Η Σύνοδος των Επισκόπων—Τι Επέτυχε;
ΠΟΙΟΣ ήταν ο σκοπός των 210 περίπου επισκόπων και άλλων Καθολικών τιτλούχων που συναθροίσθηκαν στο Βατικανό από τις 30 Σεπτεμβρίου ως τις 5 Νοεμβρίου του περασμένου έτους; Ήταν να συμφωνήσουν τι συμβουλή να δώσουν στον Πάπα Παύλο σχετικώς με την κατάστασι του ’ποιμνίου’ του και τι μπορούσε να γίνη γι’ αυτό. Τα θέματα που αυτός εξέλεξε για να λάβη συμβουλή ήταν «Το Ιερατείον» και η «Παγκόσμιος Δικαιοσύνη και Ειρήνη.»
Η βασική αρχή της συνόδου, προϊόν της Β’ Συνόδου του Βατικανού, ήταν η «κολλεγιοσύνη.» Δηλαδή, οι επίσκοποι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δεν έπρεπε πια να είναι απλοί αντιπρόσωποι του πάπα, αλλ’ έπρεπε να μετέχουν στην εξουσία μαζί του.
Φαίνεται ότι οι επίσκοποι επέτυχαν λίγα απ’ αυτή την άποψι στην εκ μέρους των εξέτασι του πρώτου θέματος, «Το Ιερατείον,» διότι δεν είπαν τίποτε νέο στον Πάπα Παύλο. Αφ’ ενός, επανεβεβαίωσαν τη στάσι του για την αγαμία και, αφ’ ετέρου, ήσαν ακόμη περισσότερο αρνητικοί από τον ίδιο τον πάπα στο ζήτημα της χειροτονίας εγγάμων ανδρών ως ιερέων σε ειδικές περιστάσεις. Ένα Καθολικό εβδομαδιαίο περιοδικό είπε: «Η Σύνοδος εστράφη στο ανάρμοστο έργο να διδάξη τον Πάπα μερικές δογματικές αρχές για τις οποίες αυτός ποτέ δεν είχε εκφράσει την ελάχιστη αμφιβολία.»—Κόμμονγουηλ, 26 Νοεμβρίου 1971.
Το αποτέλεσμα αυτό εξηγείται εύκολα. Ο Πάπας Παύλος εξέλεξε το υλικό του θέματος και τη διατύπωσί του. Επηρέασε σθεναρά την ολομέλεια της συνόδου. Επίσης οι διωρισμένοι του χειρίσθηκαν τον τρόπο των συζητήσεων. Περαιτέρω, κατά την έναρξι της συνόδου προειδοποίησε αυστηρά τους επισκόπους να μη επηρεασθούν από εξωτερικές πιέσεις. Καθώς το έθεσε ένας Καθολικός δημοσιογράφος, «Παρέστησε τους επισκόπους ως περικυκλωμένους από μια ορδή σκευωρών που επιδιώκουν να προξενήσουν πανικό στους επισκόπους για να βγάλουν αποφάσεις που δεν συμφωνούν με την πίστι, που περιφρονούν την παράδοσι και είναι μολυσμένες με κοσμικότητα.»
Έτσι μια γελοιογραφία σ’ ένα Αμερικανικό περιοδικό έδειχνε τον πάπα να δίνη σ’ ένα βοηθό ένα φύλλο χαρτί, λέγοντας: «Εδώ είναι τα συμπεράσματα στα οποία πρόκειται να καταλήξη η σύνοδος. Και όπως εδήλωσε ένας Ιησουίτης, η στάσις που επεκράτησε ήταν, «Μην κουνάς το καράβι· πάνω απ’ όλα, μην το κουνάς δημοσία.» Η δήλωσις του Πάπα στο τέλος της συνόδου που έντονα υποστήριζε και πάλι την αγαμία για τους Ρωμαιοκαθολικούς ιερείς φαίνεται ότι επιβεβαίωσε αυτά τα συμπεράσματα.
