Κολομβία
Το χρυσάφι της Κολομβίας: Είναι μήπως το πολύτιμο κιτρινωπό μέταλλο ή είναι το θανατηφόρο άσπρο ναρκωτικό, η κοκαΐνη; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το αληθινό χρυσάφι αυτής της νοτιοαμερικάνικης χώρας βρίσκεται μέσα στο λαό της—είναι τα χιλιάδες άτομα που κάνουν καλό όνομα με τον Θεό.
ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΤΕ για την Κολομβία της Νότιας Αμερικής, τι έρχεται στο μυαλό σας; Πολλοί άνθρωποι τη συνδέουν με τον πλούσιο κολομβιανό καφέ, με υπέροχα σμαράγδια, όμορφα χρυσάνθεμα και θεσπέσιες ορχιδέες—λίγα μόνο από τα ωραία πράγματα για τα οποία είναι φημισμένη αυτή η χώρα. Σε άλλους, όμως, και η απλή νύξη για Κολομβία φέρνει στο νου ζοφερές εικόνες σχετικές με το λαθρεμπόριο της κοκαΐνης και με τους αποτρόπαιους πολέμους που γίνονται για τα ναρκωτικά. Αυτή είναι μια ατυχής εικόνα. Τα ναρκωτικά και οι δολοφονίες δεν αντιπροσωπεύουν την πραγματική Κολομβία και, πολύ περισσότερο, δεν αντιπροσωπεύουν τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών της.
Ελάτε να δείτε εσείς οι ίδιοι πώς είναι η Κολομβία. Ίσως εκπλαγείτε, και χαρείτε κιόλας, διαπιστώνοντας ότι δεν είναι τόσο πρωτόγονη ή επικίνδυνη όσο μπορεί να φαντάζεστε. Και είμαστε σίγουροι ότι θα καταλάβετε γιατί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά της Κολομβίας είναι τόσο ευτυχισμένοι καθώς διακηρύττουν τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού σ’ αυτή την κατά παράδοση Ρωμαιοκαθολική χώρα.
Ισπανικό Στέμμα—Ρωμαιοκαθολικός Σταυρός
Μια ματιά στο χάρτη θα σας ξαναθυμίσει τη γεωγραφική θέση της περιοχής. Όπως βλέπετε, ο Ισθμός του Παναμά καταλήγει στην Κολομβία, η οποία βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο της Νότιας Αμερικής. Έτσι η Κολομβία, η οποία πήρε το όνομά της από τον Ευρωπαίο που ανακάλυψε το Νέο Κόσμο, έχει το πλεονέκτημα να βρέχεται τόσο από τον Ειρηνικό όσο και από τον Ατλαντικό.
Μετά τα αξιομνημόνευτα ταξίδια του Χριστόφορου Κολόμβου, ολόκληρη η περιοχή της Καραϊβικής έγινε, από τη μια στιγμή στην άλλη, αντικείμενο εξερευνήσεων και κατακτήσεων. Η Ισπανία συγκέντρωσε τις προσπάθειές της σ’ ένα και μόνο πράγμα: πώς να καταφέρει να έχει στην κατοχή της τα αμύθητα πλούτη του Νέου Κόσμου, το χρυσάφι και το ασήμι του, τα οποία επρόκειτο σύντομα να την ωθήσουν να επιχειρήσει να γίνει κυρίαρχος του κόσμου. Λίγοι θα αρνηθούν το γεγονός ότι ο 16ος αιώνας ήταν ο αιώνας της Ισπανίας.
Αλλά, ο 16ος αιώνας ήταν και ο αιώνας που είδε την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, μια εποχή κατά την οποία τα έθνη της βόρειας Ευρώπης αποσπάστηκαν από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η μετάφραση και η εκτύπωση της Βίβλου επρόκειτο σύντομα να ακμάσουν και η Αγία Γραφή έμελλε να μπει σε κάθε σπιτικό. Όμως, δεν είχαν έτσι τα πράγματα για τις αποικίες της Ισπανίας στην Αμερική. Εκεί, όταν οι κονκισταδόρες έπιαναν στεριά για να κάνουν κατακτήσεις στο όνομα του στέμματος, ύψωναν παράλληλα και το σταυρό του Ρωμαιοκαθολικισμού. Αυτός ο σταυρός επρόκειτο να παραμείνει σύμβολο του θρησκευτικού μονοπωλίου που θα επικρατούσε τα επόμενα 400 χρόνια.
Επομένως, για να κατανοήσετε την Κολομβία και το λαό της, πρέπει να καταλάβετε κάτι για την ιστορία της. Και για να καταλάβετε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά της Κολομβίας, πρέπει να μάθετε επίσης πώς συσχετίζεται η κοσμική ιστορία με τη θεοκρατική τους ιστορία.
Στοιχεία Ιδιαίτερου Ενδιαφέροντος
Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Κολομβίας είναι συγκεντρωμένο στο δυτικό τρίτο της χώρας, στις πλούσιες κοιλάδες των ποταμών και στις γόνιμες πλαγιές τριών οροσειρών των Άνδεων που, από τα σύνορα με τον Ισημερινό, εκτείνονται σαν δάχτυλα προς τα βόρεια. Εμείς θα συγκεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας σε έξι από τις πόλεις της: στην πρωτεύουσα, την Μπογκοτά, που βρίσκεται σ’ ένα οροπέδιο της Ανατολικής Κορδιλιέρας· σε τρία τροπικά λιμάνια των ακτών της Καραϊβικής—Μπαρανκίγια, Σάντα Μάρτα και Καρθαγένη· στην παγκόσμια ξακουστή Μεδεγίν στα δυτικά, της οποίας το κλίμα είναι μονίμως ανοιξιάτικο· και στην υποτροπική Κάλι, στα νοτιοδυτικά, προς τον Ισημερινό, που έχει καλοκαιριάτικο καιρό όλο το χρόνο.
Πριν εμφανιστούν τα εμπορικά αεροπορικά ταξίδια στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο ποταμός Μαγκνταλένα αποτελούσε την κύρια οδό προς την ενδοχώρα. Στα μισά του ρου του ποταμού, προς τα δυτικά, βρίσκεται το χιονοσκεπές ηφαίστειο Νεβάδο δελ Ρουίς—το βλέπει κανείς από τον αέρα όταν έχει ξαστεριά. Μέσα στην κοιλάδα βρισκόταν κάποτε η ευημερούσα αγροτική κωμόπολη Αρμέρο, πριν από εκείνη τη μοιραία νύχτα του Νοεμβρίου του 1985, όταν μια φονική κατολίσθηση λάσπης, πάγου και λάβας έσβησε από το χάρτη αυτή την κωμόπολη με τους 28.000 κατοίκους. Σ’ εκείνη την τραγωδία έχασαν τη ζωή τους περίπου 40 Μάρτυρες του Ιεχωβά και ενδιαφερόμενα άτομα.a
Πάμε στην Μπογκοτά
Αφήνοντας πίσω τους την πλατιά κοιλάδα του ποταμού Μαγκνταλένα, τα αεροπλάνα περνάνε πάνω από την καταπράσινη σαβάνα που απλώνεται ψηλά πάνω στα βουνά, όπου βρίσκεται η Μπογκοτά, η ηλικίας 450 χρόνων πρωτεύουσα της Κολομβίας που είναι και η μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Παρατηρητικοί επιβάτες που κάθονται στη δεξιά πλευρά του αεροπλάνου μπορεί να προλάβουν να δουν για λίγο τις καστανοκόκκινες στέγες στο εργοτάξιο του νέου γραφείου τμήματος της Σκοπιάς, που βρίσκεται στα δυτικά της πρωτεύουσας. Μερικοί εθελοντές εργάτες πιθανόν να σηκώσουν κι αυτοί τα μάτια τους και να αναρωτηθούν αν το αεροπλάνο που περνάει φέρνει κι άλλους Διεθνείς Εθελοντές Εργαζόμενους στην Οικοδόμηση (IVCW) για να επιταχύνουν το έργο που γίνεται εκεί. Καθώς το μεγάλο αεριωθούμενο κατεβαίνει για να προσγειωθεί στο Διεθνές Αεροδρόμιο Ελ Ντοράντο της Μπογκοτά, πέρα μακριά, στο άκρο του οροπεδίου υψώνονται τα πανύψηλα κτίρια της Μπογκοτά—επιβλητικές φιγούρες που διαγράφονται με φόντο τις απότομες οροσειρές της Ανατολικής Κορδιλιέρας.
Συχνά, όταν βγαίνουν από το αεροδρόμιο, οι ταξιδιώτες ξαφνιάζονται από το αναζωογονητικό, κρύο αεράκι. Ένα πανωφόρι ή ένα χοντρό πουλόβερ είναι ό,τι πρέπει για την ψύχρα που κάνει σ’ αυτό το υψόμετρο των 2.600 μέτρων.
Η Κολομβία Απολαμβάνει Ελευθερία Λατρείας
Υπάρχει ένας ναός στην κορυφή της οροσειράς που δεσπόζει της πρωτεύουσας. Αποτελεί σιωπηλή υπενθύμιση του ότι η Κολομβία είναι Καθολική χώρα· είναι αφιερωμένη στην «Ιερή Καρδιά του Ιησού» και έχει υπογράψει με την Αγία Έδρα της Καθολικής Εκκλησίας κονκορδάτο το οποίο είναι σε ισχύ από το 1887. Αυτό δήλωνε αρχικά ότι θρησκεία του Κράτους είναι ο Καθολικισμός, υιοθετώντας έτσι αυτό που πίστευε ο Ισπανός βασιλιάς Φίλιππος Β΄, ότι δηλαδή δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει πολιτική ενότητα χωρίς ενότητα στη θρησκεία.
Το ευχάριστο είναι ότι από το 1958 η Κολομβία απολαμβάνει ελευθερία λατρείας. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά εκτιμούν αυτή την απροκατάληπτη στάση της κυβέρνησης.
Μαρτυρία στην Μπογκοτά
Ας γνωριστούμε με τον Αγκουστίν Πρίμο, μέλος της Επιτροπής του Τμήματος της Κολομβίας. Αυτός γνώρισε την αλήθεια το έτος 1972, από έναν αλλοδαπό Μάρτυρα, ο οποίος υπηρετούσε στην Μπογκοτά όταν η ανάγκη για κήρυκες της Βασιλείας ήταν πολύ μεγάλη. Ο Αγκουστίν, που τώρα είναι 60 χρονών και έχει πάρει σύνταξη από την κοσμική του εργασία, εργάζεται ολοχρόνια στο γραφείο τμήματος. Μας λέει ότι, στο τμήμα, το γραφείο και το εργοστάσιο που υπάρχουν τώρα είναι πολύ μικρά για την επαρκή φροντίδα των 40.000 και πλέον ευαγγελιζομένων και των 600 εκκλησιών της χώρας, μολονότι η αφιέρωση των κτιρίων έγινε πριν από δέκα μόλις χρόνια.
Πού οφείλεται, όμως, αυτή η αύξηση των ευαγγελιζομένων; Θα βρούμε κάποιες απαντήσεις αν ρίξουμε μια ματιά στο ευαγγελιστικό έργο που γίνεται σ’ αυτή την πόλη των πέντε περίπου εκατομμυρίων, η οποία επεκτείνεται συνεχώς.
Το έργο μαρτυρίας στις πιο εύπορες περιοχές της πόλης είναι δύσκολο, λόγω του ότι υπάρχουν αυστηρά μέτρα ασφάλειας στις πολυκατοικίες και στα συγκροτήματα κατοικιών, όπου οι ένοικοι έρχονται και φεύγουν κυρίως με αυτοκίνητο. Και όταν οι ευαγγελιζόμενοι επισκέπτονται τα σπίτια σ’ αυτές τις συνοικίες, αντιμετωπίζουν και μια άλλη δυσκολία: πώς να παρακάμψουν το εμπόδιο που λέγεται «υπηρέτρια» για να μιλήσουν στα μέλη της οικογένειας. Αλλά, συχνά είναι δυνατόν να γίνουν αποδοτικές Γραφικές συζητήσεις στις αυξανόμενες συνοικίες της μεσαίας τάξης.
Στις όχι και τόσο πολυτελείς γειτονιές της εργατικής τάξης βρίσκεις πολλούς ανθρώπους ενημερωμένους για τα παγκόσμια γεγονότα. Έτσι είναι ευκολότερο να αρχίσεις Γραφική μελέτη μ’ αυτά τα άτομα τα οποία και σημειώνουν ιδιαίτερα γοργή πρόοδο στην αλήθεια.
Και τέλος έχουμε αυτό που αποτελεί την πληγή πάμπολλων ασφυκτικά πυκνοκατοικημένων πόλεων στις αναπτυσσόμενες χώρες—τις παραγκογειτονιές και τους αυθαίρετους οικισμούς που φαίνεται να ξεφυτρώνουν από τη μια μέρα στην άλλη σε ακατοίκητα οικόπεδα και σε γυμνές λοφοπλαγιές. Είναι το τελευταίο μέρος που βρίσκουν να καταλύσουν τα ατέλειωτα πλήθη που εγκαταλείπουν τις αγροτικές περιοχές για να γευτούν την άγνωστη ζωή της πόλης. Πολλοί από τις χιλιάδες των χιλιάδων που ζουν εκεί ακούν το παρηγορητικό άγγελμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά, και μερικοί ανταποκρίνονται ασπαζόμενοι την ελπίδα για τη Βασιλεία.
Οι Δυο Πρώτοι Ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας στην Κολομβία
«Έχει γίνει εξαιρετική αύξηση από τότε που ήρθαν οι πρώτοι Γαλααδίτες ιεραπόστολοι στα μέσα του 1945. Αλλά υπήρχαν δραστήριοι Μάρτυρες στην Κολομβία 20 χρόνια νωρίτερα», μας λέει ο Γιουκλίντις Γκονζάλες, που εργάζεται στο Τμήμα Υπηρεσίας του Μπέθελ της Κολομβίας.
Τον καιρό που ο Κάρολος Τέιζ Ρώσσελ και η μικρή του ομάδα των σπουδαστών της Γραφής άρχισαν να έχουν τάξεις μελέτης στο Αλεγκένι της Πενσυλβανίας στις Η.Π.Α., γεννήθηκε ο Ελιοντόρο Χερνάντες στην ορεινή περιοχή που βρίσκεται περίπου 300 χιλιόμετρα βόρεια της Μπογκοτά. Αυτό έγινε το 1871. Πενήντα ένα χρόνια αργότερα, αυτός επρόκειτο να γίνει ο πρώτος δραστήριος Μάρτυρας της Κολομβίας.
Στα νιάτα του, ο Ελιοντόρο ήταν ένας βιβλιοφάγος που τον έτρωγε η επιθυμία να αποκτήσει μια Αγία Γραφή. Αλλά τα αντίτυπα της Αγίας Γραφής σπάνιζαν εκείνο τον καιρό. Τελικά, στα 25 του, κατάφερε να έχει μια δική του Γραφή και, στα 25 χρόνια που ακολούθησαν, τη διάβαζε με μεγάλη ευχαρίστηση.
Το 1922 δανείστηκε από κάποιον γνωστό του μερικά αντίτυπα του περιοδικού Σκοπιά καθώς και το βιβλιάριο Εκατομμύρια Ζώντων Ήδη Ουδέποτε θα Αποθάνωσιν. Κατενθουσιασμένος με όσα διάβασε σ’ εκείνα τα έντυπα, ο Ελιοντόρο άρχισε να λέει αυτά τα καλά νέα σε όποιον συναντούσε. Δυο χρόνια αργότερα, ο Ελιοντόρο βρήκε ένα ‘ευήκοο αυτί’ στο πρόσωπο του νεαρού Χουάν Μπαουτίστα Εστουπινιάν, που μόλις είχε γυρίσει από την Μπογκοτά όπου και είχε τελειώσει τη στρατιωτική του θητεία. Τότε ο Ελιοντόρο ήταν 53 χρονών και ο Χουάν 25. Αργότερα ο Χουάν παντρεύτηκε την ανιψιά του Ελιοντόρο. Αυτοί οι δυο Χριστιανοί έσπειραν σπόρους της αλήθειας της Βασιλείας στα χωριά και τις κωμοπόλεις της βορειοανατολικής Κολομβίας.
Προστασία από το Πετροβόλημα
Στη δεκαετία του 1930 η Εταιρία έστειλε στον Ελιοντόρο και στον Χουάν ένα μηχάνημα αναπαραγωγής ήχου που δούλευε με μπαταρία, για να τους βοηθήσει να μεταδίδουν πιο αποτελεσματικά τα καλά νέα. Πήγαιναν στις γειτονικές κωμοπόλεις φορτωμένοι μ’ εκείνο το βαρύ μηχάνημα καθώς και με έντυπα. Φανταστείτε τι αποτέλεσμα είχε να ακούγονται θέματα όπως «Ξεσκεπάζεται η Τριάδα» και «Το Τέλος του Κόσμου» στις κεντρικές πλατείες εκείνων των Καθολικών κωμοπόλεων. Είναι άξιο απορίας, λοιπόν, το ότι μόλις έμπαιναν στην κωμόπολη, έψαχναν να βρουν κάποιον κλειστό χώρο για να στήσουν το μηχάνημά τους πριν το βάλουν σε λειτουργία; Έτσι ο ενισχυτής ήταν προστατευμένος, όχι μόνο από τα μάτια, αλλά και από τις πέτρες των εναντίων.
Ο Ελιοντόρο πέθανε το 1962 σε ηλικία 91 χρονών. Και αυτός που τον συντρόφευε στο κήρυγμα, ο Χουάν Μπαουτίστα Εστουπινιάν, πέθανε πιστός το 1976.
Ποιος θα Απαντούσε στην Έκκληση;
Στη δεκαετία του 1930, μετά από 43 χρόνια διακυβέρνησης ελεγχόμενης από την εκκλησία, μια αλλαγή στην κυβέρνηση άνοιξε το δρόμο για μεγαλύτερη θρησκευτική ελευθερία. Διάφορες Προτεσταντικές ομάδες άρχισαν να επεκτείνουν τη δράση τους στην Κολομβία, και το ίδιο έκαναν και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Στη συνέλευση που έγινε στην Ουάσινγκτον D.C. το 1935, ο Ιωσήφ Φ. Ρόδερφορντ, ο δεύτερος πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, πρότρεψε όσους ανήκαν στο λαό του Κυρίου να σκεφτούν αν θα μπορούσαν να προσφερθούν εθελοντικά για να κηρύξουν στη Νότια Αμερική. Ωστόσο, η Χίλμα Σιόμπεργκ και η Κάθι Παλμ, δυο θαρραλέες σκαπάνισσες, κήρυτταν ήδη στην Κολομβία. Η αδελφή Σιόμπεργκ, είχε γεννηθεί στη Σουηδία και ήταν χήρα ενός Τεξανού βαμβακοκαλλιεργητή. Η Κάθι Παλμ, η οποία γνώρισε την αλήθεια στην πατρίδα της, τη Γερμανία, έκανε σκαπανικό στις Ηνωμένες Πολιτείες πριν πάει στο νοτιοαμερικάνικο αγρό.
Η αδελφή Παλμ θυμάται: «Το Νοέμβριο του 1934, η Χίλμα Σιόμπεργκ έστειλε στην Εταιρία Σκοπιά τα χρήματα που απαιτούνταν για να πάει κάποιος από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Κολομβία με πλοίο. Η Εταιρία με ρώτησε αν θα ήθελα να βοηθήσω την αδελφή Σιόμπεργκ στη Νότια Αμερική. . . . Έτσι το Δεκέμβριο έφτασα στη Μπουεναβεντούρα της Κολομβίας». Αν και είχε μόνο μια κάρτα μαρτυρίας στην ισπανική και ήξερε ελάχιστα τη γλώσσα, άρχισε να κηρύττει μόνη της σ’ αυτή την παραθαλάσσια πόλη.
Μετά πήρε το τρένο—που ανέβαινε στη Δυτική Κορδιλιέρα και κατηφόριζε στην εύφορη κοιλάδα του ποταμού Κάουκα—και πήγε στην Κάλι. Εκεί, όσο περίμενε την άφιξη της Χίλμα, η οποία θα ερχόταν δια ξηράς από τον Ισημερινό, έδωσε μαρτυρία στην Κάλι και μετά στην Παλμίρα, που βρισκόταν στην άλλη μεριά της κοιλάδας. Όταν έφτασε η αδελφή Σιόμπεργκ, οι δυο αδελφές, που μόλις είχαν γνωριστεί, πέρασαν την Κεντρική Κορδιλιέρα και ανέβηκαν στο οροπέδιο πάνω στο οποίο απλώνεται η Μπογκοτά. Η αδελφή Παλμ λέει ότι έκαναν έργο στην πρωτεύουσα πάνω από ένα χρόνο και διέθεσαν ολόκληρα κιβώτια βιβλία.
«Άσπρα Γάντια» για τον Εμπορικό Τομέα
Στη διάρκεια των ετών 1939, 1941 και 1942, δυο αδελφές από το Μεξικό, η Μάριαν Γκόας με την κόρη της, την Κέιτ, έδωσαν μαρτυρία στην Μπογκοτά και σε διάφορες άλλες πόλεις, μέχρι και σε μια κωμόπολη με χρυσωρυχεία, το Κονδότο, και στα βαλτοτόπια και τα πυκνά δάση στις ακτές του Ειρηνικού. Επισκέφτηκαν επίσης λιμάνια των ακτών της Καραϊβικής—την Καρθαγένη, την Μπαρανκίγια και τη Σάντα Μάρτα. Η Κάθι Παλμ λέει ότι αυτές οι σκαπάνισσες «ντύνονταν κομψά—φορούσαν και άσπρα γάντια—ενόσω έκαναν έργο σε εμπορικούς κυρίως τομείς».
Το πώς τις δέχονταν οι άνθρωποι κάθε πόλης προμηνούσε πώς θα προόδευε το έργο της Βασιλείας. Για παράδειγμα, οι αδελφές ανέφεραν ότι στη θρησκευόμενη Μεδεγίν σπάνια περνούσε μέρα χωρίς να δεχτούν επιθέσεις από ομάδες μαθητών που τους έβαζαν οι παπάδες. Για την Μπαρανκίγια έγραψαν τα εξής: «Υπάρχουν πολλοί ευγενικοί και καλοπροαίρετοι άνθρωποι στην Μπαρανκίγια, και πιστεύουμε ότι θα μπορούσε να συναχθεί ένας πραγματικά καλός όμιλος ανθρώπων για μελέτες, αν υπήρχε εδώ κάποιος ευαγγελιζόμενος που να μπορεί να αφιερώσει όλο του το χρόνο σ’ αυτό το έργο».
Παλιότερα, στην Μπαρανκίγια ένας Μάρτυρας από άλλη χώρα είχε συναντήσει κάποιον νεαρό μαγαζάτορα παλαιστινιακής καταγωγής. Αυτόν τον έλεγαν Φαράχ Μοράν. Ο Φαράχ είχε μια Αγία Γραφή και του άρεσε πάρα πολύ να τη διαβάζει. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, κάποιο ζεστό σαββατιάτικο απόγευμα, ένας ξένος μπήκε στο ψιλικατζίδικό του να του μιλήσει «για το θέμα της διακυβέρνησης». Ο Φαράχ δήλωσε ότι δεν συζητάει ποτέ πολιτικά θέματα. «Μα, εδώ πρόκειται για την κυβέρνηση του Θεού». Α, τότε αλλάζει το πράγμα. Ο Φαράχ δέχτηκε να πάρει το βιβλίο της Εταιρίας με τον τίτλο Κυβέρνησις.
Άρχισε να το διαβάζει αμέσως, και απορροφήθηκε τόσο που έκλεισε το μαγαζί του για να πάει σπίτι να συνεχίσει το διάβασμα. Στις τέσσερις το πρωί, είχε φτάσει στη μέση του βιβλίου· στις έξι, ο Φαράχ σηκώθηκε, πλύθηκε και πήγε στο ξενοδοχείο για να βρει αυτόν που του είχε δώσει το βιβλίο. Ο Φαράχ πήρε κι άλλα έντυπα από εκείνον το Μάρτυρα. Για να συλλάβει το νόημα της Βιβλικής αλήθειας, διάβαζε και ξαναδιάβαζε εκείνα τα βιβλία στα 14 επόμενα χρόνια.
