Γιατί Κλείνουν τα Καθολικά Σχολεία;
«ΚΡΙΣΙΣ» είναι η λέξις που συχνότατα εμφανίζεται οσάκις γίνεται περιγραφή της καταστάσεως στην οποία βρίσκονται τα Ρωμαιοκαθολικά σχολεία στην Αμερική. Οι αρμόδιοι εντός και εκτός της Εκκλησίας είναι πεπεισμένοι ότι το σχολικό αυτό σύστημα βρίσκεται τώρα σε πολύ δύσκολη θέσι.
Η ανησυχία των είναι ευνόητη, διότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν είναι τεράστιο. Το εκκλησιαστικό δίκτυο των σχολείων στην Αμερική είναι ανέκαθεν το μεγαλύτερο ιδιωτικό σχολικό σύστημα του κόσμου που εξαρτάται από την εκκλησία. Περίπου τέσσαρα και μισό εκατομμύρια μαθηταί είναι εγγεγραμμένοι σε σχολεία στοιχειώδους και μέσης εκπαιδεύσεως.
Στη διάρκεια τριών ακριβώς ετών που έληξαν το 1970 ένα σύνολο από 877 (7 τοις εκατό) των Καθολικών αυτών σχολείων έκλεισαν. Και η κατάστασις δεν δείχνει σημεία βελτιώσεως. Εκθέσεις όπως οι παρακάτω παρουσιάζονται τακτικά στις εφημερίδες:
«Η Αρχιεπισκοπή του Ντητρόιτ θα κλείση 56 σχολεία.»
«Η Επισκοπή στο Κολοράδο θα κλείση 12 σχολεία.»
«Η Επισκοπή του Μπώφαλο θα κλείση 10 σχολεία.»
Εκτός από τους Καθολικούς και άλλοι ακόμη θίγονται απ’ αυτή την ενέργεια. Πάρα πολλοί από τους πλέον μαθητάς—άνω των 500.000 στα δύο τελευταία έτη—έχουν μπη στα δημόσια σχολεία. Για τη φροντίδα αυτών απαιτούνται περισσότεροι φόροι.
Έτσι, η μη Καθολική εκπαίδευσις και οι δημοτικές αρχές, καθώς και οι μέσοι φορολογούμενοι ερωτούν: Γιατί κλείνουν τα Καθολικά σχολεία; Για να δοθή απάντησις στο ερώτημα χρειάζεται μια βασική πληροφορία.
Πώς Δρα το Καθολικό Σύστημα
Στις Ηνωμένες Πολιτείες κυρίως λειτουργούν δύο σχολικά συστήματα. Το ένα είναι δημόσιο και συντηρείται με φορολογία. Παράλληλα μ’ αυτό επιτρέπεται να λειτουργούν ιδιωτικά σχολεία, δηλαδή θρησκευτικά, που συχνά καλούνται ενοριακά, και άλλου τύπου. Γιατί το χωριστό αυτό σύστημα;
Αυτό έχει υποκινηθή σε μεγάλο βαθμό από θρησκευτικούς φόβους. Τον τελευταίο αιώνα το σύστημα των δημοσίων σχολείων εθεωρείτο ως προσανατολισμένο στον Προτεσταντισμό. Επισήμως οι Ηνωμένες Πολιτείες ποτέ δεν επέτρεψαν σε οποιαδήποτε κρατική θρησκεία να διδάσκεται στα δημόσια σχολεία της, όπως συμβαίνει σε μερικές χώρες. Εν τούτοις, επιστεύετο ότι τα Καθολικά παιδιά, που αποτελούσαν μια μειονότητα, είχαν ν’ αντιμετωπίσουν επιρροές μέσα στα δημόσια σχολεία που ήσαν αντίθετες με την πίστι τους. Γι’ αυτό, η ολομέλεια της Τρίτης Συνόδου της Βαλτιμόρης του 1884 έβγαλε την απόφασι ότι ένα ενοριακό σχολείο έπρεπε να κτισθή σε κάθε ενορία σαν ένα μέσον αντιστάσεως κατά των «επιβλαβών επιρροών της εκλαϊκευμένης θρησκείας.»
Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του προγράμματος στα Καθολικά σχολεία είναι σχεδόν πανομοιότυπο με το πρόγραμμα που εφαρμόζεται στα δημόσια σχολεία. Εν τούτοις, η Νέα Καθολική Εγκυκλοπαιδεία (1967) παραδέχεται ότι ένα από τα πράγματα που είναι «βασικά σ’ αυτό το πρόγραμμα σπουδών υπήρξε πάντοτε η εκπαίδευσις στις αλήθειες της πίστεως.»
Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του το σύστημα αυτό ήταν κάτω από προσεκτική θρησκευτική επίβλεψι. Ο Καθολικός επίσκοπος θεωρείται ο προϊστάμενος όλων των σχολείων της επισκοπής του· διορίζει έναν επόπτη ο οποίος συνεργάζεται στενώς μαζί του. Η άμεση επίβλεψις εν τούτοις κάθε σχολείου ανατίθεται στον ενοριακό ποιμένα και σ’ έναν διευθυντή, που είναι συνήθως μέλος του προσωπικού του σχολείου και ανήκει σ’ ένα θρησκευτικό τάγμα. Ομοίως, μέλη τέτοιων θρησκευτικών ταγμάτων, «αδελφοί» και καλογρηές, κάνουν την περισσότερη διδασκαλία. Αλλά γιατί, ύστερα από ένα σχεδόν αιώνα λειτουργίας, το σύστημα βρίσκεται τώρα σε δυσκολίες;
Η Κυρία Αιτία του Κλεισίματος των Σχολείων
Για τους περισσοτέρους παρατηρητάς υπάρχει ένα μόνο άμεσο πρόβλημα: το χρήμα. Βασικά, κάθε σχολείο χρηματοδοτείται οικονομικώς από επιτόπια ενοριακά ταμεία και από καταβολή διδάκτρων. Τώρα, όμως, σύμφωνα με το περιοδικό Τάιμ, «το Ρωμαιοκαθολικό σχολικό σύστημα στις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκεται σε σοβαρή και μάλιστα απελπιστική οικονομική κατάστασι.»—28 Μαρτίου 1969.
Τα έξοδα ανέρχονται σε τεράστια ποσά. Όλα τα σχολεία συμπεριλαμβανομένων και των δημοσίων, αντιμετωπίζουν συνεχώς μεγαλύτερα έξοδα για την ανέγερσι νέων διδακτηρίων και για προμήθεια διδακτικών οργάνων. Οι μισθοί των διδασκάλων έχουν υψωθή πολύ την τελευταία δεκαετία. Η αύξησις όμως αυτή των εξόδων έχει πλήξει τα Καθολικά σχολεία σε μεγαλύτερο ακόμη βαθμό. Πώς;
Εδώ είναι η ρίζα του ζητήματος:
«Η εξαφάνισις της καλογρηάς είναι η κεντρική αιτία της οικονομικής κρίσεως που αντιμετωπίζει σήμερα το Καθολικό Σχολικό Σύστημα.
«Τα έξοδα ανέρχονται σε όλα τα σχολικά συστήματα, αλλ’ οι Καθολικοί χάνουν επίσης τη σπονδυλική στήλη του συστήματος των—τις αφιερωμένες αδελφές και αδελφούς των θρησκευτικών ταγμάτων, οι οποίοι εργάζονται σχεδόν για τίποτε.»—Αντβάνς Στάρ του Μπούρλιγκεημ (Καλιφορνίας), 19 Δεκεμβρίου 1970.
Οι τάξεις αυτών των φθηνών θρησκευτικών διδασκάλων σταθερώς ελαττώνονται. Συνολικά υπήρχε μια πτώσις 12 τοις εκατό στον αριθμό των μεταξύ των ετών 1967 και 1970. Πολλοί παρητήθησαν της θέσεώς των για να παντρευτούν· άλλοι εστράφησαν προς νέες περιοχές δράσεως. Συγχρόνως, λιγώτερα άτομα γίνονται διδασκάλισσες καλογρηές και ιερείς.