«Παγκόσμιος Δικαιοσύνη και Ειρήνη»
Η συζήτησις των επισκόπων αυτού του δευτέρου προς εξέτασιν από τη σύνοδο θέματος, περιστράφηκε γύρω από διάφορες απόψεις. Υπήρχαν οι επίσκοποι εκείνοι που επιχειρηματολογούσαν ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θα έπρεπε να εκδηλώνη την ειλικρίνεια της όταν μιλά για δικαιοσύνη με τις δικές της πράξεις. Ο Καρδινάλιος Χήναν, Πριμάτος της Αγγλίας, ήταν ένας απ’ αυτούς. Είπε ότι «οι εκκλησίες, τα μοναστήρια, ανδρικά και γυναικεία, θα έπρεπε να κοιτάξουν τι θησαυρούς μπορούσαν να πουλήσουν,» και τα προϊόντα των πωλήσεων να χρησιμοποιηθούν για βοήθεια των πτωχών. «Με μεγάλο σεβασμό,» εξακολούθησε, «εισηγούμαι όπως η ίδια η Ρώμη λάβη την ηγεσία. . . . Πρέπει να υπάρχουν χιλιάδες δισκοπότηρα, ιεροφυλάκια και άλλα ιερά αντικείμενα, τα οποία σπανίως χρησιμοποιούνται.»
Ένας Φιλιππίνος επίσκοπος είπε: «Αυτός που μιλεί για δικαιοσύνη πρέπει πρώτος να είναι δίκαιος.» Σύμφωνα μ’ αυτόν, όταν μια εκκλησία αποκτά μεγάλο πλούτο, αυτό «προξενεί συνταύτισι της εκκλησίας με τους πλουσίους και ισχυρούς και ελαττώνει την αξιοπιστία της όταν υψώνη τη φωνή της εναντίον της αδικίας και για να προαγάγη την δικαιοσύνη.» Η Καναδική αποστολή προχώρησε μέχρι του σημείου να παρακινήση «οικονομικό άνοιγμα εκ μέρους του Βατικανού, των εθνικών συνδιασκέψεων, επισκοπών, θρησκευτικών ταγμάτων και σχετικών ιδρυμάτων.»
Το Βατικανό επικρίθηκε σε τρία σημεία. Πρώτον, επειδή είχε την τάσι να συσσωρεύη πλούτον μάλλον παρά να διαχειρίζεται την περιουσία του ως «κληρονομιά των πτωχών.» Δεύτερον, επειδή κακώς ήμειψε τους υπαλλήλους του και τους υπέβαλε σε κακές συνθήκες εργασίας. Και τρίτον, το Βατικανόν κατηγορήθηκε ότι εφίμωσε την ομιλία των μελών του και κατεδίκασε χωρίς επαρκή δίκη εκείνους που θεωρούσε υπόπτους κακής διαγωγής. «Ιατρέ, θεράπευσον τον εαυτό σου,» είναι ο τρόπος με τον οποίον διετύπωσε τα αισθήματα του ένας απεσταλμένος.
Σύμφωνα με έναν Ιησουίτη παρατηρητή, μερικοί ομιληταί κληρικοί εκνευρίσθηκαν όταν μερικοί από τους ακροατές των τους προκάλεσαν να παύσουν να μιλούν με γενικότητες για τις άδικες κοινωνικές συνθήκες και πραγματικά να ονομάσουν τις ένοχες κυβερνήσεις. Ενώ πολλοί επίσκοποι ήθελαν ν’ αναμιγνύεται η Εκκλησία σε κοινωνικά ζητήματα, υπήρχαν και εκείνοι που έφεραν επιχειρήματα εναντίον αυτής της πορείας, λέγοντας ότι ο Χριστός δεν είχε σκοπό να «επιβάλη μια καθαρώς ανθρώπινη αλληλεγγύη με τους ολιγώτερον προνομιούχους σαν να ήταν ένας επαναστάτης έτοιμος να ανατρέψη τις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες.»