Έτσι, πριν από την άφιξη αποφοίτων της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της Σκοπιάς, διάφοροι αυτοθυσιαστικοί αλλοδαποί σκαπανείς είχαν κάνει ένα αξιοθαύμαστο έργο στην Κολομβία, υπομένοντας ταλαιπωρίες και εναντίωση, καθώς έσπερναν το σπόρο της Βασιλείας σε ολόκληρη τη χώρα.
Ούτε μια Αχυροκαλύβα
Το μήνα που έληξε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, δηλαδή τον Αύγουστο του 1945, προσγειώθηκε στο παλιό αεροδρόμιο της Μπογκοτά το αεροπλάνο στο οποίο επέβαιναν οι τρεις πρώτοι απόφοιτοι της Γαλαάδ που πήγαν στην Κολομβία. Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνουν ήταν να βρουν ένα χώρο κατάλληλο για ιεραποστολικό οίκο, εφόσον σε λίγο θα κατέφθαναν κι άλλοι απόφοιτοι.
Πριν πάνε στην Κολομβία, μερικοί από εκείνους τους ιεραποστόλους ονειρεύονταν μια χώρα με ακρογιαλιές στην Καραϊβική, φοινικόδεντρα με κλαδιά που λικνίζονται στον αέρα, γραφικές αχυροκαλύβες και φιλικούς ανθρώπους που να περιμένουν πώς και πώς να γνωρίσουν την αλήθεια.
Όταν, όμως, οι απόφοιτοι έφτασαν στην Μπογκοτά βρέθηκαν σε μια πόλη με ενάμισι εκατομμύριο κατοίκους που μόλις άρχιζε να ξεπερνάει το αποικιακό της παρελθόν. Εδώ, ο κόσμος φορούσε κυρίως μαύρα και γκρι, ο καιρός ήταν συχνά συννεφιασμένος και υγρός και οι νύχτες παγερές, σ’ αυτό το υψόμετρο των 2.700 περίπου μέτρων. Βέβαια, εκείνοι έκαναν και πάλι σκαπανικό, αλλά τώρα έπρεπε να μιλούν μια καινούρια γλώσσα, είχαν να καλύψουν ένα δύσκολο τομέα, δεν έβλεπαν ούτε μια αχυροκαλύβα και δεν υπήρχε ακόμη ούτε ίχνος από εκείνους τους ‘φιλικούς ανθρώπους που περίμεναν πώς και πώς να γνωρίσουν την αλήθεια’.
Αν και Γιαγιάδες Τώρα, Μέσα Τους Παραμένουν Ιεραπόστολοι
Οι πιο πολλοί ιεραπόστολοι, ωστόσο, αγάπησαν αυτόν το διορισμό. «Είχε την ομορφιά του να περπατάμε μέσα στη βροχή με αδιάβροχα κι ομπρέλες», θυμάται μια πρώην ιεραπόστολος. «Και πολλές φορές οι μέρες ήταν καταπληκτικά ωραίες, γεμάτες ήλιο και φως. Όταν σκεφτόμασταν τα αμέτρητα λουλούδια, τα σπίτια αποικιακού ρυθμού, τα πρωτόγνωρα έθιμα που έπρεπε να μάθουμε και το πόσο συναρπαστικό ήταν που μαθαίναμε μια καινούρια γλώσσα, τότε βρίσκαμε πως ο ιεραποστολικός μας διορισμός ήταν υπέροχος»!
Οι ιεραπόστολοι ξεκίνησαν να δώσουν μαρτυρία πρώτα στη γειτονιά τους, όπου έμεναν άνθρωποι της μεσαίας τάξης, και διαπίστωσαν ότι αυτοί ήταν φιλικοί και φιλόξενοι—χαρακτηριστικό γνώρισμα του κολομβιανού λαού. Αλλά μόλις οι ιεραπόστολοι άνοιγαν την Αγία Γραφή για να εξηγήσουν το σκοπό της επίσκεψής τους, οι βαθιά ριζωμένοι θρησκευτικοί φόβοι έβγαιναν στην επιφάνεια και τερμάτιζαν τη συζήτηση. Οι προοπτικές για επανεπισκέψεις ήταν λίγες και ήταν δύσκολο να αρχίσουν Γραφικές μελέτες.
Η προσαρμογή στην ομαδική ζωή του ιεραποστολικού οίκου δεν ήταν πάντοτε εύκολη. Μερικοί ιεραπόστολοι έφυγαν γιατί δεν ήταν ευτυχισμένοι. Άλλοι γύρισαν αργότερα στην πατρίδα τους λόγω κάποιας ασθένειας. Και ο Σατανάς κατάφερε να διαρρήξει την ηθική ακεραιότητα λίγων ιεραποστόλων.
Εντούτοις, τρεις νεαρές αδελφές, από εκείνη την πρώτη ομάδα, δεν έχασαν ποτέ το ιεραποστολικό πνεύμα: η Μάριαν Μπράουν, η Τζούελ Χάρπερ και η Χέλεν Λάνγκφορντ. Μολονότι αργότερα, όταν παντρεύτηκαν, σταμάτησαν την ιεραποστολική τους υπηρεσία, έμειναν στο διορισμό τους· αν και είναι όλες τους γιαγιάδες τώρα, μέσα τους παραμένουν ιεραπόστολοι.
«Το Καταλάβαινες ότι Είναι η Αλήθεια»
Αλλά, υπήρχαν στην Μπογκοτά φιλικοί άνθρωποι που περίμεναν πώς και πώς να γνωρίσουν στην αλήθεια. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο 23χρονος Δαβίδ Γκερέρο. Μεγάλωσε σε οικογένεια θρήσκων Καθολικών. Όμως, όταν ήταν δέκα χρονών, άρχισε να έχει αμφιβολίες για τη θρησκεία, με αφορμή το θάνατο του πατέρα του. Αυτό το προσωπικό δράμα τον έπεισε ότι, αντίθετα με τις διδασκαλίες του Καθολικισμού, οι νεκροί βρίσκονται σε κατάσταση ανυπαρξίας. Γι’ αυτό, χρόνια αργότερα, όταν δούλευε στη μικρή βιοτεχνία πλεκτών του αδελφού του, είχε ήδη προετοιμαστεί το έδαφος για να ακούσει την αλήθεια από δυο ιεραποστόλους που πήγαν στο μαγαζί των Γκερέρο.
Την ιστορία συνεχίζει να την αφηγείται ο Δαβίδ: «Ένα πρωινό, ο αδελφός μου με φώναξε να πάω να μιλήσω με κάτι ξένες που δυσκολεύονταν να εξηγήσουν το σκοπό της επίσκεψής τους. Πήγα, αν και τα αγγλικά μου ήταν λίγα, και είδα έκπληκτος δυο καλοντυμένες Βορειοαμερικανές κοπέλες. Ήθελαν να μας μιλήσουν για τη Γραφή. ‘Πρέπει να ’χεις μεγάλο θάρρος για να κάνεις ένα τέτοιο έργο σ’ αυτή τη γειτονιά’, σκέφτηκα εγώ. Τελικά, όταν έφυγαν, εγώ είχα αποκτήσει δυο βιβλία με ενδιαφέροντες τίτλους· το ένα το έλεγαν ‘Η Αλήθεια Ελευθερώσει Υμάς’ και το άλλο Τέκνα. Οι κοπέλες υποσχέθηκαν να ξανάρθουν».
Ο Δαβίδ άρχισε να διαβάζει από τα βιβλία μεγάλα κομμάτια εδώ κι εκεί. «Μου άρεσαν αυτά που διάβαζα», είπε ο ίδιος. «Το καταλάβαινες ότι είναι η αλήθεια. Και αυτοί οι άνθρωποι έκαναν αυτό που έπρεπε μεταδίδοντας το άγγελμα απευθείας στα άτομα».
Οι Μάρτυρες ξαναπήγαν μετά από λίγες μέρες μαζί μ’ ένα αντρόγυνο ιεραποστόλων και κανόνισαν να κάνει ο Δαβίδ Γραφική μελέτη, και σύντομα αυτός παρακολουθούσε τις συναθροίσεις. «Και πριν το καλοκαταλάβω, είχα γίνει ευαγγελιζόμενος της Βασιλείας», είπε ο ίδιος.
Τα Δυο Πρώτα Βαφτίσματα
Το πρώτο βάφτισμα έγινε το 1932, όταν ένας επισκέπτης εκπρόσωπος της Εταιρίας βάφτισε σε μια πισίνα στην Μπογκοτά τους δυο πρώτους διαγγελείς της Βασιλείας στην Κολομβία, τους αδελφούς Χερνάντες και Εστουπινιάν, και δυο γυναίκες. Η μια από τις δυο γυναίκες που βαφτίστηκαν ήταν η Αλεξαντρίνα Μορένο. Η Μορένο πέθανε πιστή το 1950, και η κηδεία της ήταν η πρώτη κηδεία στην Κολομβία την οποία τέλεσαν οι Μάρτυρες.
Την τελευταία Κυριακή του Ιανουαρίου του 1946 έγινε το δεύτερο καταχωρημένο βάφτισμα Μαρτύρων στην Κολομβία, στο οποίο ήταν παρόντα 30 άτομα. Εφτά καινούριοι ευαγγελιζόμενοι συμβόλισαν την αφιέρωσή τους με το βάφτισμα, μεταξύ των οποίων και ο Δαβίδ Γκερέρο. Στους ιεραποστόλους άρεσε πολύ η υποτροπική τοποθεσία όπου έγινε το βάφτισμα, 1.200 μέτρα πιο χαμηλά από τη σαβάνα. Το τοπίο το ομόρφαιναν ένα σωρό πολύχρωμα πουλιά και λουλούδια, καφεόδεντρα κι ένα καθάριο ποταμάκι, που κατέβαινε από τα βουνά περνώντας μέσα από μπαμπού και μπανανιές—έτσι ακριβώς είχαν φανταστεί πολλοί ότι θα ήταν ο διορισμός στις τροπικές χώρες.
Αργότερα, ο Δαβίδ Γκερέρο παντρεύτηκε μια ιεραπόστολο, τη Χέλεν Λάνγκφορντ. Έμειναν για κάποιο διάστημα στις Ηνωμένες Πολιτείες και μετά γύρισαν στην Κολομβία για να κάνουν σκαπανικό και αργότερα είχαν το προνόμιο να υπηρετήσουν στο έργο περιοδεύοντα επισκόπου.
Οργανώνεται Γραφείο Τμήματος—1η Μαΐου 1946
Ένα μήνα μετά το δεύτερο βάφτισμα, όλοι περίμεναν με μεγάλη ανυπομονησία την επίσκεψη του τρίτου προέδρου της Εταιρίας, του Νάθαν Ο. Νορ, και του τότε αντιπροέδρου, του Φρέντερικ Γ. Φρανς, επίσκεψη που είχε ανακοινωθεί ότι θα γινόταν στις 12-17 Απριλίου 1946. Την Κυριακή των Βαΐων του Χριστιανικού κόσμου, 87 άτομα συγκεντρώθηκαν στον ιεραποστολικό οίκο για να ακούσουν την ομιλία του αδελφού Νορ «Ευφράνθητε Έθνη». Δυο μέρες αργότερα, στο Δείπνο του Κυρίου ήταν παρόντα 29 άτομα, και ο αδελφός Φρανς μίλησε με μεγάλη ευχέρεια στα ισπανικά.
Στη διάρκεια της επίσκεψής τους οργανώθηκε το γραφείο τμήματος της Κολομβίας, το οποίο άρχισε να λειτουργεί την 1η Μαΐου του 1946. Λίγους μήνες αργότερα, πέντε ιεραπόστολοι μεταφέρθηκαν στην Μπαρανκίγια για να ανοίξουν έναν ιεραποστολικό οίκο και να αρχίσουν το έργο κηρύγματος της Βασιλείας σ’ εκείνη την παραθαλάσσια πόλη.
Ο Τζον Γκριν, ο πρώτος επίσκοπος τμήματος, υπηρέτησε ως το Νοέμβριο εκείνου του έτους, οπότε ήρθε ο Ρόμπερτ Τρέισι. Ο Γκριν έπρεπε να γυρίσει στις Ηνωμένες Πολιτείες επειδή είχε κλονιστεί η υγεία της γυναίκας του.
Ο Ρόμπερτ Τρέισι είχε αποφοιτήσει από την έκτη τάξη της Γαλαάδ. Αφού υπηρέτησε λίγους μήνες στο έργο περιοχής, εκπαιδεύτηκε στο Μπέθελ του Μπρούκλιν πριν μεταφερθεί στην Κολομβία. Ο φιλικός και ενεργητικός αδελφός Τρέισι επρόκειτο να παίξει βασικό ρόλο στην ανάπτυξη της οργάνωσης στην Κολομβία.
Η Βιολένσια
Το έτος 1946 ήταν αξιοσημείωτο και για άλλον ένα λόγο. Μόλις οι Μάρτυρες άρχισαν να σημειώνουν πρόοδο στο έργο μαθήτευσης, ξέσπασε ένα παλιρροϊκό πολιτικό κύμα που θα έριχνε την Κολομβία στον ολοκληρωτισμό και θα τη γύριζε στο Μεσαίωνα, όσον αφορά τα θρησκευτικά θέματα. Αυτή η αλυσίδα γεγονότων βύθισε την Κολομβία σε μια από τις πιο αιματηρές περιόδους της ιστορίας της—στη Βιολένσια.
Μετά τις προεδρικές εκλογές του 1946, ο υποψήφιος του κόμματος που έχασε, ο Χόρχε Ελιέσερ Γκαϊτάν, υποστήριζε έντονα και πειστικά τους καταπιεσμένους. Έγινε φοβερά δημοφιλής. Στις 9 Απριλίου 1948, το μεσημέρι, ένας δολοφόνος πυροβόλησε και σκότωσε αυτόν τον υπέρμαχο του λαού. Η οργή των πολιτών για το θάνατο του ειδώλου τους προκάλεσε εξέγερση και ένα όργιο σκοτωμών, λεηλασιών και καταστροφών. Εξαγριωμένοι όχλοι, εκδηλώνοντας βίαια την αντίθεσή τους στον κλήρο, κατέστρεψαν ή έκαναν ζημιές σε όλους σχεδόν τους ναούς της πρωτεύουσας. Γκρέμισαν μέχρι και την κατοικία του διπλωματικού αντιπροσώπου του πάπα.
Είχε αρχίσει η περιβόητη Βιολένσια της Κολομβίας. Στην δεκαετία που θα ακολουθούσε άσκοποι σκοτωμοί και θηριώδεις ωμότητες θα έχυναν το αίμα περίπου 200.000 Κολομβιανών. Μακραίωνες πολιτικές αντιδικίες έριχναν λάδι στη φωτιά που είχαν ανάψει τα άσβεστα μίση και εξάπλωσαν το αιματοκύλισμα στις αγροτικές και στις ορεινές περιοχές. Στη διαμάχη τάχθηκαν με τη μια ή την άλλη παράταξη και οι ιερείς των χωριών. Με ποιο αποτέλεσμα; Όλο και περισσότεροι έλεγαν: «Εγώ είμαι Καθολικός. Πιστεύω στον Θεό, αλλά δεν χωνεύω τους παπάδες».
Έγινε προσπάθεια να περιοριστεί η λατρεία των Μαρτύρων με οχλοκρατικές ενέργειες που έγιναν εναντίον τους και με προβλήματα που τους δημιουργούσε η αστυνομία, κατόπιν υποκίνησης του κλήρου. Οι αδελφοί, για να μην τους συλλαμβάνουν όταν έκαναν έργο κηρύγματος, έφευγαν κάθε τόσο από τον έναν τομέα και πήγαιναν σε άλλον, και μερικές φορές έβαζαν σκοπούς για να τους προειδοποιούν για επικείμενες ενοχλήσεις. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έμειναν πολιτικά ουδέτεροι, ωστόσο, σε διάφορα μέρη της χώρας πολλοί συνελήφθηκαν και μερικοί καταδικάστηκαν σε μικρές ποινές φυλάκισης. Εντούτοις, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι σκοτώθηκε κάποιος Μάρτυρας, πράγμα που έπαθαν μερικοί Προτεστάντες οι οποίοι αναμείχθηκαν στη διαμάχη αυτή.
Κατά περίεργο τρόπο, όμως, η ζωή στις μεγαλύτερες πόλεις συνεχιζόταν όπως συνήθως. Οι ξένοι που επισκέπτονταν για λίγο την πρωτεύουσα ούτε που ήξεραν ότι στην ενδοχώρα μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος.
Η Περιορισμένη Γνώση της Γλώσσας Δεν Αποτέλεσε Εμπόδιο
Στις αρχές του 1948, ο Ρόμπερτ Τρέισι έδινε μαρτυρία κοντά στην εμπορική περιοχή της Μπογκοτά όταν χτύπησε την πόρτα της οικογένειας Ρόχας. Δουλειά του πατέρα ήταν να επισκευάζει ραδιόφωνα. Αυτός, η γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά τους έμεναν όλοι σ’ ένα και μόνο δωμάτιο, το ίδιο εκείνο δωμάτιο στο οποίο ο πατέρας έκανε και την κοσμική του εργασία. «Παρά το γεγονός ότι τα ισπανικά μου ήταν περιορισμένα», αφηγείται ο αδελφός Τρέισι, «η οικογένεια προόδευσε και σιγά-σιγά έγιναν όλοι ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας· ο Λούις, το μεγαλύτερο παιδί, ανέλαβε έργο ειδικού σκαπανέα, και το παράδειγμά του το ακολούθησε η Γκλάντις και η Μαρλέν».
Η Γκλάντις παντρεύτηκε έναν ιεραπόστολο και υπηρέτησε μαζί με τον άντρα της στη Βολιβία και στον Ισημερινό. Και ο Λούις είναι τώρα ένας από τους τρεις επισκόπους περιφερείας της Κολομβίας.
Το Γραφείο Τμήματος Μεταφέρεται στην Μπαρανκίγια
Το Δεκέμβριο του 1949 ήρθαν στην Μπογκοτά τρεις καινούριοι απόφοιτοι της Γαλαάδ, ο Ντιούι Φάουντεν με τη γυναίκα του, τη Γουίνι, και την κόρη τους, την Ελίζαμπεθ, κι έτσι υπήρχαν συνολικά εννιά ιεραπόστολοι στη χώρα. Μέχρι τότε οι περισσότεροι ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας ήταν στις βόρειες ακτές της Καραϊβικής, και το έργο άρχιζε να ανθίζει εκεί.
Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, το Δεκέμβριο του 1951, η Εταιρία μετέφερε το γραφείο τμήματος από την Μπογκοτά στην Μπαρανκίγια. Ο Ρόμπερτ Τρέισι συνέχισε να είναι επίσκοπος τμήματος εκεί μέχρι τον Απρίλιο του 1952, οπότε επέστρεψε στην Μπογκοτά για να παντρευτεί τη «Λίμπι» (Ελίζαμπεθ) Φάουντεν. Αντί του Τρέισι έγινε επίσκοπος τμήματος ο Τζέιμς Γουέμπστερ, που ήταν ιεραπόστολος στην Μπαρανκίγια, και ο οποίος υπηρέτησε μ’ αυτή την ιδιότητα τα επόμενα 13 χρόνια. Περισσότερα γι’ αυτούς θα πούμε αργότερα.
Απαγορεύεται Κάθε Μη Καθολική Δραστηριότητα
Το 1953 ο ολοκληρωτιστής πρόεδρος είχε ετοιμάσει για ψήφιση ένα καινούριο σύνταγμα που θα έθετε σε εφαρμογή τις αρχές ενός συντεχνιακού κράτους φασιστικής μορφής. Τα σχέδιά του ναυάγησαν ξαφνικά, όταν ο στρατός προέλασε και ανέτρεψε την κυβέρνησή του. Ο στρατηγός Γκουστάβο Ρόχας Πινίγια, έγινε ο νέος δικτάτορας-πρόεδρος. Αυτό δεν προμηνούσε τίποτα καλό για τους Μάρτυρες.
Ο Γαβριέλ Πινιέρος, που τώρα είναι πρεσβύτερος σε μια εκκλησία στην Κάλι, ήξερε προσωπικά το Στρατηγό Ρόχας. Κάποτε ο Γαβριέλ ήταν σμήναρχος στην Πολεμική Αεροπορία της Κολομβίας και εκτελούσε χρέη πιλότου του στρατηγού. Ο αδελφός Πινιέρος θυμάται ότι ο στρατηγός ήταν ένας καλοσυνάτος άνθρωπος που ήθελε να τερματίσει τη βία και να σταθεροποιήσει τη χώρα. «Ο στρατηγός ξεκίνησε με καλές προθέσεις, αλλά η δύναμη και η φιλοδοξία έκαναν τα μυαλά του να πάρουν αέρα», λέει ο αδελφός Πινιέρος. «Παρ’ όλο που δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκος, άφησε να τον επηρεάσει η εκκλησία».
Επειδή ο Στρατηγός Ρόχας ήθελε να ισχυροποιήσει τη θέση του προέδρου που κατείχε, επιδίωξε να αποκτήσει την υποστήριξη της Καθολικής Εκκλησίας. Γι’ αυτό, ανακοίνωσε ότι η διακυβέρνησή του θα ήταν αυστηρά Ρωμαιοκαθολική. Τρεις μήνες αφότου ανέλαβε την εξουσία, απαγόρευσε όλες τις μη Καθολικές θρησκευτικές δραστηριότητες σε 18 τομείς Καθολικών ιεραποστολών. Κατόπιν, τον Ιούνιο του 1954, εξέδωσε κι άλλο ένα διάταγμα. Αυτό απαγόρευε κάθε δημόσια μη Καθολική θρησκευτική δραστηριότητα. Επιτρέπονταν μόνο οι ιδιωτικές συναθροίσεις σε σπίτια αναγνωρισμένων μη Καθολικών ομάδων ή σε καθιερωμένους θρησκευτικούς ναούς.
Γραφές με Σκισμένα Εξώφυλλα
Το Μάιο του 1953 τα μέλη της εκκλησίας της Μπογκοτά κανόνισαν να κάνουν μια εκδρομή, αλλά αυτή δεν θα ήταν για ψυχαγωγία. Κατέβηκαν κάπου 1.200 μέτρα από την υψίπεδη, ορεινή πόλη τους και πήγαν στο υποτροπικό χωριό Τοκάιμα για να κάνουν μια τελετή βαφτίσματος εκεί στο ύπαιθρο, αλλά και για να κάνουν και κάτι άλλο. Μετά το βάφτισμα, οι ευαγγελιζόμενοι σκορπίστηκαν στο χωριό για να δώσουν μαρτυρία.
Πριν περάσει πολλή ώρα η αστυνομία συνέλαβε μια αδελφή και την έκλεισε στο κρατητήριο. Ο αδελφός Τρέισι και κάποιοι άλλοι προσπάθησαν να εξασφαλίσουν την αποφυλάκισή της, αλλά τους έβαλαν κι αυτούς στο κρατητήριο. Σε λίγο, στο κρατητήριο βρίσκονταν οχτώ Μάρτυρες. Ο εξαγριωμένος υπαρχιφύλακας φώναζε ότι αυτοί ήταν Κομμουνιστές και ότι δεν είχαν κανένα δικαίωμα να κηρύττουν σ’ αυτό το Καθολικό χωριό. Ο δήμαρχος είπε να πετάξουν τα έντυπα των Μαρτύρων σε μια δεξαμενή με νερό που υπήρχε στην κεντρική αυλή του αστυνομικού τμήματος, αφού πρώτα οι αστυνομικοί είχαν σκίσει τα εξώφυλλα των βιβλίων και των Γραφών. Τελικά, μια ώρα αργότερα, οι αξιωματούχοι ηρέμησαν και άφησαν ελεύθερους τους Μάρτυρες.
Το τετράωρο ταξίδι της επιστροφής το έκανε η εκκλησία όλο χαρά, καθώς όλοι, ανηφορίζοντας την πλαγιά του βουνού, ‘χαίρονταν που αξιώθηκαν να ατιμαστούν υπέρ του ονόματος του Ιησού’.—Πράξ. 5:41.
