Πράξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά στους Σύγχρονους Καιρούς στη Γερμανία
(Συνεχίζεται η ζωή στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως)
ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ του 1938 μια απόλυτη απαγόρευσις αλληλογραφίας τέθηκε σ’ ενέργεια για τους μάρτυρας του Ιεχωβά. Αυτό διήρκεσε επί εννέα μήνες, κατά την διάρκεια των οποίων οι αδελφοί ούτε μπορούσαν να έλθουν σ’ επαφή με τους συγγενείς των και τανάπαλιν. Ακόμη και ύστερ’ από την ακύρωσι της απαγορεύσεως αυτής ο περιορισμός ότι κάθε μάρτυς του Ιεχωβά μπορούσε να γράψη στους συγγενείς του μόνο πέντε γραμμές τον μήνα ίσχυε επί τριάμισυ μέχρι τέσσερα έτη—σε μερικά στρατόπεδα ακόμη περισσότερο. Το κείμενο είχε προετοιμασθή και ανεγίνωσκε: «Η επιστολή σου ελήφθη· σε ευχαριστώ πολύ. «Είμαι καλά, είμαι υγιής και εύρωστος . . .» Αλλ’ υπάρχουν περιπτώσεις όπου η κοινοποίησις του θανάτου έφθανε προτού αναγνωσθή η επιστολή: «Είμαι καλά, είμαι υγιής και εύρωστος.» Στον άδειο χώρο της επιστολής το επόμενο κείμενο εσταμπάρετο: «Ο κατάδικος διαμένει, ως πρότερον, ένας ισχυρογνώμων Σπουδαστής των Γραφών και αρνείται ν’ απορρίψη τις ψευδείς διδασκαλίες των Σπουδαστών της Γραφής. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν του δίδονται τα συνήθη προνόμια αλληλογραφίας.»
Ο «ΦΩΡΣΚΟΥΕΡ» ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΟ ΤΑΙΡΙ ΤΟΥ
Η ζωή στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως ήταν γεμάτη από τις καθημερινές της ανησυχίες, που πολλάκις προξενούνταν από τον διοικητή του στρατοπέδου τον ίδιο. Επί τίνα καιρό ο διοικητής στο Σαξενχάουζεν ήταν ένας άνθρωπος ονόματι Μπαρανάσκυ, και λόγω του ότι ήταν μεγαλόσωμος οι κατάδικοι του έδωσαν το παρατσούκλι «Φώρσκουερ.»
Γενικά συναντούσε όλους τους νεοαφιχθέντας καταδίκους ο ίδιος και τους καλωσώριζε με τα εξής λόγια: ‘Εγώ είμαι ο διοικητής του στρατοπέδου και ονομάζομαι «Φώρσκουερ.» Τώρα προσέξτε, όλοι σας! Μπορείτε να πάρετε ό,τι θέλετε από μένα—μια σφαίρα στο κεφάλι, μια σφαίρα στο στήθος, μια σφαίρα στο στομάχι! Μπορείτε να κόψετε τους λαιμούς σας αν θέλετε ή τις αρτηρίες σας! Μπορείτε να τρέξετε στον ηλεκτρικό φράκτη αν θέλετε. Ένα πράγμα μόνο να θυμάστε ότι οι στρατιώται μου είναι καλοί σκοπευταί! Θα σας στείλουν αμέσως στον ουρανό!’ Ποτέ του δεν έχανε την ευκαιρία να περιγελάση τον Ιεχωβά και το άγιόν του όνομα.
Αλλά στην αρχή της απαγορεύσεως επί των μαρτύρων του Ιεχωβά ένας νεαρός εικοσιτριών περίπου ετών έμαθε την αλήθεια. Ωνομάζετο Αύγουστος Ντίκμαν. Μολονότι δεν είχε ακόμη βαπτισθή, η Γκεστάπο τον συνέλαβε και τον κατεδίκασε. Αφού εξέτισε την ποινή του η Γκεστάπο τον εβίαζε να υπογράψη την «διακήρυξι,» αναμφιβόλως με την ελπίδα ότι έτσι θα ήταν ελεύθερος από περαιτέρω καταδίωξι. Παρ’ όλον αυτό, τον έβαλαν στο Σάξενχάουζεν τον Οκτώβριο του 1937 αμέσως μετά την έκτισι της ποινής του. Οι αδελφοί εκεί σε κάθε ευκαιρία είχαν χαροποιές και ενθαρρυντικές συζητήσεις μεταξύ των, και τώρα, αυτός με το να είναι μαζί τους, διεπίστωσε ότι είχε συνθηκολογήσει με τον εχθρό λόγω αδυναμίας. Μετενόησε και εζήτησε να ακυρωθή η δήλωσις που υπέγραψε.