Πώς Αισθάνονταν οι Επίσκοποι
Πώς αισθάνονταν προσωπικώς οι επίσκοποι σχετικά με τον τρόπο με τον οποίον γίνονταν τα πράγματα στη σύνοδο; Σε μια περίπτωσι, όταν έδωσαν στους επισκόπους εκείνο που υπετίθετο ότι είναι μια αναθεωρημένη έκθεσις αλλά η οποία είχε αγνοήσει τις εκατοντάδες τροποποιήσεις που είχαν προταθή, ο Αφρικανός επίσκοπος Ντάγεν ανεφώνησε: «Δεν ταξίδεψα χιλιάδες χιλιόμετρα από την πατρίδα μου για να χορέψω ταραντέλλα. Πού είναι οι τροποποιήσεις;»
Σύμφωνα με το Ιησουιτικό εβδομαδιαίο περιοδικό Αμέρικα «ο πολύς κόσμος κι εκείνοι από μας που προσπάθησαν να παρακολουθήσουν την πορεία της συνόδου πιο προσεκτικά, είχαν τα ίδια αισθήματα με τον επίσκοπο Ντάγεν.» Το ίδιο εβδομαδιαίο περιοδικό έγραψε σε μια από τις επόμενες εκδόσεις: «Η Ρωμαϊκή Σύνοδος έληξε, πρώτα απ’ όλα για τους ίδιους τους απεσταλμένους, σαν ένα μάθημα χάους, σχετικά με τον τρόπο ενεργείας, και πραγματικής απογοητεύσεως.»
Ο Αγγλικής καταγωγής επίσκοπος της Μαλαισίας εθρηνολόγησε: «Οι επίσκοποι εδώ δεν έχουν καμμιά εμπιστοσύνη μεταξύ των. Και αν δεν έχετε εμπιστοσύνη, είναι το ίδιο σαν να την εξαφανίζετε.» Και ο Καρδινάλιος Σουένενς του Βελγίου είπε σε δημοσιογράφους ότι οι μέθοδοι ενεργείας της συνόδου ήσαν «ανιαρές και ακατάλληλες. . . . Οι ιερείς, τουλάχιστον εκείνοι τους οποίους γνωρίζω στο Βέλγιο, περίμεναν κάτι άλλο. . . . Πραγματικά δεν γνωρίζω τι να τους πω. . . . Τώρα ο Πάπας Παύλος μπορεί να πη ότι, έπειτα από πλατειά συζήτησι, ολόκληρη η εκκλησία, όπως αντιπροσωπεύθηκε στη σύνοδο, επιδοκιμάζει τη στάσι του στη διατήρησι της πειθαρχίας στην αγαμία, όπως υπήρχε από αιώνες.»
Τι Πραγματοποιήθηκε;
Σχετικά με όσα πραγματοποιήθηκαν από τη σύνοδο το λαϊκό Καθολικό περιοδικό Κόμμονγουηλ εδημοσίευσε ένα κύριο άρθρο στο οποίο έλεγε: «Η Τρίτη σύνοδος έληξε με πλήρη σύγχυσι και πικρή απογοήτευσι. Οι επίσκοποι έφυγαν με άδεια χέρια. . . . Την τελευταία ημέρα τους είπαν ότι δεν υποχρεούνται ν’ απευθύνωνται στους ιερείς ή στον κόσμο . . . αλλά μόνον στον Πάπα ως ιδιαίτεροι σύμβουλοί του. . ..»
Συνεχίζοντας, το περιοδικό προχώρησε και είπε: «Τι δεν πήγε καλά με τη Σύνοδο; Κάθε τι που δεν μπορούσε να πάη καλά. Μια απόλυτη έλλειψις τεχνικής στις συζητήσεις και παράλογος διάταξις τρόπου ενεργείας, δυο θέματα πάρα πολύ εκτεταμένα για τον διαθέσιμο χρόνο, αλλά οι περισσότεροι απ’ όλους τους επισκόπους, είχαν εκλεγή για όλα τα είδη των προσόντων, εκτός του να είναι οι φυσικοί ηγέται του λαού των.»—26 Νοεμβρίου 1971.
