ΦΕΟΥΛΘΑΪ (Φεουλθαΐ) [από μια ρίζα που σημαίνει «μισθός»]. Ο όγδοος γιος του Ωβήδ-εδώμ, ο οποίος αναφέρεται ως πυλωρός.—1Χρ 26:1, 4, 5, 15.