Η Εκκλησία της Μπογκοτά Μένει Μόνη της
Το 1954 η Μπογκοτά ήταν μια πόλη 600.000 και πλέον κατοίκων και αναπτυσσόταν ραγδαία. Ωστόσο, μετά από οχτώ και πλέον χρόνια ιεραποστολικής δράσης, η εκκλησία της Μπογκοτά είχε ακόμη κατά μέσο όρο μόνο 30 ευαγγελιζόμενους. Αφού υπήρχαν τόσο λίγα αποτελέσματα μετά από τόσο πολλές προσπάθειες, έκλεισε ο ιεραποστολικός οίκος στην Μπογκοτά και στάλθηκαν αλλού οι ιεραπόστολοι. Πού όμως; Στην Κάλι, εκεί όπου είχε δώσει μαρτυρία η αδελφή Κάθι Παλμ πριν από 18 χρόνια. Η Κάλι είχε φτάσει να γίνει μια αναπτυσσόμενη, βιομηχανική πόλη· ήταν λοιπόν λογικό να ανοίξει εκεί ένας καινούριος ιεραποστολικός οίκος.
Για την επίβλεψη του έργου της Βασιλείας στην εκκλησία της Μπογκοτά, διορίστηκε επίσκοπος εκκλησίας ένας ντόπιος αδελφός, ο Πορφίριο Καϊσέδο. Αυτός ήταν τεχνίτης ξυλουργός που έφτιαχνε καλούπια για το χύσιμο μετάλλων. Όταν γνώρισε την αλήθεια το 1950, χρησιμοποίησε το πνεύμα της εργατικότητας που τον διέκρινε για να αναθρέψει ‘με διαπαιδαγώγηση και νουθεσία Ιεχωβά’ τη μεγάλη του οικογένεια, που μεγάλωσε μάλιστα ακόμη περισσότερο αργότερα.—Εφεσ. 6:4, ΜΝΚ.
Ο δεύτερος γιος του Πορφίριο, ο Ραούλ, άρχισε να κάνει σκαπανικό αμέσως μόλις έβγαλε το λύκειο, στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Πήρε στα σοβαρά τη διακονία του και υπηρέτησε στο έργο περιοχής και περιφερείας· κατόπιν παρακολούθησε τη Σχολή Γαλαάδ. Γύρισε στην Κολομβία, ιεραπόστολος τώρα πια, και ανέλαβε τον τελικό του διορισμό—μέλος της Επιτροπής του Τμήματος. Όλοι λυπήθηκαν όταν ο Ραούλ Καϊσέδο πέθανε από καρκίνο σε ηλικία 38 χρονών το 1981. Ο πατέρας του, ο Πορφίριο, πέθανε δυο χρόνια αργότερα.
Το υπόμνημα της πιστής υπηρεσίας που άφησε ο Πορφίριο Καϊσέδο και η πολυμελής οικογένειά του συνεχίζεται και σήμερα.b Και τα 17 παιδιά του, που ζουν ακόμη, είναι αφιερωμένοι, δραστήριοι Μάρτυρες. Από τα 50 περίπου εγγόνια του, τα 20 είναι βαφτισμένα και τα υπόλοιπα, που είναι πιο μικρά, μεγαλώνουν μέσα στην αλήθεια.
Στα Παράκτια Όλοι Ξέρουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά
Ας δούμε τώρα τι έγινε με το έργο της Βασιλείας στις ακτές της Καραϊβικής. Θυμάστε την έκθεση που έκανε η αδελφή Κέιτ Γκόας, αφού κήρυξε στην Μπαρανκίγια το 1942; Πίστευε ότι υπήρχαν «πολλοί ευγενικοί και καλοπροαίρετοι άνθρωποι» που θα δέχονταν ευνοϊκά την αλήθεια. Τέσσερα χρόνια αργότερα, πέντε ιεραπόστολοι πήγαν από την Μπογκοτά σ’ αυτή την παράκτια πόλη έτοιμοι να αρχίσουν το κήρυγμα.
Η τροπική Μπαρανκίγια έχει μια μοναδική γοητεία: τον ξέγνοιαστο τρόπο ζωής, τους ανοιχτόκαρδους ανθρώπους, την παράξενη προφορά τους. Πράγματι, αυτοί που ζουν στα παράκτια είναι εκδηλωτικοί άνθρωποι και πολύ συχνά τη χαρά τους την εξωτερικεύουν με θορυβώδη τρόπο. Τους συμπαθεί κανείς αμέσως.
Οι πέντε ιεραπόστολοι οι οποίοι μετακόμισαν από την Μπογκοτά στην Μπαρανκίγια το 1946 έλαβαν επιπρόσθετη βοήθεια το Νοέμβριο εκείνου του έτους. Κατέφθασε ένας ψηλός και λεπτός 28χρονος πρώην αγρότης από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Τζέιμς Γουέμπστερ. «Τι ξαφνική αλλαγή!» είπε ο Γουέμπστερ. Στη Γαλαάδ ήταν συμμαθητής του Ρόμπερτ Τρέισι, και όπως και ο Τρέισι, είχε υπηρετήσει ως επίσκοπος περιοχής πριν έρθει στην Κολομβία.
Μετά από έξι μήνες, το Μάιο του 1947, μετακόμισε από την Μπογκοτά ο Όλαφ Όλσον για να ενισχύσει την ομάδα των ιεραποστόλων. Επειδή ήταν Βορειοαμερικανός νορβηγικής καταγωγής, μιλούσε τα ισπανικά με μια ιδιάζουσα σκανδιναβική προφορά. Στην Μπαρανκίγια, που τότε είχε γύρω στους 160.000 κατοίκους, μόνο μια χούφτα ντόπιοι συναθροίζονταν τακτικά με τους εφτά ξένους. Ο Όλσον πρόβλεψε ότι μια μέρα η Μπαρανκίγια θα είχε 500 ευαγγελιζομένους. Αυτό φαινόταν αδύνατο τότε, αλλά οι ευαγγελιζόμενοι έφτασαν αυτόν τον αριθμό τον Ιανουάριο του 1959.
Οι περισσότεροι νεοσυνταυτισμένοι προέρχονταν από την πιο φτωχή τάξη, τους πουέμπλο, όπως τους λένε οι Κολομβιανοί. Στη διάρκεια της τρομακτικής Βιολένσια που πέρασε η Κολομβία, οι Μάρτυρες από τους πουέμπλο ήταν αυτοί που θαρραλέα άνοιξαν το δρόμο για την αλήθεια σε άλλες παραθαλάσσιες πόλεις και στην ενδοχώρα.
«Σήμερα υπάρχουν στην Μπαρανκίγια 62 εκκλησίες, περισσότερες από τις εκκλησίες κάθε άλλης πόλης στη χώρα με εξαίρεση την Μπογκοτά», λέει ο Ρογκέλιο Τζόουνς, ο οποίος είναι ο επίσκοπος πόλης και εργολάβος οικοδομών που βοηθάει την Εταιρία στα οικοδομικά έργα από τη δεκαετία του 1950. «Και το κήρυγμα που έγινε στα παράκτια υπήρξε αποτελεσματικό. Όλοι σχεδόν στην πόλη έχουν κάποιον συγγενή, φίλο ή συνάδελφο που είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά. Η περιοχή των ακτών της Καραϊβικής είναι ίσως το μόνο μέρος στην Κολομβία όπου οι άνθρωποι ξέρουν να ξεχωρίζουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά από τις άλλες μη Καθολικές ομάδες».
Ένας Λαχειοπώλης, Τώρα Τακτικός Σκαπανέας
Οι ξένοι που επισκέπτονται την Κολομβία παρατηρούν αμέσως ότι σε κάθε γωνιά υπάρχουν λαχειοπώλες—πρότυπα στην ανάληψη πρωτοβουλίας και στην επιμονή. Ο Χοσέ Βιλαδιέγκο, πλανόδιος λαχειοπώλης κι αυτός, πήρε κάποια έντυπά μας από έναν ιεραπόστολο, που έκανε έργο δρόμου, και του άρεσαν αυτά που έλεγαν. Μετά από λίγες μέρες, ο Χοσέ είδε κατά τύχη έναν ευαγγελιζόμενο της Βασιλείας να δίνει μαρτυρία από σπίτι σε σπίτι. Μια και ο ίδιος είχε μεγάλη πείρα σ’ αυτού του είδους τη δουλειά—μόνο μ’ ένα πολύ διαφορετικό προϊόν—άρχισε να συνοδεύει τον ευαγγελιζόμενο. Στην αρχή άκουγε πώς γινόταν το κήρυγμα. Μετά έμπαινε κι αυτός στη συζήτηση για να τονίσει πόσο σπουδαίο είναι το άγγελμα.
Την άλλη Κυριακή το πρωί, ο Χοσέ ήταν στην Αίθουσα Βασιλείας έτοιμος για την υπηρεσία αγρού. (Εκείνη την εποχή δεν ήταν τόσο σαφώς καθορισμένες, όπως σήμερα, οι απαιτήσεις για τους καινούριους ευαγγελιζομένους.) Σύντομα ωστόσο, ο Χοσέ σταμάτησε να πουλάει λαχεία προκειμένου να πληρεί τις προϋποθέσεις για αφιέρωση και βάφτισμα. Έξι μήνες μετά το βάφτισμά του, έγινε ο πρώτος τακτικός σκαπανέας της Μπαρανκίγια, τον Απρίλιο του 1949. Σήμερα, ο Χοσέ Βιλαδιέγκο είναι πρεσβύτερος σε μια εκκλησία της Μπαρανκίγια και συνεχίζει να είναι παράδειγμα στην ανάληψη πρωτοβουλίας και στον ενθουσιασμό που δείχνει ως τακτικός σκαπανέας.
‘Με Εντυπωσίασε η Ευγένειά του’
Υπήρχαν και στην πιο πλούσια τάξη φιλικοί άνθρωποι που περίμεναν να γνωρίσουν την αλήθεια. Για παράδειγμα, στην περιοχή Ελ Πράδο ζούσε μια απαρηγόρητη χήρα, η Ίνες Βίζε. Είχε γεννηθεί στην Τζαμάικα από Άγγλους γονείς και τα παιδικά της χρόνια τα έζησε στην Κολομβία. Αργότερα παντρεύτηκε και πήγε να μείνει στη Γερμανία όπου, τον καιρό του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, πέθαναν ο Γερμανός άντρας της και οι δυο υιοθετημένοι γιοι της. Μετά τον πόλεμο, γύρισε στην Κολομβία. Μια μέρα του 1947, χτύπησε την πόρτα της ο Όλαφ Όλσον, κάνοντας προσφορά μια συνδρομή στη Σκοπιά. Η ίδια έκανε τα εξής σχόλια αργότερα: «Δεν είχα ακούσει τίποτα για τους μάρτυρες του Ιεχωβά και γνώριζα πολύ λίγα πράγματα για τη Γραφή. Εντούτοις, αποφάσισα να γίνω συνδρομήτρια, λόγω της ευγενικής, διακριτικής του στάσης». Δυο χρόνια αργότερα η Ίνες άρχισε να κάνει σκαπανικό, σε ηλικία 59 χρονών.
Η Ίνες έκανε γενναιόδωρες συνεισφορές για το έργο της Βασιλείας· πρόσφερε μεταξύ άλλων ένα ψυγείο και ένα πλυντήριο, πράγματα πολύ αναγκαία για τον ιεραποστολικό οίκο, και έδωσε για το γραφείο τμήματος ένα μεγάλο και καινούριο αυτοκίνητο τύπου στέισον του 1953. Στα χρόνια που πέρασαν, υπήρξε επίσης ικανή δασκάλα ισπανικών για τους νεοφερμένους ιεραποστόλους. Μέχρι που πέθανε το 1977, η Ίνες αποτελούσε λαμπρό παράδειγμα. Η αίσθηση του χιούμορ που είχε και η εκτίμηση που έτρεφε για την αλήθεια έδιναν ενθάρρυνση τόσο στους ιεραποστόλους όσο και στους ντόπιους αδελφούς.c
«Τα Πράγματα Άρχισαν στ’ Αλήθεια να Πηγαίνουν προς τα Εμπρός!»
Ο Φαράχ Μοράν, ο ψιλικατζής που αναφέρθηκε προηγουμένως και ο οποίος για 14 περίπου χρόνια διάβαζε βιβλία γραμμένα από τον αδελφό Ρόδερφορντ, είχε πειστεί ότι βρήκε την αλήθεια. Μια μέρα, το Σεπτέμβριο του 1949, ένας ιεραπόστολος επισκέφτηκε το μαγαζί του Φαράχ, συστήθηκε ως διάκονος και πήγε να συνεχίσει την παρουσίασή του, αλλά ο Φαράχ τον διέκοψε λέγοντας: «Εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει να ακούσω για καμιά θρησκεία εκτός απ’ αυτήν που εξηγεί ο Δικαστής Ρόδερφορντ!» Όταν είδε ότι επρόκειτο για το ίδιο άγγελμα, ο Φαράχ πήρε πρόθυμα το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής». Την ίδια κιόλας εβδομάδα ο Φαράχ άρχισε να παρακολουθεί τις συναθροίσεις.
Ο αδελφός Γουέμπστερ αφηγείται: «Η γυναίκα του Φαράχ και μερικά άτομα από την οικογένειά της γνώρισαν την αλήθεια. Ένας φίλος του Φαράχ με τον οποίο πήγαινε κάποτε για κυνήγι, ο Σεζάρ Ρόκα, η γυναίκα του και η μεγάλη τους οικογένεια, καθώς και αρκετοί άλλοι φίλοι, δέχτηκαν το άγγελμα. Οι Προτεστάντες αδελφοί του Φαράχ, οι οικογένειές τους και μερικοί συμπέθεροί τους γνώρισαν κι αυτοί την αλήθεια. Τα πράγματα άρχισαν στ’ αλήθεια να πηγαίνουν προς τα εμπρός!».
Η αύξηση ήταν γοργή στην Μπαρανκίγια, και σε λίγο σχηματίστηκε και δεύτερη εκκλησία, που είχε για Αίθουσα Βασιλείας το σπίτι του Φαράχ Μοράν. Προεδρεύων επίσκοπος ήταν ο Όλαφ Όλσον. Στην πρώτη συνάθροιση ήταν παρόντα πενήντα δύο άτομα. Ο αδελφός Όλσον εκπαίδευσε τον Φαράχ για να μπορεί να επιβλέπει αυτή την ομάδα. Σχηματίστηκε και τρίτη εκκλησία το Σεπτέμβριο του 1953. Δυο χρόνια αργότερα, άρχισε να λειτουργεί και τέταρτη εκκλησία.
Το Μικρόφωνο του Παπά Είχε Μείνει Ανοιχτό
Ο αδελφός Γουέμπστερ μάς λέει για κάτι που έδωσε μεγάλη ώθηση στο ευαγγελιστικό έργο:
«Το Μάρτιο του 1953, πήραμε το καινούριο στέισον που δώρισε στο γραφείο τμήματος η αδελφή Βίζε. Αρχίσαμε να δίνουμε τακτικά ομαδική μαρτυρία στα γύρω προάστια και στα κοντινά χωριά. Σε λίγο είχαμε δώσει μαρτυρία σε δέκα κωμοπόλεις του διοικητικού διαμερίσματος Ατλάντικο, στις οποίες δεν είχε γίνει ποτέ προηγουμένως έργο. Όταν τα ταξίδια ήταν πολυήμερα, πηγαίναμε μόνο αδελφοί. Συνεισφέραμε όλοι εξίσου για τα έξοδα. Το βράδυ βρίσκαμε κατάλυμα σε φιλόξενες οικογένειες, και κοιμόμασταν σε αιώρες, στο πάτωμα ή μέσα στο ‘Τεοκράτικα’, όπως είχαμε βγάλει το αυτοκίνητο. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που οι ιερείς των χωριών προσέφευγαν στους κοσμικούς δημάρχους και έβαζαν την αστυνομία να παρακωλύει το έργο».
Ένα κυριακάτικο πρωινό, μόλις μια ομάδα αδελφών πήγε στην πλατεία της κωμόπολης Τουμπαρά, η φωνή του παπά ακούστηκε δυνατά από τα μεγάφωνα του καμπαναριού: «Χαιρετώ τους φίλους μας, τους Μάρτυρες του Ιεχωβά! Σας προσκαλώ να έρθετε εδώ για να μιλήσουμε και να δούμε ποιος έχει δίκιο». Ορισμένοι αδελφοί προχώρησαν προς το ναό, και ο παπάς τούς ζήτησε να του δείξουν ποια είναι η διαφορά μεταξύ του Καθολικισμού και του Προτεσταντισμού.
Ο Τζέιμς Γουέμπστερ άρχισε να αφηγείται την ιστορία της Χριστιανοσύνης του πρώτου αιώνα και περιέγραψε την αποστασία που αναπτύχθηκε στη διάρκεια του δεύτερου και του τρίτου αιώνα. Αφού έκανε μια σύντομη ανασκόπηση της ιστορίας της Καθολικής Εκκλησίας μέχρι την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα, τόνισε ότι τόσο ο Καθολικισμός όσο και ο Προτεσταντισμός έχουν τις ίδιες θεμελιώδεις διδασκαλίες ειδωλολατρικής προέλευσης—την Τριάδα, την αθάνατη ψυχή και τον πύρινο άδη. Στη συνέχεια εξήγησε τι διδάσκει στην πραγματικότητα η Αγία Γραφή για τον Ιεχωβά Θεό, τον Χριστό Ιησού, τη Βασιλεία και μια παραδεισένια γη.
Είχαν περάσει 15 λεπτά από την ώρα που άρχισε η συζήτηση, η οποία γινόταν ακριβώς δίπλα στο μικρόφωνο του παπά το οποίο είχε μείνει ανοιχτό. Και αφού από τα μεγάφωνα του ναού η συζήτηση ακουγόταν σε όλη την κωμόπολη, στην πλατεία μαζεύτηκαν 169 άνθρωποι, εκτός από εκείνους που άκουγαν από τα σπίτια τους.
Τότε ο παπάς θυμήθηκε ότι το μικρόφωνο είχε μείνει ανοιχτό και ξαφνικά είπε πως είχε ένα ραντεβού για κάποιο γάμο και έδωσε απότομα τέλος στη συζήτηση. Όταν οι αδελφοί γύρισαν εκεί που ήταν οι υπόλοιποι της ομάδας, από τα μεγάφωνα αντηχούσε ένα τραγούδι με τίτλο «Πάρτε ένα ρόπαλο για δαύτους!» (¡Palo con esa gente!) Αλλά δεν έγινε καμιά οχλοκρατική ενέργεια. Οι Μάρτυρες συνέχισαν να κηρύττουν ειρηνικά από σπίτι σε σπίτι, πράγμα που άφησε εμβρόντητο τον παπά.
Τους Συλλαμβάνουν και τους Διατάζουν να Φύγουν από την Κωμόπολη
Ο Αντόνιο Καρβαχαλίνο, ένας ράφτης, υποστήριζε την ιδεολογία του Κομμουνιστικού κόμματος, όταν κάποτε έμενε στη μικρή κωμόπολη Αρακατάκα. Αργότερα, καθώς έδιναν μαρτυρία οι αδελφοί Γουέμπστερ και Όλσον βρήκαν τον Αντόνιο, που τώρα έμενε στην Μπαρανκίγια. Ακολούθησαν ζωηρές Βιβλικές συζητήσεις στις επόμενες επισκέψεις, στη διάρκεια των οποίων οι τέσσερις ανύπαντρες αδελφές του Αντόνιο κρυφάκουγαν από το διπλανό δωμάτιο προσπαθώντας να μη χάσουν ούτε λέξη από τα όσα λέγονταν. Τελικά, στον Αντόνιο δεν έμενε παρά να παραδεχτεί ότι η Βασιλεία του Θεού είναι η μοναδική ελπίδα για το φτωχό λαό της Κολομβίας και για τον υπόλοιπο κόσμο. Αργότερα, ο Αντόνιο βαφτίστηκε. Οι τέσσερις αδελφές του δέχτηκαν κι αυτές με εκτίμηση την αλήθεια και σύντομα ανέλαβαν την υπηρεσία σκαπανέα μαζί με τον αδελφό τους.
Αργότερα, όλη η οικογένεια Καρβαχαλίνο, μαζί μ’ έναν ανιψιό τους, τον Τομάς Ντάνγκοντ, αποτέλεσαν την ομάδα των ειδικών σκαπανέων που διορίστηκαν στην Μπαρανκαμπερμέχα, κέντρο διύλισης πετρελαίου στον ποταμό Μαγκνταλένα. Αυτή η περιοχή ήταν τομέας της Καθολικής ιεραποστολής, και εκεί απαγορευόταν να ασκούν προσηλυτισμό οι μη Καθολικοί, σύμφωνα με το διάταγμα του στρατηγού και δικτάτορα Γκουστάβο Ρόχας Πινίγια. Οι Ευαγγελικοί της κωμόπολης έκαναν συναθροίσεις «κεκλεισμένων των θυρών» στο δικό τους εκκλησιαστικό κτίριο. Μόλις έμαθαν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά κηρύττουν τώρα στην κωμόπολη, οι Ευαγγελικοί έτρεξαν στον Καθολικό επίσκοπο, κρατώντας μια Σκοπιά και ένα Ξύπνα!, για να του αναφέρουν ότι οι Μάρτυρες ήταν αυτοί που διέθεταν αυτά τα περιοδικά, και όχι η οργάνωση των Ευαγγελικών.
Η αστυνομία πήρε διαταγές να πιάσει τους Μάρτυρες. Πρώτα συνέλαβαν τις τέσσερις αδελφές. Μετά έστειλαν αστυνομικούς εκεί όπου έμεναν οι σκαπανείς και συνέλαβαν τους δυο αδελφούς, κάνοντας επίσης κατάσχεση των χαρτοφυλάκων τους και των 20 κιβωτίων με έντυπα που είχαν μαζί τους. Ο πταισματοδίκης διέταξε τους σκαπανείς να πληρώσουν πρόστιμο και να δηλώσουν ενυπόγραφα ότι θα έπαυαν να κηρύττουν στην πόλη. Αρνήθηκαν όλοι να το κάνουν αυτό, κι έτσι καταδικάστηκαν και οι έξι σε 90 μέρες φυλάκιση.
Την άλλη μέρα οι δυο αδελφοί έπεισαν το δήμαρχο ότι «ήταν μεγάλη ντροπή για τη θέση του να επιτρέπει να βρίσκονται τέσσερις Χριστιανές κλειδαμπαρωμένες σαν εγκληματίες κάτω από τόσο ελεεινές συνθήκες». Του ζήτησαν να προστεθούν οι ποινές των γυναικών στις δικές τους ώστε να αποφυλακιστούν οι τέσσερις αδελφές. Ο δήμαρχος συμφώνησε κι έτσι ο Αντόνιο και ο ανιψιός του, ο Τομάς, καταδικάστηκαν σε εννιάμηνη φυλάκιση.
Ο επίσκοπος του τμήματος, ο Τζέιμς Γουέμπστερ, πήγε αεροπορικώς στην Μπαρανκαμπερμέχα και έψαξε να βρει κάποιο δικηγόρο για να υπερασπίσει τους Μάρτυρες. Αλλά κανένας δεν είχε το θάρρος να κάνει κάτι τέτοιο. Μετά πήρε το αεροπλάνο και πήγε στην Μπογκοτά για να εκθέσει ο ίδιος προσωπικά την υπόθεση στο γραμματέα του προέδρου. Όταν άκουσε τα συμβάντα, ο γραμματέας τηλεφώνησε στο δήμαρχο της Μπαρανκαμπερμέχα και τον διέταξε να αποφυλακίσει τους αδελφούς και να τους επιστρέψει τα έντυπά τους με τον όρο να φύγει η ομάδα αυτή από την κωμόπολη μέσα σε 48 ώρες.