Σε άλλες περιπτώσεις, οι πολιτείες είναι άκαμπτες στις απαιτήσεις των καλογραιών που διδάσκουν. Επίσης φαίνεται ότι τα θρησκευτικά τάγματα, επειδή βλέπουν τα εκκλησιαστικά σχολεία να εξασθενούν, έχουν διορίσει το περισσότερο μέρος του προσωπικού των αλλού. Κάθε τέτοια κίνησις σημαίνει ολιγωτέρους φθηνούς διδασκάλους. Πώς αναπληρώνεται το κενό αυτό;
Με λαϊκούς διδασκάλους. Αλλ’ αυτοί πρέπει να μισθοδοτηθούν με τριπλάσιο ή και περισσότερο μισθό απ’ εκείνον που πληρώνεται σε μια καλογρηά ή ιερέα. Αλλά και η αντικατάστασις ακόμη δεν ήταν αρκετή τα τελευταία χρόνια, καθόσον υπήρχε ανάγκη περισσοτέρων διδασκάλων.
Αφότου οι Ρώσοι εξαπέλυσαν τον «Σπούτνικ» το 1957, πράγμα που έδωσε μεγαλύτερη έμφασι στην επιστήμη στα σχολεία των Η.Π.Α., χρειάσθηκαν περισσότεροι διδάσκαλοι επιστημών. Αλλ’ αυτοί είχαν ανάγκην δαπανηρών εργαστηρίων. Οι νεώτερες μέθοδοι εκπαιδεύσεως διήρεσαν τις μεγάλες τάξεις σε μικρότερες—και περισσότερες τάξεις σημαίνουν περισσότερους διδασκάλους. Αν ληφθούν υπ’ όψιν όλοι οι παράγοντες, σε δυο μόνον έτη ο μέσος όρος των εξόδων που απαιτούνται για την εκπαίδευσι ενός μαθητού της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως έχουν αυξηθή πάνω από ένα τρίτο. Τα έξοδα της μέσης εκπαιδεύσεως ανήλθαν πάνω από ένα τέταρτο. Αυτό το αιφνίδιο συντριπτικό βάρος στους προϋπολογισμούς των σχολείων ανάγκασε πολλά σχολεία να κλείσουν.
Μπορεί Κάθε Ενορία να Δίνη Περισσότερα Χρήματα;
Αναφέρεται ότι τα χρήματα της ενορίας που προέρχονται από εράνους και δωρεές δεν μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν τις ανερχόμενες δαπάνες. Το 1970, σύμφωνα με πληροφορίες από αρμοδία πηγή, το Ενοριακό Ταμείο εκάλυπτε μόνο τα μισά περίπου των εξόδων των σχολείων στοιχειώδους εκπαιδεύσεως και το ένα τέταρτο των εξόδων των σχολείων μέσης εκπαιδεύσεως. Αλλά τα τελευταία πέντε χρόνια για κάθε δέκα έξη σεντς, που όπως λέγεται αυξήθηκαν τα ενοριακά έσοδα, τα σχολικά έξοδα ανήλθαν σε εβδομήντα σεντς.
Ούτε μπορούν οι γονείς να καλούνται συνεχώς να πληρώνουν υψηλότερα δίδακτρα. Συνεχώς αυξάνεται η τάσις των πλουσιωτέρων να αποσύρουν τα παιδιά των από τα ενοριακά σχολεία των πόλεων και να τα στέλνουν σε προάστια. Όταν αυξάνωνται τα δίδακτρα, οι πτωχότεροι επιβαρύνονται πλήρως με τις αυξήσεις. Τα δίδακτρα συνεπώς είναι υψηλότερα σε μερικές ενορίες χαμηλού εισοδήματος παρά σε άλλες πλουσιώτερες ενορίες! Τότε τα σχολεία κλείνουν, διότι οι πτωχότεροι γονείς αναγκάζονται να στέλνουν τα παιδιά των σε δημόσια σχολεία.
Όπως αναφέρουν οι Καθολικές εκπαιδευτικές αυθεντίες Σ. Κουμπ και Ρ. Σώου:
«Τα δίδακτρα και οι εισφορές καθώς και οι δωρεές θέτουν το βάρος σε μια ειδική ομάδα Καθολικών, οι οποίοι λόγω της φύσεως των πραγμάτων είναι σχεδόν ανίκανοι να σηκώσουν αυτό το βάρος.»—Σ.Ο.Σ. για τα Καθολικά σχολεία, 1970, σελ. 66.
