Πώς Χάθηκε ο Κόσμος Τους
ΕΠΙ πολλά χρόνια η ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών συνοψιζόταν στη φράση: «Η κατάκτηση της Δύσης». Ταινίες του Χόλιγουντ έδειχναν λευκούς αποίκους να διασχίζουν τις αμερικανικές πεδιάδες και βουνά, με στρατιώτες σαν τον Τζον Γουέιν, καουμπόιδες και αποίκους να πολεμούν ενάντια στους φοβερούς, άγριους Ινδιάνους οι οποίοι κράδαιναν το τσεκούρι τους. Ενώ οι λευκοί αναζητούσαν γη και χρυσάφι, μερικοί ιερείς και κήρυκες του Χριστιανικού κόσμου υποτίθεται ότι έσωζαν ψυχές.
Ποια είναι η άποψη των αρχικών κατοίκων, των ιθαγενών λαών της Αμερικής, για αυτή την ιστορία; Με την άφιξη των Ευρωπαίων, οι Ινδιάνοι «βρέθηκαν αναγκαστικά αντιμέτωποι με την εμφάνιση του πιο άπληστου αρπακτικού που είχαν αντικρίσει ποτέ στο περιβάλλον τους: των λευκών Ευρωπαίων εισβολέων», δηλώνει το βιβλίο Οι Ιθαγενείς Αμερικανοί—Εικονογραφημένη Ιστορία (The Native Americans—An Illustrated History).
Αρμονία που Κατέληξε σε Διαμάχη
Αρχικά, οι ιθαγενείς φέρθηκαν με καλοσύνη και βοήθησαν πολλούς από τους Ευρωπαίους που έφτασαν πρώτοι στη βορειοανατολική Αμερική. Μια αφήγηση λέει: «Χωρίς τη βοήθεια των Ποουχατάν, ο βρετανικός οικισμός στο Τζέιμσταουν της Βιρτζίνια, η πρώτη μόνιμη αγγλική αποικία στο Νέο Κόσμο, δεν θα είχε αντέξει στον πρώτο φοβερό χειμώνα που αντιμετώπισε το 1607-1608. Παρόμοια, η αποικία των Προσκυνητών στο Πλίμουθ της Μασαχουσέτης μπορεί να μη στέριωνε αν δεν βοηθούσαν οι Γουαμπανόαγκ. Μερικοί ιθαγενείς έδειξαν στους μετανάστες πώς να καθιστούν το έδαφος εύφορο και πώς να καλλιεργούν σιτηρά. Επίσης, πόσο επιτυχημένη θα ήταν η αποστολή των Λιούις και Κλαρκ που διήρκεσε από το 1804 ως το 1806—για να βρεθεί ένας πρακτικός τρόπος μετακίνησης μεταξύ του Εδαφικού Διαμερίσματος της Λουιζιάνα και της ονομαζόμενης Χώρας του Όρεγκον—χωρίς τη βοήθεια και την παρέμβαση μιας γυναίκας που λεγόταν Σακατζάγουι από τη φυλή Σοσόνι; Αυτή τη χρησιμοποίησαν ως «κλάδο ελαίας» όταν ήρθαν αντιμέτωποι με τους Ινδιάνους.
