Ένας Ιουδαίος Πρωτοψάλτης Μαθαίνει να Ψάλλη τους Αίνους του Ιεχωβά
Όπως το αφηγήθηκε στον ανταποκριτή του «Ξύπνα!» στο Ισραήλ
ΣΕ ηλικία δεκαεπτά ετών εσπούδαζα σ’ ένα κολλέγιο ραββινικών σπουδών στην Ισταμπούλ. Αυτό είναι μια θεολογική σχολή για την προετοιμασία και εκπαίδευσι ραββίνων για ολόκληρη την Τουρκία. Λόγω της προόδου μου στις μελέτες του Τορά και του Ταλμούδ διωρίσθηκα πρωτοψάλτης (ένας επίσημα διωρισμένος που ψάλλει θρησκευτική μουσική και οδηγεί τη συγκέντρωσι σε προσευχή) σε μια πολύ γνωστή συναγωγή. Διωρίσθηκα επίσης διδάσκαλος σε δυο τάξεις νεωτέρων σπουδαστών του Τορά. Και οι δύο αυτοί διορισμοί μού απέφεραν ένα σταθερό μισθό.
Αν και οι γονείς μου δεν ήσαν ενθουσιασμένοι με τη γνώμη μου, εγώ εσχεδίαζα να τελειώσω τις τοπικές σπουδές μου εκεί στην Τουρκία και να μεταβώ σε μια Γιεσίβα (μια σχολή προχωρημένων Ταλμουδικών σπουδών) για να συμπληρώσω την εκπαίδευσί μου εκεί.
Μια Γραφική Συζήτησις με Επακόλουθα
Σ’ αυτό όμως το στάδιο ήλθε η καμπή. Μια μέρα δυο αδελφές ενός φίλου μου μού ζήτησαν να επισκεφθώ μαζί τους μια οικογένεια. «Είναι κάποιος που πηγαίνει εκεί κάθε εβδομάδα και συζητεί εναντίον των διδασκαλιών του Ιουδαϊσμού,» μου είπαν. «Αλλ’ είμεθα βέβαιες ότι αν έλθης μαζί, θα υπερισχύσης στη συζήτησι.» Συμφώνησα να πάω μαζί τους, και ωρίσαμε την ώρα.
Εφωδιασμένος με τη Γραφή μου στην Εβραϊκή, και φορώντας το παραδοσιακό μου Κίππα, δηλαδή σκούφο, ξεκίνησα για το καθωρισμένο μέρος στις 9 το βράδυ. Το σπίτι ήταν γεμάτο ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους παρακολουθούσαν από περιέργεια. Κι εκεί ανάμεσά τους καθόταν ένας νεαρός από Μωαμεθανική οικογένεια που έβγαλε μια Γραφή στην Τουρκική γλώσσα. Αιφνιδιάστηκα αρκετά βλέποντας ένα Μωαμεθανό με τη Γραφή, αφού αυτή ήταν το Άγιο Βιβλίο που πίστευα ότι προήλθε από τους Ιουδαίους, αλλά γρήγορα συνήλθα από την κατάπληξί μου. Αμέσως άρχισε η συζήτησί μας σε διάφορα Γραφικά θέματα.
Αισθανόμουν αυτοπεποίθησι, λόγω της καλής γνώσεως που είχα επάνω στη Γραφή. Αλλά αργότερα κατάλαβα ότι δεν είναι αρκετό να γνωρίζη κανείς αυτά που είναι γραμμένα στις Γραφές, αλλά θα πρέπει επίσης να τα κατανοή. Εκτός τούτου, πολλές διδασκαλίες που πίστευα ότι εβασίζοντο στη Γραφή, απεδείχθη, προς έκπληξί μου, ότι δεν είχαν καμμιά απολύτως σχέσι με τη Γραφή, αλλ’ αντίθετα ήσαν παραδόσεις που είχαν προστεθή αργότερα από διαφόρους ραββίνους.
