από το ζήλο που έδειχνε ο Νικόλαος Αργυρός, πούλησε το συνεργείο αυτοκινήτων που είχε, για να αφοσιωθεί στο κήρυγμα της αλήθειας ως σκαπανέας. Έπειτα, στις αρχές της δεκαετίας του 1940, με δική του παρότρυνση, οι Μάρτυρες στην Κόρντομπα αγόρασαν ένα παλιό λεωφορείο, του έβαλαν κρεβάτια και χρησιμοποιούσαν αυτό το όχημα για να πηγαίνουν δέκα ή περισσότεροι ευαγγελιζόμενοι σε αποστολές κηρύγματος που διαρκούσαν μια εβδομάδα, δυο εβδομάδες ή ακόμα και τρεις μήνες. Όταν γίνονταν σχέδια για αυτά τα ταξίδια, δινόταν η ευκαιρία σε διάφορους αδελφούς και αδελφές της εκκλησίας να συμμετέχουν σε αυτά. Ο καθένας στην ομάδα είχε καθορισμένη εργασία να κάνει—καθαριότητα, μαγείρεμα ή ψάρεμα και κυνήγι για να έχουν να φάνε. Σε δέκα τουλάχιστον επαρχίες της Αργεντινής, αυτή η γεμάτη ζήλο ομάδα κήρυξε από σπίτι σε σπίτι, καλύπτοντας πόλεις και χωριά και φτάνοντας ως τις διάσπαρτες φάρμες.

Παρόμοιο πνεύμα εκδηλωνόταν στον αυστραλιανό αγρό. Δινόταν πολλή μαρτυρία στις πυκνοκατοικημένες παράκτιες πόλεις. Αλλά οι εκεί Μάρτυρες προσπαθούσαν επίσης να φτάσουν σε ανθρώπους που ζούσαν σε απόμερες περιοχές. Γι’ αυτό, στις 31 Μαρτίου 1936, προκειμένου να κηρύξουν στους ανθρώπους που ζούσαν σε φάρμες με πρόβατα και βοοειδή οι οποίες ήταν διάσπαρτες στην ενδοχώρα, ο Άρθουρ Γουίλις και ο Μπιλ Νιούλαντς ξεκίνησαν για ένα ταξίδι κατά το οποίο διένυσαν συνολικά 19.710 χιλιόμετρα. Για το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού τους, δεν υπήρχαν δρόμοι—μόνο μονοπάτια μέσα στην άδεντρη έρημο με την πνιγηρή της ζέστη και τις τρομερές αμμοθύελλες. Αλλά αυτοί δεν έκαναν πίσω. Σε ανθρώπους που έδειχναν ενδιαφέρον, έβαζαν να ακούσουν ηχογραφημένες Γραφικές ομιλίες και άφηναν έντυπα. Κάποιες άλλες φορές, πήγε μαζί τους ο Τζον Ε. (Τεντ) Σέγουελ· και κατόπιν αυτός προσφέρθηκε να υπηρετήσει στη Νοτιοανατολική Ασία.

Ο τομέας που επέβλεπε το τμήμα της Εταιρίας στην Αυστραλία εκτεινόταν πολύ πέρα από την ίδια την Αυστραλία. Περιελάμβανε την Κίνα, καθώς και νησιωτικά συμπλέγματα και κράτη που απλώνονταν από την Ταϊτή στην ανατολή ως τη Βιρμανία (σημερινή Μιανμάρ) στη δύση, απόσταση 13.700 χιλιομέτρων. Μέσα σε αυτή την περιοχή βρίσκονταν μέρη όπως το Χονγκ Κονγκ, η Ινδοκίνα (σήμερα Καμπότζη, Λάος και Βιετνάμ), οι Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες (που περιελάμβαναν νησιά όπως η Σουμάτρα, η Ιάβα και το Βόρνεο), η Νέα Ζηλανδία, το Σιάμ (σημερινή Ταϋλάνδη) και η Μαλάγια. Δεν ήταν ασυνήθιστο γεγονός να καλεί ο Αλεξάντερ Μακ Γκίλιβρεϊ, ο Σκωτσέζος επίσκοπος του τμήματος, κάποιο ζηλωτή νεαρό σκαπανέα στο γραφείο του, να του δείχνει ένα χάρτη του τομέα του τμήματος και να τον ρωτάει: ‘Θα ήθελες να γίνεις ιεραπόστολος;’ Κατόπιν, δείχνοντας μια περιοχή όπου είχε γίνει ελάχιστο ή καθόλου έργο κηρύγματος, τον ρωτούσε: ‘Πώς θα σου φαινόταν να ξεκινήσεις το έργο σε αυτόν τον τομέα;’

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930, μερικοί από αυτούς τους σκαπανείς είχαν ήδη κάνει πολύ έργο στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες (σημερινή Ινδονησία) και στη Σιγκαπούρη. Το 1935 ο Νεοζηλανδός Φρανκ Ντιούαρ ταξίδεψε με το Φωτοδότη μαζί με μια ομάδα από αυτούς τους σκαπανείς ως τη Σιγκαπούρη. Κατόπιν, λίγο πριν αποπλεύσει το καΐκι για τη βορειοδυτική ακτή της Μαλάγιας, ο καπετάνιος Έρικ Γιούινς τού είπε: «Λοιπόν, Φρανκ, εδώ είμαστε. Ως εδώ μπορούσαμε να σε φέρουμε. Διάλεξες να πας στο Σιάμ. Εδώ λοιπόν θα αποβιβαστείς!» Αλλά ο Φρανκ είχε σχεδόν ξεχάσει το Σιάμ. Απολάμβανε την υπηρεσία του μαζί με την ομάδα του καϊκιού. Τώρα έμεινε ολομόναχος.

Έμεινε στην Κουάλα Λουμπούρ ώσπου να μπορέσει να συγκεντρώσει τα χρήματα που χρειάζονταν για το υπόλοιπο ταξίδι· όμως, ενόσω βρισκόταν εκεί, είχε ένα τροχαίο ατύχημα—τον χτύπησε ένα φορτηγό και τον πέταξε από το ποδήλατό του. Αφού ανέρρωσε και μόνο με πέντε δολάρια στην τσέπη, μπήκε στο τρένο που πήγαινε από τη Σιγκαπούρη στην Μπανγκόκ. Αλλά, έχοντας πίστη στην ικανότητα του Ιεχωβά να τον συντηρήσει, συνέχισε το έργο. Ο Κλάουντ Γκούντμαν είχε κηρύξει για λίγο εκεί το 1931· ωστόσο, όταν έφτασε ο Φρανκ τον Ιούλιο του 1936, δεν υπήρχε κανένας Μάρτυρας για να τον καλωσορίσει. Τα επόμενα λίγα χρόνια, εντούτοις, συμμετείχαν και άλλοι στο έργο—ο Βίλι Ουνγκλάουμπε, ο Χανς Τόμας και ο Κουρτ Γκρούμπερ από τη Γερμανία και ο Τεντ Σέγουελ από την Αυστραλία. Διέθεσαν πολλά έντυπα, αλλά τα περισσότερα ήταν στην αγγλική, στην κινεζική και στην ιαπωνική γλώσσα.

Όταν στάλθηκε μια επιστολή στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας η οποία έλεγε ότι οι αδελφοί χρειάζονταν έντυπα στη γλώσσα τάι αλλά δεν είχαν μεταφραστή, ο αδελφός Ρόδερφορντ απάντησε: «Δεν βρίσκομαι εγώ στην Ταϋλάνδη· εσείς βρίσκεστε εκεί. Να έχετε πίστη στον Ιεχωβά, να εργάζεστε με επιμέλεια και θα βρείτε μεταφραστή». Και βρήκαν. Η Τσομτσάι Ινθαφάν, πρώην διευθύντρια του Πρεσβυτεριανού Σχολείου Θηλέων στο Τσιαγκ Μάι, ασπάστηκε την αλήθεια και το 1941 ήδη μετέφραζε Γραφικά έντυπα στη γλώσσα τάι.

Μια εβδομάδα αφότου ο Φρανκ Ντιούαρ ανέλαβε έργο κηρύγματος στην Μπανγκόκ, πέρασε από εκεί ο Φρανκ Ράις, ο οποίος είχε ξεκινήσει το έργο της Βασιλείας στην Ιάβα (σήμερα μέρος της Ινδονησίας) και βρισκόταν καθ’ οδόν για έναν καινούριο διορισμό στην τότε Γαλλική Ινδοκίνα. Όπως είχε κάνει και στον προηγούμενο τομέα του, κήρυττε σε όσους μιλούσαν την αγγλική ενώ μάθαινε τη γλώσσα των ντόπιων. Αφού κάλυψε τη Σαϊγκόν (σήμερα Χο Τσι Μινχ), παρέδωσε μερικά μαθήματα αγγλικής προκειμένου να αγοράσει ένα παλιό αυτοκίνητο το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να πάει ως το βόρειο τμήμα της χώρας. Ενδιαφερόταν όχι για υλικές ανέσεις αλλά για τα συμφέροντα της Βασιλείας. (Εβρ. 13:5) Με το αυτοκίνητο που αγόρασε, έδωσε μαρτυρία σε πόλεις και χωριά και στα απομονωμένα σπίτια που έβρισκε στο δρόμο για το Ανόι.