Ωστόσο, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούσαν τη γη οι Ευρωπαίοι και εξαιτίας των περιορισμένων πηγών τροφής, η μαζική μετανάστευση στη Βόρεια Αμερική προξένησε ένταση μεταξύ των εισβολέων και των ιθαγενών. Ο Καναδός ιστορικός Ίαν Κ. Στιλ εξηγεί ότι το 17ο αιώνα υπήρχαν 30.000 Ινδιάνοι Ναραγκάνσετ στη Μασαχουσέτη. Ο αρχηγός τους Μιαντόνομο, «προαισθανόμενος τον κίνδυνο, . . . θέλησε να ενισχύσει τη συμμαχία του με τους Μοχόκ για να δημιουργήσει ένα γενικό αντιστασιακό κίνημα Αμερινδών». Λέγεται ότι είπε στους Ινδιάνους Μόντοκ το 1642: «[Πρέπει] να είμαστε ένα όπως είναι αυτοί [οι Άγγλοι], διαφορετικά θα εξαφανιστούμε σύντομα, επειδή γνωρίζετε ότι οι πατέρες μας είχαν άφθονα ελάφια και δέρματα, οι πεδιάδες μας ήταν γεμάτες ελάφια—όπως ήταν και τα δάση μας—και [γαλοπούλες], και οι κολπίσκοι μας ήταν γεμάτοι ψάρια και πουλιά. Αλλά αυτοί οι Άγγλοι πήραν τη γη μας, με τα δρεπάνια τους έκοψαν το χόρτο και με τα τσεκούρια έκοψαν τα δέντρα· οι αγελάδες και τα άλογά τους τρώνε το χόρτο, τα γουρούνια τους καταστρέφουν τις όχθες με τα μύδια, και θα πεθάνουμε όλοι από την πείνα».—Μονοπάτια του Πολέμου—Εισβολή στη Βόρεια Αμερική (Warpaths—Invasions of North America).
Οι προσπάθειες του Μιαντόνομο να σχηματίσει ένα ενωμένο μέτωπο από Ιθαγενείς Αμερικανούς αποδείχτηκαν ανεπιτυχείς. Το 1643, σε ένα φυλετικό πόλεμο, τον συνέλαβε ο αρχηγός Ούνκας της φυλής Μοχέγκαν, ο οποίος τον παρέδωσε στους Άγγλους ως επαναστάτη. Οι Άγγλοι δεν μπορούσαν να καταδικάσουν νόμιμα τον Μιαντόνομο και να τον εκτελέσουν. Βρήκαν μια βολική λύση. Ο Στιλ συνεχίζει: «Μη μπορώντας να εκτελέσουν [τον Μιαντόνομο], ο οποίος βρισκόταν έξω από τη δικαιοδοσία όλων των αποικιών, οι αντιπρόσωποι έβαλαν τον Ούνκας να τον εκτελέσει, με Άγγλους μάρτυρες για να βεβαιώσουν την εκτέλεσή του».
Αυτό περιγράφει, όχι μόνο τις διαρκείς διαμάχες ανάμεσα στους αποίκους εισβολείς και στους ιθαγενείς πληθυσμούς, αλλά επίσης την αλληλοκτόνα αντιζηλία και προδοσία μεταξύ των φυλών, οι οποίες υπήρχαν προτού ακόμα φτάσουν οι λευκοί στη Βόρεια Αμερική. Οι Βρετανοί, στους πολέμους τους με τους Γάλλους για την αποικιακή κυριαρχία της Βόρειας Αμερικής, είχαν προσεταιριστεί μερικές φυλές, ενώ άλλες υποστήριζαν τους Γάλλους. Άσχετα με το ποια πλευρά έχασε, όσες φυλές αναμείχτηκαν βγήκαν χαμένες.
«Μια Άβυσσος Παρανοήσεων»
Μια γνώμη σχετικά με την ευρωπαϊκή εισβολή είναι η εξής: «Αυτό που δεν καταλάβαιναν οι αρχηγοί των ινδιάνικων εθνών, πολλές φορές μέχρις ότου ήταν πολύ αργά, ήταν το πώς έβλεπαν οι Ευρωπαίοι τους Ινδιάνους. Δεν ήταν λευκοί ούτε Χριστιανοί. Ήταν απολίτιστοι—άγριοι και βάρβαροι—κατά την άποψη πολλών, ένα επικίνδυνο, χωρίς αισθήματα εμπόρευμα για τα σκλαβοπάζαρα». Αυτή η στάση ανωτερότητας είχε καταστροφικά αποτελέσματα για τις φυλές.