Πρέπει να παραδεχθώ ότι πέρασα πολύ δύσκολες ώρες προσπαθώντας να υπερασπίσω Γραφικά τις πεποιθήσεις μου και η συζήτησις συνεχίσθηκε ως τις τρεις το πρωί! Εν τούτοις, ήμουν βέβαιος ότι τα σημεία στα οποία δεν μπόρεσα ν’ απαντήσω ο ίδιος, θα τα γνώριζαν οι ραββίνοι διδάσκαλοι. Έτσι απεφάσισα να ρωτήσω την άλλη μέρα έναν απ’ αυτούς.
Ένα από τα βασικά δόγματα της Ιουδαϊκής πίστεως, επί παραδείγματι, είναι η πεποίθησις για την ανοικοδόμησι του ναού στην Ιερουσαλήμ. Αλλά σύμφωνα μ’ αυτόν τον Τούρκο, η Γραφή δεν δείχνει καμμιά ανάγκη για την οικοδόμησι ενός υλικού ναού στον Θεό. Γι’ απόδειξι ανέφερε τα λόγια του Ησαΐα 66:1, ΜΝΚ, «Ούτω λέγει ο Ιεχωβά· Ο ουρανός είναι ο θρόνος μου, και η γη υποπόδιον των ποδών μου· ποιος είναι ο οίκος, τον οποίον ηθέλετε οικοδομήσει δι’ εμέ; και ποιος είναι ο τόπος της αναπαύσεώς μου;»
Την επόμενη μέρα έθεσα μια ερώτησι για το ζήτημα αυτό στον ραββίνο στη διάρκεια του μαθήματος. Τον ρώτησα: «Πού βασιζόμεθα να πιστεύωμε ότι ο ναός θα ξανακτισθή στην Ιερουσαλήμ, αφού ο Θεός δεν ενδιαφέρεται για τέτοια οικοδομήματα, σύμφωνα με το Ησαΐας 66:1;
Ο ραββίνος με κύτταξε ύποπτα, και ύψωσε τη φωνή του καθώς με ρωτούσε: «Μήπως πηγαίνεις στους ‘Ιεχωβίτες’ [τους Χριστιανούς μάρτυρες του Ιεχωβά]; Πώς τολμάς!» Από τον τρόπο που μίλησε, μου φάνηκε σαν να είχα πράγματι διαπράξει κάποιο τρομερό αμάρτημα, και γι’ αυτό αρνήθηκα ζωηρά, «Όχι! Όχι!» Αλλά κατόπιν προχώρησε απ’ ευθείας στο καθωρισμένο μάθημα, χωρίς να μου δώση καμμιά απάντησι στο ερώτημά μου.
Δεν μπορούσα αλήθεια να καταλάβω πώς μπορούσε να γνωρίζη ο ραββίνος ότι είχα συναντηθή με τους Χριστιανούς μάρτυρας του Ιεχωβά απλώς επειδή έθεσα αυτή τη μια ερώτησι. Αργότερα διεπίστωσα ότι οι Ιουδαίοι ραββίνοι και ο κλήρος του Χριστιανισμού στην πόλι απλώς δεν μπορούσαν ν’ ανεχθούν τους Μάρτυρες, και ήσαν αναστατωμένοι λόγω του αυξανομένου αριθμού ανθρώπων που εγκατέλειπαν τα ποίμνιά τους και συνταυτίζονταν με τους μάρτυρες του Ιεχωβά.
Η Μελέτη με Πείθει για τη Γραφική Αλήθεια
Ύστερ’ από δυο περίπου εβδομάδες, καθώς πήγαινα να παραδώσω ένα ιδιαίτερο μάθημα σ’ έναν από τους μαθητάς μου, άκουσα κάποιον να με φωνάζη με το όνομά μου. Ανεγνώρισα ότι ήταν ο οικοδεσπότης του σπιτιού που είχαμε τη μακρά συζήτησι πριν από δυο εβδομάδες. «Λοιπόν, ποια είναι η γνώμη σου γι’ αυτόν τον άνθρωπο;» ήθελε να μάθη.
