ΑΜΑΛΗΚ
(Αμαλήκ), ΑΜΑΛΗΚΙΤΕΣ (Αμαληκίτες).
Γιος του Ελιφάς, του πρωτοτόκου του Ησαύ, από την παλλακίδα του τη Θιμνά. (Γε 36:12, 16) Ο Αμαλήκ, εγγονός του Ησαύ, ήταν ένας από τους σεΐχηδες του Εδώμ. (Γε 36:15, 16) Το όνομα του Αμαλήκ προσδιόριζε επίσης τη φυλή που σχημάτισαν οι απόγονοί του.—Δευ 25:17· Κρ 7:12· 1Σα 15:2.
Η άποψη μερικών ότι οι Αμαληκίτες είχαν πολύ παλιότερη προέλευση και δεν ήταν απόγονοι του Αμαλήκ, εγγονού του Ησαύ, δεν έχει στερεή, αδιαμφισβήτητη βάση. Η αντίληψη ότι οι Αμαληκίτες προϋπήρχαν του Αμαλήκ βασίζεται στα παροιμιώδη λόγια του Βαλαάμ: «Ο Αμαλήκ ήταν το πρώτο από τα έθνη, αλλά το τέλος του έπειτα θα σημάνει και τον αφανισμό του». (Αρ 24:20) Ωστόσο, ο Βαλαάμ δεν αναφερόταν εδώ στη γενικότερη ιστορία και στην προέλευση των εθνών εφτά ή οχτώ αιώνες πρωτύτερα. Αναφερόταν μόνο σε ιστορικά γεγονότα που αφορούσαν τους Ισραηλίτες, τους οποίους είχε μισθωθεί να καταραστεί και οι οποίοι ετοιμάζονταν να μπουν στην Υποσχεμένη Γη. Έτσι λοιπόν, αφού κατονομάζει τον Μωάβ, τον Εδώμ και τον Σηείρ ως αντιπάλους του Ισραήλ, ο Βαλαάμ διακηρύττει ότι οι Αμαληκίτες ήταν στην πραγματικότητα «το πρώτο από τα έθνη» που εγέρθηκαν εναντίον των Ισραηλιτών κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο προς την Παλαιστίνη, και γι’ αυτόν το λόγο, το τέλος του Αμαλήκ «θα σημάνει και τον αφανισμό του».
Επομένως, όταν ο Μωυσής, αφηγούμενος γεγονότα των ημερών του Αβραάμ τα οποία συνέβησαν προτού γεννηθεί ο Αμαλήκ, μίλησε για «ολόκληρη την περιοχή των Αμαληκιτών», προφανώς περιέγραψε την περιοχή όπως την εννοούσαν οι άνθρωποι της δικής του εποχής, και δεν υπαινισσόταν ότι οι Αμαληκίτες προϋπήρχαν του Αμαλήκ. (Γε 14:7) Το κέντρο αυτής της επικράτειας των Αμαληκιτών βρισκόταν Β της Κάδης-βαρνή στην έρημο Νεγκέμπ, στο νότιο τμήμα της Παλαιστίνης, ενώ οι δευτερεύοντες καταυλισμοί τους εκτείνονταν μέχρι τη Χερσόνησο του Σινά και τη βόρεια Αραβία. (1Σα 15:7) Κάποια εποχή η σφαίρα επιρροής τους μπορεί να έφτανε μέχρι τους λόφους του Εφραΐμ.—Κρ 12:15.
Οι Αμαληκίτες ήταν «το πρώτο από τα έθνη» το οποίο εξαπέλυσε απρόκλητη επίθεση εναντίον των Ισραηλιτών μετά την Έξοδο, στη Ρεφιδίμ κοντά στο Όρος Σινά. Ως αποτέλεσμα, ο Ιεχωβά αποφάνθηκε ότι οι Αμαληκίτες επρόκειτο να εξαλειφθούν πλήρως. (Αρ 24:20· Εξ 17:8-16· Δευ 25:17-19) Έναν χρόνο αργότερα, όταν οι Ισραηλίτες προσπάθησαν να μπουν στην Υποσχεμένη Γη ενεργώντας αντίθετα από το λόγο του Ιεχωβά, οι Αμαληκίτες τούς απώθησαν. (Αρ 14:41-45) Δύο φορές στις ημέρες των Κριτών, αυτοί οι πολέμιοι του Ισραήλ ενώθηκαν με άλλους και επιτέθηκαν εναντίον του Ισραήλ. Αυτό το έκαναν στις ημέρες του Εγλών, βασιλιά του Μωάβ. (Κρ 3:12, 13) Και πάλι, μαζί με τους Μαδιανίτες και τους κατοίκους της Ανατολής, λεηλατούσαν τη γη του Ισραήλ επί εφτά χρόνια, προτού ο Γεδεών και οι 300 άντρες του τους νικήσουν ολοκληρωτικά.—Κρ 6:1-3, 33· 7:12· 10:12.
Λόγω αυτού του επίμονου μίσους, στην περίοδο των βασιλιάδων ο Ιεχωβά “ζήτησε λογαριασμό” από τους Αμαληκίτες, διατάζοντας τον Βασιλιά Σαούλ να τους πατάξει, πράγμα που αυτός έκανε «από την Αβιλά ως τη Σιουρ, η οποία βρίσκεται μπροστά στην Αίγυπτο». Ωστόσο, ο Σαούλ, παραβαίνοντας την προσταγή του Ιεχωβά, άφησε ζωντανό τον Αγάγ το βασιλιά τους. Αλλά ο Θεός δεν εμπαίχτηκε, διότι «ο Σαμουήλ κατακρεούργησε τον Αγάγ ενώπιον του Ιεχωβά στα Γάλγαλα». (1Σα 15:2-33) Μερικές από τις επιδρομές του Δαβίδ γίνονταν σε χωριά Αμαληκιτών, και όταν αυτοί με τη σειρά τους επιτέθηκαν στη Σικλάγ και πήραν τις συζύγους και τα αγαθά του Δαβίδ, ο ίδιος και 400 άντρες τούς πρόφτασαν και πήραν πίσω όλα όσα είχαν κλαπεί. (1Σα 27:8· 30:1-20) Κατά τη βασιλεία του Εζεκία, μερικοί από τη φυλή του Συμεών αφάνισαν το υπόλοιπο των Αμαληκιτών.—1Χρ 4:42, 43.
Δεν γίνεται άλλη άμεση μνεία των Αμαληκιτών ούτε στην Αγία Γραφή ούτε στην ιστορία. Εντούτοις, “ο Αμάν, ο γιος . . . του Αγαγίτη”, ήταν κατά πάσα πιθανότητα απόγονός τους, διότι «Αγάγ» ήταν ο τίτλος ή το όνομα ορισμένων Αμαληκιτών βασιλιάδων. (Εσθ 3:1· Αρ 24:7· 1Σα 15:8, 9) Έτσι λοιπόν, οι Αμαληκίτες, μαζί με άλλους που αναφέρονται ονομαστικά, εξοντώθηκαν «για να γνωρίσουν οι άνθρωποι ότι εσύ, του οποίου το όνομα είναι Ιεχωβά, είσαι ο μόνος Ύψιστος όλης της γης».—Ψλ 83:6-18.