Η άποψη των Ευρωπαίων ήταν ακατανόητη για τους Ιθαγενείς Αμερικανούς. Υπήρχε, όπως το αποκάλεσε ο σύμβουλος Φίλμερ Μπλούχαουζ, της φυλής Ναβάχο, σε μια πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε στο Ξύπνα!, «μια άβυσσος παρανοήσεων». Οι ιθαγενείς δεν θεωρούσαν τον πολιτισμό τους κατώτερο αλλά μάλλον διαφορετικό, με εντελώς διαφορετικές αξίες. Για παράδειγμα, η πώληση γης ήταν κάτι το εντελώς ξένο για τους Ινδιάνους. Μπορείς να έχεις στην ιδιοκτησία σου και να πουλάς τον αέρα, τον άνεμο, το νερό; Τότε γιατί να συμβαίνει αυτό με τη γη; Μπορούσαν να τη χρησιμοποιούν όλοι. Γι’ αυτό οι Ινδιάνοι δεν περιέφραζαν τη γη τους.
Με την άφιξη των Βρετανών, των Ισπανών και των Γάλλων, συνέβη αυτό που έχει περιγραφεί ως «καταστροφική συνάντηση δύο ξένων πολιτισμών». Ο αυτόχθων πληθυσμός ήταν άνθρωποι που επί εκατοντάδες χρόνια είχαν συμφιλιωθεί με τη γη και με τη φύση, και οι οποίοι γνώριζαν πώς να επιβιώνουν χωρίς να διαταράζουν την περιβαλλοντική ισορροπία. Εντούτοις, οι λευκοί σύντομα άρχισαν να θεωρούν τους ιθαγενείς κατοίκους κατώτερα και άγρια πλάσματα—ξεχνώντας εύκολα τη βαναυσότητα που χρησιμοποίησαν οι ίδιοι για να τους καθυποτάξουν! Το 1831, ο Γάλλος ιστορικός Αλεξίς ντε Τοκεβίλ συνόψισε την επικρατούσα άποψη των λευκών για τους Ινδιάνους: «Ο Θεός δεν τους δημιούργησε για να γίνουν πολιτισμένοι· είναι απαραίτητο να πεθάνουν».
Ο Πιο Θανατηφόρος Φονιάς
Καθώς οι νέοι άποικοι ξεχύνονταν προς τα δυτικά σε όλη τη Βόρεια Αμερική, η βία γεννούσε βία. Έτσι άσχετα με το ποιος επιτέθηκε πρώτα, οι Ινδιάνοι ή οι Ευρωπαίοι εισβολείς, ωμότητες διαπράχτηκαν και από τις δύο πλευρές. Τους Ινδιάνους τους φοβούνταν εξαιτίας της φήμης ότι αφαιρούσαν το σκαλπ, μια συνήθεια που μερικοί πιστεύουν πως την έμαθαν από τους Ευρωπαίους οι οποίοι πρόσφεραν αμοιβή για τα σκαλπ. Ωστόσο, η μάχη που έδιναν οι Ινδιάνοι ήταν χαμένη εφόσον οι αντίπαλοι υπερτερούσαν—σε αριθμό και σε όπλα. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι φυλές τελικά αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν την πατρογονική τους γη ή να πεθάνουν. Πολλές φορές συνέβαιναν και τα δύο—άφηναν τη γη τους και κατόπιν φονεύονταν ή πέθαιναν από τις αρρώστιες και την πείνα.
Εντούτοις, ο θάνατος στη μάχη δεν ήταν η κύρια αιτία για τον αποδεκατισμό των ιθαγενών φυλών. Ο Ίαν Κ. Στιλ γράφει: «Το πιο ισχυρό όπλο κατά την εισβολή στη Βόρεια Αμερική δεν ήταν τα τουφέκια, τα άλογα, η Αγία Γραφή ή ο ευρωπαϊκός ‘πολιτισμός’. Ήταν οι επιδημίες». Σχετικά με τις συνέπειες που είχαν οι ασθένειες του Παλαιού Κόσμου στην Αμερική, η Πατρίσα Νέλσον Λίμρικ, καθηγήτρια ιστορίας, έγραψε: «Όταν μεταφέρθηκαν στο Νέο Κόσμο, αυτές οι ίδιες ασθένειες [για τις οποίες οι Ευρωπαίοι είχαν αναπτύξει ανοσία στο πέρασμα των αιώνων]—η ανεμοβλογιά, η ιλαρά, η γρίπη, η ελονοσία, ο κίτρινος πυρετός, ο τύφος, η φυματίωση και, πάνω από όλα, η ευλογιά—συνάντησαν μικρή αντίσταση. Τα ποσοστά θνησιμότητας στο ένα χωριό μετά το άλλο έφτασαν στο 80 με 90 τοις εκατό».