«Δεν μου έκαμε και μεγάλη εντύπωσι,» του απήντησα, μη θέλοντας να χάσω τον αυτοσεβασμό μου.
«Θα ήθελες να γνωρίσης ένα μάρτυρα του Ιεχωβά που είναι εκ γενετής Ιουδαίος;» με ερώτησε.
«Δεν θα με πείραζε,» είπα, και έσπευσα να προσθέσω, «αλλά ποτέ δεν θα εγκαταλείψω την Ιουδαϊκή μου πίστι.»
Ωρίσαμε μια μέρα για τη συνάντησί μας. Αυτή η συνάντησις απεδείχθη ότι υπήρξε η πρώτη από μια σειρά εβδομαδιαίων συζητήσεων, που όλες εγίνοντο κρυφά από φόβο για τις αντιδράσεις που αναπόφευκτα θα ήρχοντο από τους καθηγητάς μου, τους γονείς μου και ολόκληρη την Ιουδαϊκή κοινότητα. Για όλ’ αυτά, αποφάσισα να συνεχίσω αυτές τις συζητήσεις ώστε να μπορέσω να κάμω μια πλήρη και εξονυχιστική σύγκρισι μεταξύ των παραδοσιακών Ιουδαϊκών σπουδών μου στο σεμινάριο και των Γραφικών διδασκαλιών των Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά.
Όσο περισσότερο συναναστρεφόμουν με τους Μάρτυρες και τους εγνώριζα καλύτερα, τόσο περισσότερο επειθόμουν ότι είχαν την αλήθεια της Γραφής. Έτσι με το πέρασμα του χρόνου έφθασε ο καιρός που δεν μπορούσα να το κρατώ μέσα μου περισσότερο, μα και ούτε ήθελα να το κάμω αυτό. Αποφάσισα να συζητήσω τις Γραφικές αλήθειες που είχα μάθει τόσο με τους άλλους στην τάξι μου στο κολλέγιο όσο και με τους μαθητάς μου που τώρα εδίδασκα. Αμέσως ήρθαν αντιρρήσεις από κάθε πλευρά. Στο σχολείο μ’ εκάλεσαν στο δωμάτιο του διευθυντού. Η φρασεολογία του ήταν σαφής και, στην πραγματικότητα, απειλητική—αν δεν έπαυα κάθε επαφή με τους μάρτυρες του Ιεχωβά θα μ’ έδιωχνε από το σχολείο. Επίσης με επίεσε να του δώσω τα ονόματα και τις διευθύνσεις των Μαρτύρων που εγνώριζα, για να δώση τις πληροφορίες στην αστυνομία. Περιττό να πω ότι δεν του απεκάλυψα τίποτα.
Τα νέα ότι έγινα ένας μάρτυς του Ιεχωβά διαδόθηκαν γρήγορα σ’ ολόκληρη την Ιουδαϊκή κοινότητα της Ισταμπούλ. Τα μέλη του σχολείου άρχισαν να με αποφεύγουν, από φόβο μήπως «προσηλυτισθούν» κι αυτοί επίσης. Συχνά έπρεπε ν’ αντιμετωπίζω τον χλευασμό. Αν και αυτό δεν ήταν ευχάριστη πείρα, δεν με στενοχωρούσε υπερβολικά.