Εν τω μεταξύ ο αδελφός του Χάινριχ είχε επίσης ριφθή στο στρατόπεδο του Σάξενχαουζεν. Ο Αύγουστος του είπε ότι είχε υπογράψει τη δήλωσι αλλ’ ότι εζήτησε αργότερα να την ακυρώση.
Οι επόμενες λίγες εβδομάδες πέρασαν γρήγορα. Όταν εξερράγη ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο διοικητής του στρατοπέδου Μπαρανόσκυ, άρχισε να διεξάγη τα σχέδια του. Είδε την ευκαιρία όταν η σύζυγος του Ντίκμαν του έστειλε το έγγραφον της στρατολογήσεώς του. Ύστερ’ από τρεις μέρες ο Ντίκμαν διατάχθηκε να έλθη στο «πολιτικό διαμέρισμα.» Προτού κληθή το όνομά του, ο Χάινριχ, τον οποίον είχε ειδοποιήση ο Αύγουστος για τη νέα αυτή εξέλιξι, τον προειδοποίησε ότι τώρα που εξερράγη ο πόλεμος έπρεπε να ετοιμασθή για κάθε ενδεχόμενον. Έπρεπε να είναι τελείως βέβαιος τι ήθελε να κάμη. Ο Αύγουστος απήντησε: «Μπορούν να μου κάμουν ό,τι θέλουν. Δεν θα υπογράψω και δεν θα συνθηκολογήσω πάλι.»
Η ανάκρισις έλαβε χώραν εκείνο το απόγευμα, αλλ’ ο Αύγουστος δεν επέστρεψε στους αδελφούς. Καθώς έμαθαν αργότερα, όχι μόνο είχε αρνηθή να υπογράψη το έγγραφο της στρατολογήσεως αλλ’ είχε δώσει επίσης μια καλή μαρτυρία. Τον απεμόνωσαν σε μια σκοτεινή ειρκτή καθ’ ον χρόνον ο διοικητής του στρατοπέδου ειδοποίησε τον Χίμλερ περί αυτού, ζητώντας την άδεια να εκτελεσθή ο Ντίκμαν δημοσίως επί παρουσία των αδελφών και ολοκλήρου του στρατοπέδου. Είχε πεισθή ότι ένας μεγάλος αριθμός από τους μάρτυρες του Ιεχωβά θα υπέγραφαν όταν αντιμετώπιζαν τον θάνατο. Οι περισσότεροι μέχρι σήμερα αρνήθηκαν να το πράξουν, αλλά μόνο απειλές έγιναν. Ο Χίμλερ απήντησε ότι ο Ντίκμαν είχε καταδικασθή σε θάνατο και έπρεπε να εκτελεσθή. Τώρα ο δρόμος ήταν ανοικτός για τον «Φωρσκουέρ» να κάνη τη μεγάλη του επίδειξι.
Ήταν Παρασκευή. Υπήρχε κάτι το παράξενο και ήσυχο που κρεμόταν πάνω από το στρατόπεδο όταν αίφνης ένας διοικητικός όμιλος ήλθε και, σε λίγο, γραμμές πυροβόλων στήθηκαν μέσα στην αυλή. Αυτό, βέβαια, ωδήγησε σε παντοειδείς φήμες. Η έξαψις έγινε ακόμη πιο τεταμένη όταν δόθηκαν διαταγές να σταματήσουν την εργασία μια ώρα ενωρίτερα του συνήθους. Ο Π. Μπούντερ ακόμη θυμάται πως, όταν ο εργατικός του όμιλος επέστρεφε, ένας Ες Ες γελώντας του είπε: «Σήμερα είναι Ημέρα Αναλήψεως! Ένας από σας πηγαίνει στον ουρανό σήμερα.» ‘
Όταν ο όμιλος στον οποίον ανήκε ο Χ. Ντίκμαν μπήκε, ο πρεσβύτερος του στρατοπέδου τον επλησίασε και τον ερώτησε αν εγνώριζε τι ελάμβανε χώραν. Όταν απήντησε ότι δεν εγνώριζε, του είπε ότι ο αδελφός του Αύγουστος θα ετουφεκίζετο.