Ο Ράσελ Φρίντμαν περιγράφει μια επιδημία ευλογιάς που έπληξε το 1837. «Οι Μάνταν ήταν οι πρώτοι που πλήγηκαν, στη συνέχεια ακολούθησαν γοργά οι Χιντάτσα, οι Ασινιμπόιν, οι Αρικάρα, οι Σιου και οι Μπλάκφουτ». Οι Μάνταν σχεδόν αφανίστηκαν. Από έναν πληθυσμό περίπου 1.600 ατόμων το 1834, μειώθηκαν στους 130 το 1837.
Τι Απέγιναν οι Διμερείς Συνθήκες;
Μέχρι σήμερα οι πρεσβύτεροι των φυλών θυμούνται εύκολα τις ημερομηνίες των συνθηκών που υπέγραψε η κυβέρνηση των Η.Π.Α. με τους προγόνους τους το 19ο αιώνα. Αλλά στην πραγματικότητα τι πρόσφεραν αυτές οι συνθήκες; Συνήθως μια ασύμφορη ανταλλαγή καλής γης για έναν άγονο καταυλισμό και εξάρτηση από το κράτος προκειμένου να συντηρηθούν στη ζωή.
Ένα παράδειγμα της περιφρόνησης με την οποία αντιμετώπιζαν τις ιθαγενείς φυλές είναι η περίπτωση των ιροκέζικων εθνών (από τα ανατολικά προς τα δυτικά, Μοχόκ, Ονέιντα, Ονοντάγκα, Καϊούγκα και Σενέκα) μετά την ήττα των Βρετανών από τους Αμερικανούς αποίκους στον πόλεμο της ανεξαρτησίας, ο οποίος τελείωσε το 1783. Οι Ιροκέζοι είχαν συμμαχήσει με τους Βρετανούς, και το μόνο που πήραν σε ανταπόδοση ήταν, σύμφωνα με τον Άλβιν Τζόζεφι, το νεότερο, εγκατάλειψη και προσβολές. Οι Βρετανοί, «αγνοώντας [τους Ιροκέζους], εκχώρησαν την κυριότητα των εδαφών των Ιροκέζων στις Ηνωμένες Πολιτείες». Ο ίδιος προσθέτει ότι ακόμα και οι Ιροκέζοι που είχαν υποστηρίξει τους αποίκους εναντίον των Βρετανών «έπεσαν θύματα άπληστων κτηματομεσιτικών επιχειρήσεων και τυχοδιωκτών, καθώς και της ίδιας της αμερικανικής κυβέρνησης».
Όταν το 1784 έγινε μια συνάντηση για την υπογραφή κάποιας συνθήκης, ο Τζέιμς Ντουέιν, πρώην εκπρόσωπος της Επιτροπής του Ηπειρωτικού Κογκρέσου για τις Υποθέσεις των Ινδιάνων, πρότρεψε τους κυβερνητικούς αντιπροσώπους «να υπονομεύσουν κάθε ίχνος αυτοπεποίθησης που είχε απομείνει στους Ιροκέζους αντιμετωπίζοντάς τους εσκεμμένα ως κατώτερους».
Οι αλαζονικές προτάσεις του εφαρμόστηκαν. Πήραν μερικούς Ιροκέζους ως ομήρους, και οι «διαπραγματεύσεις» γίνονταν υπό την απειλή των όπλων. Αν και θεωρούσαν τον εαυτό τους ανίκητο στον πόλεμο, οι Ιροκέζοι αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν όλη τη γη τους δυτικά της Νέας Υόρκης και της Πενσυλβανίας και να δεχτούν έναν καταυλισμό περιορισμένης έκτασης στην πολιτεία της Νέας Υόρκης.