Ένα Περιστατικό Σχετικά με το Ησαΐας 9:6, 7
Θυμάμαι καλά μια πείρα που συνέβη μια μέρα στο σχολείο. Επειδή οι ανώτερες τάξεις ήσαν μικρές σε αριθμό, συνένωσαν τρεις τάξεις μαζί για μελέτη της Γραφής. Η ηλικία των μαθητών εποίκιλλε από τα δεκαεπτά ως τα εικοσιένα. Στη διάρκεια ενός μαθήματος με τον ραββίνο Μ————— από την Γεσίβα της Ιερουσαλήμ, μελετούσαμε το ένατο κεφάλαιο της προφητείας του Ησαΐα. Σχετικά με το έκτο εδάφιο αυτού του κεφαλαίου, δόθηκε η ερμηνεία ότι το υποσχεμένο «παιδίον» που εγεννήθη δεν ήταν άλλο από τον Βασιλέα Εζεκία του Ιούδα. Οι άλλοι μαθηταί απλώς δέχθηκαν αυτή την ερμηνεία χωρίς ερώτησι. Εγώ όμως διέκοψα τον καθηγητή για να ρωτήσω πώς ήταν δυνατό ν’ αποδίδη την εκπλήρωσι αυτής της προφητείας στον Εζεκία εφ’ όσον αυτός ασφαλώς δεν απεδείχθη ότι ήταν «Θεός ισχυρός,» «Πατήρ του μέλλοντος αιώνος,» ή «Άρχων ειρήνης,» ούτε εστερέωσε τον «θρόνον του Δαβίδ» ούτε εκάθισε σ’ αυτόν για πάντα.
Αποκρίθηκε ρωτώντας με ποια ήταν η δική μου γνώμη για το εδάφιο. Εξέφρασα την πεποίθησί μου ότι θα πρέπει ασφαλώς ν’ αναφέρεται στον Μεσσία, σ’ αυτόν που θα καθόταν στον θρόνο του Δαβίδ εις τον αιώνα και που θα εγκαθιστούσε αιώνια ειρήνη. Μια τέτοια εφαρμογή αυτών των λόγων φάνηκε να ήλθε στον ραββίνο σαν μεγάλη έκπληξις, αφού προφανώς δεν ήταν συνηθισμένος ν’ ακούη να εκφράζωνται γνώμες σαν κι αυτή.
Ήταν ενδιαφέρον να δη κανείς πώς ολόκληρη η τάξις αφυπνίσθηκε από τον λήθαργό της και περίμενε ανυπόμονα ν’ ακούση την απάντησι του ραββίνου. Τους άκουγα να ψιθυρίζουν μεταξύ τους: «Δεν άλλαξε τις ιδέες του.» «Φαίνεται ότι πηγαίνει ακόμη στους ‘Ιεχωβίτες.’» Και η μόνη απάντησις του ραββίνου ήταν να με ρωτήση: «Εσύ είσαι ο Δαβίδ;» Ήταν φανερό πως τον είχαν προειδοποιήσει για μένα, αλλά δεν με ήξερε. «Θ’ ασχοληθώ με το ερώτημά σου μετά το μάθημα,» είπε.
Κτύπησε το κουδούνι για να τελειώση το μάθημα αλλά κανένας δεν ήθελε να φύγη από την τάξι—όλοι περίμεναν ν’ ακούσουν την απάντησι του ραββίνου στο ερώτημά μου για τη σημαντική προφητεία του ενάτου κεφαλαίου του Ησαΐα, εδάφια έξη και επτά. Αλλά ανακοίνωσε ότι θα περίμενε έως ότου αδειάση η τάξις πριν ασχοληθή με το ζήτημα, κι έτσι αναγκάσθηκαν να φύγουν. Εν τούτοις όλοι οι μαθηταί συγκεντρώθηκαν έξω από το ανοιχτό παράθυρο για ν’ ακούσουν τη συζήτησι. Ο ραββίνος σηκώθηκε, τους επέπληξε και έκλεισε καλά το παράθυρο πριν στραφή σε μένα. «Εσύ είσαι που άκουσα ότι ανακατεύθηκες με τους ‘Ιεχωβίτες;’ Σε συμβουλεύω ν’ απομακρυνθής απ’ αυτούς και να δεχθής τις ερμηνείες που δίνονται από τους ραββίνους.» Αυτή ήταν η μόνη απάντησις που έδωσε στην ερώτησί μου. Μ’ αυτό έφυγε από την αίθουσα.