Βοήθησαν Πάνω από 300 Άτομα να Γνωρίσουν την Αλήθεια
Μέσα στο καθορισμένο χρονικό διάστημα και κάτω από αστυνομική επιτήρηση, οι Καρβαχαλίνο επιβιβάστηκαν σ’ ένα λεωφορείο για να πάνε στη γειτονική Μπουκαραμάνγκα, την πρωτεύουσα του διοικητικού διαμερίσματος Σανταντέρ. Επειδή η γύρω ύπαιθρος ήταν γεμάτη παρανόμους λόγω της Βιολένσια, οι άνθρωποι φοβούνταν τους ξένους και τους αντιμετώπιζαν με καχυποψία. Παρ’ όλα αυτά, οι σκαπανείς κήρυτταν με διακριτικότητα και κέρδισαν την εμπιστοσύνη των ντόπιων. Μέσα σ’ ένα χρόνο, ίδρυσαν μια εκκλησία με 13 ευαγγελιζομένους. Και όταν τους επισκέφτηκε ο επίσκοπος περιοχής, ένιωσαν έκπληξη βλέποντας 65 άτομα να παρακολουθούν τη δημόσια ομιλία.
Πού βρίσκεται τώρα η οικογένεια Καρβαχαλίνο; Ο Αντόνιο Καρβαχαλίνο πέθανε το 1958 και η αδελφή του, η Ινέζ το 1987. Ο ανιψιός τους, ο Τομάς Ντάνγκοντ, είναι τώρα πρεσβύτερος. Αυτός, η γυναίκα του και η κόρη του υπηρετούν ως ειδικοί σκαπανείς στη γειτονική Βενεζουέλα. Οι αδελφές Καρβαχαλίνο έμειναν ανύπαντρες, προκειμένου ‘να υπηρετήσουν τον Κύριο χωρίς περισπασμούς’. (1 Κορ. 7:35) Συνολικά, έχουν βοηθήσει πάνω από 300 άτομα να γνωρίσουν την αλήθεια.d
Φυλακίστηκαν κι άλλοι ειδικοί σκαπανείς εκείνα τα χρόνια. Στο λιμάνι του ποταμού Μαγκνταλένα, το Μαγκανγκέ, το 1956 ο ιερέας της πόλης έβαλε να κλείσουν 11 μέρες στη φυλακή τον Μιγκουέλ Μανγκά και τη γυναίκα του, τη Λεονόρ. Και στην τότε φανατική πόλη του Σααγκούν, στην Κόρδοβα, ένας κακοπληροφορημένος δήμαρχος συνέλαβε έναν ειδικό σκαπανέα, τον Κάρλος Αλβαρίνο, και τον καταδίκασε σε καταναγκαστικά έργα για δυο εβδομάδες.
«Σαν να Ζω σ’ έναν Αλλιώτικο Κόσμο»
Ο Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο: «Όσα ήκουσας παρ’ εμού . . . ταύτα παράδος εις πιστούς ανθρώπους, οίτινες θέλουσιν είσθαι ικανοί και άλλους να διδάξωσι». (2 Τιμ. 2:2) Δυο τέτοιοι υποψήφιοι πιστοί ήταν ο Μπενιαμίν Ανγκούλο και ο Αρμάντο Γκόμεζ.
Ο Μπενιαμίν Ανγκούλο, ένας 27χρονος εργάτης της Σάντα Μάρτα, είχε χάσει κάθε πίστη στην εκκλησία και δεν τον ενδιέφερε η πολιτική. Σκεφτόταν συνέχεια: ‘Παντού υπάρχουν αδικίες και βάσανα. Είναι τόσο άδικο! Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει Θεός;’
Μια μέρα του 1955, ένας συνάδελφός του τού μίλησε για τον Ιεχωβά Θεό και για τη Βασιλεία Του και προσφέρθηκε να του κάνει κάθε εβδομάδα Γραφική μελέτη από το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής». Ο Μπενιαμίν δέχτηκε, και επέμενε να κάνουν τη μελέτη στη δουλειά κάθε μεσημέρι την ώρα της διακοπής, έξι μέρες την εβδομάδα.
Πέρασε ένας μήνας. Τότε ο Μάρτυρας αποφάσισε ότι ήταν καιρός να καλέσει τον καινούριο του σπουδαστή στις συναθροίσεις. Και βέβαια ήθελε να πάει! Ο Μπενιαμίν και χάρηκε, αλλά και στενοχωρήθηκε σ’ εκείνη την πρώτη του συνάθροιση. Ρωτούσε γιατί δεν του είχε μιλήσει πρωτύτερα ο Μάρτυρας γι’ αυτές τις υπέροχες συναθροίσεις. Είχε χάσει «έναν ολόκληρο μήνα πολύτιμης εκπαίδευσης».
Υπήρχαν λίγοι αδελφοί στην εκκλησία της Σάντα Μάρτα, και παρ’ όλο που ο Μπενιαμίν ήταν υπερβολικά ντροπαλός, βρέθηκε να έχει αμέσως διορισμούς στη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας και σε λίγο και στις άλλες συναθροίσεις. Το βιβλίο που χρησιμοποιείται στη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας είχε γίνει το μόνιμο εγχειρίδιό του, αφού διάβαζε και εφάρμοζε ευσυνείδητα όλες τις συμβουλές που περιείχε αυτό. Από χαρά για το ότι είχε μόλις βρει ένα σκοπό στη ζωή, ο Μπενιαμίν αναφωνούσε: «Είναι σαν να ζω σ’ έναν αλλιώτικο κόσμο—η αλήθεια, οι συναθροίσεις, η αγάπη των αδελφών, τα προνόμια που απολαμβάνω!»
‘Ο Μαθητής Γίνεται σαν το Δάσκαλό του’
Ως ειδικός σκαπανέας, ο Μπενιαμίν διορίστηκε το 1958 στη Μοντερία, που βρίσκεται στον ποταμό Σινού, και σε λίγο βρήκε άλλον ένα απ’ αυτούς τους υποψήφιους πιστούς, τον 20χρονο γιο μιας καινούριας ευαγγελιζομένης της εκκλησίας, της αδελφής Γκόμεζ. Το αγόρι το έλεγαν Αρμάντο.
Ο Μπενιαμίν έφυγε από τη Μοντερία για να αναλάβει ένα διορισμό στο έργο περιοχής, και ο Αρμάντο συνέχισε να πηγαίνει στην τοπική εκκλησία. Ο Αρμάντο είχε το νου του προσηλωμένο στο παράδειγμα του μεγαλύτερου σε ηλικία Ερμάνο (αδελφού) Μπενιαμίν. Δεν είπε ο Ιησούς, «Αρκετόν είναι εις τον μαθητήν να γείνη ως ο διδάσκαλος αυτού»; (Ματθ. 10:25) Και ο Αρμάντο επίσης έγινε ειδικός σκαπανέας και μετά επίσκοπος περιοχής. Τώρα, ο Αρμάντο Γκόμεζ υπηρετεί στο Μπέθελ της Μπογκοτά ως ένα από τα πέντε μέλη της Επιτροπής του Τμήματος της Κολομβίας, μαζί με τον Μπενιαμίν Ανγκούλο, ο οποίος τον έβγαλε στην υπηρεσία αγρού πριν από 30 και πλέον χρόνια στη Μοντερία.
Οι «Σκληροί» Δέχονται Πρόθυμα την Αλήθεια
Τα καλά νέα για τη Βασιλεία διαδόθηκαν γρήγορα από τη Μοντερία στα περίχωρα και ύστερα και στις πιο απόμερες περιοχές της Κόρδοβας. Το 16ο αιώνα, Ευρωπαίοι χρυσοθήρες είχαν «χτενίσει» αυτή την περιοχή ψάχνοντας να βρουν σπηλιές και τάφους Ινδιάνων, όπου ήταν θαμμένα πάμπολλα χρυσά αντικείμενα. Εκείνοι οι κυνηγοί θησαυρών έβρισκαν πράγματα τεράστιας αξίας, τα οποία και έστελναν μέσω του ποταμού Σινού στη θάλασσα και από εκεί δια ξηράς στη Καρθαγένη, από όπου και μεταφέρονταν με πλοία στην Ισπανία.
Αργότερα πήγαν εκεί κι άλλοι Ισπανοί, αυτοί όμως για μόνιμη εγκατάσταση. Έτσι η Κόρδοβα έγινε γνωστή σαν μια γη γεμάτη «σκληρούς» κτηνοτρόφους και γαιοκτήμονες, που έπαιρναν το νόμο στα χέρια τους και που έλυναν τις διαφορές τους με μαχαίρια και πιστόλια. Είναι ενδιαφέρον ότι πολλοί τέτοιοι άντρες και οι οικογένειές τους δέχτηκαν πρόθυμα το άγγελμα της Βασιλείας και άρχισαν να το μεταδίδουν σ’ αυτούς που είχαν τα γειτονικά ράντσα και κτήματα. Έτσι, αφού μεγάλωνε ο αριθμός των νεοενδιαφερομένων, σχηματίζονταν εκκλησίες και άρχισαν να γίνονται επισκέψεις περιοχής. Πολλοί περιοδεύοντες επίσκοποι της Κολομβίας πήραν «το βάφτισμα του πυρός» στην περιοχή της Κόρδοβας, και μερικοί περιγράφουν αστειευόμενοι αυτή την εμπειρία ως εκπαίδευση για επιβίωση από ‘τη μεγάλη θλίψη’.—Αποκ. 7:14.
Ο Μπενιαμίν Ανγκούλο, αναπολώντας τον παλιό εκείνο καιρό, λέει: «Έζησα τόσα σ’ εκείνη την περιοχή της Κόρδοβας—περνούσα ολόκληρη μέρα καβάλα σε άλογα και γαϊδούρια, διέσχισα ποτάμια γεμάτα φίδια, κινδύνεψα από ομάδες ανταρτών, προσβλήθηκα από υψηλό πυρετό—θα γέμιζα βιβλίο αν ήθελα να τα διηγηθώ όλα».
Είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι, προς το παρόν, οι απομονωμένες περιοχές της Κόρδοβας είναι οι μόνοι αγροτικοί τομείς της Κολομβίας που έχουν καλυφθεί τόσο πλήρως με το άγγελμα της Βασιλείας.
«Διαλύστε τη Συνέλευση»
Η πρώτη συνέλευση περιφερείας στην Κολομβία έγινε στο γραφείο τμήματος, δηλαδή στον ιεραποστολικό οίκο της Μπαρανκίγια, το Δεκέμβριο του 1952. Ήρθαν αδελφοί από έξι διοικητικά διαμερίσματα για να την παρακολουθήσουν· μερικοί μάλιστα ταξίδευαν τέσσερις μέρες με βάρκα στον Μαγκνταλένα. Το ανώτατο όριο παρόντων ήταν 452, και βαφτίστηκαν 58 άτομα. Δεν πρόλαβε καλά-καλά να τελειώσει το πρόγραμμα και άρχισαν να γίνονται ζωηρές συζητήσεις για την επόμενη συνέλευση.
Το 1955, για την εθνική συνέλευση «Θριαμβεύουσα Βασιλεία», οι αδελφοί έκλεισαν μια αίθουσα χορού, όπου γίνονταν και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Αλλά παρενέβηκε ο δήμαρχος και ο νομάρχης για να ακυρωθεί το συμβόλαιο—κατόπιν διαταγών από τον Καθολικό επίσκοπο. Μέσα σε μια μέρα οι Μάρτυρες έπρεπε να αλλάξουν σχέδια και να διεξαγάγουν τη συνέλευση και πάλι στο γραφείο τμήματος.
Είχε μόλις αρχίσει το απογευματινό πρόγραμμα της πρώτης μέρας, με 600 παρόντες, όταν έκαναν την εμφάνισή τους ο διοικητής της αστυνομίας και μια ντουζίνα ένοπλοι αστυνομικοί. Φουριόζος, ο διοικητής διέταξε: ‘Διαλύστε τη συνέλευση!’ Το επόμενο πρωί, έγινε προσφυγή στο δήμαρχο, η οποία κατοχύρωσε το δικαίωμα των Μαρτύρων να διεξάγουν θρησκευτικές συγκεντρώσεις στις δικές τους εγκαταστάσεις. Ο γραμματέας του δημάρχου ζήτησε συγνώμη για την αυθαίρετη διακοπή της συνέλευσης. Το δεύτερο βράδυ, ο αριθμός των παρόντων ανήλθε στα 700 άτομα, και γύρω στα 1.000 άτομα κατέκλυσαν το χώρο του γραφείου τμήματος την τέταρτη και τελευταία μέρα.
Τέλος της Ολοκληρωτικής Διακυβέρνησης
Το Μάιο του 1957 ανατράπηκε η στρατιωτική δικτατορία της Κολομβίας. Το νέο καθεστώς εξαφάνισε το κύμα του ολοκληρωτισμού που είχε ξεσπάσει στα τέλη της δεκαετίας του 1940, εξασφάλισε νομικά τις θεμελιώδεις ελευθερίες και καθιέρωσε σχετική πολιτική ηρεμία και σταθερότητα. Τώρα ήταν δυνατό να διοριστούν περισσότεροι ιεραπόστολοι στην Κολομβία ώστε να βοηθήσουν να επεκταθεί πιο ραγδαία το έργο της Βασιλείας σε ολόκληρη τη χώρα.
Επωφελούμενοι από τη νέα θρησκευτική τους ελευθερία, 1.200 άτομα που πετούσαν από τη χαρά τους κατέκλυσαν την Αίθουσα Βασιλείας, την αυλή και το δρόμο της ιδιοκτησίας του γραφείου τμήματος στην Μπαρανκίγια, όταν το 1958 πήγε εκεί ο Μίλτον Τζ. Χένσελ από το Μπρούκλιν, ο οποίος είναι τώρα μέλος του Κυβερνώντος Σώματος. Η επόμενη ετήσια σύναξη θα έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει σε κάποια μεγαλύτερη και πιο κατάλληλη αίθουσα!
«Φασαρίες με τον Επίσκοπο»
Βέβαια, είχαν τελειώσει τα δέκα περίπου χρόνια στρατιωτικού νόμου και δικτατορίας που χορηγούσαν ειδικά προνόμια στην Καθολική θρησκεία, αλλά η εκκλησία ήταν αποφασισμένη όσο ποτέ άλλοτε να συνεχίσει να κρατάει υπό τον ασφυκτικό έλεγχό της τον κολομβιανό λαό. Αυτό έγινε φανερό τον καιρό της Συνέλευσης Περιφερείας «Άγρυπνοι Διάκονοι» του 1959.
Για τις τρεις τελευταίες μέρες της προγραμματισμένης τετραήμερης συνέλευσης επιλέχτηκε το κλιματιζόμενο Τεάτρο Μέτρο, το οποίο χωρούσε 2.000 άτομα και ήταν τότε ένας από τους καλύτερους χώρους συγκεντρώσεων που διέθετε η Μπαρανκίγια. Όλα είχαν τακτοποιηθεί, ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν τα πράγματα. Οι Μάρτυρες είχαν στα χέρια τους ένα ενυπόγραφο και επικυρωμένο συμβόλαιο, απόδειξη πληρωμής της προκαταβολής και γραπτή δήλωση από το γραφείο του δημάρχου που βεβαίωνε ότι οι Μάρτυρες μπορούσαν να διεξαγάγουν τη συνέλευσή τους «όπου θεωρούσαν κατάλληλο».
Τη Δευτέρα το πρωί, τρεις μόλις μέρες πριν από την έναρξη της συνέλευσης, τηλεφώνησε στο γραφείο τμήματος ο διευθυντής του Μέτρο και είπε αναστατωμένος ότι ο Καθολικός επίσκοπος τον πίεζε να ακυρώσει το συμβόλαιο. Τι θα γινόταν τώρα; Οι αντιπρόσωποι είχαν ήδη αρχίσει να φτάνουν από διάφορα μέρη της χώρας. Από την επίσκεψη που έγινε αμέσως στο γραφείο του δημάρχου φάνηκε ολοκάθαρα ότι κι αυτός ήταν πολύ ταραγμένος. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε ο δήμαρχος ήταν να έχει «φασαρίες με τον επίσκοπο». Ήθελε να ακυρώσουμε τη συνέλευση.
Την Τρίτη το πρωί, οι Μάρτυρες πήγαν ξανά στο δήμαρχο και του τόνισαν ότι το Άρθρο 53 του Συντάγματος της Κολομβίας δηλώνει ξεκάθαρα τα εξής: «Εξασφαλίζεται η ελευθερία κάθε θρησκείας που δεν προσβάλλει τα Χριστιανικά ήθη και δεν παραβιάζει το νόμο». Αλλά μάταια. Ο δήμαρχος ήταν ανυποχώρητος.
Η επόμενη ενέργεια ήταν η προσφυγή στον υπουργό προεδρίας στην Μπογκοτά. Οι κυβερνητικοί έδειξαν κατανόηση. «Είναι φανερό ότι έχετε το δίκιο με το μέρος σας», διαβεβαίωσαν τους αδελφούς. Κι όμως, δεν ήθελαν να δηλώσουν τίποτα γραπτώς, γιατί φοβούνταν ότι κάτι τέτοιο «θα προξενούσε προβλήματα με την εκκλησία». Ο αρμόδιος για το διοικητικό διαμέρισμα Ατλάντικο πληροφορήθηκε την απόφασή τους. Αυτός στη συνέχεια μίλησε με το δήμαρχο.
Την Πέμπτη το πρωί η συνέλευση άρχισε, σύμφωνα με το πρόγραμμα, στις εγκαταστάσεις του γραφείου τμήματος. Τελικά, στο τέλος της μέρας ήρθαν θριαμβευτές οι αδελφοί από το γραφείο του δημάρχου—έχοντας στα χέρια τους γραπτή έγκριση. Ο Ιεχωβά είχε δώσει τη νίκη! Οι Μάρτυρες απόλαυσαν άνετα τις τρεις τελευταίες μέρες της συνέλευσης στο κλιματιζόμενο Τεάτρο Μέτρο. Τελικά, το ανώτατο όριο των παρόντων έφτασε τους 2.200.
Μετά τη συνέλευση, η στάση του διευθυντή του θεάτρου είχε αλλάξει ριζικά. Η εύρυθμη διοργάνωση της συνέλευσης, η εύτακτη διαγωγή των Μαρτύρων, το αξιοπρεπές του προγράμματος—όλα αυτά του έκαναν καταφανή εντύπωση. Ο ίδιος είπε ότι θα χαιρόταν να νοικιάσει τις εγκαταστάσεις στους Μάρτυρες για την επόμενη συνέλευσή τους, κι έτσι κι έκανε.
Πού Βρίσκονται Τώρα;
Ο Τζέιμς Γουέμπστερ υπηρέτησε ως επίσκοπος τμήματος από τον Απρίλιο του 1952 μέχρι που ο ίδιος και η γυναίκα του, η Φίλις, γύρισαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Ιανουάριο του 1965. Κι αυτό γιατί η Φίλις είχε μείνει έγκυος. Μέχρι σήμερα, οι παλαίμαχοι στις κολομβιανές ακτές θυμούνται ακόμη με αγάπη τον Ερμάνο Τζέιμι. «Ήταν πάντοτε ευγενικός και στοργικός, πρόθυμος να ακούσει τον καθένα με κατανόηση», θυμούνται. Οι Γουέμπστερ είναι ειδικοί σκαπανείς σε μια από τις πολλές ισπανόφωνες εκκλησίες των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο γιος τους, ο Τζέιμι ο νεότερος, και η γυναίκα του υπηρετούν στο Μπέθελ του Μπρούκλιν.
Ο πρώην συνεργάτης του Τζέιμς, ο Όλαφ Όλσον, έχει υπηρετήσει σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Κολομβίας. Είναι ο πιο ηλικιωμένος ιεραπόστολος της χώρας και τώρα μένει στη Νέιβα, στον άνω ποταμό Μαγκνταλένα.e
Και εδώ τελειώσαμε την αφήγηση για το έργο στην Μπαρανκίγια. Σειρά έχει το ιστορικό λιμάνι της Καρθαγένης, νοτιοδυτικά με κατεύθυνση τον Παναμά.
Καρταχένα δε Ίνδιας
Δεκαέξι λεπτά με το αεροπλάνο από την Μπαρανκίγια και βλέπουμε την Καρθαγένη, ή Καρταχένα στα ισπανικά, το εξαίσιο φυσικό λιμάνι της και τα διάφορα κανάλια της. Ο Ισπανός αποικιστής Πέδρο δε Ερέδια έκανε σωστή εκλογή όταν θεμελίωσε εδώ την Καρταχένα δε Ίνδιας το 1533. Και κάθε χρόνο όλο και περισσότεροι τουρίστες ανακαλύπτουν κι αυτοί την Καρθαγένη, κι έρχονται να λιαστούν και να κολυμπήσουν στις παραλίες της χερσονήσου Μπόκα Γκράντε και να επισκεφτούν τους αρχαιολογικούς χώρους που μιλούν για το αποικιακό παρελθόν της πόλης.
Από την πλεονεκτική θέση του φρουρίου Σαν Φελίπε δε Μπαράχας, που δεσπόζει ψηλά πάνω από τον κόλπο, οι τουρίστες στους οποίους αρέσει η ιστορία μπορούν να φανταστούν το λιμάνι γεμάτο ισπανικά πλεούμενα, όπως τους ξακουστούς στόλους από γαλιόνια Τιέρα Φίρμε, που έπαιρναν χρυσό από την ξηρά και, όταν είχε ευνοϊκούς ανέμους, άνοιγαν πανιά για να πάνε το πολύτιμο φορτίο τους στην Ισπανία.
Κάποτε όμως, η Καρθαγένη τρόμαζε τους ξένους εξαιτίας των επιδρομών που έκαναν οι πειρατές. Στόλοι Γάλλων, Βρετανών και Ολλανδών κουρσάρων λεηλατούσαν ισπανικά λιμάνια και γαλιόνια. Την Καρθαγένη την κούρσεψε ο καταδρομέας Τζον Χόκινς και, κατόπιν, ο παράτολμος ανιψιός του, ο Σερ Φράνσις Ντρέικ, που και οι δυο ταξίδευαν με αγγλική σημαία και ήταν και οι δυο Προτεστάντες. Ο πατέρας του Ντρέικ, μάλιστα, ήταν Προτεστάντης κήρυκας. Το γεγονός ότι το 1586 ο Σερ Φράνσις Ντρέικ κατέλαβε και κατείχε την Καρθαγένη ζητώντας λύτρα ήταν ένα απ’ αυτά που ενόχλησαν τον Φίλιππο Β΄ και τον οδήγησαν να επιτεθεί με τη μεγάλη Ισπανική Αρμάδα κατά της Προτεσταντικής Αγγλίας το 1588—σημείο στροφής για την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια ιστορία.
Ελευθερία από Δεισιδαιμονικούς Φόβους
Η ιστορία για το χρυσό της Κολομβίας είναι ημιτελής αν δεν αναφέρουμε τους σκλάβους. Μαύροι από την Αφρική έγιναν οι κυριότεροι εργάτες στα ορυχεία, και η Καρθαγένη «έγινε η πιο σημαντική αγορά σκλάβων στην Καραϊβική—ίσως και σε ολόκληρο το Νέο Κόσμο». Εδώ ο Αφρικανός μεταστρεφόταν στη θρησκεία του λευκού. Και, σε αντικατάσταση των φετίχ του, του έδιναν ομοιώματα με τον Εσταυρωμένο ή με άλλα θρησκευτικά θέματα. Αντί για τον ανιμισμό, τον δίδασκαν να προσεύχεται σε αγάλματα και εικόνες «αγίων». Σε ό,τι πίστευε προηγουμένως για τους νεκρούς πρόσθεταν κι άλλες παγανιστικές ιδέες για καθαρτήριο, για πύρινο άδη και για Λίμπο. Το 1851 απελευθερώθηκαν οι σκλάβοι, αλλά η ελευθερία από τη δεισιδαιμονία και τους φόβους για τους νεκρούς δεν θα ερχόταν παρά μόνο μετά από έναν ακόμη αιώνα.
Ο Γκρεγκόριο δε λα Ρόσα, ένας Καρταχενέρο, αποτελεί αξιοσημείωτο παράδειγμα. Γεννήθηκε σ’ ένα σπιτικό πολύ θρήσκο, γεμάτο εικόνες και με οικογενειακό εικονοστάσι, και θυμάται πόσο τον τρομοκρατούσαν οι διδασκαλίες για τον πύρινο άδη και το καθαρτήριο όταν ήταν παιδί. Ακόμα κι όταν μεγάλωσε και παντρεύτηκε το μυαλό του το βασάνιζαν ερωτήματα σχετικά με το θέμα του θανάτου.