Παρόμοια τακτική ακολουθήθηκε απέναντι στις περισσότερες ιθαγενείς φυλές. Ο Τζόζεφι δηλώνει επίσης ότι οι Αμερικανοί αντιπρόσωποι χρησιμοποίησαν «δωροδοκία, απειλές, αλκοόλ και τεχνάσματα αναρμόδιων εκπροσώπων για να αποσπάσουν τη γη των Ντέλαγουερ, Γουάιαντοτ, Οτάβα, Τσιπίουα [ή Οτζίμπουα], Σόουνι και άλλων εθνών του Οχάιο». Δεν είναι να απορεί κανείς που οι Ινδιάνοι σύντομα σταμάτησαν να εμπιστεύονται τους λευκούς και τις ψεύτικες υποσχέσεις τους!
Η «Μεγάλη Πορεία» και το Μονοπάτι των Δακρύων
Το ξέσπασμα του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου (1861-1865) απομάκρυνε τους στρατιώτες από τη χώρα των Ναβάχο στα νοτιοδυτικά. Οι Ναβάχο εκμεταλλεύτηκαν αυτή την ανάπαυλα για να επιτεθούν σε αμερικανικούς και μεξικανικούς οικισμούς στην κοιλάδα του Ρίο Γκράντε, στην επικράτεια του Νέου Μεξικού. Η κυβέρνηση έστειλε τον συνταγματάρχη Κιτ Κάρσον μαζί με τους Εθελοντές του Νέου Μεξικού να καθυποτάξουν τους Ναβάχο και να τους μεταφέρουν σε έναν καταυλισμό ο οποίος βρισκόταν σε μια άγονη λωρίδα γης που ονομαζόταν Μπόσκε Ρεντόντο. Ο Κάρσον ακολούθησε την τακτική της καμένης γης για να κάνει τους Ναβάχο να πεινάσουν και να τους αναγκάσει να βγουν από το επιβλητικό Κάνιον ντε Σέι, στη βορειοανατολική Αριζόνα. Κατέστρεψε μάλιστα πάνω από 5.000 ροδακινιές.
Ο Κάρσον συγκέντρωσε περίπου 8.000 Ναβάχο και τους ανάγκασε να αρχίσουν τη «Μεγάλη Πορεία» των 500 χιλιομέτρων μέχρι το στρατόπεδο επιτήρησης Μπόσκε Ρεντόντο στο Οχυρό Σάμερ, στο Νέο Μεξικό. Μια έκθεση λέει: «Έκανε τσουχτερό κρύο και πολλοί από τους ελαφρά ντυμένους, υποσιτισμένους εξόριστους πέθαναν στο δρόμο». Οι συνθήκες στον καταυλισμό ήταν απαίσιες. Οι Ναβάχο αναγκάστηκαν να σκάψουν λαγούμια για να βρουν καταφύγιο. Το 1868, αφού η κυβέρνηση συνειδητοποίησε το χονδροειδές σφάλμα της, παραχώρησε στους Ναβάχο 14 εκατομμύρια στρέμματα από την πατρογονική τους γη στην Αριζόνα και στο Νέο Μεξικό. Εκείνοι επέστρεψαν, αλλά τι τίμημα είχαν αναγκαστεί να πληρώσουν!
Από το 1820 ως το 1845, δεκάδες χιλιάδες Ινδιάνοι Τσόκτο, Τσερόκι, Τσίκασο, Κρικ και Σεμινόλ εκτοπίστηκαν από τη γη τους στα νοτιοανατολικά και εξαναγκάστηκαν να βαδίσουν προς τα δυτικά, πέρα από τον ποταμό Μισισιπή, στη σημερινή Οκλαχόμα, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Στις σκληρές χειμερινές συνθήκες, πολλοί πέθαναν. Η αναγκαστική πορεία προς τα δυτικά έμεινε στην ιστορία με τη διαβόητη ονομασία Μονοπάτι των Δακρύων.