Ύστερ’ από λίγο διάστημα μ’ εκάλεσαν στην τοπική Ιουδαϊκή κοινοτική επιτροπή της περιοχής που έμενα για να καθορίσω τη θέσι μου. Βρήκα την ευκαιρία να παρουσιάσω μια πλήρη εξήγησι των απόψεών μου και των πεποιθήσεών μου. Η απόφασις της επιτροπής για την περίπτωσί μου ανακοινώθηκε δημοσίως το επόμενο σάββατο, όταν ο πρόεδρος της επιτροπής απευθύνθηκε στην κεντρική συναγωγή και εξέφρασε τη λύπη τους για την «μεταστροφή» μου στη Χριστιανοσύνη. Ανεκοίνωσε την απόλυσί μου από τις θέσεις μου ως πρωτοψάλτου και διδασκάλου, και προειδοποίησε όλους, ειδικά τους φίλους μου, να μη έχουν καμμιά επικοινωνία μαζί μου, εφ’ όσον δεν ήμουν πια μέλος της Ιουδαϊκής κοινότητος.
Αποτελέσματα της Συναντήσεώς μου με τους Ραββίνους
Περίμενα βέβαια ότι με τον καιρό θα έπαιρναν αυτά τα μέτρα, γι’ αυτό και δεν με εξέπληξαν. Αυτή όμως η δημοσία ανακοίνωσις έφερε σκληρό διωγμό από τους γονείς μου. Μάλιστα με δίωξαν για ένα διάστημα από το σπίτι. Όταν αργότερα μου επέτρεψαν να ξαναγυρίσω, κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να με πείσουν ότι η πορεία μου ήταν εσφαλμένη. Τους είπα ότι ήμουν πρόθυμος να συναντήσω οποιονδήποτε ραββίνο που θα μπορούσε να μου παρουσιάση πειστικά επιχειρήματα. Ένας ραββίνος εξεδήλωσε την προθυμία του να συζητήση μαζί μου και ώρισε μια συνάντησι για να γίνη συζήτησις στην τοπική μας συναγωγή.
Στη συζήτησι αυτή ήσαν παρόντες και μερικοί φίλοι μου που είχαν παύσει να μου μιλούν από τότε που με απέβαλαν. Η συζήτησις περιεστράφη γύρω από το θέμα του ονόματος του Θεού, Ιεχωβά. Σε απάντησι των ισχυρισμών τους ότι το θείον όνομα δεν πρέπει ποτέ να αναφέρεται ή να χρησιμοποιήται και ότι δεν είναι σημαντικό στην Ιουδαϊκή λατρεία, παρέθεσα αρκετά εδάφια από τη Γραφή όπου συγκεκριμένα τονίζεται η υποχρέωσις του ανθρώπου να επικαλήται το όνομα του Θεού, να διδάσκη το όνομά του σε άλλους και να χρησιμοποιή το όνομα του Θεού όταν προσεύχεται. Τότε εξωργίσθηκε και άρχισε να ξεφωνίζη. Και μάλιστα βλασφήμησε κι αυτό το όνομα του Ιεχωβά Θεού! Δεν μπόρεσα να μη τον ρωτήσω πώς ήταν δυνατόν να ισχυρίζεται ότι είναι πνευματικός ηγέτης του έθνους και συγχρόνως να βλασφημή το όνομα του Ιεχωβά Θεού του Δημιουργού του. Του υπενθύμισα την περίπτωσι του Φαραώ της Αιγύπτου που αρνήθηκε ν’ αναγνωρίση τον Ιεχωβά αλλά τον περιφρόνισε και του οποίου το τέλος υπήρξε σκληρό. Προφανώς συναισθάνθηκε το άκρως σοβαρό πράγμα που είχε κάμει, διότι άρχισε ν’ αρνήται τα πάντα, ορκιζόμενος ότι δεν είχε βλασφημήσει το όνομα του Ιεχωβά.