Έντονη Δημοσιότητα

Προκειμένου να δημιουργηθεί ενδιαφέρον για το άγγελμα της Βασιλείας και να αφυπνιστούν οι άνθρωποι ως προς την ανάγκη να κάνουν αποφασιστικές ενέργειες, οι Μάρτυρες σε πολλές χώρες χρησιμοποίησαν μέσα που προκαλούσαν αίσθηση. Από το 1936, στη Γλασκώβη της Σκωτίας, οι Μάρτυρες άρχισαν να διαφημίζουν τις ομιλίες των συνελεύσεων φορώντας πλακάτ και διανέμοντας διαφημιστικά σε εμπορικές περιοχές. Ύστερα από δυο χρόνια, το 1938, σε συνάρτηση με μια συνέλευση στο Λονδίνο της Αγγλίας, προστέθηκε ένα ακόμα εντυπωσιακό μέσο. Ο Νάθαν Ο. Νορ και ο Άλμπερτ Ντ. Σρόντερ, οι οποίοι αργότερα υπηρέτησαν μαζί στο Κυβερνών Σώμα, ηγήθηκαν μιας παρέλασης σχεδόν χιλίων Μαρτύρων η οποία πέρασε από την κεντρική εμπορική περιοχή του Λονδίνου. Κάθε δεύτερος από τους παρελαύνοντες φορούσε ένα πλακάτ που διαφήμιζε τη δημόσια ομιλία «Αντιμετωπίστε τα Γεγονότα», την οποία θα εκφωνούσε ο Ι. Φ. Ρόδερφορντ στο Ρόγιαλ Άλμπερτ Χολ. Οι υπόλοιποι κρατούσαν πινακίδες που έλεγαν «Η Θρησκεία Είναι Παγίδα και Απάτη». (Εκείνον τον καιρό η κατανόηση που είχαν ήταν ότι θρησκεία αποτελεί κάθε λατρεία που δεν εναρμονίζεται με το Λόγο του Θεού, την Αγία Γραφή). Αργότερα την ίδια εβδομάδα, για να εξουδετερωθεί η εχθρική αντίδραση ορισμένων από το κοινό, υπήρχαν ανάμεσα στις προηγούμενες πινακίδες άλλες που έλεγαν «Υπηρετήστε τον Θεό και τον Βασιλιά Χριστό». Για πολλούς Μάρτυρες του Ιεχωβά, αυτή η δραστηριότητα δεν ήταν κάτι το εύκολο, αλλά αυτοί την έβλεπαν ως έναν ακόμα τρόπο για να υπηρετούν τον Ιεχωβά, μια ακόμα δοκιμή της οσιότητάς τους σε εκείνον.

Δεν ήταν όλοι ευχαριστημένοι με την έντονη δημοσιότητα που έδιναν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο άγγελμά τους. Ο κλήρος της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας πίεζε τους διευθυντές των ραδιοφωνικών σταθμών να απαγορεύσουν όλες τις εκπομπές τις οποίες ετοίμαζαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τον Απρίλιο του 1938, όταν ο αδελφός Ρόδερφορντ πήγαινε στην Αυστραλία για να εκφωνήσει μια ραδιοφωνική ομιλία, κάποιοι δημόσιοι αξιωματούχοι επέτρεψαν στον εαυτό τους να επηρεαστεί και έτσι ακύρωσαν τις διευθετήσεις που είχαν γίνει για να χρησιμοποιήσει ο αδελφός το Δημαρχείο του Σίντνεϊ και κάποιες ραδιοφωνικές εγκαταστάσεις. Χωρίς χρονοτριβή νοικιάστηκε το Αθλητικό Κέντρο του Σίντνεϊ, και, ως αποτέλεσμα της πλατιάς δημοσιότητας που δόθηκε στην εναντίωση την οποία συνάντησε η επίσκεψη του αδελφού Ρόδερφορντ, προσήλθε ένα ακόμα μεγαλύτερο πλήθος για να ακούσει την ομιλία του. Σε άλλες περιπτώσεις, όταν δεν άφηναν τους Μάρτυρες να χρησιμοποιήσουν τις ραδιοφωνικές εγκαταστάσεις, αυτοί απαντούσαν δίνοντας ευρεία δημοσιότητα στις συναθροίσεις στις οποίες μεταδίδονταν από φωνογράφο διαλέξεις του αδελφού Ρόδερφορντ.

Ο κλήρος στο Βέλγιο έστελνε παιδιά να πετούν πέτρες στους Μάρτυρες, και διάφοροι ιερείς πήγαιναν οι ίδιοι στα σπίτια για να μαζέψουν τα έντυπα που είχαν δώσει οι Μάρτυρες. Σε μερικούς, όμως, χωρικούς άρεσαν αυτά που μάθαιναν από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Αυτοί συχνά έλεγαν: «Δώστε μου αρκετά από τα βιβλιάριά σας· όταν έρθει ο παπάς, θα του δώσω ένα για να ευχαριστηθεί και θα κρατήσω τα υπόλοιπα για να τα διαβάσω!»

Τα χρόνια που ακολούθησαν, ωστόσο, οδήγησαν σε ακόμα ισχυρότερη εναντίωση προς τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και προς το άγγελμα της Βασιλείας που διακήρυτταν.

Κήρυγμα στην Ευρώπη Παρά το Διωγμό στα Χρόνια του Πολέμου

Χιλιάδες Μάρτυρες του Ιεχωβά από την Αυστρία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ολλανδία φυλακίστηκαν ή στάλθηκαν σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης επειδή δεν απαρνούνταν την πίστη τους ούτε έπαυαν να κηρύττουν. Εκεί η βάναυση μεταχείριση ήταν στην ημερήσια διάταξη. Όσοι δεν είχαν ακόμα φυλακιστεί συνέχιζαν τη διακονία τους παίρνοντας προφυλάξεις. Συχνά έκαναν έργο μόνο με την Αγία Γραφή και πρόσφεραν άλλα έντυπα μόνο όταν επανεπισκέπτονταν ενδιαφερόμενα άτομα. Για να αποφύγουν τη σύλληψη, οι Μάρτυρες χτυπούσαν μια πόρτα σε κάποια πολυκατοικία και κατόπιν πήγαιναν ίσως σε άλλο κτίριο, ή αφού επισκέπτονταν ένα μόνο σπίτι πήγαιναν έπειτα σε άλλο δρόμο για να επισκεφτούν και κάποιο άλλο σπίτι. Όμως, σίγουρα δεν δείλιαζαν να δώσουν μαρτυρία.

Στις 12 Δεκεμβρίου 1936, λίγους μόνο μήνες αφότου η Γκεστάπο συνέλαβε χιλιάδες Μάρτυρες και άλλα ενδιαφερόμενα άτομα κάνοντας μια προσπάθεια σε πανεθνική κλίμακα για να σταματήσει το έργο τους, και οι ίδιοι οι Μάρτυρες διεξήγαγαν μια εκστρατεία. Με αστραπιαία ταχύτητα έριξαν δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα μιας έντυπης απόφασης σε γραμματοκιβώτια και κάτω από τις πόρτες των ανθρώπων σε όλη τη Γερμανία. Η απόφαση περιείχε μια διαμαρτυρία για την απάνθρωπη μεταχείριση που αντιμετώπιζαν οι Χριστιανοί αδελφοί και αδελφές τους. Μια ώρα μετά την έναρξη της διανομής, η αστυνομία έτρεχε ξέφρενα προσπαθώντας να πιάσει αυτούς που διένειμαν την απόφαση, αλλά συνέλαβε μόνο καμιά δεκαριά άτομα σε όλη τη χώρα.

Τους αξιωματικούς τούς συγκλόνισε το γεγονός ότι μπόρεσε να γίνει μια τέτοια εκστρατεία έπειτα από όλα όσα είχε κάνει η ναζιστική κυβέρνηση για να καταπνίξει το έργο. Εξάλλου, φοβήθηκαν τον κόσμο. Γιατί; Επειδή, όταν η αστυνομία και άλλοι αξιωματικοί εν στολή πήγαιναν στα σπίτια και ρωτούσαν τους ενοίκους αν είχαν πάρει τέτοιο φυλλάδιο, οι περισσότεροι απαντούσαν αρνητικά. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι δεν το είχαν πάρει. Οι αδελφοί είχαν αφήσει αντίτυπα μόνο σε δυο-τρία σπιτικά κάθε κτιρίου. Όμως, η αστυνομία δεν το ήξερε αυτό. Συμπέρανε ότι είχαν αφήσει ένα αντίτυπο σε κάθε πόρτα.

Τους επόμενους μήνες, οι αξιωματικοί των Ναζί αρνούνταν έντονα τις κατηγορίες που περιείχε εκείνη η έντυπη απόφαση. Γι’ αυτό, στις 20 Ιουνίου 1937, οι Μάρτυρες που ήταν ακόμα ελεύθεροι διένειμαν άλλο ένα άγγελμα, μια ανοιχτή επιστολή που με καυστικό τρόπο περιέγραφε τις λεπτομέρειες του διωγμού, ένα ντοκουμέντο που κατονόμαζε αξιωματικούς και έδινε ημερομηνίες και τοποθεσίες. Η Γκεστάπο τα έχασε εντελώς με αυτό το ξεσκέπασμα και με την ικανότητα που είχαν οι Μάρτυρες να πραγματοποιήσουν μια τέτοια διανομή.

