Δύο Πλευρές της Ίδιας Ιστορίας
ΥΠΑΡΧΕΙ ένα παλιό γνωμικό που λέει περίπου τα εξής: «Έχει σημασία τίνος το βόδι κερατίσθηκε.»
Το σημείον αυτού του γνωμικού είναι ότι το ίδιο γεγονός φαίνεται διαφορετικό σε διαφορετικά άτομα. Εξαρτάται από το πώς το βλέπει ο καθένας και από το ενδιαφέρον του γι’ αυτό το ζήτημα.
Είναι συνήθως πιο εύκολο για ένα άτομο να είναι γενναιόφρον και αμερόληπτο για ένα πρόβλημα στο οποίον δεν είναι πολύ αναμεμιγμένο. Αλλά τι συμβαίνει αν το πρόβλημα μεταφερθή στο δικό του περιβάλλον, ας πούμε; Τότε μπορεί να έχη την τάσι να το βλέπη κάτω από διαφορετικό φως.
Τα έθνη είναι σαν τους ανθρώπους απ’ αυτή την άποψι, με τη διαφορά όμως ότι η στάσις των επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους και την πορεία της παγκοσμίου ιστορίας. Εφ’ όσον ένα πρόβλημα δεν εγγίζει ένα έθνος άμεσα, αυτό κρατεί μια πολύ ευγενική και γενναιόφρονα άποψι. Αλλά μόλις τα εθνικά του συμφέροντα αναμιχθούν άμεσα, τότε αλλάζει γρήγορα η στάσις.
Έτσι συμβαίνει ώστε δυο χώρες να έχουν τελείως αντίθετες απόψεις του ίδιου προβλήματος ή σημείου της ιστορίας. Αυτό, εν τούτοις, δεν σημαίνει ότι ο ένας (ή και οι δυο) ψεύδονται εσκεμμένως, αν και θα μπορούσε να συμβαίνη και αυτό. Πράγματι, πιθανόν να μην το έχουν καν αντιληφθή ότι παρουσιάζουν σχεδόν τελείως διαφορετικές ερμηνείες των ιδίων γεγονότων.
Μια ματιά σε μερικές ιστορικές καταστάσεις θ’ αποκαλύψη ότι αυτό είναι αληθινό. Θα μας βοηθήση να κατανοήσωμε ότι οι παρεξηγήσεις μεταξύ των εθνών είναι σχεδόν αναπόφευκτες κάτω από τα σύγχρονα πολιτικά συστήματα. Επίσης τονίζει πόσο απόλυτη ανάγκη έχει το ανθρώπινο γένος από ένα καλύτερο σύστημα διακυβερνήσεως.
Πάντοτε Φίλοι;
Ο μέσος πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών γνωρίζει ωρισμένα «γεγονότα» σχετικά με τον Καναδά, την απέραντη χώρα που κείται στα βόρειά του. Αλλ’ οι πληροφορίες του μπορεί να μην προχωρούν πολύ μακρύτερα από το να γνωρίζη ότι εκεί ζουν απόγονοι των Βρεττανών, των Γάλλων και των Αμερικανών, ότι βλέπουν το βόρειο σέλας, και ότι η Έφιππος Αστυνομία ‘πάντοτε συλλαμβάνει τον καταζητούμενο.’ Αν είναι αρκετά μεγάλος, μπορεί να έχη ακούσει για τα πεντάδυμα της οικογενείας Ντιόν.