Είναι ευνόητον ότι οι εκκλησιαστικοί βλέπουν καχύποπτα το όλο ενοριακό οικονομικό οικοδόμημα. Ένας απ’ αυτούς λέγει:
«Το σημερινό σύστημα χρηματοδοτήσεως της Καθολικής σχολικής εκπαιδεύσεως είναι απίστευτα αρχαϊκό, απηρχαιωμένο και ακατάλληλο.»—Η Καθολική Εκπαίδευσις Αντιμετωπίζει το Μέλλον της, υπό Νηλ Μακ Κλόσκεϋ, έκδ. 1969 σελ. 264.
Χρειάζεται Κάτι Περισσότερο από το Χρήμα
Εν τούτοις, το πρόβλημα πηγαίνει βαθύτερα από το οικονομικό ζήτημα. Άλλοι παράγοντες καθιστούν εντονώτερο το χρηματικό ζήτημα.
Πρώτα, δεν υπάρχει σήμερα η ισχυρή υποστήριξις της Εκκλησίας όπως υπήρχε άλλοτε. Οι διαφωνίες μετά τη Δευτέρα Σύνοδο του Βατικανού έκαμαν μερικούς να είναι επιφυλακτικοί για την Εκκλησία και τα σχολεία της. Συνεπώς, πολλοί γονείς δεν στέλνουν πια τα παιδιά τους σ’ αυτά τα σχολεία.
Εκτός αυτού, ο πραγματικός λόγος για την ύπαρξι των σχολείων φαίνεται ότι έχει εκλείψει. Τα αντικαθολικά αισθήματα μπορεί να ήσαν ισχυρά τα περασμένα χρόνια, αλλά το 1960 ένας Καθολικός, ο Τζων Φ. Κέννεντυ, είχε εκλεγή πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Πολλή προκατάληψις είχε καταφανώς εξαλειφθή. Έτσι οι γονείς σκέφθηκαν, γιατί να υφίστανται τη διπλή δαπάνη να στέλνουν τα παιδιά στα ενοριακά σχολεία ενώ φορολογούνται για τα δημόσια σχολεία;
Επίσης, υπάρχει έλλειψις καθαράς ηγεσίας για τα σχολεία. Όπως αναγνωρίζουν οι Κομπ και Σώου:
«Ούτε μπορούν να εξαλειφθούν ως διά μαγείας όλα τα προβλήματα της Καθολικής εκπαιδεύσεως και αν εξευρίσκοντο αιφνιδίως μεγάλα επί πλέον χρηματικά ποσά. Το χρήμα . . . δεν θα καταργούσε τους αντικειμενικούς σκοπούς και τις προτεραιότητες.»—Σελ. 61.
Με άλλα λόγια, αν εξευρίσκετο το χρήμα, Ποιος θα το σπαταλούσε; Πώς θα εδαπανάτο; Θα επέμεναν τα Καθολικά Σχολεία να εξυπηρετούν τους πτωχούς των πόλεων και να καταργούν τη φυλετική ανισορροπία; Ή θα διοχετεύετο το χρήμα στα προάστια; Ποιος θα απεφάσιζε για το πρόγραμμα;
Χρειάζονται προσπάθειες για την επίλυσι αυτών των ζητημάτων· αλλ’ η ενότης είναι πολύ μικρή. Έτσι οι Εκκλησιαστικοί αυτοί λέγουν επίσης:
«Παρά τις ανίσχυρες αντιλήψεις ότι η Εκκλησία είναι μονολιθική, ένας ολόκληρος χορός φωνών ‘μιλούν’ σήμερα για την Καθολική εκπαίδευσι, και συχνά η κάθε μια φωνή φαίνεται να λέγη κάτι διαφορετικό.»—Σελ. 26.
Μεταξύ εκείνων των ‘φωνών’ διακρίνονται και οι φωνές των επισκόπων και ποιμένων, οι οποίοι, μολονότι επιφορτισμένοι με τη φροντίδα των σχολείων, συχνά δεν έχουν εκπαιδευθή στον τομέα της εκπαιδεύσεως.