Τότε, μια ειδική σκαπάνισσα, η Λεονόρ Μανγκά άρχισε να κάνει Γραφική μελέτη στη Λίλια, τη γυναίκα του Γκρεγκόριο. Στην αρχή, αυτός καθόταν στο άλλο δωμάτιο κι άκουγε, χωρίς να τον βλέπουν. Του άρεσαν αυτά που άκουγε και σύντομα άρχισε να παρακολουθεί τη μελέτη, μαζί με τις πέντε κόρες τους. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ο Γκρεγκόριο ανέλαβε την ηγεσία στην υπηρεσία της Βασιλείας. Αργότερα κλήθηκε να συμμετάσχει στο έργο ανέγερσης του γραφείου τμήματος στη Φακατατιβά και σήμερα υπηρετεί ως επίσκοπος περιοχής.
Άνθηση στην Καρθαγένη
Η αύξηση στον αριθμό των Μαρτύρων της Καρθαγένης ήταν αργή από τη δεκαετία του 1950 και ύστερα. Στη δεκαετία του 1980, ωστόσο, η πόλη είδε μια αύξηση 100 τοις εκατό στον αριθμό των ευαγγελιζομένων της Βασιλείας· κι εδώ η αύξηση οφείλεται κυρίως στους πουέμπλο. Οι 1.000 και πλέον ευαγγελιζόμενοι των 17 εκκλησιών διεξάγουν σχεδόν 3.000 Γραφικές μελέτες κάθε μήνα.
Από το 1983 ως το 1987, ένας ιεραποστολικός οίκος στην τουριστική περιοχή της Μπόκα Γκράντε στέγασε ιεραποστόλους από το Μεξικό, τη Δανία, τη Φινλανδία, τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ιεραπόστολοι μετέδωσαν το άγγελμα της Βασιλείας σε πολλούς ανθρώπους, περιλαμβανομένων και επιχειρηματιών. «Χαίρομαι όταν κηρύττω στην εμπορική περιοχή της Καρθαγένης», είπε ένας ιεραπόστολος. «Πολλοί επιχειρηματίες κάθονται να σε ακούσουν και να συζητήσουν. Μερικοί έχουν γνωρίσει την αλήθεια».
Οι Αντιοκουένιο—Ρωμαιοκαθολικοί ως το Κόκαλο
Και τώρα πάμε προς το εσωτερικό της χώρας, στη διεθνώς γνωστή Μεδεγίν του διοικητικού διαμερίσματος Αντιόκια, 45 λεπτά με το αεροπλάνο από την Καρθαγένη. Σ’ αυτή την περιοχή εγκαταστάθηκαν Ισπανοί Βάσκοι και Αστούριοι το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. Οι σημερινοί τους απόγονοι είναι ως σύνολο περήφανοι και ενεργητικοί, είναι Ρωμαιοκαθολικοί ως το κόκαλο και έχουν τη φήμη ότι είναι εύστροφοι και οικονόμοι, αλλά και φιλικοί και, πάνω απ’ όλα, ιδιαίτερα ομιλητικοί. Οι αγρότες Αντιοκουένιο στράφηκαν πριν από έναν και πλέον αιώνα στην καλλιέργεια καφεόδεντρων και συντέλεσαν στο να γίνει η Κολομβία η δεύτερη χώρα του κόσμου στην παραγωγή καφέ, μετά τη Βραζιλία.
Η Μεδεγίν, η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Κολομβίας, βρίσκεται μέσα σε μια κοιλάδα περιστοιχισμένη ανατολικά και δυτικά από οροσειρές ύψους 500 μέτρων. Παντού υπάρχουν δείγματα ευμάρειας: βιομηχανική και εμπορική κίνηση, ένα εναέριο σιδηροδρομικό δίκτυο μεγάλης ταχύτητας που κοντεύει να αποπερατωθεί (το πρώτο στην Κολομβία), αυτοκινητόδρομοι με ανισόπεδους κόμβους, ελκυστικά εμπορικά κέντρα και, στα νοτιοανατολικά, πανύψηλες πολυκατοικίες πολυτελείας. Υπάρχει και φτώχεια: αυθαίρετοι οικισμοί μέχρι ψηλά στις γυμνές λοφοπλαγιές, γεμάτοι ανθρώπους που συχνά δεν νοιάζονται για το ότι κινδυνεύουν από τις εποχιακές κατολισθήσεις λάσπης και χιονοστιβάδων.
Επίσκοπος πόλης είναι ο Γιουτζίν Ιβανίκι. Αν και γεννήθηκε στην Αυστρία, γνώρισε την αλήθεια στον Καναδά και εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στην Κολομβία το 1969. Αυτός αναφέρει ότι υπάρχουν τώρα 33 εκκλησίες στην πόλη—υπάρχουν περισσότερες αν συμπεριληφθούν και εκείνες των προαστίων—και αυτές γνωρίζουν αλματώδη αύξηση.
Η Θρησκευτική Πρωτεύουσα
Ήταν Τετάρτη 1η Οκτωβρίου 1958 όταν έφτασαν οι πρώτοι απόφοιτοι της Γαλαάδ στη Μεδεγίν, προκειμένου να ξεκινήσουν οργανωμένα το ευαγγελιστικό έργο. Μολονότι η δικτατορία είχε λήξει και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν ήδη καθιερωθεί στις υπόλοιπες μεγάλες πόλεις της χώρας, στη Μεδεγίν τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τότε, αυτή η πόλη ήταν πασίγνωστη ως η θρησκευτική πρωτεύουσα της Κολομβίας. Εντούτοις, τα αντρόγυνα των ιεραποστόλων δέχτηκαν με ευχαρίστηση τον καινούριο διορισμό τους. Μετά από ένα χρόνο στη ζεστή, τροπική Μπαρανκίγια, τους ευχαρίστησε το ήπιο, ανοιξιάτικο κλίμα της Μεδεγίν και χάρηκαν που είδαν ότι η πόλη ήταν καθαρή με πάμπολλα πολύχρωμα λουλούδια, στα οποία περιλαμβάνονταν και πολλές ορχιδέες.
Ο Ρίτσαρντ και η Βιρτζίνια Μπράουν ήταν ένα απ’ αυτά τα αντρόγυνα των ιεραποστόλων. Ο Ρίτσαρντ, τώρα συντονιστής στην Επιτροπή του Τμήματος της Κολομβίας, περιγράφει πώς ένιωθαν οι ιεραπόστολοι: «Διαπιστώσαμε ότι ήταν αληθινά όσα είχαμε ακούσει να λένε για την πόλη, ότι δηλαδή ήταν περιβόητη για τη θρησκοληψία της. Φαινόταν σαν να είναι πανταχού παρόντες οι μαυροφόροι παπάδες και οι καλόγριες—στους δρόμους, στα μαγαζιά, στα λεωφορεία. Η πόλη ήταν γεμάτη εκκλησίες, παρεκκλήσια και θρησκευτικές σχολές. Με τα λίγα ισπανικά που ξέραμε, επιχειρούσαμε να δώσουμε ανεπίσημη μαρτυρία, αλλά μας σταματούσαν ρίχνοντάς μας αποδοκιμαστικές ματιές.
»Αν και ήμασταν μόνο τέσσερις ιεραπόστολοι στην πόλη, άρχισαν να εμφανίζονται προειδοποιήσεις για τη δράση μας στις εφημερίδες: ‘Προειδοποίηση για τους Καθολικούς. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ξεκίνησαν μια έντονη εκστρατεία . . . Αρνηθείτε και καταστρέψτε όποια τέτοια έντυπα πέσουν στα χέρια σας’. Ωστόσο, βρήκαμε ενδιαφέρον, και τον Ιούνιο του 1959 άρχισε να λειτουργεί η πρώτη εκκλησία της Μεδεγίν με 23 ευαγγελιζομένους, οι 5 από τους οποίους ήταν άτομα που είχαν έρθει για να υπηρετήσουν εκεί όπου η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη».
‘Πετροβολήστε τους Μάρτυρες’
Το Μάρτιο του 1960 ήρθε στη Μεδεγίν ένας καινούριος ιεραπόστολος από τον Καναδά, ο Τζόρτζ Κοϊβίστο. Ήταν ανύπαντρος, ξανθός και φινλανδικής καταγωγής. Αφού έκανε ένα μήνα εντατικά μαθήματα ισπανικών στον ιεραποστολικό οίκο, ήρθε η ώρα να βγει στην υπηρεσία αγρού. Ο Τζορτζ δεν θα ξεχάσει ποτέ το πρώτο του πρωινό στο έργο περιοδικού.
«Συνεργαζόμουν με μια μικρή ομάδα σκαπανέων και ντόπιων ευαγγελιζομένων», αφηγείται ο Τζόρτζ, «και ακόμη μιλούσα και καταλάβαινα ελάχιστα ισπανικά. Ο ευαγγελιζόμενος που με συνόδευε δεν καταλάβαινε ούτε λέξη στα αγγλικά. Ήταν γύρω στις δέκα το πρωί όταν ένα πλήθος μαθητές μάς έβαλαν στόχο κι άρχισαν να φωνάζουν και να πετάνε πέτρες και λάσπη.
»Η οικοδέσποινα μας έβαλε βιαστικά μέσα στο σπίτι της και μόλις που πρόλαβε να κλείσει γρήγορα-γρήγορα τα ξύλινα παραθυρόφυλλα. Οι πέτρες άρχισαν να πέφτουν βροχή στους μπροστινούς τοίχους του σπιτιού, στην κεραμιδένια στέγη και στην κεντρική αυλή.
»Σε λίγο εμφανίστηκε ένα περιπολικό. Οι αστυνομικοί ζήτησαν να μάθουν ποιος ήταν υπαίτιος για τη φασαρία. Κάποιος ξεφώνισε ότι ήταν ο δάσκαλος· σχόλασε 300 περίπου παιδιά πολύ πριν από το διάλειμμα. Κάποια άλλη φωνή φώναξε: ‘Όχι! Ο παπάς φταίει! Αυτός έκανε ανακοίνωση από τα μεγάφωνα να σχολάσουν οι μαθητές για να πάνε να «πετροβολήσουν τους Προτεστάντες»’».
Μετά απ’ αυτό το περιστατικό, η γειτονιά άλλαξε στάση, και σύντομα οι Μάρτυρες βρήκαν ενδιαφέρον και άρχισαν Γραφικές μελέτες.
Το 1961 ο Τζορτζ παντρεύτηκε μια ντόπια σκαπάνισσα, και πριν περάσει πολύς καιρός είχαν αποκτήσει δυο γιους. Οι Κοϊβίστο έμειναν άλλα 18 χρόνια στην Κολομβία. Το 1980 ο Τζορτζ πήγε να μείνει στον Καναδά με την οικογένειά του. Από το 1983 οι Κοϊβίστο—ο Τζορτζ, η Λεονίλντε και οι δυο τους γιοι—υπηρετούν στο Μπέθελ του Καναδά.
Οι Μαθητές Έμειναν Σαστισμένοι
Σε κάποια άλλη περίπτωση, μια ιεραπόστολος έδινε μόνη της μαρτυρία στη Μεδεγίν όταν μια ομάδα εφήβων άρχισαν να φωνάζουν στην οικοδέσποινα ότι δεν έπρεπε να ακούει εκείνη την ιεραπόστολο. Η γυναίκα τρόμαξε. Γι’ αυτό, η ιεραπόστολος έκλεισε τη συζήτηση και ξεκίνησε να φύγει ήσυχα από τη γειτονιά, αλλά τα αγόρια την περικύκλωσαν και δεν την άφηναν να κάνει ούτε βήμα.
Τη ρώτησαν αν είχε Προτεσταντικά έντυπα μέσα στην τσάντα της. Εκείνη απάντησε ότι είχε την Αγία Γραφή και τους ρώτησε αν είναι Προτεσταντικό βιβλίο η Αγία Γραφή. Τα αγόρια δεν ήξεραν τι να απαντήσουν, γι’ αυτό άρχισαν τις κατηγόριες λέγοντας ότι οι Μάρτυρες δεν πιστεύουν στην Παρθένα. Η ιεραπόστολος, ήρεμη, έβγαλε τη Γραφή της και τους ζήτησε να βρουν πού μιλάει η Γραφή για την Παρθένα. Αλλά κανένας τους δεν ήξερε να το βρει.
Τότε, η αδελφή τούς είπε: «Εγώ ξέρω πού να το βρω. Θέλετε να σας το βρω εγώ;» Έπειτα άνοιξε τη Γραφή στα εδάφια Λουκάς 1:26-38 και τους έβαλε να διαβάσουν την αφήγηση για την επίσκεψη του άγγελου Γαβριήλ στην παρθένα Μαρία. Μετά τους διαβεβαίωσε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά πιστεύουν όσα λέει η Αγία Γραφή. Τα αγόρια αποκρίθηκαν ότι τους είχαν πει πως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν πιστεύουν στην Παρθένα. Τώρα είχαν σαστίσει και δεν ήξεραν τι να πουν. Η αδελφή έβαλε τη Γραφή της μέσα στην τσάντα που είχε για τα έντυπα και έφυγε ήσυχα-ήσυχα, αφήνοντας τα αγόρια μπερδεμένα και σκεπτικά.
Σ’ αυτό το σημείο, στη δεκαετία του 1960, αφήνουμε την ιστορία για το έργο στη Μεδεγίν. Σειρά έχει η πόλη Κάλι, που θεμελιώθηκε το 1536, τη χρονιά που έκαψαν στην πυρά τον μεταφραστή της Αγίας Γραφής Γουίλιαμ Τίντεϊλ.
Νότια για την Κάλι
Το ταξίδι των 450 χιλιομέτρων διαμέσου της Παναμερικανικής Λεωφόρου προς τα νότια για την Κάλι είναι μια πανοραμική, ολοήμερη διαδρομή με αυτοκίνητο, που ανεβαίνει και κατεβαίνει βουνά, και περνάει επίσης μέσα από την καταπράσινη ύπαιθρο όπου παράγεται καφές και από μια κοιλάδα με φυτείες ζαχαροκάλαμου. Σήμερα, βρίσκει κανείς Μάρτυρες του Ιεχωβά σε όλες τις μεγάλες πόλεις και κωμοπόλεις αυτής της περιοχής.
Η Κάλι εκτείνεται σε πρόποδες λόφων και βουνών που το ένα είναι ψηλότερο από το άλλο, φτάνοντας μέχρι τα 4.000 μέτρα. Και από την άλλη μεριά των κορυφών, τα βουνά κατηφορίζουν ως τις ακτές του Ειρηνικού, οι οποίες δεν απέχουν από την πόλη ούτε τρεις ώρες με το αυτοκίνητο. Τα ευχάριστα αεράκια που κατεβαίνουν από τις πλαγιές της κορδιλιέρας σε ανακουφίζουν από τη ζέστη της μέρας. Την πόλη την επισκιάζουν τρεις σταυροί σε μια λοφοκορφή και ένα τεράστιο άγαλμα του Κρίστο Ρέι (Χριστού του Βασιλιά) σε μια άλλη.
Φιλικοί Άνθρωποι, Δεκτικοί στην Αλήθεια
Όταν η Κάθι Παλμ κήρυξε εδώ το 1936, η Κάλι ήταν μια μικρή κωμόπολη. Κατόπιν, στις αρχές του 1949, ο επίσκοπος τμήματος, ο Ρόμπερτ Τρέισι, μετά από μια σύντομη επίσκεψη, έγραψε στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας στο Μπρούκλιν: «Η Κάλι είναι μια από τις πιο αναπτυσσόμενες πόλεις της Κολομβίας».
Ο Τρέισι είχε βάλει μέσα στην τσάντα που χρησιμοποιούσε για την υπηρεσία αγρού 15 βιβλία και τα ονόματα αρκετών ενδιαφερομένων. Διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι ήταν φιλικοί και δεκτικοί, και μέσα σε δυο μόλις ώρες είχε μείνει χωρίς έντυπα. «Όσο το δυνατόν γρηγορότερα, πρέπει να σταλούν εκεί ιεραπόστολοι», έγραψε στο τέλος της έκθεσής του.
Στη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, άρχισε η βιομηχανοποίηση στην Κάλι, και σε λίγο ξεφύτρωσαν σε όλη την περιοχή εργοστάσια και επιχειρήσεις ξένες, πολυεθνικές και ντόπιες. Τώρα υπάρχουν 3.657 Μάρτυρες, που αποτελούν τις 39 εκκλησίες αυτής της πόλης, της οποίας ο πληθυσμός ανέρχεται στα δύο περίπου εκατομμύρια.
Σύμβαση Εργασίας μέσα σε Μισή Μέρα
Το 1954 οι Τρέισι και οι Φάουντεν έφυγαν από την Μπογκοτά για να ιδρύσουν ιεραποστολικό οίκο στην Κάλι. Λίγους μήνες αργότερα, το Δεκέμβριο, ήρθαν δυο καινούριοι ιεραπόστολοι, ο Τζέσι και η Λιν Κάντγουελ. Ο Τζέσι, ο μικρότερος γιος μιας οικογένειας οχτώ σκαπανέων στις Ηνωμένες Πολιτείες, είχε αρχίσει τη σταδιοδρομία του στο κήρυγμα όταν ήταν 12χρονος μαθητής, το 1934, τα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Οι Κάντγουελ μπήκαν στην Κολομβία σαν τουρίστες, αφού το 1954 ίσχυαν ακόμη δικτατορικά διατάγματα. Ο Τζέσι, έχοντας περιορισμένη μόρφωση και στοιχειώδη γνώση των ισπανικών, άρχισε να ψάχνει για μια δουλειά με βάση την οποία να μπορεί να πάρει άδεια παραμονής ο ίδιος και η γυναίκα του. Μέσα σε μισή μέρα, είχε σύμβαση με το Πανεπιστήμιο της Κοιλάδας, για να διδάσκει αγγλικά στην Ιατρική Σχολή. «Αυτό ήταν δυνατό να γίνει μόνο με τη βοήθεια του Ιεχωβά», ομολόγησε ο Τζέσι. Τώρα που στην πόλη υπήρχαν έξι ιεραπόστολοι, το έργο της Βασιλείας στην Κάλι ρίζωσε και άρχισε να αναπτύσσεται.
Όταν άλλαξε η πολιτική κατάσταση και άρθηκαν οι θρησκευτικοί περιορισμοί, ο Κάντγουελ παραιτήθηκε από το πανεπιστήμιο για να περιοδεύει στη μια από τις δυο περιοχές που είχε τότε η Κολομβία. Ακολούθησε το έργο περιφερείας, και κατόπιν εργασία για κάποιο χρονικό διάστημα στο γραφείο τμήματος στην Μπαρανκίγια. Το 1970 οι Κάντγουελ πήραν διορισμό στη Δομινικανή Δημοκρατία, όπου ο αδελφός Κάντγουελ υπηρέτησε ως επίσκοπος τμήματος. Τώρα ο Τζέσι και η Λιν Κάντγουελ απολαμβάνουν το έργο περιοχής στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αλαζονικός Ιερέας—Φιλικός Αστυνόμος
Σε μια γειτονιά μεσαίας τάξης στην Κάλι, ένας ιερέας, που ονομαζόταν Αράνγκο, κήρυξε ανήλεο πόλεμο στους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μια μέρα, καθώς η αδελφή Φάουντεν και μια καινούρια ευαγγελιζόμενη, η Άννα Βαλέντσια, έκαναν μια επανεπίσκεψη, ο ιερέας Αράνγκο όρμησε μέσα στο σπίτι και ούρλιαξε στην οικοδέσποινα: «Πέταξέ τους έξω αυτούς τους Ινδιάνους!» Έξω φρενών, τηλεφώνησε ο ίδιος στην αστυνομία. Στο μεταξύ, οι αδελφές ζήτησαν από την κυρία να τους φωνάξει ένα ταξί. Το περιπολικό και το ταξί ήρθαν ταυτόχρονα. Γρήγορα-γρήγορα η αδελφή Βαλέντσια πήγε στο περιπολικό και είπε με πειστικό τόνο στον οδηγό: «Κοιτάξτε, κύριε, ο παπάς κάλεσε το περιπολικό για τον εαυτό του. Εμείς τηλεφωνήσαμε να έρθει το ταξί, κι έτσι θα πάμε μ’ αυτό». Ο αστυνομικός συμφώνησε, και οι αδελφές μπήκαν γρήγορα στο ταξί για να πάνε στο αστυνομικό τμήμα, αφήνοντας το περιπολικό για τον ιερέα.
Στο αστυνομικό τμήμα, ο εξαγριωμένος ιερέας εξαπέλυσε την εξής κατηγορία: «Αυτές οι γυναίκες γυρίζουν στην ενορία μου και προκαλούν αναστάτωση, διαφθείροντας τον κόσμο και διδάσκοντας διαφορετικά έθιμα».
«Αφού προσβάλατε τον παπά», είπε στις αδελφές ο αστυνόμος, «πρέπει να σας θέσω υπό κράτηση». Οι αδελφές έμειναν στην απομόνωση περίπου έξι ώρες, ώσπου τις βρήκαν τελικά οι αδελφοί Φάουντεν και Κάντγουελ και εξασφάλισαν την αποφυλάκισή τους. Ο αστυνόμος τούς ζήτησε συγνώμη λέγοντας: «Εγώ ξέρω ότι η θρησκεία σας είναι καλή, αλλά αν δεν σας είχα κρατήσει εδώ, αύριο θα ’χανα τη δουλειά μου».
Ποτέ Ξανά Δεν Αμφέβαλε για το αν Ήταν Σοφή η Κίνησή του
Το έτος 1957 σημειώθηκε, όχι μόνο το τέλος της δικτατορίας στην Κολομβία, αλλά και η αρχή του προγράμματος για ‘υπηρεσία εκεί όπου η ανάγκη είναι μεγαλύτερη’. Όσοι ήρθαν στην Κολομβία, ήρθαν σε δυο διαφορετικά κύματα: πρώτα στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές αυτής του 1960· μετά μια δεύτερη μετανάστευση—ένα τεράστιο κύμα—δέκα χρόνια αργότερα.
Πάρτε για παράδειγμα τον Έλμπερτ Μορ και τη Στεφανία Πάιν Μορ, απόφοιτους της τρίτης τάξης της Γαλαάδ το 1944, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει ως ιεραπόστολοι στην Παραγουάη και στη Χιλή αντίστοιχα. Παντρεμένοι και εγκαταστημένοι στις Ηνωμένες Πολιτείες, με μια κόρη κι ένα μικρό γιο, ήταν από τους πρώτους που ανταποκρίθηκαν στην έκκληση να υπηρετήσουν εκεί όπου η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη στην Κολομβία. Ο Έλμπερτ πήγε μόνος του στην Μπαρανκίγια τον Ιανουάριο του 1958. Στο δρόμο από το αεροδρόμιο προς την πόλη, το αυτοκίνητο πέρασε από μια φτωχική περιοχή της πόλης. Άρχισαν οι αμφιβολίες, και ο Έλμπερτ αναρωτήθηκε: «Τι δουλειά έχω εγώ σ’ ένα τέτοιο μέρος;» Μετά από 15 περίπου λεπτά, το θερμό καλωσόρισμα, από τους ενθουσιώδεις ιεραποστόλους στο γραφείο τμήματος, άλλαξε εντελώς την άποψή του. «Ποτέ πια δεν αμφέβαλα για το αν ήταν σοφή η κίνησή μου να εγκατασταθούμε στην Κολομβία», είπε ο ίδιος.