Ένα απ’ αυτά τα «γεγονότα,» που ο μέσος Αμερικανός θεωρεί ως δεδομένα, είναι ότι κατά τους περασμένους δύο αιώνες οι Καναδοί ως σύνολον αγαπούσαν τους Αμερικανούς. Πράγματι, μπορεί να αισθάνεται ότι οι Καναδοί χωρίς αμφιβολία θα ήσαν πρόθυμοι να γίνουν μέρος των Ηνωμένων Πολιτειών αν οι Βρεττανικές ή Καναδικές κυβερνήσεις το είχαν επιτρέψει. Αλλά συνέβαινε αυτό πράγματι;
Μια εξέτασις της ιστορίας από την άποψι του Καναδά αποκαλύπτει πολλά πράγματα γενικά άγνωστα ή που αγνοούνται από τούς περισσοτέρους Αμερικανούς. Επί παραδείγματι, οι Αμερικανοί δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι οι Καναδοί δεν έβλεπαν πάντοτε με τόση καλωσύνη τους γείτονές των προς νότον. Αυτό συμβαίνει γιατί οι περισσότεροι Αμερικανοί ξεχνούν, αν ποτέ το έχουν μάθει, ότι οι πρώτοι Αγγλόφωνοι Καναδοί ήσαν «Λόγιαλιστς» (Νομιμόφρονες).
Αυτοί οι «Νομιμόφρονες» ήσαν άνθρωποι που προτίμησαν να παραμείνουν πιστοί στη Βρεττανική κυβέρνησι όταν οι δεκατρείς Αμερικανικές αποικίες επανεστάτησαν εναντίον της Αγγλίας το 1770. Ενώ οι άποικοι θεωρούσαν την ενέργειά τους σαν μια επανάστασι κατά της τυραννίας, οι «Νομιμόφρονες» την είδαν σαν επανάστασι εναντίον του κατεστημένου «νόμου και τάξεως.» Πάλι εξηρτάτο από ποια πλευρά έβλεπαν το ζήτημα.
Αντιβρεττανικές συμμορίες άλειφαν με πίσσα και κολλούσαν φτερά στους ‘Νομιμόφρονες’ και μερικές φορές μάλιστα τους δολοφονούσαν, πράγμα που τους εξανάγκασε να φύγουν, για να σώσουν κυριολεκτικά τη ζωή τους. Πήγαν στον Καναδά. Στις περισσότερες περιπτώσεις έχασαν την προσωπική τους περιουσία και τα κτήματά τους, που είχαν κατασχεθή και για τα οποία ποτέ δεν τους δόθηκε αποζημίωσις.
Οι 50.000 περίπου ή και περισσότεροι Αμερικανοί που προτίμησαν να υποστηρίξουν την κυβέρνησι της Αγγλίας είναι αυτονόητον ότι δεν αγαπούσαν ούτε είχαν εμπιστοσύνη στη χώρα, από την οποίαν αναγκάσθηκαν να φύγουν. Και τα γεγονότα των επομένων εκατό ετών έκαμαν πολύ λίγα για να τους αλλάξουν γνώμη. Οι Αμερικανοί δυο φορές εισέβαλαν στον Καναδά και σε άλλες τουλάχιστον περιπτώσεις ο Καναδάς ήταν το θύμα επιθέσεων με ορμητήριο τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι άνθρωποι που έφυγαν, που εθίγησαν και που θυμούνταν είναι οι πρόγονοι πολλών συγχρόνων Καναδών. Ενώ δεν έχουν πια τους ίδιους φόβους, εντούτοις κάποια έχθρα ακόμη παραμένει.
Η Αμερική Εισβάλλει στον Καναδά
Στα πρώτα χρόνια του Αμερικανικού Πολέμου για την Ανεξαρτησία, φαινόταν λογικό στους επαναστατημένους αποίκους ότι οι Γάλλοι στον βορρά με χαρά θα ενώνονταν μαζί τους για να εκδιώξουν τους Βρεττανούς από την Βόρειο Αμερική. Έτσι αποικιακές δυνάμεις εισέβαλαν στον Καναδά. Αλλά, αν εξαιρέσωμε κάποια επιτυχία που είχαν στην αρχή, η εισβολή ήταν μια αποτυχία.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν ότι οι κάτοικοι του Καναδά, είτε Γάλλοι είτε «Νομιμόφρονες» δεν ήθελαν να γίνουν μέρος του νέου Αμερικανικού καθεστώτος. Οι Αμερικανοί το εθεωρούσαν αυτό σαν ένα παράδειγμα λαού που δεν ήξερε τι ήταν προς όφελος του. Ήταν μια ευκαιρία να αποτινάξουν τον Βρεττανικό ζυγό και να ενωθούν με τους ελευθέρους Αμερικανούς. Πώς μπορούσαν οι Καναδοί ν’ αρνηθούν; Αλλά αρνήθηκαν, και η εισβολή σημείωσε την αρχή μιας μακράς εποχής πικρίας μεταξύ των δύο χωρών.