Επίσης, τα τελευταία έτη τα «εκπαιδευτικά συμβούλια» μιλούσαν υπέρ της Καθολικής εκπαιδεύσεως. Τα συμβούλια αυτά κυρίως επιζητούν να πείσουν πεπειραμένους λαϊκούς της ενορίας ή της επισκοπής όπως συνεργασθούν με τον πάστορα ή τον επίσκοπον. Η συνεργασία όμως αυτή δεν παρήγαγε μια αποφασιστική ηγεσία. Σχετικώς με τα συμβούλια αυτά το καθολικό περιοδικό Κόμμονγουηλ της 3ης Απριλίου 1970, έγραψε:
«Αισθάνεται κανείς ότι τα πολυθρύλητα αυτά σχολικά συμβούλια υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό χωρίς αποτέλεσμα κυρίως ως προς τη μεταβολή της προτεραιότητος. Τα σχολικά συμβούλια ενεργούν με θράσος. Η πρωτοβουλία της πολιτικής των φαίνεται τόσο σκοτεινή όσο ποτέ. Τα συμβούλια δεν έχουν πραγματικά πολλή αρμοδιότητα.»
Οι παράγοντες αυτοί επιδεινώνουν τη νομισματική κρίσι. Εν τούτοις μερικοί ισχυρίζονται ότι τα σχολικά προβλήματα δεν είναι τόσο σοβαρά όσο δείχνουν τα ρεπορτάζ του τύπου.
Αποτελεί το Κλείσιμο Σταθεροποίησι μιας Καταστάσεως;
Άλλοι ισχυρίζονται ότι το κλείσιμο αποτελεί μια σταθεροποίησι, μια συγχώνευσι των σχολείων. Μετά το κλείσιμο δέκα σχολείων στο Μπώφαλο, της Νέας Υόρκης, ένας ομιλητής είπε: «Κλείνομε κτίρια, όχι σχολεία. Αυτό αποτελεί σταθεροποίησι της καταστάσεως. Άλλα Καθολικά σχολεία θα μπορέσουν να περιλάβουν όλους τους σπουδαστάς.» Σε μερικές περιπτώσεις αυτό αληθεύει, αλλ’ όχι στις περισσότερες. Προσέξτε, για παράδειγμα, την Πουέμπλο του Κολοράδο.
Δεν έλαβαν χώραν συγχωνεύσεις στην Πουέμπλο όταν όλα τα δώδεκα σχολεία των Καθολικών κλείσθηκαν και άνω των 2.600 μαθητών ανεμένετο να στραφούν στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Η αναφερομένη σταθεροποίησις αποτελεί εξαίρεσι, όχι κανόνα.
Πού Αποβλέπει το Μέλλον;
Το χρήμα παραμένει το άμεσο πρόβλημα. Από πού θα προέλθουν τα μελλοντικά κεφάλαια;
Οι άνθρωποι των εκκλησιών ήλπιζαν ότι το χρήμα θα προέλθη κατά μέγα μέρος από τις ομοσπονδιακές και πολιτειακές κυβερνήσεις. Αυτές έχουν ήδη χορηγήσει κάποια βοήθεια. Η νομοθεσία της Ομοσπονδιακής κυβερνήσεως που αφορά στη Στοιχειώδη και Μέση εκπαίδευσι, Πράξις 1965, προέβλεψε κεφάλαια για τη βοήθεια παιδιών των πτωχοτέρων οικογενειών που φοιτούν σε δημόσια όσο και σε ιδιωτικά σχολεία.
Διάφορες πολιτείες έχουν προμηθεύσει διάφορα πράγματα, όπως δωρεάν μεταφορά στα λεωφορεία, βιβλία και μερικές επιχορηγήσεις μισθοδοσίας για τα ενοριακά σχολεία. Εν τούτοις, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών εξέδωκε απόφασι την 28ην Ιουνίου 1971, η οποία αναφέρει ότι πολλές από τις χορηγήσεις αυτές των Πολιτειών ήσαν αντισυνταγματικές. Μόνο μια άλλη δικαστική ενέργεια θα τακτοποιήση το ζήτημα αυτό.
Οπωσδήποτε, το κλείσιμο των Καθολικών σχολείων αποτελεί πρόβλημα περισσότερο από οικονομικό. Αποτελεί μια άλλη ένδειξι της αυξανομένης αδιαφορίας που αισθάνονται πολλοί Καθολικοί για την εκκλησία των και τα ιδρύματά της.