Οι πολλαπλές εμπειρίες της οικογένειας Κουσερόβ, από το Μπαντ Λιπσπρίνγκε της Γερμανίας, φανέρωναν την ίδια αποφασιστικότητα για την επίδοση μαρτυρίας. Ένα παράδειγμα έχει να κάνει με το τι συνέβη όταν εκτελέστηκε δημόσια στο Μίνστερ, από το ναζιστικό καθεστώς, ο Βίλχελμ Κουσερόβ λόγω της άρνησής του να συμβιβάσει την πίστη του. Η μητέρα του Βίλχελμ, η Χίλντα, πήγε αμέσως στη φυλακή και ζήτησε επίμονα το πτώμα του για να γίνει η ταφή του. Είπε στην οικογένειά της: «Θα δώσουμε μεγάλη μαρτυρία στους ανθρώπους που τον ήξεραν». Στην κηδεία, ο πατέρας του Βίλχελμ, ο Φρανς, έκανε μια προσευχή που εξέφραζε πίστη στις στοργικές προμήθειες του Ιεχωβά. Μπροστά στον τάφο, ο αδελφός του Βίλχελμ, ο Καρλ-Χάινς, είπε παρηγορητικά λόγια από την Αγία Γραφή. Δεν έμειναν ατιμώρητοι για αυτό, αλλά για εκείνους το σημαντικό ήταν να τιμούν τον Ιεχωβά δίνοντας μαρτυρία σχετικά με το όνομά Του και τη Βασιλεία Του.

Καθώς κλιμακώνονταν οι πιέσεις του πολέμου στην Ολλανδία, οι εκεί Μάρτυρες προσάρμοζαν σοφά τις διευθετήσεις που είχαν για συναθροίσεις. Τώρα τις έκαναν σε ομίλους των δέκα ή λιγότερων ατόμων σε ιδιωτικά σπίτια. Τα μέρη όπου γίνονταν συναθροίσεις άλλαζαν συχνά. Κάθε Μάρτυρας πήγαινε μόνο στο δικό του όμιλο, και κανένας δεν αποκάλυπτε τη διεύθυνση του τόπου μελέτης ούτε καν σε κάποιον έμπιστο φίλο. Εκείνη την περίοδο της ιστορίας, όταν πληθυσμοί ολόκληροι εκδιώκονταν από τα σπίτια τους εξαιτίας του πολέμου, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήξεραν ότι οι άνθρωποι χρειάζονταν επιτακτικά το παρηγορητικό άγγελμα που υπάρχει μόνο στο Λόγο του Θεού και τους το μετέδιδαν άφοβα. Αλλά μια επιστολή από το γραφείο τμήματος υπενθύμισε στους αδελφούς την προσοχή που επέδειξε ο Ιησούς σε διάφορες περιπτώσεις όταν αντιμετώπιζε εναντίους. (Ματθ. 10:16· 22:15-22) Ως αποτέλεσμα, όταν συναντούσαν κάποιον που έδειχνε εχθρότητα, σημείωναν προσεκτικά τη διεύθυνση ώστε να παρθούν ιδιαίτερες προφυλάξεις όταν στο μέλλον θα γινόταν έργο σε εκείνον τον τομέα.

Στην Ελλάδα ο πληθυσμός υπέφερε πολλά δεινά στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Ωστόσο, την πιο στυγνή μεταχείριση την αντιμετώπισαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, εξαιτίας της μοχθηρής κακοπαράστασής τους από τους κληρικούς της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι οποίοι επέμεναν ότι η αστυνομία και τα δικαστήρια έπρεπε να πάρουν μέτρα εναντίον των Μαρτύρων. Πολλούς από τους Μάρτυρες είτε τους φυλάκισαν είτε τους εκτόπισαν από τη γενέτειρά τους και τους πήγαν σε απόμερα χωριά είτε τους κράτησαν περιορισμένους υπό σκληρές συνθήκες σε ξερονήσια. Εντούτοις, εκείνοι συνέχισαν να δίνουν μαρτυρία. (Παράβαλε Πράξεις 8:1, 4). Συνήθως το έκαναν αυτό μιλώντας σε ανθρώπους στα πάρκα και στους δημόσιους κήπους· κάθονταν στο παγκάκι μαζί τους και τους έλεγαν για τη Βασιλεία του Θεού. Όταν έβρισκαν γνήσιο ενδιαφέρον, δάνειζαν στο άτομο ένα πολύτιμο αντίτυπο από τα Γραφικά τους έντυπα. Αργότερα το άτομο αυτό επέστρεφε το έντυπο και έτσι εκείνο χρησιμοποιούνταν ξανά και ξανά. Πολλοί που αγαπούσαν την αλήθεια δέχτηκαν με ευγνωμοσύνη τη βοήθεια την οποία πρόσφεραν οι Μάρτυρες και μάλιστα ενώθηκαν με αυτούς στη μετάδοση των καλών νέων σε άλλους, μολονότι αυτό επέφερε πάνω τους δριμύ διωγμό.

Σπουδαίο παράγοντα για το θάρρος και την εμμονή των Μαρτύρων αποτελούσε η εποικοδόμησή τους μέσω της πνευματικής τροφής. Παρ’ όλο που σε μερικά μέρη της Ευρώπης, στη διάρκεια του πολέμου, τελικά εξαντλήθηκαν τα αποθέματα εντύπων που υπήρχαν για διανομή σε άλλους, οι Μάρτυρες κατάφερναν να κυκλοφορούν μεταξύ τους ενισχυτική για την πίστη ύλη την οποία είχε ετοιμάσει η Εταιρία για να τη μελετήσουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σε όλο τον κόσμο. Με κίνδυνο της ζωής τους, ο Άουγκουστ Κραφτ, ο Πίτερ Γκέλες, ο Λούντβιγκ Σίρανεκ, η Τερέζε Σράιμπερ και πολλοί άλλοι συμμετείχαν στην αναπαραγωγή και στη διανομή της ύλης για μελέτη, η οποία έμπαινε κρυφά στην Αυστρία από την Ελβετία, την Ιταλία και την Τσεχοσλοβακία. Στην Ολλανδία, ένας καλοσυνάτος δεσμοφύλακας ήταν αυτός που βοήθησε εξασφαλίζοντας μια Γραφή για τον Άρθουρ Βίνκλερ. Παρ’ όλα τα μέτρα που έπαιρνε ο εχθρός, τα αναζωογονητικά ύδατα της Βιβλικής αλήθειας από τη Σκοπιά έφταναν ως και στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους εκεί Μάρτυρες.

Η κράτηση σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν έκανε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά να πάψουν να είναι μάρτυρες. Όταν ο απόστολος Παύλος ήταν φυλακισμένος στη Ρώμη, έγραψε: «Κακοπαθώ μέχρι και με δεσμά φυλάκισης . . . Παρ’ όλα αυτά, ο λόγος του Θεού δεν είναι δέσμιος». (2 Τιμ. 2:9)Το ίδιο αποδείχτηκε αληθινό στην περίπτωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά της Ευρώπης κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι δεσμοφύλακες παρατηρούσαν τη διαγωγή τους· κάποιοι έκαναν ερωτήσεις, και μερικοί από αυτούς έγιναν ομόπιστοι, έστω και αν αυτό σήμαινε απώλεια της δικής τους ελευθερίας. Πολλοί φυλακισμένοι που κρατούνταν μαζί με Μάρτυρες προέρχονταν από χώρες όπως η Ρωσία, όπου είχε γίνει ελάχιστο κήρυγμα των καλών νέων. Μετά τον πόλεμο μερικοί από αυτούς επέστρεψαν στην πατρίδα τους ως Μάρτυρες του Ιεχωβά, ανυπομονώντας να διαδώσουν εκεί το άγγελμα της Βασιλείας.

Ο βάναυσος διωγμός και οι συνέπειες του ολοκληρωτικού πολέμου δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν την προειπωμένη σύναξη ανθρώπων στο μεγάλο πνευματικό οίκο του Ιεχωβά για λατρεία. (Ησ. 2:2-4) Από το 1938 ως το 1945, οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης ανέφεραν σημαντικές αυξήσεις στον αριθμό εκείνων που συμμετείχαν δημόσια σε αυτή τη λατρεία διακηρύττοντας τη Βασιλεία του Θεού. Στη Βρετανία, στη Γαλλία, στην Ελβετία και στη Φινλανδία, οι Μάρτυρες είχαν αυξήσεις σχεδόν 100 τοις εκατό. Στην Ελλάδα υπήρχε σχεδόν εφταπλάσια αύξηση. Στην Ολλανδία, δωδεκαπλάσια. Εντούτοις, στο τέλος του 1945, δεν είχαν ληφθεί λεπτομερείς εκθέσεις από τη Γερμανία και τη Ρουμανία· επίσης, από αρκετές άλλες χώρες είχαν ληφθεί ελλιπείς μόνο εκθέσεις.

Έξω από την Ευρώπη Εκείνα τα Χρόνια του Πολέμου

Στην Άπω Ανατολή, επίσης, ο παγκόσμιος πόλεμος προκάλεσε εξαιρετικές δυσκολίες για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Στην Ιαπωνία και στην Κορέα, τους συνελάμβαναν, τους χτυπούσαν και τους βασάνιζαν επειδή υποστήριζαν τη Βασιλεία του Θεού και δεν λάτρευαν τον Ιάπωνα αυτοκράτορα. Τελικά έχασαν κάθε επαφή με τους Μάρτυρες στις άλλες χώρες. Για πολλούς από αυτούς, οι μόνες ευκαιρίες για να δώσουν μαρτυρία προέκυπταν όταν τους ανέκριναν ή όταν περνούσαν από δίκη. Στο τέλος του πολέμου, η δημόσια διακονία των Μαρτύρων του Ιεχωβά σε αυτές τις χώρες είχε ουσιαστικά σταματήσει.