Μόλις λίγα χρόνια αργότερα, ως μέρος μιας παγκοσμίου συγκρούσεως μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Καναδάς ήλθαν πάλι σε σύγκρουσι. Οι Αμερικανοί διδάσκονται ότι ο Πόλεμος του 1812 έγινε για να προστατευθούν τα δικαιώματα των ουδετέρων και να διατηρηθή η ελευθερία των θαλασσών. Αλλά πολλοί Καναδοί είδαν το ζήτημα κάτω από διαφορετικό φως. Επίστευαν ότι ο Πόλεμος του 1812 άρχισε ως πρόσχημα για την κατάκτησι της χώρας των.
Οι Καναδοί εβάσισαν τα συμπεράσματά των σε παρατηρήσεις σαν αυτές που έγιναν από τους Αμερικανούς Χένρυ Κλαίη και Άντρου Τζάκσον. Ο Κλαίη, ένας πολιτικός και ρήτωρ, αναφέρεται ότι είπε: «Είναι ανόητο να υποθέσωμε ότι δεν θα επιτύχωμε. Δεν είμαι υπέρ της ιδέας να σταματήσωμε στο Κουεμπέκ ή οπουδήποτε αλλού, αλλά θα έπαιρνα όλη την ήπειρο από αυτήν [την Αγγλία] και δεν θα ζητούσα καμμιά χάρη.» Ο Τζάκσον, ένας στρατιωτικός, ενόμισε ότι μια τέτοια επιχείρησις δεν θα συναντούσε αντίστασι και ότι θα ήταν, με τα δικά του λόγια, «ένας στρατιωτικός περίπατος.»
Τους περίμενε γερό κτύπημα. Οι «Νομιμόφρονες» και πάλι ήσαν πρόθυμοι να πάρουν τα όπλα και να υπερασπίσουν τον Καναδά προς χάριν της Αγγλίας. Στον πόλεμο που ακολούθησε, οι Αμερικανοί εισέβαλαν στον Καναδά και έκαψαν τα κτίρια του Καπιτωλίου στην Υόρκη (σημερινό Τορόντο). Εν τούτοις, δεν μπορούσαν να πατήσουν σίγουρα το πόδι τους. Κατά το τέλος του πολέμου, εν μέρει ως ανταπόδοσιν για το κάψιμο της Υόρκης, το Καπιτώλιο της Ουάσιγκτων των Ηνωμένων Πολιτειών επυρπολήθη από τους Βρεττανούς. Αλλά πολύ λίγοι Αμερικανοί σήμερα γνωρίζουν για την Αμερικανική εισβολή στον Καναδά ή τι συνέβη στην Υόρκη. Αντιθέτως, η πυρπόλησις της Ουάσιγκτων, η αντίστασις της Βαλτιμόρης στο οχυρό Μακ Χένρυ, και η σύνθεσις του εθνικού ύμνου καταλαμβάνουν πολύ χώρο στα Αμερικανικά βιβλία ιστορίας.
Περισσότερες Στενοχώριες
Ακόμη ένα τέταρτο του αιώνος πέρασε. Κατόπιν η Αμερικανική εκστρατεία του 1844 για την εκλογή προέδρου ωδήγησε σε αντιμετώπισι περισσοτέρων δυσχερειών. Στο διάστημα αυτό η φράσις «Μάνιφεστ Ντέστινυ» ήλθε σε χρήσι. Αυτός ο όρος περιέγραφε την Αμερικανική πεποίθησι στην αναπόφευκτη εδαφική επέκτασι των Ηνωμένων Πολιτειών και το δικαίωμά των να το κάμουν αυτό.