Οι αδικίες που διαπράχτηκαν κατά των Ιθαγενών Αμερικανών, επιβεβαιώνονται και από τα λόγια του Αμερικανού στρατηγού Τζορτζ Κρουκ, ο οποίος καταδίωξε τους Σιου και τους Τσεγιέν στα βόρεια. Είπε τα εξής: «Η άποψη των Ινδιάνων για αυτή την υπόθεση σπάνια ακούγεται. . . . Στη συνέχεια όταν οι [Ινδιάνοι] ξεσπάνε, η προσοχή του κοινού στρέφεται πάνω τους, καταδικάζονται τα εγκλήματα και οι ωμότητες που έχουν διαπράξει μόνο αυτοί, ενώ εκείνοι που με τις αδικίες τους οδήγησαν τους Ινδιάνους σε αυτή την πορεία παραμένουν ατιμώρητοι . . . Κανένας δεν γνωρίζει καλύτερα αυτό το γεγονός από τους Ινδιάνους, συνεπώς είναι δικαιολογημένοι να θεωρούν εντελώς άδικη μια κυβέρνηση η οποία το μόνο που κάνει είναι να τους τιμωρεί, ενώ επιτρέπει στους λευκούς να τους λεηλατούν κατά βούληση».—Θάψε την Καρδιά μου στο Γούντεντ Νι (Bury My Heart at Wounded Knee).
Πώς τα πάνε σήμερα οι Ιθαγενείς Αμερικανοί έπειτα από εκατό και πλέον χρόνια κυριαρχίας από Ευρωπαίους; Κινδυνεύουν να εξαφανιστούν εξαιτίας της αφομοίωσης; Τι ελπίδα έχουν για το μέλλον; Το επόμενο άρθρο θα εξετάσει αυτά και άλλα ερωτήματα.
[Πλαίσιο στη σελίδα 9]
Σκληρή Ζωή για τις Γυναίκες
Ενώ στις περισσότερες φυλές οι άντρες ήταν κυνηγοί και πολεμιστές, οι γυναίκες είχαν ατέλειωτα καθήκοντα, στα οποία περιλαμβανόταν η ανατροφή παιδιών, η σπορά και ο θερισμός του σιταριού και το κοπάνισμα για να το κάνουν αλεύρι. Ο Κόλιν Τέιλορ εξηγεί: «Ο κύριος ρόλος που είχαν οι Ινδιάνες των Πεδιάδων . . . ήταν να φροντίζουν το σπιτικό, να γεννούν παιδιά και να μαγειρεύουν. Στις αγροτικές κοινωνίες φρόντιζαν επίσης τα χωράφια, . . . ενώ στις νομαδικές φυλές που ζούσαν στα δυτικά και ασχολούνταν με το κυνήγι του βούβαλου, βοηθούσαν στον τεμαχισμό του ζώου και στη μεταφορά του κρέατος στο χωριό, και τελικά ετοίμαζαν το κρέας και το δέρμα για μελλοντική χρήση».—Οι Ινδιάνοι των Πεδιάδων (The Plains Indians).
Κάποια άλλη πηγή λέει σχετικά με τους Απάτσι: «Οι γεωργικές εργασίες ήταν για τις γυναίκες, και δεν υπήρχε τίποτα υποβιβαστικό ή ταπεινωτικό σε αυτό. Οι άντρες βοηθούσαν, αλλά οι γυναίκες έπαιρναν περισσότερο στα σοβαρά τις γεωργικές ασχολίες από ό,τι οι άντρες. . . . Οι γυναίκες γνώριζαν πάντοτε πώς να τηρούν τις αγροτικές τελετουργίες. . . . Οι περισσότερες γυναίκες προσεύχονταν ενώ πότιζαν τη γη».—Οι Ιθαγενείς Αμερικανοί—Εικονογραφημένη Ιστορία.