Αναφορικά με αυτή την τρίτη σύνοδο, ο θρησκευτικός εκδότης του περιοδικού Νιούσγουηκ, Κέννεθ Λ. Γούντγουωρντ, έγραψε: «Η τρίτη παγκόσμιος σύνοδος επισκόπων σκόνταψε σ’ ένα σταμάτημα στο Βατικανό την περασμένη εβδομάδα, με τους απεσταλμένους τόσο ζαλισμένους στο τέλος, όσο ήσαν και στην αρχή. . . . [Ήταν] μια σύνοδος που κάπως τα κατάφερε να μη κάμη τίποτα σωστό. Όταν οι 211 επίσκοποι, πατριάρχαι και αρχηγοί θρησκευτικών ταγμάτων έφθασαν στη Ρώμη στο τέλος Σεπτεμβρίου, ανεκάλυψαν ότι τα θέματα των εργασιών που ετοιμάσθηκαν από τους αξιωματούχους του Βατικανού δεν ήταν εντελώς τα ίδια μ’ εκείνα που είχαν λάβει στην αρχή του έτους. . .
«Οι περισσότεροι από τους συνοδικούς πατέρες επιμελώς προσπάθησαν να μη πουν στον Πάπα Παύλο τον 6ο εκείνα που αυτός φανερά δεν ήθελε ν’ ακούση. Εφόσον ο Πάπας ήδη είχε εκφράσει τη σταθερή αποδοκιμασία του για την προαιρετική αγαμία των ιερέων, αυτή η λύσις απερρίφθη λογικώς και χωρίς σοβαρή εξέτασι. . . . Όταν η σύνοδος εστράφη στο κύριον προσωπικό ενδιαφέρον του Πάπα, τη δικαιοσύνη και την ειρήνη στον κόσμο, οι απεσταλμένοι πάλι του είπαν κατ’ ουσίαν εκείνο που αυτός ήθελε ν’ ακούση. Επίσκοποι οι οποίοι ποτέ δεν είχαν τολμήσει να υψώσουν τη φωνή τους στην πατρίδα τους. . . . αιφνιδίως βρήκαν τις φωνές των στη Ρώμη. Αλλά η δοκιμασία του θάρρους του επισκόπου, παραδέχθηκε ένας απεσταλμένος, ’δεν είναι αυτό που λέμε στις κυβερνήσεις, αλλ’ αυτό που κάνομε για να επιτύχωμε δικαιοσύνη στην εκκλησία.’»
Με όμοιο πνεύμα έγραψε και ο Μάγιο Μος στο περιοδικό Τάιμ της 15ης Νοεμβρίου 1971: «Ίσως το πραγματικό ζήτημα αυτό το φθινόπωρο δεν είναι τόσο πολύ εκείνο που οι επίσκοποι έχουν ή δεν έχουν κάμει ωσάν οι Καθολικοί του κόσμου να ενδιαφέρωνται καθόλου για το τι κάνουν. Οι περισσότεροι επίσκοποι δυνατόν ακόμη ν’ ακούουν τον Πάπα, αλλά ολοένα λιγώτεροι ιερείς ακούουν είτε τον Πάπα είτε τους επισκόπους των—και πολλοί από τους λαϊκούς αρχίζουν να μην ακούουν κανένα.»
Και γιατί συμβαίνει αυτό; Ο Μος προχωρεί και λέγει: «Δεν είναι τόσο πολύ οι πεποιθήσεις της εκκλησίας που αμφισβητούνται στο το ίδιο το οικοδόμημα. . .. Το μυστικό σώμα του Χριστού [η Εκκλησία της Ρώμης] φαίνεται να έχη υποστή μια νευρική κατάρρευσι.»