Υπεστηρίζετο από μερικούς ότι το πεπρωμένο των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν να κυβερνά όλη την Βόρειο Αμερική. Αυτό ωδήγησε σε μια φιλονεικία για τα σύνορα που περιελάμβανε ένα μεγάλο τμήμα του Καναδά. Αν και τελικά το ζήτημα διευθετήθηκε με συμβιβασμό, αυτό φάνηκε στους Καναδούς σαν μια ακόμη από τις απόπειρες των Αμερικανών να κατακτήσουν ολόκληρο τον Καναδά.
Μετά την ανακάλυψι χρυσού στην Αλάσκα, χρόνια αργότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Καναδάς άρχισαν μια πικρή φιλονεικία για τα σύνορα της Αλάσκας, για τα οποία υπήρχε αμφισβήτησις. Ο Πρόεδρος Θεόδωρος Ρούζβελτ ανέφερε ότι οι Καναδικές απαιτήσεις ήσαν «μια προσβολή, ξεκάθαρη και απλή.» Εξ άλλου ο Καναδός Σερ Γουίλφριντ είπε στο Κοινοβούλιο: «Συχνά λυπήθηκα, και στην προκειμένη περίπτωση περισσότερο από κάθε άλλη φορά, γιατί ζούμε πλάι σ’ έναν μεγάλο γείτονα ο οποίος, πιστεύω και μπορώ να το πω χωρίς να θεωρηθώ εχθρικός απέναντί του, ότι είναι πολύ άπληστος στις εθνικές του ενέργειες.»
Γιατί οι Αμερικανοί γνωρίζουν και κατανοούν τόσο λίγο από αυτό το κεφάλαιο της ιστορίας; Η απάντησις βρίσκεται κυρίως στα σχολικά βιβλία που χρησιμοποιούνται στην εκπαίδευσι των μαθητών. Αυτά συνήθως παραποιούν ή αγνοούν την Καναδική άποψι και συγκεντρώνουν την προσοχή στο γόητρο της χώρας εις βάρος της ιστορικής αντικειμενικότητος. Αλλά και τα Καναδικά βιβλία κάνουν το ίδιο από την δική των άποψι.
Έτσι, ενώ και οι δυο πλευρές αναφέρουν το μέρος της αληθείας που τους ευνοεί, με την πάροδο του χρόνου και οι δυο βρίσκονται σε άγνοια, που μπορεί και έχει οδηγήσει σε στενοχώριες. Ναι, «Έχει σημασία τίνος το βόδι κερατίσθηκε.»
Σχέσεις με το Μεξικό
Σε περασμένες γενεές οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν επίσης δυσκολίες με τον προς νότον γείτονά των, το Μεξικό. Και οι δυο πλευρές αισθάνονταν ότι η θέσις των δεν ήταν μόνον δικαιολογημένη, αλλά και ορθή.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να έχωμε υπ’ όψιν μας από τη Μεξικανική άποψι είναι ότι το Μεξικό, όπως και ο Καναδάς δεν είναι και δεν θέλει να γίνη Αμερικανικόν προσάρτημα. Εν τούτοις, μέχρι προσφάτως η πορεία της ιστορίας από τη Μεξικανική ανεξαρτησία από την Ισπανία στις αρχές του 19ου αιώνος ήταν συνεχείς Αμερικανικές επεμβάσεις στις υποθέσεις του Μεξικού.
Από την ανεξαρτησία του Μεξικού, σχεδόν το μισό του έδαφος κατελήφθη από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρώτον η περιοχή του Τέξας προσηρτήθη και έγινε πολιτεία το 1845. Κατόπιν ζήτησαν όλο αυτό που σήμερα αποτελεί τις Νοτιοδυτικές Πολιτείες. Ως αποτέλεσμα ξέσπασε ο Μεξικανικός Πόλεμος του 1846-48, κατά τον οποίον οι δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών εισέβαλαν στο Μεξικό και κατέλαβαν την πρωτεύουσα, την Πόλι του Μεξικού. Γι’ αυτόν τον πόλεμο η Εγκυκλοπαιδεία του Παγκοσμίου Βιβλίου λέγει: «Πολύ ιστορικοί πιστεύουν ότι ο πόλεμος ήταν μια άσκοπη επίθεσις εναντίον ενός λιγώτερο δυνατού έθνους.»