Το γεγονός ότι προσλήφθηκε ως δάσκαλος των αγγλικών την επόμενη μέρα έλυσε το πρόβλημα σχετικά με την απόκτηση σύμβασης εργασίας. Έτσι, ειδοποίησε την οικογένειά του να πάει να τον βρει. Αφού πέρασαν ένα χρόνο στα παράκτια, στην Μπαρανκίγια, οι Μορ μάζεψαν τα υπάρχοντά τους, τα έβαλαν σ’ ένα παλιό φορτηγάκι Στουντεμπέικερ και διήνυσαν 1.300 χιλιόμετρα σε δρόμους ανώμαλους, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης και περνώντας από πανοραμικές ορεινές και πεδινές περιοχές—περιλαμβανομένων και ορισμένων που ήταν καταφύγιο ανταρτών και ληστών—κι όλα αυτά για να αναλάβουν ένα καινούριο διορισμό εκεί όπου η ανάγκη ήταν πολύ μεγαλύτερη—στην Κάλι. Ο Μορ άρχισε αμέσως να συνεργάζεται με την εκκλησία της Κάλι, και να εργάζεται στο Γλωσσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Κοιλάδας, όπου και συνέχισε να δουλεύει ώσπου συνταξιοδοτήθηκε, 20 χρόνια αργότερα.
Τα παιδιά των Μορ, και τα δυο παντρεμένα τώρα, ζουν ακόμη στην Κολομβία. Ο γιος τους και ο γαμπρός τους είναι Χριστιανοί πρεσβύτεροι. Αφού συνταξιοδοτήθηκε, ο αδελφός Μορ υπηρέτησε αρκετά χρόνια στο έργο περιοχής και στο έργο περιφερείας. Τώρα είναι στην υπηρεσία Μπέθελ· υπηρετεί ως ένα από τα πέντε μέλη της Επιτροπής του Τμήματος της Κολομβίας—πιο πεπεισμένος παρά ποτέ για το ότι ήταν σοφή η κίνησή του να εγκατασταθεί στην Κολομβία πριν από 30 και πλέον χρόνια. Η γυναίκα του, η Στεφανία, πέθανε το Νοέμβριο του 1988.
«Τα Χρυσά Χρόνια»
Δεν είναι μικρό πράγμα να ξεσηκωθείς για να πας να μείνεις σε μια ξένη χώρα, ιδιαίτερα όταν έχεις τέσσερα μικρά παιδιά και μόνο 100 δολάρια (περ. 17.000 δρχ.) στην άκρη για το ταξίδι. Έτσι είχαν τα πράγματα στις αρχές του 1959 για την οικογένεια Τσίμερμαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Χάρολντ και η Αν, απόφοιτοι της 18ης τάξης της Γαλαάδ το 1952, είχαν δαπανήσει τρία χρόνια ως ιεραπόστολοι στην Αιθιοπία. Τώρα στόχος τους ήταν η Κολομβία, αλλά δεν είχαν αρκετά χρήματα. Ζύγισαν προσεκτικά τη συμβουλή που δόθηκε στη συνέλευση περιοχής για τους μελλοντικούς σκαπανείς. Ο ομιλητής είπε: «Μην περιμένετε μέχρι τον καιρό που θα έχετε αμάξι, τροχόσπιτο και χρήματα στην τράπεζα. Καθορίστε την ημερομηνία και μετά αρχίστε!» Αλλά πώς θα πληρώνονταν τα έξοδα του ταξιδιού;
Την επόμενη εβδομάδα, μόλις η Αν έκανε την κράτηση για το αεροπορικό ταξίδι του Χάρολντ από το Λος Άντζελες στην Κολομβία, ο ταχυδρόμος έφερε ένα φάκελο. Μέσα στο φάκελο ήταν μια επιταγή 265 δολαρίων (περ. 34.500 δρχ.), επιστροφή από το φόρο εισοδήματος. Αμέσως μετά απ’ αυτό το ανέλπιστο γεγονός, την επόμενη κιόλας μέρα, μερικές οικογένειες Μαρτύρων έδωσαν για δώρο στους Τσίμερμαν 350 δολάρια (περ. 59.000 δρχ.). Τώρα συμπληρώθηκε το χρηματικό ποσό που χρειαζόταν για την πρώτη φάση του εγχειρήματος.
Μόλις έφτασε ο Χάρολντ στην Κάλι, έγινε κάτι που τον αναστάτωσε: Διάβασε στις εφημερίδες άρθρα για εχθροπραξίες, που περιείχαν φωτογραφίες ακρωτηριασμένων πτωμάτων αραδιασμένων στο έδαφος—την περιβόητη Βιολένσια. ‘Γιατί δεν είχα ακούσει για όλα αυτά προηγουμένως;’ αναρωτιόταν. ‘Ξέρω στ’ αλήθεια τι κάνω, που θα φέρω γυναίκα και τέσσερα μικρά παιδιά να μείνουν εδώ πέρα;’
‘Σωστές αποφάσεις’, υπενθύμισε ο ίδιος στον εαυτό του, ‘παίρνουμε όταν ψάχνουμε να βρούμε τις Βιβλικές αρχές που εφαρμόζονται στην κάθε περίπτωση’. Θυμήθηκε τους Ισραηλίτες που άκουσαν τους δέκα φοβισμένους κατασκόπους, όταν αυτοί γύρισαν από την ανίχνευση της Υποσχεμένης Γης. Οι Ισραηλίτες φοβήθηκαν ότι ‘οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά τους θα γίνονταν διαρπαγή’ και ήθελαν να γυρίσουν στην Αίγυπτο. Η απάντηση του Ιεχωβά ήταν: Αυτοί οι ίδιοι θα πέθαιναν στη διάρκεια 40 χρόνων περιπλάνησης στην έρημο. Τα μικρά παιδιά τους θα ζούσαν και θα έμπαιναν στην Υποσχεμένη Γη. (Αριθ. 14:3, 31, 32) Να η απάντηση. Ο Χάρολντ έκανε ό,τι είχε προγραμματίσει να κάνει.
Πώς συνοψίζει ο Χάρολντ τα 30 χρόνια ζωής και υπηρεσίας στην Κολομβία; Απαντάει ο ίδιος: «Ήρθαμε σ’ αυτή τη χώρα για να υπηρετήσουμε ‘λίγα χρόνια μέχρι να έρθει ο Αρμαγεδδώνας’. Τα χρόνια πέρασαν. Είναι αλήθεια πως πέρασαν πολύ περισσότερα απ’ όσα υπολογίζαμε, αλλά ήταν χρόνια γεμάτα προνόμια και ευλογίες για όλους στην οικογένεια, καθώς ‘είχαμε διαρκώς στο νου μας τη μέρα του Ιεχωβά’».—2 Πέτρ. 3:12, ΜΝΚ.
«Όλα μας τα παιδιά παντρεύτηκαν και συνεχίζουν να είναι στην αλήθεια, και ποτέ δεν πέσαμε θύματα βίας. Η γυναίκα μου κι εγώ μένουμε τώρα σ’ ένα σπιτάκι κοντά στο χώρο ανέγερσης του καινούριου γραφείου τμήματος, στη Φακατατιβά, περνώντας ευχάριστα τα ‘χρυσά χρόνια’ μας ως εθελοντές εργαζόμενοι στην υπηρεσία Μπέθελ».f
Η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού Βοηθάει τους Μάρτυρες να Αρχίσουν Μελέτες
Η Καθολική Εκκλησία στη Ρώμη είχε φτάσει στο σημείο να παραδεχτεί ότι η μεσαιωνική πολιτική της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, που ασκούσε αιώνες τώρα, δεν μπορούσε πια να συνεχιστεί στον κόσμο του 20ού αιώνα. Έπρεπε να την εκσυγχρονίσει, αν δεν ήθελε να χάσει την εμπιστοσύνη του κόσμου. Αυτό οδήγησε σε μια οικουμενική σύνοδο, τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού (1962-1965). Αλλά η φιλελευθεροποίηση δεν άρεσε σε μερικούς ιεράρχες της κολομβιανής εκκλησίας. Τώρα οι Καθολικοί άκουγαν τη λειτουργία στα ισπανικά, κι όχι στα λατινικά. Οι εικόνες άρχισαν να εξαφανίζονται από τις εκκλησίες. Τώρα τους Προτεστάντες τούς θεωρούσαν ‘αποχωρισμένους αδελφούς’ και δεν τους έλεγαν πια ‘εχθρούς της Εκκλησίας’.
Επιπλέον, τώρα στα μέλη της εκκλησίας δινόταν η παρότρυνση να διαβάζουν τη Γραφή. Οι μαθητές αγόραζαν τα προσωπικά τους αντίτυπα για να τα χρησιμοποιούν στο μάθημα των θρησκευτικών. Στις γειτονιές, σε διάφορα σπίτια ξεφύτρωσαν ομάδες προσευχής για ανάγνωση της Αγίας Γραφής. Σιγά-σιγά άρχισε να εξαφανίζεται ο φόβος για τη Γραφή. Συχνά οι Καθολικοί ρωτούσαν τους Μάρτυρες: «Ποια διαφορά έχει η δική σας Γραφή με την Καθολική;» και το αποτέλεσμα ήταν περισσότερες οικιακές Γραφικές μελέτες.
«Ο Ενθουσιασμός Δεν Έχει Σβήσει Ακόμη»
Σ’ ένα λιμάνι του Ειρηνικού, τη Μπουεναβεντούρα, ζούσε ένας νεαρός Καθολικός με το όνομα Όσκαρ, που ήταν αριστούχος τελειόφοιτος λυκείου. Μπορούσε να λέει ότι ο Καθολικός επίσκοπος ήταν ένας από τους προσωπικούς του φίλους. Η μητέρα του Όσκαρ άρχισε να μελετάει τη Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, κι έτσι ο Όσκαρ συμφώνησε να κάνει κι ο ίδιος Γραφική μελέτη, με σκοπό να φέρει σε αδιέξοδο το νεαρό άτομο, που ήταν σκαπανέας και που δίδασκε τη μητέρα του. Η μελέτη μετατρεπόταν σε έντονες συζητήσεις σχετικά με διάφορα δόγματα—την Τριάδα, την ψυχή, τον πύρινο άδη, το αλάθητο του πάπα.
Ο Όσκαρ ζήτησε από τον επίσκοπο να του δώσει επιχειρήματα, ώστε να υπερασπίσει αυτά που πίστευε σαν Καθολικός για την Τριάδα. Τι απογοήτευση, καμιά βοήθεια από εκείνη την πηγή! Κατόπιν, ρώτησε τον ιερέα που τους έκανε θρησκευτικά στο σχολείο. Ο ιερέας απάντησε: «Ξέρω ότι η Τριάδα δεν εμφανίζεται στη Γραφή, Όσκαρ, αλλά εγώ έφαγα 13 χρόνια στα θρανία και πρέπει να έχω κάποιο όφελος απ’ αυτά που μ’ έμαθαν». Ούτε κι από εκεί βοήθεια λοιπόν.
Τελικά, αφού ο Όσκαρ πείστηκε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν την αλήθεια, άρχισε να κάνει σοβαρή μελέτη. Βαφτίστηκε μέσα σε έξι μήνες, και εγκατέλειψε τα σχέδια που είχε να σπουδάσει βιολογία στο πανεπιστήμιο. Οι κρίσιμοι καιροί στους οποίους ζούμε και η Βιβλική χρονολόγηση τον έπεισαν ότι το έργο σκαπανέα είναι επείγον. Οι παλιοί του φίλοι από το λύκειο του είπαν ότι όλα αυτά ήταν ένας ενθουσιασμός που θα έσβηνε σε λίγο και ότι σε πέντε-έξι χρόνια, τότε που όλοι θα είχαν πετύχει στην επαγγελματική τους καριέρα, ο Όσκαρ θα πήγαινε και θα τους ζητούσε γονατιστός δουλειά.
Ο Όσκαρ έκανε σκαπανικό στην πόλη με τα διυλιστήρια πετρελαίου, την Μπαρανκαμπερμέχα, υπηρέτησε τέσσερα χρόνια στη δύσκολη περιοχή της Κόρδοβας, και μετά πήγε σε άλλους διορισμούς στο έργο περιοχής—12 χρόνια συνολικά. Μέλος τώρα της οικογένειας Μπέθελ στην Μπογκοτά, μαζί με τη γυναίκα του, την Οτίλια, ο Όσκαρ Ρίβας θυμάται που τον κορόιδευαν οι παλιοί του συμμαθητές. «Έχουν περάσει 21 χρόνια, και ο ενθουσιασμός δεν έχει σβήσει ακόμη», λέει ο ίδιος. «Στην πραγματικότητα, η φλόγα που υπάρχει στην καρδιά μου για την αλήθεια του Ιεχωβά όλο και μεγαλώνει».
Τώρα Τίποτα Δεν θα Μπορούσε να Σταματήσει την Πρόοδο
Μέσα στη δεκαετία του 1960, αφότου έγινε σεβαστή η συνταγματική ελευθερία λατρείας, δημιουργήθηκαν εκκλησίες σε όλες τις μεγάλες πόλεις, ακόμη και σε μικρότερες κοινότητες. Νότια της Κάλι, ντόπιοι σκαπανείς και ιεραπόστολοι διέδωσαν τα καλά νέα σε θρησκευτικά προπύργια—στην Ποπαγιάν και στο Πάστο προς τα σύνορα με τον Ισημερινό—και μέχρι το Τουμάκο στις ακτές του Ειρηνικού. Οι ντόπιοι Μάρτυρες άρχισαν κι αυτοί να παίζουν πιο ενεργό ρόλο στην οργάνωση. Τώρα τίποτα δεν θα μπορούσε να σταματήσει τη θεοκρατική πρόοδο. Σε λίγο, όλα τα μέρη αυτής της χώρας θα γέμιζαν από τον αίνο του Ιεχωβά.
Στη χρονολογική μας αναδρομή του έργου της Βασιλείας στην Κολομβία αφήσαμε την εκκλησία της Μπογκοτά στα μέσα της δεκαετίας του 1950 να αγωνίζεται χωρίς τη βοήθεια ιεραποστόλων. Θα συνεχίσουμε τώρα την αφήγηση από εκείνο το σημείο, κι αυτή τη φορά θα καλύψουμε τις επόμενες τρεις δεκαετίες και θα φτάσουμε στο σήμερα.
Ο Αδελφός Νορ Προωθεί Κάποιο Είδος Μετανάστευσης
Από το 1960 κι έπειτα το έργο της Βασιλείας προόδευσε στην πρωτεύουσα, την Μπογκοτά. Ήρθαν καινούριοι απόφοιτοι της Γαλαάδ για να ανοίξουν έναν ιεραποστολικό οίκο στο βόρειο τμήμα της πόλης και μετά ένα δεύτερο οίκο στο νότιο τμήμα. Καθώς μεγάλωνε ο αριθμός των εκκλησιών, ήρθαν να μείνουν εκεί οικογένειες ξένων, προκειμένου να προσφέρουν βοήθεια. Πριν τελειώσει η δεκαετία του 1960, ένας άλλος σημαντικός παράγοντας συνέβαλε στην οργανωτική ανάπτυξη στην Κολομβία.
Το 1966 η Εταιρία διευθέτησε να γίνουν εκδρομικά ταξίδια στη Λατινική Αμερική σε συνδυασμό με τις συνελεύσεις περιφερείας «Υιοί Ελευθερίας του Θεού». Ο τότε πρόεδρος της Εταιρίας, ο Νάθαν Ο. Νορ, παρότρυνε τους επισκέπτες αντιπροσώπους να διαδώσουν στους άλλους Μάρτυρες της πατρίδας τους ότι η Κεντρική και Νότια Αμερική είναι ένας μεγάλος και ικανοποιητικός αγρός για όσους έχουν ιεραποστολικό πνεύμα.
Η εισήγηση του αδελφού Νορ προώθησε ένα κύμα μετανάστευσης ξένων αδελφών στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, που συνεχίστηκε και στη δεκαετία του 1970. Έτσι, εκατοντάδες Μάρτυρες πήγαν να μείνουν στην Κολομβία.
«Ως το 1970 ένας μεγάλος αριθμός Μαρτύρων από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γερμανία, την Αυστρία καθώς και από τη μακρινή Αυστραλία εγκαταστάθηκαν στη Μεδεγίν, πολλοί μαζί με τις οικογένειές τους», λέει ο Γιουτζίν Ιβανίκι. «Οι πιο πολλοί απ’ αυτούς τους ξένους αδελφούς εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της πόλης όπου έμενε η μεσαία τάξη, κι εκεί άρχισαν να επισκέπτονται τα σπίτια επιχειρηματιών και επαγγελματιών. Αυτό σύντομα παρήγαγε την καρποφορία της Βασιλείας. Πολλοί ντόπιοι πρεσβύτεροι σήμερα είναι καρποί των κόπων εκείνων των ‘προσωρινών κατοίκων’».
Ο τωρινός συντονιστής της Επιτροπής του Τμήματος, ο Ρίτσαρντ Μπράουν, προσθέτει άλλη μια σημαντική λεπτομέρεια για εκείνους τους ξένους αδελφούς που πήγαν να μείνουν σε διάφορες πόλεις της Κολομβίας. Λέει τα εξής: «Στο θέμα της ανέγερσης Αιθουσών Βασιλείας και μόνο, αυτοί οι ξένοι αδελφοί, μερικοί από τους οποίους ήταν αρχιτέκτονες, μηχανικοί και οικοδόμοι, με την πρωτοβουλία και την πείρα τους συνετέλεσαν στη δημιουργία ευρύχωρων και όμορφων χώρων για συναθροίσεις, οι οποίοι έδωσαν αληθινή ώθηση στο έργο».
Βρήκε Σκοπό στη Ζωή
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ψάχνουν να βρουν ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να καθήσουν και να σκεφτούν το θέμα της θρησκείας. Ως επί το πλείστον, η Καθολική Εκκλησία δεν έχει διδάξει τα μέλη της να κάνουν κάτι τέτοιο.
Για παράδειγμα, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, μια κοπέλα από οικογένεια Κολομβιανών ονειρευόταν να υπηρετήσει τον Θεό και να βρει ικανοποίηση ζώντας τη ζωή της καλόγριας σε μοναστήρι. Γι’ αυτό και αργότερα πήγε να ζήσει σε κάποιο μοναστήρι της Κόστα Ρίκα, όπου αφιέρωσε πολύ χρόνο για να μελετήσει φιλοσοφία. Αλλά αντί να οικοδομηθεί πνευματικά, έχασε την πίστη της, κι έφτασε μάλιστα να αμφισβητεί την ύπαρξη του Θεού. Η ζωή στο μοναστήρι έχασε κάθε νόημα, κι έγινε στο τέλος αφόρητη. Αποφάσισε να φύγει και να γυρίσει στην Κολομβία.
Όταν γύρισε στην πατρίδα της, πήγε στις ακτές του Ειρηνικού, στην περιοχή του Τσοκό, για να ζήσει μαζί με μια φυλή Ινδιάνων μέσα στα πυκνά δάση, προκειμένου να τους βοηθήσει. Ένας χρόνος σ’ αυτό το πρωτόγονο περιβάλλον την έπεισε για το μάταιο αυτής της πορείας. Γύρισε στον πολιτισμό κι άρχισε να διερευνά κάποιο επαναστατικό πολιτικό κίνημα—αλλά και πάλι απογοητεύτηκε.
Απογοητευμένη τρεις φορές, αποφάσισε να επιχειρήσει να αναδειχθεί στην καπιταλιστική κοινωνία. Αλλά πριν προλάβει να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, την επισκέφτηκε ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά. Εκείνη εντυπωσιάστηκε θετικά από το άγγελμα της Βασιλείας και ειδικά από την περιγραφή τού πώς λειτουργεί η οργάνωση του Ιεχωβά, κι έτσι η πρώην καλόγρια άφησε στην άκρη τα σχέδια που είχε για το ταξίδι της, προκειμένου να κάνει περαιτέρω έρευνα. Έμαθε ότι ο Θεός έχει βάσιμο λόγο για να επιτρέπει τις αδικίες και ότι η ζωή έχει πράγματι σκοπό και αληθινή ελπίδα για το μέλλον. Τώρα υπηρετεί ως ολοχρόνια διάκονος, κι όχι μόνο ζει η ίδια την ικανοποιητική ζωή την οποία έψαχνε να βρει τόσο καιρό, αλλά και προσφέρει πρόθυμα αυτή την ευκαιρία και στους άλλους.
Μέχρι και οι Άλλοι Αντάρτες τον Φοβούνταν
Τον Αύγουστο του 1968, ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ έκανε μια επίσκεψη-ορόσημο στην Κολομβία, ήταν η πρώτη επίσκεψη πάπα στη Λατινική Αμερική. Σε λίγο ακολούθησε η Δεύτερη Λατινοαμερικάνικη Διάσκεψη Επισκόπων στη Μεδεγίν της Κολομβίας, Αύγουστο με Σεπτέμβριο του 1968. Στη διάσκεψη, οι Ρωμαιοκαθολικοί επίσκοποι της Λατινικής Αμερικής κατήγγειλαν τη φτώχεια μέσα στην οποία ζουν μεγάλες ομάδες της ανθρωπότητας σ’ αυτές τις χώρες, δίνοντας έτσι μεγάλη ώθηση στην αμφιλεγόμενη θεολογία απελευθέρωσης. Αφού το άκουσαν αυτό, περισσότεροι φτωχοί κατέφυγαν στη βία ως το μέσο για να αρπάξουν μεγαλύτερο μερίδιο από τον κρατικό πλούτο.
Ένας απ’ αυτούς τους αγανακτισμένους—θα τον λέμε Γκονζάλο—πήγε το 1971 με μια ομάδα ανταρτών που κρυβόταν στα βουνά. Έγινε τόσο θηριώδης που μέχρι και οι άλλοι αντάρτες τον φοβούνταν. Στην αρχή έμεινε έκπληκτος βλέποντας ιερείς και καλόγριες στις τάξεις των ανταρτών. Αυτοί ισχυρίζονταν ότι «πολεμούσαν κατά των κοινωνικών αδικιών που δεν γίνεται να εξουδετερωθούν με κανέναν άλλον τρόπο—μόνο με τη βία». Μια μέρα, ένας ιερέας πήγε στη μάχη και δεν ξαναγύρισε. Αυτό ήταν η χαριστική βολή για κάποια ίχνη πίστης στον Θεό που τυχόν απέμεναν στην καρδιά του Γκονζάλο.
Τελικά, τον Γκονζάλο τον έπιασαν και τον καταδίκασαν σε έξι χρόνια φυλάκιση. «Αυτό φαρμάκωσε ακόμη πιο πολύ την καρδιά μου!» θυμάται ο ίδιος. Πριν πάει με τους αντάρτες, συζούσε με μια γυναίκα που την έλεγαν Σουζάνα. Στη φυλακή άκουσε μια φήμη ότι αυτή συζούσε με κάποιον άλλον. Ο Γκονζάλο ορκίστηκε να τη σκοτώσει μόλις βγει.
Όταν αποφυλακίστηκε, όμως, βρήκε τη Σουζάνα να τον περιμένει ανυπόμονα. Όσο εκείνος ήταν στη φυλακή, κάποια γειτόνισσα, Μάρτυρας, άρχισε να της μιλάει για τις ευλογίες της Βασιλείας του Ιεχωβά, και στη Σουζάνα άρεσαν αυτά που άκουγε. Τώρα, επέμενε αμετάπειστα ότι αυτή και ο Γκονζάλο έπρεπε να παντρευτούν.
«Είμαι πολύ γέρος για να σκέφτομαι παντρειές», διαμαρτυρήθηκε εκείνος. «Αν δεν δεχτείς να με παντρευτείς», επέμεινε η Σουζάνα, «θα αναγκαστώ να σε χωρίσω, κι αυτή τη φορά τελεσίδικα».
Ο Γκονζάλο σκέφτηκε πως καλά θα έκανε να εξετάσει το καινούριο πιστεύω της Σουζάνας. Συμφώνησε να παρακολουθήσει μια συνάθροιση στην Αίθουσα Βασιλείας, με την πρόθεση να αποδείξει ότι αυτή η θρησκεία είναι απάτη όπως και όλες οι υπόλοιπες. Και πήρε μαζί του και δυο πιστόλια «για κάθε ενδεχόμενο», όπως είπε.