Οι γυναίκες κατασκεύαζαν επίσης τις προσωρινές σκηνές τους, οι οποίες ονομάζονταν τίπι και διατηρούνταν περίπου δύο χρόνια. Τις έστηναν και τις μάζευαν όταν έπρεπε να μετακινηθεί η φυλή. Αναμφίβολα, η ζωή των γυναικών ήταν δύσκολη. Αλλά το ίδιο ίσχυε και για τους άντρες τους που ήταν οι φύλακες της φυλής. Οι γυναίκες απολάμβαναν το σεβασμό των άλλων και είχαν πολλά δικαιώματα. Σε μερικές φυλές, όπως οι Χόπι, ακόμα και σήμερα τα περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στις γυναίκες.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 10]
Ένα Ζώο που Άλλαξε τον Κόσμο Τους
Οι Ευρωπαίοι έφεραν στη Βόρεια Αμερική ένα ζώο που άλλαξε τον τρόπο ζωής πολλών φυλών—το άλογο. Το 17ο αιώνα οι Ισπανοί ήταν οι πρώτοι που έφεραν άλογα στην ήπειρο. Οι Ιθαγενείς Αμερικανοί έγιναν εξαιρετικοί ιππείς, χωρίς σέλα, όπως ανακάλυψαν σύντομα οι Ευρωπαίοι εισβολείς. Με τα άλογα, οι ιθαγενείς μπορούσαν να κυνηγάνε τους βίσονες πολύ πιο εύκολα. Επίσης οι νομαδικές φυλές μπορούσαν να λεηλατούν ευκολότερα τις γειτονικές τους φυλές που ζούσαν σε μόνιμα χωριά και έτσι να παίρνουν λάφυρα, γυναίκες και σκλάβους.
[Χάρτης/Εικόνα στη σελίδα 7]
Οι τόποι διαμονής μερικών φυλών της Βόρειας Αμερικής το 17ο αιώνα
Κούτνεϊ
Σποκάν
Νεζ Περσέ
Σοσόνι
Κλάμαθ
Βόρειοι Παγιούτ
Μίβοκ
Γιοκούτς
Σεράνο
Μοχάβε
Παπάγκο
Μπλάκφουτ
Φλάτχεντ
Κρόου
Τσεγιέν
Γιούτε
Αραπάχο
Τζικαρίλια
Χόπι
Ναβάχο
Απάτσι
Μεσκαλέρο
Κομάντσι
Λιπάν
Κρι των Πεδιάδων
Ασινιμπόιν
Χιντάτσα
Μάνταν
Αρικάρα
Γιανκτονάι
Τίτον
Σιου
Γιάνκτον
Πάουνι
Ότο
Κάνσα
Καϊόβα
Οσέιτζ
Κουαπάου
Κάντο
Γουίτσιτα
Ατακάπα
Τονκάβα
Σαντί
Αϊόβα
Μισούρι
Ιλινόις
Τσίκασο
Αλαμπάμα
Τσόκτο
Κρικ
Τιμουκούα
Οτζίμπουα
Σοκ
Φοξ
Κίκαπου
Μαϊάμι
Σόουνι
Τσερόκι
Κατάουμπα
Ποουχατάν
Τουσκαρόρα
Ντέλαγουερ
Ίρι
Σασκουεχάνα
Ποταβατόμι
Ιροκέζοι
Χιούρον
Οτάβα
Αλγκόνκιν
Σοκόκι
Μασαχουσέτη
Γουαμπανόαγκ
Ναραγκάνσετ
Μοχέγκαν
Μόντοκ
Αμπνάκι
Μάλεσιτ
Μίκμακ
[Ευχαριστίες]
Indian: Artwork based on photograph by Edward S. Curtis; North America: Mountain High Maps® Copyright © 1995 Digital Wisdom, Inc.
[Εικόνες στη σελίδα 8]
Παραδοσιακά υφαντά και κοσμήματα των Ναβάχο
[Εικόνα στη σελίδα 11]
Το Κάνιον ντε Σέι, από όπου ξεκίνησε η «Μεγάλη Πορεία»