Έτσι οι Ηνωμένες Πολιτείες πήραν δια της βίας από το Μεξικό τις περιοχές της Καλιφόρνιας, της Νεβάδας, της Γιούτας, το μεγαλύτερο μέρος της Αριζόνας και μέρη του Κολοράντο και Γουαϊόμινγκ. Αυτές προσετέθησαν στις κατακτήσεις του Τέξας. Όλα αυτά ήσαν άμεσο αποτέλεσμα της Αμερικανικής ιδέας του «Μάνιφεστ Ντέστινυ» που τόσο κυριαρχούσε εκείνη την εποχή.
Πολλοί Αμερικανοί «θυμούνται το Άλαμο» στο Σαν Αντόνιο. Εκεί ολόκληρη η φρουρά των Αμερικανών εφονεύθη από Μεξικανικά στρατεύματα υπό τον Στρατηγό Σάντα Άνα. Αλλά οι περισσότεροι Αμερικανοί ξεχνούν, ή ποτέ δεν έμαθαν, ότι το Σαν Αντόνιο ήταν τμήμα του Μεξικού. Το Μεξικό εθεώρησε την μάχη σαν καταστολή της ανταρσίας στο έδαφός του. Η Αμερική το χρησιμοποίησε σαν πρόκλησι στην εκστρατεία της εναντίον του Μεξικού, φαινομενικά για να δικαιολογήση την επέμβασί της στις υποθέσεις του Μεξικού.
Στις αρχές του 20ού αιώνος το Μεξικό υπέστη μια σειρά πολιτικών αναταραχών. Τα Αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα φάνηκε ότι εκινδύνευαν, έτσι το 1914 οι πεζοναύτες των Ηνωμένων Πολιτειών έκαμαν απόβασι στη Βέρα Κρουζ και κατέλαβαν την πόλι. Αυτό ήταν άμεση παραβίασις μιας συνθήκης που απηγόρευε παρόμοιες ενέργειες. Πολλοί Αμερικανοί εξεπλάγησαν όταν είδαν πόσο πολύ οι Μεξικανοί δυσανασχέτησαν γι’ αυτό. Δυο χρόνια αργότερα ο Πρόεδρος Γούντρω Ουίλσον έστειλε ένα στρατό υπό τον στρατηγό Πέρσινγκ στο Μεξικό εις καταδίωξιν του οπλαρχηγού «Πάντσο» Βίλλα, που είχε λεηλατήσει μια πόλι στο Νέο Μεξικό. Ενώ οι Αμερικανοί ήσαν αγανακτισμένοι με τη λεηλασία του Βίλλα, οι Μεξικανοί με εχθρότητα δυσανασχέτησαν για μια ακόμη εισβολή των Αμερικανών στην χώρα τους.
Οι τελευταίες λίγες δεκαετίες ήσαν λιγώτερο ταραχώδεις, άλλα οι Μεξικανοί γενικά ακόμη αισθάνονται την πίεσι του μεγάλου γείτονός των που είναι προς βορράν. Χωρίς αμφιβολία εύχονται όπως οι Αμερικανοί μπορέσουν να δουν τους εαυτούς των όπως τους βλέπουν οι Μεξικανοί. Ναι, η ιστορία φαίνεται διαφορετική σε λαούς διαφορετικών χωρών, γιατί «έχει σημασία τίνος το βόδι κερατίσθηκε.»
Υποθέσεις Ινδιάνων
Οι περισσότεροι Αμερικανοί ανετράφησαν σε μια ατμόσφαιρα που παριστάνει τους Αμερικανούς Ινδιάνους σαν «άγριους» που έπρεπε να κατασυντριβούν για να προστατευθούν οι πρώτοι άποικοι. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, στις κινηματογραφικές ταινίες, στα βιβλία και στα περιοδικά οι Ινδιάνοι ήσαν «τα τρομερά φόβητρα.»