Ο Γκονζάλο εντυπωσιάστηκε θετικά απ’ αυτά που είδε κι άκουσε, κι έτσι δέχτηκε την προσφορά που του έγινε να κάνει οικιακή Γραφική μελέτη. Ο ίδιος σχολίασε τελικά: «Είναι θαύμα και μόνο το ότι είμαι ζωντανός. Τώρα πρόκειται να υπηρετήσω τον Ιεχωβά». Αυτός και η Σουζάνα παντρεύτηκαν και έγιναν διαγγελείς της Βασιλείας. «Ο Γκονζάλο είναι τώρα πράος σαν αρνί, χάρη στη δύναμη που έχει η αλήθεια του Ιεχωβά», είπε ο επίσκοπος περιοχής που αφηγήθηκε την εμπειρία.
«Τι Δουλειά Έχουν Εδώ Όλοι Αυτοί οι Αμερικάνοι;»
Ας δούμε στη συνέχεια την εμπειρία του Κάρλος, ενός ψυχολόγου. Το σπιτικό στο οποίο γεννήθηκε ήταν αυστηρά Καθολικό και ανέκαθεν η οικογενειακή παράδοση ήταν να γίνεται ένας από τους γιους γιατρός κι ένας άλλος ιερέας. Για ιερέα διάλεξαν τον Κάρλος.
Στο πανεπιστήμιο, τον Κάρλος τον γοήτευσε η επιστήμη και η τεχνολογία. Απέρριψε την ανατροφή που είχε πάρει από μικρός ως Καθολικός, θεωρώντας την παράλογη, υιοθέτησε επαναστατικές φιλοσοφίες και άρχισε να παίρνει μέρος σε συλλαλητήρια κατά του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Τα χρόνια πέρασαν, κι ο Κάρλος συνέχιζε να αντιπαθεί έντονα «τον ξένο ιμπεριαλισμό», όταν ένας Μάρτυρας, ο οποίος ήταν χημικός μηχανικός και σύζυγος μιας ξαδέλφης του Κάρλος, άρχισε να συζητάει λογικά μαζί του σχετικά με τη μόνη λύση που υπάρχει για όλες τις αδικίες του κόσμου, τη Βασιλεία του Θεού. Ο Κάρλος παραδέχτηκε ότι ο Μάρτυρας είχε δίκιο. Τόσο αυτός όσο και η γυναίκα του, που ήταν παιδίατρος, συμφώνησαν να κάνουν Γραφική μελέτη.
Όταν αυτοί πήγαν για πρώτη φορά στην Αίθουσα Βασιλείας, ένα μήνα αργότερα, αυτό που αντίκρισε ο Κάρλος τον έκανε να παγώσει, σαν να λέγαμε. Βορειοαμερικανοί στο ακροατήριο. «Τι δουλειά έχουν εδώ όλοι αυτοί οι Αμερικάνοι;» σιγομουρμούρισε με αποδοκιμαστικό τόνο.
Μετά τη συνάθροιση, τον γενειοφόρο επισκέπτη τον πλησίασε ο προεδρεύων επίσκοπος, που συμπτωματικά ήταν Βορειοαμερικανός, και τον ρώτησε πώς του φάνηκε η συνάθροιση. «Πολύ ωραία ήταν», απάντησε ευγενικά ο Κάρλος. «Αλλά, για πέστε μου, τι δουλειά έχουν εδώ όλοι αυτοί οι Αμερικάνοι; Και γιατί να ξεκινάνε όλα αυτά από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής;»
Ο πρεσβύτερος του εξήγησε ότι οι Βορειοαμερικανοί Μάρτυρες βρίσκονταν στην Κολομβία για να κάνουν ευαγγελιστικό έργο και ότι τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά βρίσκονται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είπε επίσης στον Κάρλος ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι πολιτικά ουδέτεροι σε όλες τις χώρες του κόσμου και ότι σε παλιότερα χρόνια είχαν υποστεί έντονο διωγμό στις Ηνωμένες Πολιτείες, και γι’ αυτό χρειάστηκε να δώσουν πολλές δικαστικές μάχες για να εξασφαλίσουν τα συνταγματικά τους δικαιώματα.
Σήμερα ο Κάρλος είναι πρεσβύτερος στην τοπική εκκλησία και ασκεί το επάγγελμα του ψυχολόγου. Δεν διστάζει να μιλήσει στους ασθενείς του για τον Θεό και την Αγία Γραφή, και όταν διακρίνει ενδείξεις ειλικρινούς επιθυμίας για δικαιοσύνη, τους αναφέρει πληροφορίες που περιέχουν τα έντυπα της Εταιρίας. Αρκετοί έχουν γνωρίσει την αλήθεια μ’ αυτόν τον τρόπο.
Ο Καθηγητής και η Τριάδα
Ένας καθηγητής πανεπιστημίου, ο οποίος ήταν πέντε χρόνια Βαπτιστής, έφτασε στο σημείο να αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό όλες τις θρησκείες. Ένα Σάββατο πρωί η γυναίκα του δέχτηκε να πάρει τα περιοδικά Η Σκοπιά και Ξύπνα! από ένα αντρόγυνο Μαρτύρων που χτύπησαν την πόρτα τους. Τους είπε να ξαναπεράσουν για να συζητήσουν με τον άντρα της, «επειδή εκείνου του αρέσει να ερευνά όλων των ειδών τις θρησκείες», είπε.
Του καθηγητή του άρεσαν οι συζητήσεις αυτές. Αλλά πριν μπορέσει να αρχίσει μια οργανωμένη μελέτη, χρειάστηκε να διαθέσουν οι Μάρτυρες πολλές ώρες για να του εξηγήσουν τις δογματικές διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των Μαρτύρων του Ιεχωβά και των Προτεσταντών. Η αδελφή του καθηγητή, μια «αναγεννημένη θεμελιωτίστρια», του έδωσε έντυπα που περιείχαν ό,τι επιχείρημα μπορεί να φανταστεί κανείς κατά των Μαρτύρων. Οι αδελφοί έπρεπε να ανατρέψουν τη μια μετά την άλλη αυτές τις ψεύτικες κατηγορίες, χρησιμοποιώντας την Αγία Γραφή.
Οι Μάρτυρες έμειναν έκπληκτοι όταν, κάποια φορά που πήγαν για την εβδομαδιαία Γραφική μελέτη τους, βρήκαν να τους περιμένει ένας Προτεστάντης ιεραπόστολος. Στη συζήτηση που ακολούθησε, και η οποία κράτησε μιάμιση ώρα, ο Προτεστάντης δεν μπόρεσε να υπερασπίσει με επιτυχία το δόγμα της Τριάδας στο οποίο πίστευε. Ο καθηγητής έκανε τον εξής συλλογισμό: «Πόσο ανόητο είναι να πιστεύεις ότι ο Σατανάς επιχείρησε να πειράξει τον Παντοδύναμο Θεό λέγοντάς του ότι αν τον προσκυνούσε θα του έδινε για αντάλλαγμα όλα τα βασίλεια του κόσμου!»
Από εκείνο το βράδυ κι έπειτα, ο καθηγητής προόδευσε γοργά. Δεν πέρασε πολύς καιρός και μια θαυμάσια καινούρια οικογένεια είχε προστεθεί στην τοπική εκκλησία.
Επιστροφή στην Μπογκοτά
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, οι εγκαταστάσεις στην Μπαρανκίγια δεν επαρκούσαν πια για τις εργασίες του γραφείου τμήματος. Όταν άρχισε να γίνεται έρευνα για να βρεθεί το κατάλληλο οικόπεδο, κανένας δεν φανταζόταν ότι αυτή θα τους οδηγούσε εκεί όπου το 1946 είχε πρωτοϊδρυθεί το γραφείο, στην Μπογκοτά, ούτε ότι η Κολομβία θα είχε σύντομα καινούριο Οίκο Μπέθελ και εργοστάσιο που να μπορεί να τυπώνει περιοδικά για τέσσερις γειτονικές χώρες καθώς και για την Κολομβία.
Στην Μπογκοτά αγοράστηκε γη και έγιναν τα αρχιτεκτονικά σχέδια για άνετες κατοικίες, όπου θα μπορούσαν να μείνουν 60 εργαζόμενοι στο τμήμα, και για χώρο εργοστασίου αρκετό για δυο πιεστήρια όφσετ. Αυτές οι εγκαταστάσεις θα επαρκούσαν για τα επόμενα χρόνια.
Για το πρόγραμμα της αφιέρωσης, το Σεπτέμβριο του 1979 ήρθε ο αδελφός Φρέντερικ Γ. Φρανς, ο πρόεδρος της Εταιρίας. Το επόμενο υπηρεσιακό έτος, η οργάνωση άρχισε και πάλι να παρουσιάζει αυξήσεις. Το καινούριο γραφείο τμήματος είχε χτιστεί στον κατάλληλο καιρό.
Το 1982, ο Ρόμπερτ Τρέισι—αφού δαπάνησε 36 χρόνια ως ιεραπόστολος στην Κολομβία και υπηρέτησε ως επίσκοπος τμήματος τα 22—διορίστηκε συντονιστής Επιτροπής Τμήματος σε κάποια άλλη χώρα της Λατινικής Αμερικής. Οι Κολομβιανοί Μάρτυρες θυμούνται τον Μπομπ και τη Λίμπι Τρέισι με θερμά αισθήματα· και οι Τρέισι επίσης τρέφουν μεγάλη αγάπη για τους αδελφούς στην Κολομβία.
«Αδύνατον! Ούτε να το Συζητάτε»
Όλα τα χρόνια η Κολομβία έπαιρνε τα περιοδικά της Εταιρίας από το Μπρούκλιν μέσω του οικονομικού ταχυδρομείου, στην αρχή, και με ατμοπλοϊκές αποστολές κατόπιν. Εξαιτίας του χρόνου που έπαιρνε η μεταφορά, η Κολομβία ήταν πάντοτε μήνες ολόκληρους πιο πίσω από τις άλλες χώρες στις ημερομηνίες για τη διάθεση των περιοδικών καθώς και στις ημερομηνίες για την εβδομαδιαία μελέτη Σκοπιάς. Πόσο καλά θα ήταν να μπορούσαν κάποια μέρα να τυπώνουν τα δικά τους περιοδικά εκεί στην Κολομβία!
Αυτό και κάνουν τώρα. Ο Γουίλιαμ (Μπιλ) Λένσινκ, επίσκοπος εργοστασίου, θα μας πει πώς έγινε αυτό. Ο Μπιλ είναι από μικρό παιδί στην Κολομβία, από το 1969, τότε που η οικογένειά του έφυγε από τον Καναδά για να υπηρετήσει εκεί όπου η ανάγκη ήταν μεγαλύτερη.
«Τον Ιούνιο του 1982 το Μπρούκλιν μάς έγραψε ότι θα έστελναν στην Κολομβία ένα πιεστήριο όφσετ τον Ιανουάριο του 1983», αρχίζει να αφηγείται ο Μπιλ. «Χαρούμενοι εμείς αρχίσαμε να κάνουμε σχέδια. Και τότε στις αρχές του Νοεμβρίου, μάθαμε ότι οι τελωνειακοί δασμοί για τα τυπογραφικά μηχανήματα θα ανέβαιναν κατά 15 τοις εκατό την 1η Ιανουαρίου του 1983. Θα συμφωνούσε το Μπρούκλιν να στείλει πιο νωρίς το πιεστήριο; Και θα κατάφερναν να το στείλουν πριν από το τέλος του χρόνου; Οι επαγγελματίες εισαγωγείς και οι εκτελωνιστές μάς είπαν: ‘Μέσα σε λιγότερο από δυο μήνες και με τις αργίες στο τέλος του έτους, αδύνατον! Ούτε να το συζητάτε’.
»‘Αλλά αν αυτό είναι θέλημα του Ιεχωβά’, σκεφτήκαμε εμείς, ‘μπορούμε να το καταφέρουμε’. Πρωτύτερα το γραφείο τμήματος της Κολομβίας είχε προτείνει στο Μπρούκλιν ένα σχέδιο και έναν προϋπολογισμό προκειμένου να μεταφερθεί το πιεστήριο οδικώς στο Μαϊάμι των Η.Π.Α. και από εκεί να έρθει αεροπορικώς, με τζάμπο 747, στην Μπογκοτά—λιγότερη φασαρία, μεγαλύτερη οικονομία, πολύ πιο γρήγορα και με λιγότερη ταλαιπωρία για το μηχάνημα. Ζητήσαμε από την Εταιρία να αποφασίσει, και η Επιτροπή Εκδόσεων του Κυβερνώντος Σώματος έδωσε την έγκριση!
»Οι αδελφοί θα είχαν προσωπικά την επίβλεψη αυτού του μεγάλου εγχειρήματος. Στις 16 Νοεμβρίου υποβάλαμε αίτηση για να πάρουμε έγκριση από την Επιτροπή Εισαγωγών—μόνο ένας μήνας, αν παίρναμε την έγκριση. Αυτό περιόριζε πολύ τα χρονικά περιθώρια. Έπειτα, οι αδελφοί που ασχολούνταν με την υπόθεση εξέτασαν τις τελωνειακές διαδικασίες, κι έκαναν σχέδια για την αντιμετώπιση των έκτακτων επιπλοκών που μπορεί να παρουσιάζονταν σε κάθε στάδιο της όλης διαδικασίας. Σκέφτηκα πως θα ήταν καλό να κρατήσω ένα ημερολόγιο των γεγονότων».
Ημερολόγιο των Γεγονότων
«ΔΕΥΤΕΡΑ 20 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ: Νέα από το Μαϊάμι—τα φορτηγά είχαν φτάσει από τη Νέα Υόρκη· οι πύργοι και τα άλλα μέρη του πιεστηρίου είναι έτοιμα να φορτωθούν στα τζάμπο. Όσο για την έγκριση της εισαγωγής, ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
»ΤΡΙΤΗ 21 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ: Ο Μπεθελίτης Χοσέ Γρανάδος μαζί με έναν εκτελωνιστή πήγαν στο γραφείο των τελωνείων για να ζητήσουν άδεια να γίνει ο εκτελωνισμός στο ίδιο το αεροδρόμιο. Ο αρμόδιος διοικητικός γραμματέας ούτε που ήθελε να ακούσει μια τόσο ανορθόδοξη πρόταση. Τότε επενέβη ο Γρανάδος και εξήγησε τι σκοπό έχει η μη κερδοσκοπική εταιρία μας. ‘Η Εταιρία θα αναλάβει ό,τι έχει σχέση με τη μεταφορά’, πρόσθεσε. ‘Το πρώτο φορτίο έρχεται από το Μαϊάμι την Πέμπτη’. Δόθηκε η άδεια—δακτυλογραφήθηκε, υπογράφτηκε και σφραγίστηκε.
»ΤΕΤΑΡΤΗ 22 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ: Ο Μπεθελίτης Μπιλ Νιούφελντ και εγώ πήγαμε νωρίς το πρωί στην Επιτροπή Εισαγωγών. ‘Κι αν δεν μας δώσουν την έγκριση;’ Βγάλαμε αυτή τη σκέψη από το μυαλό μας. Όταν πήγαμε στο γραφείο, η γραμματέας μάς χαιρέτησε μ’ ένα θερμό χαμόγελο. ‘Η Επιτροπή έδωσε χτες την έγκριση για την αίτησή σας’, είπε. ‘Πηγαίνετε κάτω να την πάρετε’.
»ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΩΙ 23 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ: Η ομάδα των Μαρτύρων που είχαμε βρισκόταν στο Αεροδρόμιο Ελ Ντοράντο νωρίς-νωρίς—γερανοί και φορτηγά-πλατφόρμες περίμεναν—και το μεγάλο 747 κατέφθασε με το πρώτο από τα τρία βαριά φορτία. Τελωνειακοί, επιθεωρητές, εφοριακοί και ελεγκτές, όλοι, ο ένας μετά τον άλλον, εξέφρασαν τις αντιρρήσεις τους. Αλλά οι φωτοτυπίες της επίσημης άδειας σταματούσαν κάθε αντίδραση.
»ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 24 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ: Το δεύτερο φορτίο ήρθε με τζάμπο, το παραλάβαμε και το εκτελωνίσαμε. Κανένα πρόβλημα παρά το ότι ήταν η παραμονή των Χριστουγέννων του Χριστιανικού κόσμου.
»ΤΕΤΑΡΤΗ 29 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ: Το τελευταίο φορτίο ήρθε όπως ήταν προγραμματισμένο, εκτελωνίστηκε και μεταφέρθηκε με φορτηγά στο γραφείο τμήματος, χωρίς να υπάρξει το παραμικρό κώλυμα και ακριβώς πριν από το κλείσιμο των δημόσιων υπηρεσιών για το τέλος του έτους.
»Το ‘αδύνατον’ είχε γίνει! Στον Οίκο Μπέθελ η χαρά που υπήρχε στο τέλος εκείνου του έτους δεν είχε καμιά σχέση με την Πρωτοχρονιά του κόσμου. Ήταν αγαλλίαση για το ότι ο Ιεχωβά έκανε να στεφθούν με επιτυχία οι προσπάθειες που έγιναν ώστε να μπει στο εργοστάσιο το πιεστήριο όφσετ της Κολομβίας πριν περάσει η τελευταία διορία, δηλαδή πριν τις 31 Δεκεμβρίου 1982!»
«Συμβαδίζουμε Επιτέλους»
«Οι πρώτες μας Σκοπιές», συνεχίζει ο Μπιλ Λένσινκ, «άρχισαν να βγαίνουν από το πιεστήριο μετά από τρεισήμισι μήνες—ήταν το τεύχος 15 Απριλίου 1983. Οι διαγγελείς της Βασιλείας πετούσαν από χαρά. Σε λίγο η Αταλάγια και το Ντεσπερτάδ! βρίσκονταν στους πάγκους των περιοδικών στις Αίθουσες Βασιλείας ολόκληρης της χώρας πριν από την ημερομηνία που αναγράφεται στο τεύχος. Έπαψε να μας προβληματίζει το ‘ποια Αταλάγια θα μελετήσουμε αυτή την εβδομάδα’. Μέχρι το τέλος του χρόνου το πιεστήριό μας τύπωνε 200.000 περιοδικά κάθε μήνα για την Κολομβία και μόνο. Το 1984 αρχίσαμε να τυπώνουμε και για γειτονικές χώρες, για τη Βενεζουέλα, τον Παναμά, τον Ισημερινό και το Περού.
»Και το Μάιο εκείνου του έτους—με την ταυτόχρονη εκτύπωση των περιοδικών στην αγγλική και στην ισπανική—συμβαδίζαμε επιτέλους, από πνευματική άποψη, με την πρώτη γραμμή της θεοκρατικής οργάνωσης».
Το Αληθινό ‘Αλάτι της Γης’
Στη διάρκεια της δεύτερης παπικής επίσκεψης στην Κολομβία, τον Ιούλιο του 1986—αυτή τη φορά την έκανε ο Ιωάννης Παύλος Β΄—η κεφαλή του Ρωμαιοκαθολικισμού απευθύνθηκε ειδικά στους Κολομβιανούς νεαρούς όταν είπε: «Εσείς είστε το αλάτι της γης! Εσείς είστε το φως του κόσμου!» Ωστόσο, δεν διευκρίνισε ποιο ήταν το διαφωτιστικό άγγελμα που έπρεπε να μεταδώσουν αυτοί οι νεαροί Καθολικοί σε ολόκληρη την Κολομβία, τη Λατινική Αμερική και στον υπόλοιπο κόσμο.
Για το άγγελμα, όμως, που οι νεαροί Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν να μεταδώσουν, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο θα μιλήσουν γι’ αυτό στους ανθρώπους, δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία. Επειδή εκπαιδεύονται στη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας, που διεξάγεται στις τοπικές Αίθουσές τους Βασιλείας, και επειδή χρησιμοποιούν τους προλόγους και τις παρουσιάσεις που προτείνει το βιβλίο Πώς να Συζητάτε Λογικά από τις Γραφές, έχουν γίνει επιδέξιοι στο κήρυγμα των καλών νέων από σπίτι σε σπίτι, στις επανεπισκέψεις στους ενδιαφερομένους και στη διεξαγωγή Γραφικών μελετών στα σπίτια αυτών των ατόμων. Επίσης, όλο και περισσότεροι νεαροί Μάρτυρες, ανταποκρίνονται στην έκκληση για ολοχρόνια διακονία ως σκαπανείς, Μπεθελίτες και εθελοντές εργαζόμενοι στο έργο ανέγερσης του καινούριου γραφείου τμήματος. Πράγματι, αυτοί είναι οι νεαροί οι οποίοι, μαζί με τους μεγαλύτερους σε ηλικία αδελφούς και αδελφές τους παγκόσμια, αποτελούν το αληθινό ‘αλάτι της γης’, «το φως του κόσμου».—Ματθ. 5:13, 14.
Ο Έμπορος Ναρκωτικών και η Μάρτυρας
Στα τέλη της περασμένης δεκαετίας, όταν οι Κολομβιανοί «βαρόνοι των ναρκωτικών» άρχισαν να φτιάχνουν τεράστιες περιουσίες από το εμπόριο ναρκωτικών, δυο απομονωμένα σπίτια βρίσκονταν δίπλα-δίπλα στην άκρη μιας μικρής κωμόπολης. Στο ένα έμενε ένας νέος άντρας—σύνδεσμος στη διεθνή διακίνηση ναρκωτικών—και στο άλλο μια οικογένεια Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Μια φορά που αυτός ο νεαρός έμπορος ναρκωτικών και οι φίλοι του γλεντοκοπούσαν σ’ ένα από τα πολλά πολυτελέστατα πάρτι που έδινε εκείνος, η αδελφή μας από το διπλανό σπίτι είπε στον άντρα της ότι την απασχολούσε το θέμα του γείτονά τους γιατί κανένας δεν είχε δώσει μαρτυρία σ’ αυτό το σπίτι. Ο άντρας της τής είπε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος και, κατά τη γνώμη του, ήταν καλύτερο να μην ανακατευτούν προς το παρόν. Η αδελφή μας, όμως, δεν μπορούσε να βγάλει αυτό το θέμα από το μυαλό της.
Μήνες αργότερα, όταν ο έμπορος ναρκωτικών είχε γυρίσει από ένα από τα «επαγγελματικά» του ταξίδια, η αδελφή αποφάσισε ότι ήταν καιρός να τον επισκεφτεί για να του δώσει μαρτυρία. Πήρε την τσάντα που χρησιμοποιούσε στην υπηρεσία αγρού, έκανε από μέσα της μια προσευχή και χτύπησε την πόρτα του.
«Τι θες εσύ;» ήταν ο κοφτός χαιρετισμός του.
Η αδελφή δεν θυμάται τι ακριβώς είπε, αλλά ήταν κάτι για τη Βασιλεία και τις ευλογίες που θα έφερνε αυτή. Ο νέος άντρας άκουσε προσεκτικά και μετά είπε απλά: «Εγώ πιστεύω στον Θεό». Παίρνοντας θάρρος η αδελφή, έδωσε πλήρη μαρτυρία. Ο νέος αυτός άντρας ανταποκρίθηκε θετικά και δέχτηκε να κάνει Γραφική μελέτη.
Από τη χαρά που ένιωθε για τις Βιβλικές αλήθειες που μάθαινε, αυτός άρχισε να μιλάει σ’ εκείνους με τους οποίους έκανε «δουλειές», και οι οποίοι νόμιζαν ότι τον είχε τρελάνει η ανάγνωση της Γραφής. Για να αρχίσει μια καινούρια ζωή με κάποια αξιοσέβαστη εργασία, αγόρασε ένα ταξί. Ακολούθησε η υπηρεσία αγρού, η αφιέρωση και το βάφτισμα.
Κάποια μέρα πήγε με το ταξί του κάποιον φίλο του Μάρτυρα στη δουλειά του. Οι άλλοι υπάλληλοι είδαν από το παράθυρο του γραφείου το συνάδελφό τους να βγαίνει από το ταξί και να χαιρετάει φιλικά τον οδηγό. Αυτοί προειδοποίησαν το συνάδελφό τους ότι έκανε κακές παρέες. «Αυτός ο άνθρωπος είναι γνωστός μαφιόζος!» του είπαν. Ο αδελφός μας απάντησε με ικανοποίηση: «Ήταν κάποτε μαφιόζος. Τώρα είναι πνευματικός αδελφός μου, είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά!»