Όταν ο πόλεμος έφτασε στις Φιλιππίνες, οι Μάρτυρες υπέστησαν κακομεταχείριση και από τις δυο παρατάξεις επειδή δεν υποστήριζαν ούτε τις ιαπωνικές δυνάμεις ούτε τις δυνάμεις αντίστασης. Πολλοί Μάρτυρες, για να μην τους πιάσουν, εγκατέλειψαν τα σπίτια τους. Αλλά, καθώς πήγαιναν από τον έναν τόπο στον άλλον, κήρυτταν—δανείζοντας κάποιο έντυπο όταν ήταν διαθέσιμο και, αργότερα, χρησιμοποιώντας μόνο τη Γραφή. Μάλιστα, καθώς το μέτωπο του πολέμου απομακρυνόταν, εξόπλισαν μερικές βάρκες με τα απαραίτητα έτσι ώστε να μεταφέρουν μεγάλες ομάδες Μαρτύρων σε νησιά όπου είχε δοθεί λίγη ή καθόλου μαρτυρία.

Στη Βιρμανία (σημερινή Μιανμάρ), αυτό που οδήγησε στην απαγόρευση των εντύπων των Μαρτύρων του Ιεχωβά, το Μάιο του 1941, δεν ήταν η ιαπωνική εισβολή, αλλά η πίεση που ασκούσαν στους αποικιακούς αξιωματούχους Αγγλικανοί, Μεθοδιστές, Ρωμαιοκαθολικοί και Αμερικανοί Βαπτιστές κληρικοί. Δυο Μάρτυρες που εργάζονταν στο τηλεγραφείο είδαν ένα τηλεγράφημα που τους έκανε να καταλάβουν τι επρόκειτο να γίνει, και έτσι οι αδελφοί μετέφεραν γρήγορα τα έντυπα από την αποθήκη της Εταιρίας σε άλλο μέρος για να μην κατασχεθούν. Έπειτα, άρχισαν να γίνονται προσπάθειες για να σταλούν πολλά από αυτά τα έντυπα δια ξηράς στην Κίνα.

Εκείνον τον καιρό, η κυβέρνηση των Η.Π.Α. μετέφερε με φορτηγά τεράστιες ποσότητες πολεμικού υλικού μέσω της Οδού της Βιρμανίας για υποστήριξη της κινεζικής Εθνικής Κυβέρνησης. Οι αδελφοί προσπάθησαν να εξασφαλίσουν χώρο σε ένα τέτοιο φορτηγό, αλλά το αίτημά τους απορρίφτηκε. Εξάλλου, απέτυχαν και οι προσπάθειες που έκαναν προκειμένου να πάρουν ένα όχημα από τη Σιγκαπούρη. Αλλά, όταν ο Μικ Ένγκελ, που ήταν ο υπεύθυνος για την αποθήκη εντύπων της Εταιρίας στη Ρανγκούν (σημερινό Γιανγκόν), πλησίασε έναν ανώτερο αξιωματούχο των Η.Π.Α., του δόθηκε η άδεια να μεταφέρει τα έντυπα με στρατιωτικά φορτηγά.

Εντούτοις, ύστερα από αυτό, όταν ο Φρεντ Πέιτον και ο Έκτορ Όουτς πλησίασαν τον αξιωματικό που ήταν υπεύθυνος για τη φάλαγγα η οποία θα πήγαινε στην Κίνα και του ζήτησαν χώρο, αυτός έγινε έξω φρενών! «Τι πράγμα;» φώναξε. «Πώς να σας δώσω πολύτιμο χώρο στα φορτηγά μου για τα άθλιά σας φυλλάδια όταν δεν έχω καθόλου χώρο για απολύτως αναγκαία στρατιωτικά και ιατρικά εφόδια που χαλούν μένοντας εκτεθειμένα εδώ;» Ο Φρεντ δεν μίλησε, έψαξε στο χαρτοφύλακά του, έβγαλε και του έδειξε την επιστολή με την έγκριση και του τόνισε ότι θα ήταν πολύ σοβαρό να αγνοήσει την εντολή που έδωσαν αξιωματούχοι στη Ρανγκούν. Τότε, αυτός ο αξιωματικός δεν κανόνισε μόνο να μεταφερθούν δυο τόνοι βιβλία, αλλά και έθεσε στη διάθεση των αδελφών ένα φορτηγάκι με οδηγό και εφόδια. Μαζί με το πολύτιμο φορτίο τους, κατευθύνθηκαν βορειοανατολικά περνώντας από τον επικίνδυνο ορεινό δρόμο που οδηγούσε στην Κίνα. Αφού έδωσαν μαρτυρία στο Πάο-σαν, προχώρησαν στο Τσουνγκίνγκ (Παχσιέν). Δόθηκαν χιλιάδες έντυπα που μιλούσαν για τη Βασιλεία του Ιεχωβά κατά τη διάρκεια εκείνου του έτους που δαπάνησαν αυτοί οι αδελφοί στην Κίνα. Ένας από αυτούς στους οποίους έδωσαν οι ίδιοι μαρτυρία ήταν ο Τσανγκ Κάι-σεκ, ο πρόεδρος της κινεζικής Εθνικής Κυβέρνησης.

Στο μεταξύ, καθώς εντείνονταν οι βομβαρδισμοί στη Βιρμανία, όλοι εκτός τριών από τους εκεί Μάρτυρες έφυγαν από τη χώρα για να πάνε, οι περισσότεροι, στην Ινδία. Η δραστηριότητα αυτών των τριών που παρέμειναν ήταν, αναγκαστικά, περιορισμένη. Ωστόσο, συνέχισαν να δίνουν ανεπίσημη μαρτυρία, και οι προσπάθειές τους απέφεραν καρπούς μετά τον πόλεμο.

Επίσης, στη Βόρεια Αμερική, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αντιμετώπιζαν σοβαρά εμπόδια στη διάρκεια του πολέμου. Η διαδεδομένη οχλοκρατική βία και η αντισυνταγματική εφαρμογή τοπικών νόμων έφεραν μεγάλη πίεση στο έργο κηρύγματος. Φυλακίστηκαν χιλιάδες άτομα επειδή λάβαιναν τη θέση τους ως ουδέτεροι Χριστιανοί. Εντούτοις, αυτό δεν επιβράδυνε το ρυθμό των Μαρτύρων στη διακονία από σπίτι σε σπίτι. Επιπλέον, από το Φεβρουάριο του 1940, έγινε συνηθισμένο θέαμα να τους βλέπει κανείς σε δρόμους εμπορικών περιοχών να προσφέρουν τη Σκοπιά και την Παρηγορία (σήμερα Ξύπνα!). Ο ζήλος τους έγινε ακόμα δυνατότερος. Αν και οι Μάρτυρες υποβλήθηκαν σε έναν από τους πιο σφοδρούς διωγμούς που έλαβαν χώρα ποτέ σε εκείνο το μέρος της γης, ο αριθμός τους υπερδιπλασιάστηκε τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στον Καναδά από το 1938 ως το 1945, και ο χρόνος που αφιέρωναν στη δημόσια διακονία τους τριπλασιάστηκε.

Σε πολλές χώρες που συνδέονταν με τη Βρετανική Κοινοπολιτεία (στη Βόρεια Αμερική, στην Αφρική, στην Ασία και στα νησιά της Καραϊβικής και του Ειρηνικού) τέθηκαν υπό κυβερνητική απαγόρευση είτε οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είτε τα έντυπά τους. Μια από αυτές τις χώρες ήταν η Αυστραλία. Ένα επίσημο ανακοινωθέν που δημοσιεύτηκε εκεί στις 17 Ιανουαρίου 1941, με διαταγή του γενικού κυβερνήτη, καθιστούσε παράνομες τις συναθροίσεις που έκαναν για λατρεία οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, καθώς και την κυκλοφορία, ακόμα και την κατοχή οποιωνδήποτε εντύπων τους. Σύμφωνα με το νόμο, ήταν δυνατόν να γίνει προσφυγή κατά της απαγόρευσης στα δικαστήρια, και αυτό έγινε αμέσως. Αλλά πέρασαν δύο και πλέον χρόνια μέχρι τη στιγμή που ο δικαστής Σταρκ του Ανώτατου Δικαστηρίου διακήρυξε ότι οι κανονισμοί στους οποίους βασίστηκε η απαγόρευση ήταν «αυθαίρετοι, αλλόκοτοι και καταπιεστικοί». Η ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου αναίρεσε την απαγόρευση. Τι έκαναν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο ενδιάμεσο διάστημα;

Μιμούμενοι τους αποστόλους του Ιησού Χριστού, ‘υπάκουαν στον Θεό ως άρχοντα μάλλον παρά στους ανθρώπους’. (Πράξ. 4:19, 20· 5:29) Συνέχισαν να κηρύττουν. Μάλιστα, παρά τα πολυάριθμα εμπόδια, διευθέτησαν να γίνει μια συνέλευση στο Χαργκρέιβ Παρκ, κοντά στο Σίντνεϊ, στις 25-29 Δεκεμβρίου 1941. Όταν η κυβέρνηση αρνήθηκε τη σιδηροδρομική μεταφορά μερικών εκπροσώπων, μια ομάδα από τη Δυτική Αυστραλία εξόπλισαν τα οχήματά τους με μονάδες που, καίγοντας γαιάνθρακα, παρήγαν γκάζι και ξεκίνησαν να πάνε από το ένα άκρο της χώρας στο άλλο, κάνοντας ένα 14ήμερο ταξίδι το οποίο περιελάμβανε να περάσουν μια εβδομάδα διασχίζοντας την ανήλεη πεδιάδα Νουλάρμπορ. Έφτασαν σώοι και απόλαυσαν το πρόγραμμα μαζί με τους άλλους έξι χιλιάδες εκπροσώπους. Το επόμενο έτος έγινε και άλλη συνέλευση, αλλά αυτή τη φορά χωρίστηκε σε 150 μικρότερες ομάδες που συγκεντρώθηκαν σε εφτά μεγάλες πόλεις όλης της χώρας, και υπήρχαν ομιλητές που πήγαιναν από τη μια τοποθεσία στην επόμενη.

