ΑΥΛΙΚΟΣ
Η εβραϊκή λέξη σαρίς, που μεταφράζεται “αυλικός” (1Βα 22:9), μπορεί επίσης να αποδοθεί «ευνούχος» (Εσθ 2:3· Ησ 56:3) και “αξιωματούχος” (Γε 40:2, 7). Στο εδάφιο Γένεση 37:36 (KJ) μεταφράζεται «αξιωματούχος», ενώ μια περιθωριακή σημείωση αναφέρει: «Η λέξη αυτή όμως υποδηλώνει, όχι μόνο ευνούχους, αλλά επίσης θαλαμηπόλους, αυλικούς και αξιωματούχους». Η λέξη εὐνοῦχος του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου μπορεί να αναφέρεται είτε σε έναν αυλικό (Πρ 8:27) είτε σε ένα άτομο στερούμενο την ικανότητα της αναπαραγωγής.—Ματ 19:12.
Γενικά πιστεύεται ότι οι αυλικοί ήταν υπεύθυνοι για τα ιδιαίτερα δωμάτια ή διαμερίσματα του ανακτόρου ή του μεγάρου, όπως ήταν ο Βλάστος, ο θαλαμηπόλος του Βασιλιά Ηρώδη. (Πρ 12:20) (Εντούτοις, στην περίπτωση αυτή το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο έχει την έκφραση ἐπὶ τοῦ κοιτῶνος, δηλαδή εκείνος «που ήταν υπεύθυνος για τον κοιτώνα».) Ωστόσο, τα καθήκοντα των αυλικών ενός βασιλιά ήταν εξαιρετικά πολυποίκιλα. Οι Μηδοπέρσες αυλικοί Βιγθάν και Θερές ήταν έμπιστοι υπηρέτες, καθήκον των οποίων ήταν, όπως φαίνεται, να φρουρούν την πόρτα που οδηγούσε στο ιδιαίτερο διαμέρισμα του Βασιλιά Ασσουήρη. (Εσθ 2:21) Άλλοι υπηρετούσαν τον ίδιο το βασιλιά. (Εσθ 1:10, 11) Η Αγία Γραφή προσδιορίζει κάποιους αυλικούς ως στρατιωτικούς αξιωματούχους. (2Βα 25:19) Κάποιος «αυλάρχης» στη Βαβυλώνα είχε την ευθύνη να διορίσει έναν φύλακα ο οποίος θα πρόσεχε τον Δανιήλ, τον Ανανία, τον Μισαήλ και τον Αζαρία που έφτασαν εκεί όταν ο Ναβουχοδονόσορ πήρε τον Βασιλιά Ιωαχίν και ορισμένους από τους Ιουδαίους στη Βαβυλώνα το 617 Π.Κ.Χ.—Δα 1:3, 7, 11.
Από ό,τι φαίνεται, δεν ήταν όλοι οι αυλικοί ευνούχοι με την κυριολεκτική έννοια, δηλαδή άντρες με ακρωτηριασμένα τα γεννητικά τους όργανα. Οι κατά γράμμα ευνούχοι ήταν πολλές φορές υπεύθυνοι για τα διαμερίσματα των γυναικών, δηλαδή για το χαρέμι του βασιλιά. Εντούτοις, τα καθήκοντα κάποιων αξιωματούχων, όπως ήταν ο αρχιοινοχόος (μια υψηλή θέση) και ο αρχιαρτοποιός, δεν καθιστούσαν απαραίτητο τον ευνουχισμό κάποιου προκειμένου να αναλάβει το συγκεκριμένο αξίωμα, μολονότι αυτά τα άτομα μπορεί να ήταν ευνούχοι που είχαν ανελιχθεί σε αυτές τις θέσεις. (Γε 40:2) Στην αυλή του Φαραώ, ο Πετεφρής, αυλικός και αρχηγός της σωματοφυλακής, ήταν έγγαμος άντρας. (Γε 39:1) Ο Αιθίοπας «ευνούχος», τον οποίο βάφτισε ο Φίλιππος ο ευαγγελιστής, ήταν άντρας με εξουσία, υπεύθυνος για όλο το θησαυρό της Βασίλισσας Κανδάκης. Ήταν προσήλυτος στην Ιουδαϊκή θρησκεία, άρα λάτρης του Ιεχωβά, σύμφωνα με το Νόμο. Δεν μπορεί να ήταν κατά γράμμα ευνούχος, διότι κανένας ευνουχισμένος άντρας δεν μπορούσε να μπει στην εκκλησία του Ισραήλ και κανένας άλλος, εκτός από Ιουδαίους και προσήλυτους, δεν είχε βαφτιστεί πριν από τη μεταστροφή του Κορνήλιου. (Πρ 8:26-38· 10:24, 34, 35, 44-47· Δευ 23:1) Ο Δαβίδ συγκέντρωσε τους αυλικούς του (οι οποίοι λογικά δεν θα ήταν κατά γράμμα ευνούχοι, αν ληφθεί υπόψη η στάση των Ιουδαίων σε αυτό το ζήτημα και ο Νόμος), μαζί με τους άρχοντες και τους κραταιούς άντρες, για να τους πληροφορήσει ότι ο γιος του ο Σολομών ήταν αυτός που επρόκειτο να χτίσει το ναό του Ιεχωβά.—1Χρ 28:1-6· βλέπε ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ· ΟΙΝΟΧΟΟΣ.