Ενθαρρυντικά Νέα από το Μπρούκλιν
Στη διάρκεια της επίσκεψης του αδελφού Λάιμαν Σουίνγκλ, μέλους του Κυβερνώντος Σώματος, τον Ιανουάριο του 1987, η Επιτροπή του Τμήματος του εξήγησε πώς η έλλειψη κατάλληλων Αιθουσών Βασιλείας αναχαίτιζε την πνευματική πρόοδο. Του εξήγησε ότι λίγες εκκλησίες θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν όσα χρήματα χρειάζονταν για να χτίσουν Αίθουσα Βασιλείας και ότι πολλοί χώροι συναθροίσεων ήταν στενόχωρα δωμάτια ή σκεπαστές αυλές που βρίσκονταν σε απόμερα σημεία της πόλης. Επίσης, οι περιοχές δυσκολεύονταν να νοικιάσουν κατάλληλες αίθουσες συνελεύσεων.
Λίγο μετά την επίσκεψη του αδελφού, ήρθαν ενθαρρυντικά νέα από το Μπρούκλιν: Θα διατίθονταν χρήματα ως δάνεια για Αίθουσες Βασιλείας και Αίθουσες Συνελεύσεων. Επιπρόσθετα, οι χώροι για τις Χριστιανικές συναθροίσεις πρέπει να είναι άνετοι και όμορφοι και να βρίσκονται σε μέρη της πόλης όπου δεν θα διστάζει να έρθει το κοινό.
Κύμα Ντόπιων Μαρτύρων
Πώς θα άκουγαν τα καλά νέα όσοι ζούσαν σε απομονωμένες περιοχές; Εξηγεί ο Έντουιν Μούλερ, απόφοιτος της πρώτης τάξης (1980-1981) του Παραρτήματος της Γαλαάδ στο Μεξικό, ο οποίος εργάζεται τώρα στο Τμήμα Υπηρεσίας του Μπέθελ στην Μπογκοτά:
«Μελετήσαμε το χάρτη της Κολομβίας και καταγράψαμε εκατό και πλέον κωμοπόλεις των 10.000 κατοίκων στις οποίες δεν είχε γίνει ποτέ οργανωμένη μαρτυρία· οι πιο πολλές βρίσκονταν στην ορεινή περιοχή των Άνδεων. Κατόπιν, με την έγκριση του Κυβερνώντος Σώματος, κάναμε διευθετήσεις να στείλουμε για τρεις μήνες σε 30 απ’ αυτές τις κωμοπόλεις 150 ευαγγελιζομένους ως προσωρινούς ειδικούς σκαπανείς, αρχίζοντας από το Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο του 1988.
»Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά: 1.200 καινούριες Γραφικές μελέτες· στις περισσότερες περιπτώσεις οι σκαπανείς διεξήγαγαν όλες τις τακτικές συναθροίσεις· καινούριοι ευαγγελιζόμενοι άρχισαν να βγαίνουν στην υπηρεσία αγρού· σε μια κωμόπολη πολλοί ζητούσαν να κάνουν Γραφική μελέτη, αλλά ήταν αδύνατο να τις διεξάγουν όλες οι έξι σκαπανείς, που είχαν 20 μελέτες ο καθένας τους.
»Οι νεοσυνταυτισμένοι άρχισαν να ανησυχούν για το τι θα γινόταν όταν θα τέλειωναν οι 90 μέρες. Σε μια κωμόπολη 18 άτομα υπέγραψαν μια επιστολή και την έστειλαν στο γραφείο τμήματος, εκφράζοντας εκτίμηση για το άγγελμα της Βασιλείας που τους είχαν φέρει οι σκαπανείς. Αλλά τώρα τι θα έκαναν όταν θα τελείωνε αυτή η ειδική αποστολή; ‘Θα στείλετε άλλους να μας βοηθήσουν;’ Σε άλλες κωμοπόλεις, οι άνθρωποι εκλιπαρούσαν τους σκαπανείς: ‘Σας παρακαλούμε, μη μας αφήνετε μόνους μας. Θα σας βοηθήσουμε να βρείτε δουλειά, αρκεί να μείνετε’».
Ο αδελφός Μούλερ καταλήγει: «Τώρα καλούμε κι άλλους που μπορούν να υπηρετήσουν εκεί όπου η ανάγκη είναι μεγαλύτερη. Αδελφοί γράφουν στο γραφείο του τμήματος ή έρχονται οι ίδιοι εδώ για να ρωτήσουν τι χρειάζεται προκειμένου να πάνε να μείνουν σε απομονωμένους τομείς ώστε να βοηθήσουν στο κήρυγμα των καλών νέων. Αυτή τη φορά, δεν πρόκειται για κύμα ξένων που μεταναστεύουν στην Κολομβία για να βοηθήσουν στο κήρυγμα, αλλά για ντόπιους Μάρτυρες, που καλύπτουν με αξιοθαύμαστο τρόπο την ανάγκη που υπάρχει».
Έλλειψη Χώρου
Οι δραστηριότητες στον Οίκο Μπέθελ και στο εργοστάσιο ξεπέρασαν κάθε πρόβλεψη. Η οικογένεια Μπέθελ πλησίαζε τώρα τους 90, ενώ αρχικά ο οίκος είχε σχεδιαστεί το 1975 για 60 άτομα. Η Αίθουσα Βασιλείας, που εξυπηρετούσε ορισμένες εκκλησίες της Μπογκοτά οι οποίες συναθροίζονταν εκεί, είχε μετατραπεί εδώ και πολύ καιρό σε πρόσθετα γραφεία. Τώρα χρειαζόταν όλος ο χώρος του εργοστασίου για την εκτύπωση και την αποστολή περιοδικών για 130.000 και πλέον ευαγγελιζομένους πέντε χωρών. Ήταν πολύ μικρός ο χώρος όπου γινόταν η αποθήκευση εντύπων και οι εργασίες της αποστολής καθώς και του μικρού πιεστηρίου—σ’ αυτό τυπώνεται η Διακονία της Βασιλείας και άλλα έντυπα μικρού μεγέθους, λόγου χάρη υπηρεσιακά έντυπα και φυλλάδια. Ήταν φανερό ότι χρειαζόταν περισσότερος χώρος. Τι μπορούσε να γίνει;
Τα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας στο Μπρούκλιν ενέκριναν την ανέγερση καινούριου γραφείου τμήματος για την Κολομβία. Αγοράστηκε ένα μεγάλο ορνιθοτροφείο στην άκρη της Φακατατιβά, μιας μικρής πόλης στη σαβάνα, 45 μόλις λεπτά δυτικά της πρωτεύουσας. Οι πρώτες επαφές με τις κυβερνητικές αρχές είχαν θετικά αποτελέσματα. Φτιάξαμε ένα εικονογραφημένο υπόμνημα που εξηγούσε με λεπτομέρειες το όλο οικοδομικό έργο, δίνοντας έμφαση στην εκτύπωση του Ξύπνα! για εξαγωγή. Οι αρχές εντυπωσιάστηκαν από τις φωτογραφίες του τωρινού γραφείου τμήματος, από το διαφημιστικό του γραφείου τμήματος της Γερμανίας και απ’ αυτό των Αγροκτημάτων της Σκοπιάς στις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο έδειχνε τα χωράφια που καλλιεργούνται εκεί. Ως επιστέγασμα της παρουσίασης, τους δείξαμε άρθρα του Ξύπνα! για την προστασία του περιβάλλοντος και για την οικολογία.
Το οικοδομικό έργο άρχισε στις αρχές του 1987. Στην Μπογκοτά ήρθαν αεροπορικώς πολλοί Διεθνείς Εθελοντές Εργαζόμενοι στην Οικοδόμηση (IVCW) και σε λίγο προσαρμόστηκαν στη ζωή της Γκράνχα ιν Φακά (Φάρμα στη Φακατατιβά). Το 1989 δούλευαν εκεί περίπου 75 απ’ αυτούς. Η οικογένεια μεγάλωσε επίσης από τους Κολομβιανούς εθελοντές. Από την κοντινή Φακά, οι κάτοικοι τους κοίταζαν με περιέργεια και θαυμασμό να ανακαινίζουν και να νοικοκυρεύουν ένα μεγάλο ερειπωμένο κτίριο που αγόρασε η Εταιρία, ώστε αυτό να φτάσει να γίνει Λας Τόρες (Οι Πύργοι), ένα κτίριο που θα παρείχε άνετα καταλύματα για 80 επιπλέον εργάτες.
Με το βουητό των εκσκαφέων και το ρυθμικό χτύπο της μπετονιέρας, τα κτίσματα άρχισαν να αποκτούν μορφή. Τα σαββατοκύριακα και τις αργίες, ενθουσιώδεις εθελοντές από τις 100 εκκλησίες της περιοχής της Μπογκοτά πήγαιναν στη Γκράνχα κι έστρωναν άμμο και τσιμέντο ή διαμόρφωναν και έδεναν σίδερα για τις τσιμεντένιες κολόνες και τα χοντρά τοιχία, τα οποία σήκωναν μετά οι γερανοί και τα έβαζαν στη θέση τους όπου και συγκολλούνταν το ένα με το άλλο. Στην κουζίνα, άλλοι εθελοντές βοηθούσαν να ετοιμαστεί το μεσημεριανό και το βραδινό φαγητό γι’ αυτούς τους πεινασμένους εργάτες.
Εκατοντάδες άτομα, από το πρόγραμμα για Διεθνείς Εθελοντές Εργαζόμενους στην Οικοδόμηση που έχει η Εταιρία, πληρώνουν οι ίδιοι τα έξοδα του ταξιδιού για την Κολομβία και εργάζονται προσωρινά στο έργο οικοδόμησης, δυο εβδομάδες ή ένα-δυο μήνες. Ένας ξένος αδελφός που εργάστηκε εκεί, όταν γύρισε σπίτι του, έγραψε στο γραφείο: «Πέρασα τις δυο πιο όμορφες εβδομάδες της ζωής μου όταν εργάστηκα στο εργοτάξιο της Φακατατιβά στην Κολομβία. Είχα την ευκαιρία να δω ότι εκεί γινόταν κάτι το ιδιαίτερο, κάτι το ασυνήθιστο».
Και οι ντόπιοι επισκέπτες, όταν ξεναγούνται στο Μπέθελ και στο εργοτάξιο της Φακά εντυπωσιάζονται και μένουν έκπληκτοι με την οργάνωση και το μέγεθος του έργου που επιτελούν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στην Κολομβία. Δεν μπορεί να χωρέσει το μυαλό τους ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι εθελοντές και πληρώνουν οι ίδιοι τα έξοδα του ταξιδιού για να πάνε εκεί να δουλέψουν. Ένα ανώτερο στέλεχος μιας εταιρίας είπε ότι «αυτό πρέπει οπωσδήποτε να το δει» η οικογένειά του. Ο δήμαρχος της πόλης και μέλη του δημοτικού συμβουλίου, αφού γευμάτισαν και ξεναγήθηκαν στο χώρο, είπαν ότι θα ήθελαν να έβαζαν όσους δουλεύουν στο δήμο «να έρθουν εδώ για να μάθουν τι πάει να πει δουλειά».
Αναμφίβολα, η ανέγερση του νέου γραφείου τμήματος στη Φακατατιβά δείχνει ότι επιφυλάσσονται μεγαλειώδη πράγματα για το μέλλον του έργου της Βασιλείας σ’ αυτό το μέρος του κόσμου.
Πολύ Έργο Ακόμη
Χρειάζεται να γίνει πολύ έργο της Βασιλείας ακόμη στην Κολομβία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στη δεκαετία του 1970, καλύπτονταν περιοδικά απομονωμένες πόλεις και κωμοπόλεις ώσπου να σχηματιστούν εκκλησίες. Τώρα γίνεται το ίδιο, όπως είδαμε, σε μικρότερες κοινότητες και σε αγροτικές περιοχές στους λόφους και στις κοιλάδες της ορεινής περιοχής των Άνδεων.
Κι όμως δυτικά, στις ακτές του Ειρηνικού, σε πολλά από τα πυκνά βροχερά δάση που υπάρχουν εκεί, και ανατολικά, στις μεγάλες πεδιάδες που καταλήγουν στο βροχερό δάσος του Αμαζόνιου στα σύνορα με τη Βραζιλία, βρίσκονται σκορπισμένα εκατοντάδες χωριά, μικρά και μεγάλα, που είναι εντελώς ανεπεξέργαστα. Επίσης, υπάρχει πρόβλημα με τις ολοένα και περισσότερες «περιτειχισμένες πόλεις», τις πολυτελέστατες πολυκατοικίες, τα συγκροτήματα κατοικιών και τις μονοκατοικίες με τα αυστηρά μέτρα ασφάλειας. Πώς θα έρθουμε σε επαφή με όλους αυτούς τους ανθρώπους; Μας δίνει ενθάρρυνση η Γραφική δήλωση ότι ‘η χειρ του Ιεχωβά δεν εσμικρύνθη, ώστε να μη δύναται να σώση, ουδέ το ωτίον αυτού εβάρυνεν, ώστε να μη δύναται να ακούση’. (Ησ. 59:1) Αναμφίβολα ο Ιεχωβά έχει στη διάθεσή του τα μέσα για να γνωστοποιήσει παντού το όνομα και τη Βασιλεία του μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.—Λουκ. 19:40.
Εφτά Σχεδόν Δεκαετίες Χριστιανικού Ευαγγελιστικού Έργου
Τα πλήθη που πήγαν να χαιρετίσουν τον επίσκοπο της Ρώμης στη διάρκεια της επίσκεψής του, το 1986, τον άκουσαν να αναφέρεται επανειλημμένα στα «450 χρόνια ευαγγελιστικού έργου στη Λατινική Αμερική». Εννοούσε ότι την κατάκτηση αυτών των χωρών από το σταυρό του Καθολικισμού η Ρώμη τη θεωρεί εκπλήρωση της αποστολής που έδωσε ο Χριστός στους μαθητές του πριν αναληφθεί. (Ματθ. 24:14· 28:19, 20) Αλλά το «ευαγγέλιο» που έφεραν εκείνοι οι Ισπανοί ιεραπόστολοι σ’ αυτές τις ακτές ποτέ δεν εξήγησε ούτε τη Βασιλεία του Θεού ούτε τη Χιλιετή Διακυβέρνηση του Χριστού ούτε την αιώνια ζωή σε μια παραδεισένια γη.
Αυτό το αληθινό ευαγγέλιο—δηλαδή τα καλά νέα—ακούστηκε πρώτη φορά στις κολομβιανές ακτές στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, όταν το πνεύμα του Θεού υποκίνησε δυο Χριστιανούς να αρχίσουν μόνοι τους να διακηρύττουν «τούτο το ευαγγέλιον» στα χωριά της βορειοανατολικής Κολομβίας. Κατόπιν, μέσα στη δεκαετία του 1930, θαρραλέες Χριστιανές—από το ίδιο πνεύμα ορμώμενες—ανήγγειλαν αυτές τις αλήθειες στις μεγάλες πόλεις της χώρας. Στη συνέχεια, ήρθαν δεκάδες ιεραπόστολοι και πάμπολλοι Μάρτυρες από άλλες χώρες, συμβάλλοντας κι αυτοί στην πρόοδο του έργου μαθήτευσης.
Το 1940 μόνο οι δυο αρχικοί μάρτυρες του Ιεχωβά έδιναν τακτικά έκθεση για το κήρυγμα της Βασιλείας που έκαναν στην Κολομβία, ο Ελιοντόρο Χερνάντες και ο Χουάν Μπαουτίστα Εστουπινιάν.
Πέρασαν σαράντα χρόνια και το 1980 υπήρχαν 16.000 Κολομβιανοί μαθητές που διακήρυτταν ενωμένα την ελπίδα της Βασιλείας. Εννιά χρόνια αργότερα, το 1989, ο αριθμός των ευαγγελιζομένων της Βασιλείας αυξήθηκε κατά 150 τοις εκατό, ξεπέρασε τις 40.000. Από όλη τη χώρα, έρχονται τέτοιες εκθέσεις: Αίθουσες Βασιλείας υπερπλήρεις, νέες εκκλησίες έτοιμες να σχηματιστούν, συνωστισμένοι οι παρόντες για τον εορτασμό της Ανάμνησης. Εφτά σχεδόν δεκαετίες αληθινού Χριστιανικού ευαγγελιστικού έργου αποδίδουν καρποφορία της Βασιλείας σε όλα τα μέρη αυτής της χώρας.
Σ’ αυτό το σημείο ολοκληρώνουμε την επίσκεψή μας στην Κολομβία, μια χώρα πλούσια σε όμορφα τοπία και σε φυσικούς πόρους της οποίας ο λαός είναι φιλικός και φιλόξενος. Και μια χώρα όπου, εδώ και 70 περίπου χρόνια, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διδάσκουν την αληθινή Χριστιανοσύνη, αναπτύσσοντας έναν πνευματικό παράδεισο και επεκτείνοντάς τον ως τα σύνορα αυτού του κράτους.
[Υποσημειώσεις]
a Βλέπε Σκοπιά 15 Δεκεμβρίου 1987, σελ. 23 και Ξύπνα! 8 Μαΐου 1986, σελ. 10-15, στην αγγλική.
b Για τη βιογραφία της οικογένειας του Πορφίριο Καϊσέδο, βλέπε Η Σκοπιά 1 Σεπτεμβρίου 1976, σελίδες 520-524.
c Για τη βιογραφία της, βλέπε Η Σκοπιά 15 Οκτωβρίου 1969, σελίδες 636-639.
d Για τη βιογραφία τους, βλέπε Η Σκοπιά 1 Αυγούστου 1972, σελίδες 473-477.
e Οι βιογραφίες του Τζέιμς Ο. Γουέμπστερ και του Όλαφ Όλσον δημοσιεύτηκαν αντίστοιχα στη Σκοπιά 1 Φεβρουαρίου 1959, σελίδες 92-95, στην αγγλική, και 1 Δεκεμβρίου 1959, σελίδες 725-727, στην αγγλική.
f Για τη βιογραφία του Χάρολντ Λ. Τσίμερμαν, βλέπε Η Σκοπιά 1 Σεπτεμβρίου 1984, σελίδες 23-27.
[Πίνακας στη σελίδα 134]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Κολομβία
Ανώτατο Όριο Ευαγγελιζομένων
50.000
41.956
16.044
7.083
1.640
162
1950 1960 1970 1980 1989
Μέσος Όρος Σκαπανέων
6.000
5.884
1.014
667
175
16
1950 1960 1970 1980 1989
[Χάρτης/Πλαίσιο στη σελίδα 66]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Καραϊβική Θάλασσα
ΠΑΝΑΜΑΣ
Ειρηνικός Ωκεανός
ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑ
ΚΟΛΟΜΒΙΑ
Σάντα Μάρτα
Μπαρανκίγια
Καρθαγένη
Μοντερία
Ποτ. Σινού
Ποτ. Κάουκα
Ποτ. Μαγκνταλένα
Μπουκαραμάνγκα
Μπαρανκαμπερμέχα
Μεδεγίν
Αρμέρο
Φακατατιβά
Μπογκοτά
Μπουεναβεντούρα
Παλμίρα
Κάλι
Νέιβα
Ποπαγιάν
Τουμάκο
Πάστο
ΙΣΗΜΕΡΙΝΟΣ
ΠΕΡΟΥ
ΒΡΑΖΙΛΙΑ
Ποτ. Αμαζόνιος
[Πλαίσιο]
Πρωτεύουσα: Μπογκοτά
Επίσημη Γλώσσα: Ισπανική
Κύρια Θρησκεία: Ρωμαιοκαθολικισμός
Πληθυσμός: 31.677.000
Γραφείο Τμήματος: Μπογκοτά
[Εικόνα στη σελίδα 70]
Ο Αγκουστίν Πρίμο, μέλος της Επιτροπής του Τμήματος
[Εικόνες στη σελίδα 71]
Μαρτυρία στην Μπογκοτά, την πρωτεύουσα της Κολομβίας και στην υποτροπική Κάλι, αριστερά
[Εικόνες στη σελίδα 73]
Ο Ελιοντόρο Χερνάντες και ο Χουάν Μπαουτίστα Εστουπινιάν έσπερναν σπόρους της αλήθειας της Βασιλείας από τα μέσα της δεκαετίας του 1920
[Εικόνες στη σελίδα 82]
Ο Γαβριέλ Πινιέρος, πρώην σμήναρχος της Πολεμικής Αεροπορίας, είναι τώρα πρεσβύτερος σε μια εκκλησία της Κάλι
[Εικόνες στη σελίδα 84]
Ο Πορφίριο Καϊσέδο, πατέρας 18 αφιερωμένων παιδιών· ο γιος του, ο Ραούλ, απόφοιτος της Γαλαάδ και μέλος της Επιτροπής του Τμήματος μέχρι που πέθανε το 1981
[Εικόνα στη σελίδα 87]
Οι ιεραπόστολοι Όλαφ Όλσον και Τζέιμς Γουέμπστερ
[Εικόνα στη σελίδα 88]
Οι Ρογκέλιο Τζόουνς, Χοσέ Βιλαδιέγκο και Φαράχ Μοράν—πρώην εργολάβος οικοδομών, λαχειοπώλης και ψιλικατζής αντίστοιχα—παλαίμαχοι ευαγγελιζόμενοι που είναι ακόμη δραστήριοι στην Μπαρανκίγια
[Εικόνα στη σελίδα 95]
Οι αδελφές Καρβαχαλίνο, υποδειγματική ομάδα σκαπανέων, που βοήθησαν πάνω από 300 άτομα να γνωρίσουν την αλήθεια
[Εικόνα στη σελίδα 96]
Ο Μπενιαμίν Ανγκούλο και ο Αρμάντο Γκόμεζ, μέλη της Επιτροπής του Τμήματος
[Εικόνες στη σελίδα 101]
Η Καρθαγένη, σημαντικό λιμάνι της Καραϊβικής στην αποικιακή ιστορία της Ισπανίας, ακούει τα καλά νέα
[Εικόνα στη σελίδα 102]
Ο Γκρεγκόριο δε λα Ρόσα και η γυναίκα του, η Λίλια, απελευθερώθηκαν από τους δεισιδαιμονικούς φόβους
[Εικόνα στη σελίδα 105]
Ο Ρίτσαρντ και η Βιρτζίνια Μπράουν άνοιξαν τον πρώτο ιεραποστολικό οίκο στη Μεδεγίν το 1958. Ο Ρίτσαρντ είναι ο συντονιστής της Επιτροπής του Τμήματος
[Εικόνα στη σελίδα 110]
Ο Έλμπερτ Σ. Μορ ήταν από τους πρώτους που, μαζί με την οικογένειά του, απάντησε στην έκκληση για υπηρεσία στην Κολομβία. Τώρα είναι μέλος της Επιτροπής του Τμήματος
[Εικόνα στη σελίδα 113]
Ο Χάρολντ και η Αν Τσίμερμαν, που μεγάλωσαν τέσσερα παιδιά στην Κάλι, τώρα υπηρετούν στην ανέγερση του νέου γραφείου τμήματος στη Φακατατιβά
[Εικόνα στη σελίδα 116]
Ο Όσκαρ Ρίβας αποφάσισε να σταδιοδρομήσει στην ολοχρόνια υπηρεσία και είναι τώρα στο Μπέθελ
[Εικόνα στη σελίδα 123]
Ο Μπομπ και η Λίμπι Τρέισι, που υπηρέτησαν στην Κολομβία 36 και 32 χρόνια αντίστοιχα, διορίστηκαν σε άλλο τμήμα το 1982
[Εικόνες στη σελίδα 124]
Αν και οι ειδικοί έλεγαν «Αδύνατον! Ούτε να το συζητάτε», το περιστροφικό πιεστήριο μεταφέρθηκε στην Κολομβία με τζάμπο τζετ και με μεγάλη οικονομία. Η Κολομβία τυπώνει τη «Σκοπιά» και το «Ξύπνα!» για πέντε χώρες της Λατινικής Αμερικής
[Εικόνες στη σελίδα 131]
Αίθουσα Βασιλείας στην Ιμπαγκέ, που χτίστηκε με τη βοήθεια της Εταιρίας Σκοπιά
[Εικόνες στις σελίδες 132, 133]
Το έργο ανέγερσης του νέου τμήματος· τοποθέτηση δομικού χάλυβα για το κτίριο του νέου εργοστασίου· μακέτα του νέου τμήματος