Καθώς χειροτέρευαν οι συνθήκες στην Ευρώπη το 1939, μερικοί σκαπανείς Μάρτυρες του Ιεχωβά προσφέρθηκαν να υπηρετήσουν σε άλλους αγρούς. (Παράβαλε Ματθαίος 10:23· Πράξεις 8:4). Τρεις Γερμανοί σκαπανείς στάλθηκαν από την Ελβετία στη Σαγκάη της Κίνας. Μερικοί πήγαν στη Νότια Αμερική. Μεταξύ αυτών που στάλθηκαν στη Βραζιλία ήταν ο Ότο Έστελμαν, ο οποίος μέχρι τότε επισκεπτόταν και βοηθούσε εκκλησίες στην Τσεχοσλοβακία, και ο Έριχ Κάτνερ, ο οποίος είχε υπηρετήσει στο γραφείο της Εταιρίας Σκοπιά στην Πράγα. Ο καινούριος τους διορισμός δεν ήταν εύκολος. Είδαν ότι, σε ορισμένες αγροτικές περιοχές, οι Μάρτυρες σηκώνονταν νωρίς και κήρυτταν ως τις 7:00 π.μ. και κατόπιν πήγαιναν ξανά στην υπηρεσία αγρού αργά το απόγευμα. Ο αδελφός Κάτνερ θυμάται ότι, καθώς πήγαινε από τόπο σε τόπο, συχνά κοιμόταν στο ύπαιθρο, χρησιμοποιώντας για μαξιλάρι την τσάντα που είχε για τα έντυπα.—Παράβαλε Ματθαίος 8:20.

Τόσο τον αδελφό Έστελμαν όσο και τον αδελφό Κάτνερ τούς κυνηγούσε ανελέητα η ναζιστική μυστική αστυνομία στην Ευρώπη. Μήπως τους απάλλαξε από το διωγμό η μετάβασή τους στη Βραζιλία; Αντίθετα, μόλις έπειτα από ένα χρόνο, βρίσκονταν σε παρατεταμένο περιορισμό κατ’ οίκον και φυλάκιση με την υποκίνηση αξιωματούχων που συμπαθούσαν προφανώς τους Ναζί! Εξάλλου, η εναντίωση από τον Καθολικό κλήρο ήταν συνηθισμένο φαινόμενο, αλλά οι Μάρτυρες ενέμεναν στο θεόδοτο έργο τους. Πήγαιναν διαρκώς σε πόλεις και κωμοπόλεις της Βραζιλίας όπου δεν είχε κηρυχτεί ως τότε το άγγελμα της Βασιλείας.

Η εξέταση των συνθηκών που επικρατούσαν σε όλη τη γη δείχνει ότι, στις περισσότερες χώρες όπου υπήρχαν Μάρτυρες του Ιεχωβά κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτοί αντιμετώπισαν κυβερνητικές απαγορεύσεις που αφορούσαν είτε την οργάνωσή τους είτε τα έντυπά τους. Μολονότι κήρυτταν σε 117 χώρες το 1938, κατά τα χρόνια του πολέμου (1939-1945) σε 60 και πλέον από αυτές τις χώρες είτε τέθηκε υπό απαγόρευση η οργάνωσή τους ή τα έντυπά τους, είτε απελάθηκαν οι διάκονοί τους. Ακόμα και εκεί που δεν υπήρχαν απαγορεύσεις, αντιμετώπιζαν οχλοκρατική βία και συχνά τους συνελάμβαναν. Παρ’ όλα αυτά, το κήρυγμα των καλών νέων δεν σταμάτησε.

Το Μεγάλο Πλήθος Αρχίζει να Εμφανίζεται στη Λατινική Αμερική

Μέσα στα χρόνια του πολέμου, το Φεβρουάριο του 1943, κάνοντας σχέδια για το έργο που θα γινόταν στη μεταπολεμική εποχή, η Εταιρία Σκοπιά εγκαινίασε στην πολιτεία της Νέας Υόρκης τη Σχολή Γαλαάδ, η οποία θα εκπαίδευε ιεραποστόλους για υπηρεσία σε ξένες χώρες. Πριν από το τέλος του έτους, 12 από αυτούς τους ιεραποστόλους είχαν ήδη αρχίσει να υπηρετούν στην Κούβα. Ο αγρός εκεί αποδείχτηκε πολύ παραγωγικός.

Ήδη από το 1910, είχαν φτάσει κάποιοι σπόροι Βιβλικής αλήθειας στην Κούβα. Ο Κ. Τ. Ρώσσελ είχε εκφωνήσει εκεί μια ομιλία το 1913. Ο Ι. Φ. Ρόδερφορντ είχε μιλήσει από το ραδιόφωνο στην Αβάνα το 1932 και η ύλη αναμεταδόθηκε στην ισπανική γλώσσα. Αλλά η αύξηση ήταν αργή. Υπήρχε εκτεταμένος αναλφαβητισμός εκείνον τον καιρό και πολλή θρησκευτική προκατάληψη. Στην αρχή εκδηλώθηκε ενδιαφέρον κυρίως από άτομα του αγγλόφωνου πληθυσμού που είχαν πάει εκεί από την Τζαμάικα και άλλα μέρη. Το 1936, υπήρχαν μόνο 40 διαγγελείς της Βασιλείας στην Κούβα. Εντούτοις, τότε άρχισε να αποδίδει περισσότερους καρπούς το φύτεμα και το πότισμα των σπόρων της αλήθειας για τη Βασιλεία.

Το 1934 είχαν βαφτιστεί οι πρώτοι Κουβανοί· ακολούθησαν και άλλοι. Από το 1940 άρχισαν καθημερινές ραδιοφωνικές εκπομπές και έντονο έργο δρόμου που ενίσχυσαν τη διακονία από σπίτι σε σπίτι εκεί. Ακόμα και προτού έρθουν Γαλααδίτες ιεραπόστολοι το 1943, υπήρχαν 950 άτομα στην Κούβα που είχαν ασπαστεί τα καλά νέα και τα κήρυτταν σε άλλους, αν και δεν συμμετείχαν όλοι τακτικά σε αυτό το έργο. Τις δυο χρονιές που ακολούθησαν την άφιξη των ιεραποστόλων, οι αριθμοί αυξήθηκαν ακόμα πιο γοργά. Το 1945, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Κούβα αριθμούσαν 1.894 άτομα. Μολονότι οι περισσότεροι από αυτούς είχαν προηγουμένως μια θρησκεία που δίδασκε ότι όλοι οι πιστοί υποστηρικτές της εκκλησίας θα πάνε στον ουρανό, η συντριπτική πλειονότητα εκείνων που έγιναν Μάρτυρες του Ιεχωβά δέχτηκαν εγκάρδια την προοπτική για αιώνια ζωή στη γη σε έναν αποκαταστημένο παράδεισο. (Γέν. 1:28· 2:15· Ψαλμ. 37:9, 29· Αποκ. 21:3, 4) Μόνο το 1,4 τοις εκατό από αυτούς ομολογούσαν ότι είναι χρισμένοι από το πνεύμα αδελφοί του Χριστού.

Εξάλλου, τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία της Εταιρίας έδωσαν βοήθεια στο λατινοαμερικανικό αγρό και με έναν άλλον τρόπο. Στις αρχές του 1944, ο Ν. Ο. Νορ, ο Φ. Γ. Φρανς, ο Γ. Ε. Βαν Άμπουργκ και ο Μ. Τζ. Χένσελ έμειναν δέκα μέρες στην Κούβα για να ενδυναμώσουν πνευματικά τους εκεί αδελφούς. Εκείνη την περίοδο έγινε μια συνέλευση στην Αβάνα και παρουσιάστηκαν διευθετήσεις για καλύτερο συντονισμό του έργου κηρύγματος. Σε αυτό το ταξίδι, επίσης, ο αδελφός Νορ και ο αδελφός Χένσελ πήγαν στη Γουατεμάλα, στην Κόστα Ρίκα και στο Μεξικό για να βοηθήσουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά σε εκείνες τις χώρες.