Αλλά επί αιώνες προτού έλθουν οι λευκοί άποικοι, οι Ινδιάνοι κατοικούσαν στην Αμερικανική ήπειρο. Μόνο στην πρόσφατη σχετικώς ιστορία στον 17ον αιώνα, ήρθαν λευκοί άποικοι από την Ευρώπη, ιδιαίτερα από την Αγγλία. Άρχισαν να προχωρούν προς την ενδοχώρα, δυτικά, από την ακτή του Ατλαντικού. Και τίνος την περιουσία έπαιρναν; Όλη η χώρα ήταν των Ινδιάνων. Έτσι από την άποψι των Ινδιάνων, η προς δυσμάς μετακίνησις των αποίκων δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια εισβολή και κλοπή του εδάφους των Ινδιάνων.
Η κατοπινή καταστροφή και ‘επανεγκατάστασις’ των Ινδιανικών φυλών είναι μια από τις σκοτεινότερες σελίδες της Αμερικανικής Ιστορίας. Στο Νιούσγουηκ, ο Τζέφφρυ Γουλφ, ανασκοπώντας το βιβλίο Θάψε την Καρδιά μου στο Γουντεντ Νη, την ονομάζει μια περίπτωσι που καταδικάζει τις εθνικές μας ρίζες γεμάτες απληστία, δολιότητα, άγνοια και μοχθηρία. Η κινούσα δύναμις για την κλοπή από μέρους μας της γης και της ταυτότητος των Ινδιάνων ήταν το «Μάνιφεστ Ντέστινυ,» η πίστις ότι οι λευκοί άνθρωποι ήσαν προορισμένοι να κυβερνήσουν αυτήν την ήπειρο.» Ο Γουλφ προσθέτει: «Τα βιβλία που ανασκοπώ κάθε εβδομάδα, αναφέρουν την καταστροφή της γης ή του αέρος· περιγράφουν με λεπτομέρειες τη διαστροφή της δικαιοσύνης· αποκαλύπτουν εθνικές απερισκεψίες. Κανένα απ’ αυτά—ούτε ένα—δεν με λύπησε τόσο και δεν μ’ έκαμε να αισθανθώ τόση ντροπή όσο αυτό το βιβλίο.»
Εν τούτοις, προτού έλθουν οι Ευρωπαίοι άποικοι, ήσαν όλες οι Ινδιάνικες φυλές ειρηνικές, συνεργατικές, χωρίς αιματοχυσίες και λεηλασίες μεταξύ των; Καθόλου, διότι πολλές απ’ αυτές ήσαν σε συνεχή πόλεμο μεταξύ των.
Έτσι, τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Βορειοαμερικανική ήπειρο αντιμετωπίσθηκαν τελείως διαφορετικά, αναλόγως του ποιος έκαμε την εξέτασι. Αλλά πάλι, μήπως υπάρχει κανένας άλλος τρόπος αλλού; Δεν είναι αλήθεια ότι κάθε έθνος παρουσιάζει την ιστορία σύμφωνα με τα δικά του συμφέροντα; Σχεδόν πάντοτε η άποψις είναι όμοια με την άποψι που διεκήρυξε ένας διάσημος Αμερικανός: «Είθε η χώρα μου να έχη πάντοτε δίκαιον· μόνο η χώρα μου, είτε έχει δίκαιον ή άδικο.»
Τέτοια στάσις σε όλα τα έθνη ήταν υπεύθυνη για πολλή εχθρότητα και αιματοχυσία. Πράγματι, η ιστορία είναι γεμάτη από αποκαρδιωτικά υπομνήματα τέτοιων παρεξηγήσεων και σφαλμάτων κάτω από τη διακυβέρνησι του ανθρώπου. Πόσο καταφανές είναι ότι η ανθρώπινη κυβέρνησις, όσο καλές διαθέσεις και αν έχη, είναι απλώς ανίκανη να προμηθεύση ένα σύστημα που φέρνει πραγματική ελευθερία, δικαιοσύνη και ισότητα για όλους.