Αλλά δεν υπήρχε καιρός για μακρές συζητήσεις. Διαταγές δόθηκαν όλοι οι φυλακισμένοι να βαδίσουν στον αγρό. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά τέθηκαν στην πρώτη γραμμή όπου θα ίστατο το στρατιωτικό απόσπασμα. Όλα τα μάτια ήσαν καθηλωμένα στο σημείο αυτό. Οι φύλακες Ες Ες παρήλασαν προφυλάξεις ασφαλείας ήσαν τέσσερες φορές απ’ ό,τι ήσαν κανονικά. Το κάλυμμα απεσύρθηκε από τα όπλα και πυρομαχικά ετέθησαν μέσα στα όπλα για άμεσο χρήσι. Άνδρες των Ες Ες είχαν κουρνιάσει πάνω στο ψηλό τοίχο παρατηρώντας προς τα εμπρός στο ό,τι επρόκειτο να λάβη χώραν—τόσο πολλοί απ’ αυτούς ώστε θα αισθανόταν κανείς ότι ολόκληρος ο όμιλος είχε διαταχθή να είναι παρόντες για το αιματηρό αυτό θέαμα. Η κυρία πύλη ήταν κατασκευασμένη από ισχυρούς σιδερένιους μοχλούς και οι αγαπώντες τις διεγέρσεις Ες Ες στέκονταν και κρεμώνταν επάνω της σαν ένα τσαμπί από σταφύλια. Μερικοί απ’ αυτούς είχαν ακόμη αναρριχηθή πάνω στις κάθετες ράβδους για να μπορούν να βλέπουν καλύτερα. Τα μάτια τους ήσαν γεμάτα, όχι από περιέργεια, αλλ’ επίσης από αιμοδιψία. Μερικά πρόσωπα απεκάλυπταν κάποια φρίκη, γιατί όλοι εγνώριζαν τι επρόκειτο να λάβη χώραν.
Συνοδευόμενος από αρκετούς βαθμούχους των Ες Ες, ο Αύγουστος ωδηγήθηκε μέσα, τα χέρια του δεμένα μπροστά του. Όλοι είχαν εντυπωσιασθή με την ηρεμία και αταραξία του, και φαινόταν σαν κάποιος που είχε ήδη κερδίσει τη μάχη. Εξακόσιοι περίπου αδελφοί ήσαν παρόντες, ο σαρκικός αδελφός του στεκόταν μόνο λίγα μέτρα μακρυά.
Έξαφνα άρχισε ένας κρότος στα μεγάφωνα καθώς ανοίχθησαν τα μικρόφωνα. Μπορούσε ν’ ακούση κανείς τη φωνή του «Φωρσκουέρ». «Κατάδικοι, ακούστε!» Αμέσως έγινε σιωπή, Υπήρχε λίγη ασθματική αναπνοή στο τέρας αυτό καθώς συνέχισε:
«Ο κατάδικος Αύγουστος Ντίκμαν, αρνείται να εκτελέση στρατιωτική υπηρεσία, αξιώντας ότι είναι ‘πολίτης της βασιλείας του Θεού.’ Αυτός είπε: Όστις χύσει αίμα ανθρώπου θα χυθή το δικό του αίμα. Έθεσε τον εαυτό του έξω της κοινωνίας και σύμφωνα με οδηγίες από τον αρχηγό των Ες Ες Χίμλερ πρόκειται να εκτελεσθή.»
Καθ’ ον χρόνον νεκρική σιγή εβασίλευε πάνω σ’ ολόκληρη την αυλή, ο «Φωρσκουέρ» συνέχισε: «Ειδοποίησα τον Ντίκμαν προ μιας ώρας ότι η αθλία ζωή του θα εξαφανίζετο στις 6:00.»