Το 1945 και το 1946, ο Ν. Ο. Νορ και ο Φ. Γ. Φρανς έκαναν περιοδείες που τους έδωσαν τη δυνατότητα να μιλήσουν και να συνεργαστούν με τους Μάρτυρες σε 24 χώρες, από το Μεξικό ως το νότιο άκρο της Νότιας Αμερικής, καθώς και στην Καραϊβική. Αυτοί έμειναν πέντε μήνες σε εκείνο το τμήμα του κόσμου, προσφέροντας στοργική βοήθεια και κατεύθυνση. Σε μερικά μέρη συναθροίζονταν μόνο με μια χούφτα ενδιαφερομένους. Προκειμένου να υπάρξουν τακτικές διευθετήσεις για συναθροίσεις και για υπηρεσία αγρού, βοήθησαν οι ίδιοι προσωπικά στην οργάνωση των πρώτων εκκλησιών στη Λίμα του Περού και στο Καράκας της Βενεζουέλας. Όπου γίνονταν ήδη εκκλησιαστικές συναθροίσεις, παρευρίσκονταν σε αυτές και, σε μερικές περιπτώσεις, έδιναν συμβουλές για το πώς να βελτιωθεί η πρακτική τους αξία σε σχέση με το ευαγγελιστικό έργο.

Όπου ήταν δυνατόν, γίνονταν διευθετήσεις για δημόσιες Γραφικές ομιλίες στη διάρκεια αυτών των επισκέψεων. Στις ομιλίες δινόταν έντονη δημοσιότητα με τα πλακάτ που φορούσαν οι Μάρτυρες και με τα διαφημιστικά που διένεμαν στους δρόμους. Ως αποτέλεσμα, οι 394 Μάρτυρες στη Βραζιλία χάρηκαν που είχαν 765 άτομα στη συνέλευση την οποία έκαναν στο Σάο Πάολο. Στη Χιλή, όπου υπήρχαν 83 διαγγελείς της Βασιλείας, ήρθαν 340 άτομα για να ακούσουν την ειδικά διαφημισμένη ομιλία. Στην Κόστα Ρίκα, οι 253 ντόπιοι Μάρτυρες ενθουσιάστηκαν όταν παρευρέθηκαν συνολικά 849 άτομα στις δυο συνελεύσεις τους. Αυτές ήταν ευκαιρίες για θερμή συναναστροφή μεταξύ των αδελφών.

Ο αντικειμενικός σκοπός, όμως, δεν ήταν απλώς να διεξαχτούν αξιομνημόνευτες συνελεύσεις. Σε αυτές τις περιοδείες οι εκπρόσωποι των κεντρικών γραφείων έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στη σπουδαιότητα των επανεπισκέψεων στα ενδιαφερόμενα άτομα και στη διεξαγωγή οικιακών Γραφικών μελετών με αυτούς. Για να γίνουν τα άτομα αληθινοί μαθητές, χρειάζονταν τακτική διδασκαλία από το Λόγο του Θεού. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί γοργά ο αριθμός των οικιακών Γραφικών μελετών σε εκείνο το τμήμα του κόσμου.

Ενόσω ο αδελφός Νορ και ο αδελφός Φρανς έκαναν αυτές τις υπηρεσιακές περιοδείες, κατέφταναν και άλλοι Γαλααδίτες ιεραπόστολοι στο διορισμό τους. Στο τέλος του 1944, μερικοί υπηρετούσαν στην Κόστα Ρίκα, στο Μεξικό και στο Πόρτο Ρίκο. Το 1945, άλλοι ιεραπόστολοι βοηθούσαν να οργανωθεί καλύτερα το έργο κηρύγματος στην Αϊτή, στη Βραζιλία, στη Βρετανική Ονδούρα (σημερινή Μπελίζ), στη Γουατεμάλα, στο Ελ Σαλβαδόρ, στην Κολομβία, στο Μπαρμπάντος, στη Νικαράγουα, στην Ουρουγουάη, στον Παναμά, στην Τζαμάικα και στη Χιλή. Όταν πήγαν οι πρώτοι δυο ιεραπόστολοι στη Δομινικανή Δημοκρατία το 1945, ήταν οι μόνοι Μάρτυρες στη χώρα. Η επίδραση της διακονίας εκείνων των πρώτων ιεραποστόλων έγινε γρήγορα αισθητή. Να τι είπε ο Τρινιδάδ Πανιάγκουα για τους πρώτους ιεραποστόλους που στάλθηκαν στη Γουατεμάλα: «Ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόμασταν—δάσκαλοι του Λόγου του Θεού που θα μας βοηθούσαν να καταλάβουμε πώς να επιτελούμε το έργο».

Έτσι έμπαινε το θεμέλιο για την επέκταση σε εκείνο το τμήμα του παγκόσμιου αγρού. Στα νησιά της Καραϊβικής, υπήρχαν 3.394 διαγγελείς της Βασιλείας στο τέλος του 1945. Στο Μεξικό, υπήρχαν 3.276, και άλλοι 404 στην Κεντρική Αμερική. Στη Νότια Αμερική βρίσκονταν 1.042. Για εκείνο το τμήμα του κόσμου, αυτοί οι αριθμοί αντιπροσωπεύουν αύξηση 386 τοις εκατό μέσα στα εφτά χρόνια που είχαν προηγηθεί, χρόνια τα οποία αποτελούσαν μια πολύ ταραχώδη περίοδο της ιστορίας του ανθρώπου. Αλλά αυτό δεν ήταν παρά η αρχή. Η αύξηση που θα έπαιρνε αληθινά εκρηκτικές διαστάσεις ήταν ακόμα μελλοντική! Η Αγία Γραφή είχε προείπει ότι «ένα μεγάλο πλήθος . . . από όλα τα έθνη και τις φυλές και τους λαούς και τις γλώσσες» θα συγκεντρώνονταν ως λάτρεις του Ιεχωβά πριν από τη μεγάλη θλίψη.—Αποκ. 7:9, 10, 14.

Όταν άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος το 1939, υπήρχαν μόνο 72.475 Μάρτυρες του Ιεχωβά που κήρυτταν σε 115 χώρες (αν υπολογιστούν βάσει του τρόπου με τον οποίο ήταν διαιρεμένα τα κράτη στις αρχές της δεκαετίας του 1990). Παρά το σφοδρό διωγμό που αντιμετώπισαν σε παγγήινη κλίμακα, ο αριθμός τους είχε υπερδιπλασιαστεί στο τέλος του πολέμου. Έτσι, η έκθεση για το 1945 έδειχνε ότι υπήρχαν 156.299 ενεργοί Μάρτυρες στις 107 χώρες για τις οποίες υπήρξε η δυνατότητα να συγκεντρωθούν εκθέσεις. Εκείνον τον καιρό, όμως, στην πραγματικότητα το άγγελμα της Βασιλείας είχε φτάσει σε 163 χώρες.

Η μαρτυρία που δόθηκε από το έτος 1936 ως το 1945 ήταν στ’ αλήθεια εκπληκτική. Εκείνη τη δεκαετία της παγκόσμιας αναταραχής, αυτοί οι ζηλωτές Μάρτυρες του Ιεχωβά αφιέρωσαν συνολικά 212.069.285 ώρες για να διακηρύξουν στον κόσμο ότι η Βασιλεία του Θεού είναι η μόνη ελπίδα που έχει η ανθρωπότητα. Επιπλέον, διέθεσαν 343.054.579 βιβλία, βιβλιάρια και περιοδικά για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να κατανοήσουν τη Γραφική βάση αυτής της πεποίθησης. Για να βοηθήσουν τα ειλικρινώς ενδιαφερόμενα άτομα, το 1945 διεξήγαν, κατά μέσο όρο, 104.814 δωρεάν οικιακές Γραφικές μελέτες.

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 455]

Μολονότι οι συνθήκες στην περίοδο του πολέμου τούς ανάγκασαν να φύγουν, εκείνοι εξακολούθησαν να κηρύττουν

[Πλαίσιο/Εικόνες στη σελίδα 451-453]

Αρνήθηκαν να Πάψουν να Δίνουν Μαρτυρία Παρ’ όλο που Ήταν Φυλακισμένοι

Οι εικονιζόμενοι δεν είναι παρά ελάχιστοι από τους χιλιάδες που υπέφεραν λόγω της πίστης τους σε φυλακές και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

1. Άντριαν Τόμσον, Νέα Ζηλανδία. Φυλακίστηκε το 1941 στην Αυστραλία· η αίτησή του για απαλλαγή από στρατιωτική θητεία απορρίφτηκε όταν η Αυστραλία έθεσε υπό απαγόρευση τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μετά την αποφυλάκισή του, ενίσχυσε τις εκκλησίες στη δημόσια διακονία τους ως περιοδεύων επίσκοπος. Υπηρέτησε ως ιεραπόστολος και ως ο πρώτος περιοδεύων επίσκοπος στη μεταπολεμική Ιαπωνία· συνέχισε να κηρύττει με ζήλο μέχρι το θάνατό του το 1976.

2. Άλοϊς Μόζερ, Αυστρία. Σε εφτά φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εξακολουθούσε να είναι ενεργός Μάρτυρας το 1992 σε ηλικία 92 ετών.

3. Φρανς Βόλφαρτ, Αυστρία. Η εκτέλεση του πατέρα του και του αδελφού του δεν πτόησε τον Φρανς. Έμεινε στο στρατόπεδο Ρόλβαλντ της Γερμανίας επί πέντε χρόνια. Το 1992, σε ηλικία 70 ετών, εξακολουθούσε να δίνει μαρτυρία.