Καθώς έφευγα από τη συναγωγή εκείνη τη νύχτα και πήγαινα στο σπίτι μου, αντελήφθηκα κάποιον που με ακολουθούσε στο δρόμο. Ήταν ένας από τους φίλους μου που είχε παρευρεθή στη συζήτησι. Με έφθασε και είπε: «Τώρα γνωρίζω πως έχεις την αλήθεια. Άκουσα ο ίδιος που ο ραββίνος έλεγε ψέμματα, όταν αρνήθηκε ότι εβλασφήμησε το όνομα του Ιεχωβά.» Με τον καιρό άρχισε να μελετά τη Γραφή με ένα Χριστιανό μάρτυρα του Ιεχωβά και άρχισε να παρακολουθή συναθροίσεις της Χριστιανικής εκκλησίας.
Έγινε μια τελική προσπάθεια να μου ‘βάλουν’ μυαλό, όταν ένας θείος μου μού ώρισε ένα ραντεβού για να συναντήσω τον Αρχιραββίνο όλης της Τουρκίας. Στη συνάντησι αυτή ήσαν επίσης παρόντες δύο άλλα εξέχοντα μέλη της Ιουδαϊκής κοινότητος. Η συνάντησις έγινε στην εξοχική θερινή κατοικία του ραββίνου, όπου διέμενε εκείνη την εποχή. Ευθύς εξ αρχής ειρωνεύθηκε τους Μάρτυρες ότι δεν ήσαν τίποτε περισσότερο από απλοί, αμαθείς άνθρωποι, χρησιμοποιώντας τον όρο αμ χα-άρετς (κατά γράμμα ‘άνθρωποι της γης’). Αλλά κατόπιν, όταν τελικά μου έδωσε την ευκαιρία να εκθέσω τις απόψεις μου και ζήτησα να φέρη τη Γραφή του, απήντησε ότι δεν είχε Γραφή στο σπίτι του. Δεν μπορούσα να κρύψω την μεγάλη μου έκπληξι ότι στο σπίτι του Αρχιραββίνου όλης της χώρας δεν υπήρχε αντίγραφο της Γραφής, παρά τη Γραφική εντολή: «Δεν θέλει απομακρυνθή τούτο το βιβλίον του νόμου από του στόματός σου, αλλ’ εν αυτώ θέλεις μελετά ημέραν και νύκτα.» (Ιησ. 1:8) Τότε προσπάθησε βιαστικά να σώσει το γόητρό του μπροστά στους άλλους παρόντες λέγοντας ότι είχε ξεχάσει να μεταφέρη τη Γραφή του από το χειμερινό σπίτι του στην πόλι.
Στο τέλος αυτής της συναντήσεως, οι παρόντες με συμβούλευσαν ότι το καλύτερο που είχα να κάμω ήταν να μεταβώ στο Ισραήλ, διότι εκεί ήταν βέβαιο πως θα ξαναγύριζα στον ορθό δρόμο. Λίγον καιρό αργότερα πήγα, πράγματι, στο Ισραήλ ως μετανάστης, αλλ’ αντί να πραγματοποιηθούν οι προσδοκίες τους, υπηρετώ ακόμη τον Ιεχωβά ως ένας μάρτυς του, συμμετέχοντας τακτικά στη Χριστιανική διακονία.
Αντί να ψάλλω καθωρισμένα τμήματα του Τορά την ημέρα του Σαββάτου ως πρωτοψάλτης στη συναγωγή, είμαι ευτυχισμένος που ψάλλω καθημερινά τους αίνους του Ιεχωβά, διακηρύττοντας το όνομά του και τη βασιλεία του στα σπίτια των ενδιαφερομένων ατόμων. Αυτή είναι η απάντησίς μου στη Γραφική κλήσι: «Ψάλατε εις τον Ιεχωβά· ευλογείτε το όνομα αυτού.»—Ψαλμ. 96:2, 3.