4. Τόμας Τζόουνς, Καναδάς. Φυλακίστηκε το 1944 και κατόπιν κρατήθηκε σε δυο στρατόπεδα εργασίας. Έπειτα από 34 χρόνια ολοχρόνιας υπηρεσίας, διορίστηκε το 1977 να είναι μέλος της Επιτροπής του Τμήματος που επιβλέπει το έργο κηρύγματος σε όλο τον Καναδά.

5. Μαρία Χόμπαχ, Γερμανία. Τη συνέλαβαν επανειλημμένα· έμεινε στην απομόνωση τριάμισι χρόνια. Διακινδύνευε τη ζωή της για να μοιράζει ιδιοχείρως Γραφικά έντυπα σε συμμάρτυρές της. Το 1992, εξακολουθούσε να είναι πιστό μέλος της οικογένειας Μπέθελ σε ηλικία 90 ετών.

6. Μαξ και Κόνραντ Φράνκε, Γερμανία. Πατέρας και γιος φυλακίστηκαν και οι δυο επανειλημμένα και επί πολλά χρόνια. (Φυλακίστηκε επίσης η σύζυγος του Κόνραντ, η Γκέρτρουτ). Όλοι παρέμειναν όσιοι, ζηλωτές δούλοι του Ιεχωβά, και ο Κόνραντ βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της αναδιοργάνωσης του έργου κηρύγματος των Μαρτύρων στη μεταπολεμική Γερμανία.

7. Α. Πράις Χιουζ, Αγγλία. Καταδικάστηκε να εκτίσει δυο ποινές κάθειρξης στη φυλακή Γουέρμγουντ Σκραμπς του Λονδίνου· είχε ξαναφυλακιστεί λόγω της πίστης του κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν στην πρώτη γραμμή του έργου κηρύγματος της Βασιλείας στη Βρετανία μέχρι το θάνατό του το 1978.

8. Αντόλφ και Έμα Άρνολντ με την κόρη τους Σιμόν, Γαλλία. Μετά τη φυλάκιση του Αντόλφ, η Έμα και η Σιμόν εξακολούθησαν να δίνουν μαρτυρία και να διανέμουν έντυπα σε άλλους Μάρτυρες. Την Έμα, όταν ήταν στη φυλακή, την έβαλαν στην απομόνωση επειδή επέμενε να δίνει μαρτυρία σε συγκρατούμενές της. Τη Σιμόν την έστειλαν σε αναμορφωτήριο. Όλοι συνέχισαν να είναι ζηλωτές Μάρτυρες.

9. Ερνστ και Χίλντεγκαρντ Σέλιγκερ, Γερμανία. Έμειναν συνολικά πάνω από 40 χρόνια στη φυλακή και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης λόγω της πίστης τους. Ακόμα και στη φυλακή ενέμειναν στη μετάδοση Βιβλικών αληθειών σε άλλους. Όταν αφέθηκαν ελεύθεροι, αφοσιώθηκαν ολοχρόνια στο κήρυγμα των καλών νέων. Ο αδελφός Σέλιγκερ πέθανε ως όσιος δούλος του Θεού το 1985· η αδελφή Σέλιγκερ, το 1992.

10. Καρλ Τζόνσον, Ηνωμένες Πολιτείες. Δυο χρόνια μετά το βάφτισμά του, φυλακίστηκε μαζί με εκατοντάδες άλλους Μάρτυρες στο Άσλαντ του Κεντάκι. Έχει υπηρετήσει ως σκαπανέας και ως επίσκοπος περιοχής· το 1992 εξακολουθούσε να αναλαμβάνει την ηγεσία στη διακονία αγρού ως πρεσβύτερος.

11. Άουγκουστ Πέτερς, Γερμανία. Αποχωριζόμενος τη σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά του, φυλακίστηκε τα έτη 1936-1937 και 1937-1945. Μετά την αποφυλάκισή του, αντί να κάνει λιγότερο κήρυγμα, έκανε περισσότερο, στην ολοχρόνια υπηρεσία. Το 1992, σε ηλικία 99 ετών, υπηρετούσε ακόμα ως μέλος της οικογένειας Μπέθελ και είχε δει τον αριθμό των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Γερμανία να φτάνει τις 163.095.

12. Γκέρτρουτ Οτ, Γερμανία. Φυλακίστηκε στη Λουτζ της Πολωνίας και ύστερα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς· κατόπιν στο Γκρος-Ρόζεν και στο Μπέργκεν-Μπέλζεν της Γερμανίας. Μετά τον πόλεμο υπηρέτησε με ζήλο ως ιεραπόστολος στην Ινδονησία, στο Ιράν και στο Λουξεμβούργο.

13. Κατσούο Μιούρα, Ιαπωνία. Εφτά χρόνια μετά τη σύλληψη και τη φυλάκισή του στη Χιροσίμα, μεγάλο μέρος της φυλακής στην οποία κρατούνταν καταστράφηκε από την ατομική βόμβα που αφάνισε την πόλη. Αλλά οι γιατροί δεν βρήκαν κάτι που να έδειχνε ότι τον έβλαψε η ραδιενέργεια. Χρησιμοποίησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ως σκαπανέας.

14. Μάρτιν και Γκέρτρουτ Πέτσιγκερ, Γερμανία. Λίγους μήνες μετά το γάμο τους, τους συνέλαβαν και τους κράτησαν χωριστά δια της βίας επί εννιά χρόνια. Τον Μάρτιν τον έστειλαν στο Νταχάου και στο Μαουτχάουζεν· την Γκέρτρουτ, στο Ράβενσμπρικ. Παρά τη βάναυση μεταχείριση, η πίστη τους δεν κλονίστηκε. Μετά την απελευθέρωσή τους, αφιέρωσαν όλες τους τις προσπάθειες στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Επί 29 χρόνια, ο αδελφός Πέτσιγκερ υπηρέτησε ως περιοδεύων επίσκοπος σε όλη τη Γερμανία· κατόπιν, ως μέλος του Κυβερνώντος Σώματος μέχρι το θάνατό του το 1988. Το 1992, η Γκέρτρουτ εξακολουθούσε να είναι ζηλώτρια ευαγγελίστρια.

15. Γίζο και Ματσούε Ισίι, Ιαπωνία. Αφού διέθεταν Γραφικά έντυπα σε όλη την Ιαπωνία επί μια δεκαετία, φυλακίστηκαν. Μολονότι το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ιαπωνία καταπνίγηκε στη διάρκεια του πολέμου, ο αδελφός και η αδελφή Ισίι άρχισαν να δίνουν και πάλι μαρτυρία με ζήλο μετά τον πόλεμο. Το 1992, η Ματσούε Ισίι είχε δει τον αριθμό των ενεργών Μαρτύρων στην Ιαπωνία να έχει ξεπεράσει τις 171.000.

16. Βίκτορ Μπρουκ, Λουξεμβούργο. Φυλακίστηκε στο Μπούχενβαλντ, στο Λιούμπλιν, στο Άουσβιτς και στο Ράβενσμπρικ. Σε ηλικία 90 ετών, εξακολουθεί να είναι δραστήριος ως πρεσβύτερος των Μαρτύρων του Ιεχωβά.

17. Καρλ Σουρστάιν, Γερμανία. Περιοδεύων επίσκοπος πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Έμεινε κρατούμενος οχτώ χρόνια και μετά τον σκότωσαν οι Ες-Ες στο Νταχάου το 1944. Ακόμα και μέσα στο στρατόπεδο, συνέχισε να εποικοδομεί πνευματικά τους άλλους.

18. Κιμ Μπονγκ-νιου, Κορέα. Έμεινε στη φυλακή έξι χρόνια. Σε ηλικία 72 ετών, συνεχίζει να μιλάει στους άλλους για τη Βασιλεία του Θεού.

19. Πάμφιλ Άλμπου, Ρουμανία. Αφού τον μεταχειρίστηκαν βάναυσα, τον έστειλαν σε ένα στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων στη Γιουγκοσλαβία δυόμισι χρόνια. Μετά τον πόλεμο φυλακίστηκε ακόμα δυο φορές, άλλα 12 χρόνια. Δεν σταμάτησε να μιλάει για το σκοπό του Θεού. Πριν πεθάνει, βοήθησε χιλιάδες ανθρώπους στη Ρουμανία να υπηρετήσουν με την παγγήινη οργάνωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά.

20. Βίλχελμ Σάιντερ, Πολωνία. Σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης από το 1939 ως το 1945. Σε κομμουνιστικές φυλακές από το 1950 ως το 1956, επίσης από το 1960 ως το 1964. Μέχρι το θάνατό του το 1971, αφιέρωνε ακλόνητα τις δυνάμεις του στη διακήρυξη της Βασιλείας του Θεού.

21. Χάραλντ και Έλσα Αμπτ, Πολωνία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και μετά από αυτόν, ο Χάραλντ πέρασε 14 χρόνια στη φυλακή και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης λόγω της πίστης του, αλλά συνέχισε να κηρύττει ακόμα και εκεί. Της Έλσας της πήραν το κοριτσάκι της, που τότε ήταν βρέφος, και μετά την έβαλαν σε έξι στρατόπεδα στην Πολωνία, στη Γερμανία και στην Αυστρία. Παρά τη 40χρονη απαγόρευση που είχε επιβληθεί στους Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Πολωνία ακόμα και μετά τον πόλεμο, όλοι τους συνέχισαν να είναι ζηλωτές δούλοι του Ιεχωβά.

22. Άνταμ Σίνγκερ, Ουγγαρία. Σε έξι δίκες, καταδικάστηκε σε ποινή 23 ετών, από τα οποία εξέτισε τα 8 1/2 στη φυλακή και σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων. Όταν αφέθηκε ελεύθερος, υπηρέτησε ως περιοδεύων επίσκοπος επί 30 χρόνια συνολικά. Σε ηλικία 69 ετών, εξακολουθεί να είναι όσιος πρεσβύτερος σε μια εκκλησία.

23. Τζόζεφ Ντος Σάντος, Φιλιππίνες. Ήταν επί 12 χρόνια ολοχρόνιος διαγγελέας του αγγέλματος της Βασιλείας πριν φυλακιστεί το 1942. Ανασυγκρότησε το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στις Φιλιππίνες μετά τον πόλεμο και ο ίδιος συνέχισε την υπηρεσία σκαπανέα μέχρι το θάνατό του το 1983.

24. Ρούντολφ Σούναλ, Ηνωμένες Πολιτείες. Φυλακίστηκε στο Μιλ Πόιντ της Δυτικής Βιρτζίνιας. Μετά την αποφυλάκισή του, αφοσιώθηκε ολοχρόνια στη διάδοση της γνώσης για τη Βασιλεία του Θεού—ως σκαπανέας, ως μέλος της οικογένειας Μπέθελ και ως επίσκοπος περιοχής. Το 1992 εξακολουθούσε να κάνει σκαπανικό σε ηλικία 78 ετών.

25. Μάρτιν Μαγιαρόσι, Ρουμανία. Από τη φυλακή, 1942-1944, συνέχισε να κατευθύνει το κήρυγμα των καλών νέων στην Τρανσυλβανία. Όταν αποφυλακίστηκε, ταξίδεψε πολύ για να ενθαρρύνει τους συμμάρτυρές του όσον αφορά το κήρυγμα που έκαναν και υπήρξε άφοβος Μάρτυρας ο ίδιος. Φυλακίστηκε ξανά το 1950 και πέθανε σε στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων το 1953 ως όσιος δούλος του Ιεχωβά.

26. Ρ. Άρθουρ Βίνκλερ, Γερμανία και Ολλανδία. Πρώτα τον έστειλαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Εσταρβέιγκεν· συνέχισε να κηρύττει στο στρατόπεδο. Αργότερα, στην Ολλανδία, η Γκεστάπο τον χτύπησε τόσο ώστε έγινε αγνώριστος. Τελικά τον έστειλαν στο Σαξενχάουζεν. Όσιος και ζηλωτής Μάρτυρας μέχρι το θάνατό του το 1972.

27. Παρκ Οκ-χι, Κορέα. Τρία χρόνια στη φυλακή Σοντεμάν της Σεούλ· την υπέβαλαν σε απερίγραπτα βασανιστήρια. Σε ηλικία 91 ετών, το 1992, εξακολουθούσε να δίνει μαρτυρία με ζήλο ως ειδική σκαπάνισσα.

[Χάρτης/Εικόνα στη σελίδα 446]

Ο Αλεξάντερ Μακ Γκίλιβρεϊ, επίσκοπος του τμήματος της Αυστραλίας, βοήθησε να γίνουν σχέδια για αποστολές κηρύγματος σε πολλές χώρες και νησιά

[Χάρτης]

(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)

ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

ΝΕΑ ΖΗΛΑΝΔΙΑ

ΤΑΪΤΗ

ΤΟΝΓΚΑ

ΦΙΤΖΙ

ΝΕΑ ΓΟΥΙΝΕΑ

ΙΑΒΑ

ΒΟΡΝΕΟ

ΣΟΥΜΑΤΡΑ

ΒΙΡΜΑΝΙΑ

ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ

ΜΑΛΑΓΙΑ

ΣΙΓΚΑΠΟΥΡΗ

ΣΙΑΜ

ΙΝΔΟΚΙΝΑ

ΚΙΝΑ

ΕΙΡΗΝΙΚΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ

Τα Τοπωνύμια Είναι Εκείνα που Χρησιμοποιούνταν στη Δεκαετία του 1930

[Χάρτης/Εικόνες στη σελίδα 460]

Στα τέλη του 1945, ιεραπόστολοι από τη Σχολή Γαλαάδ είχαν ήδη αναλάβει υπηρεσία σε 18 χώρες σε αυτό το τμήμα του κόσμου

Τσαρλς και Λορίν Αϊζενχάουερ

Κούβα

Τζον και Άντα Πάρκερ

Γουατεμάλα

Έμιλ Βαν Ντάαλεν

Πόρτο Ρίκο

Όλαφ Όλσον

Κολομβία

Ντον Μπερτ

Κόστα Ρίκα

Γκλάντις Ουίλσον

Ελ Σαλβαδόρ

Χέιζελ Μπάρφορντ

Παναμάς

Λουίζ Σταμπς

Χιλή

[Χάρτης]

(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)

ΑΪΤΗ

ΒΟΛΙΒΙΑ

ΒΡΑΖΙΛΙΑ

ΓΟΥΑΤΕΜΑΛΑ

ΔΟΜΙΝΙΚΑΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΛ ΣΑΛΒΑΔΟΡ

ΚΟΛΟΜΒΙΑ

ΚΟΣΤΑ ΡΙΚΑ

ΚΟΥΒΑ

ΜΕΞΙΚΟ

ΜΠΑΡΜΠΑΝΤΟΣ

ΜΠΕΛΙΖ

ΝΙΚΑΡΑΓΟΥΑ

ΟΥΡΟΥΓΟΥΑΗ

ΠΑΝΑΜΑΣ

ΠΟΡΤΟ ΡΙΚΟ

ΤΖΑΜΑΪΚΑ

ΧΙΛΗ

[Εικόνα στη σελίδα 444]

Μερικοί βιβλιοπώλες διένειμαν πολλά χαρτοκιβώτια με έντυπα· με κάθε βιβλίο οι οικοδεσπότες αποκτούσαν τις πολλές Γραφικές ομιλίες που περιείχε αυτό

[Εικόνα στη σελίδα 445]

Ο Αρμάντο Μενάτσι (στο κέντρο της μπροστινής σειράς) και μια ευτυχισμένη ομάδα που ταξίδευε μαζί του, σε μια αποστολή κηρύγματος με το «τροχοφόρο σκαπανικό σπίτι» τους

[Εικόνα στη σελίδα 445]

Ο Άρθουρ Γουίλις, ο Τεντ Σέγουελ και ο Μπιλ Νιούλαντς —τρεις άντρες που έφεραν το άγγελμα της Βασιλείας στην ενδοχώρα της Αυστραλίας

[Εικόνα στη σελίδα 447]

Ο Φρανκ Ντιούαρ (εικονιζόμενος εδώ με τη σύζυγό του και τις δυο κόρες τους) πήγε στην Ταϋλάνδη ως μοναχικός σκαπανέας το 1936 και ήταν ακόμα ειδικός σκαπανέας το 1992

[Εικόνα στη σελίδα 447]

Η Τσομτσάι Ινθαφάν χρησιμοποίησε τις ικανότητές της ως μεταφράστριας προκειμένου να φτάσουν στους Ταϋλανδούς τα καλά νέα που υπάρχουν στη Γραφή

[Εικόνα στη σελίδα 448]

Στη Γερμανία, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διένειμαν εκτεταμένα στο κοινό αυτή την ανοιχτή επιστολή το 1937, μολονότι η λατρεία τους ήταν υπό κυβερνητική απαγόρευση

[Εικόνα στη σελίδα 449]

Η οικογένεια του Φρανς και της Χίλντας Κουσερόβ —ο καθένας τους πιστός Μάρτυρας του Ιεχωβά, μολονότι όλοι στην οικογένεια (εκτός από ένα γιο που είχε πεθάνει σε δυστύχημα) οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε φυλακές ή σε αναμορφωτήρια, λόγω της πίστης τους

[Εικόνες στη σελίδα 450]

Μερικοί στην Αυστρία και στη Γερμανία οι οποίοι με κίνδυνο της ζωής τους αναπαρήγαν ή διένεμαν πολύτιμη ύλη για μελέτη της Αγίας Γραφής, ύλη όπως αυτή που φαίνεται σε δεύτερο πλάνο

Τερέζε Σράιμπερ

Πίτερ Γκέλες

Ελφρίντε Λορ

Άλμπερτ Βάντρες

Άουγκουστ Κραφτ

Ίλζε Ουντερντόρφερ

[Εικόνα στη σελίδα 454]

Μάρτυρες σε συνέλευση στη Σαγκάη της Κίνας, το 1936· εννιά από αυτή την ομάδα βαφτίστηκαν σε εκείνη την περίπτωση

[Εικόνα στη σελίδα 456]

Παρά την απαγόρευση που είχε επιβληθεί στη λατρεία τους, αυτοί οι Μάρτυρες διεξήγαγαν μια συνέλευση στο Χαργκρέιβ Παρκ, κοντά στο Σίντνεϊ της Αυστραλίας, το 1941

[Εικόνα στη σελίδα 458]

Κουβανοί Μάρτυρες σε μια συνέλευση στο Σιενφουέγκος το 1939

[Εικόνα στη σελίδα 459]

Ο Ν. Ο. Νορ (αριστερά) στη συνέλευση του Σάο Πάολο το 1945, με τον Έριχ Κάτνερ ως διερμηνέα

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση