Τα Νερά της Γης—Απάντησις στην Έλλειψι Τροφίμων;
Ο ΟΓΚΟΥΜΕΝΟΣ πληθυσμός της γης σημαίνει ότι πρέπει να τραφούν εκατομμύρια νέα στόματα κάθε χρόνο. Και όμως ακόμη και τώρα πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν από πείνα και άλλοι πεινούν. Από πού μπορούμε να πάρωμε τροφή για να τραφούν όλοι;
Γενικά πιστεύεται ότι τα νερά της γης είναι μια επαρκής πηγή. Ένας συγγραφεύς διαβεβαίωσε : «Κανένας επάνω στη γη δεν χρειάζεται να πεινάση, όταν υπάρχουν τεράστια και στην πραγματικότητα ανέπαφα και πιθανόν απεριόριστα αποθέματα τροφίμων στη θάλασσα.» Είναι, όμως, αυτό αλήθεια; Περιέχουν οι θάλασσες επαρκή αποθέματα τροφίμων;
Οι Δυνατότητες Τροφής από τις Θάλασσες
Η ποσότης των τροφίμων που λαμβάνονται από τα νερά της γης έχει αυξηθή δραματικά. Από λιγώτερους από 19 εκατομμύρια τόννους το 1950, η ετήσια συγκομιδή ανέβηκε σε πάνω από 60 εκατομμύρια τόννους. Ίσως αυτό να φαίνεται πολύ. Εν τούτοις, υπολογίζεται ότι αυτό αναλογεί μόνο σε λίγο περισσότερο από 3 τοις εκατό από το σύνολο της παραχθείσης τροφής του ανθρώπου. Μπορεί η θάλασσα ν’ αποδώση πολύ περισσότερο;
Μερικοί παρατηρώντας την απεραντοσύνη της θάλασσας—καλύπτει σχεδόν τα τρία τέταρτα της γης—υπέθεσαν ότι μπορεί. Αλλά υπάρχει ένα γεγονός που μερικοί παραλείπουν να λάβουν υπ’ όψι. Και αυτό είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος της θάλασσας δεν παράγει τροφή, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το μεγαλύτερο μέρος της ξηράς.
Το νέο βιβλίο Περιβάλλον—Φυσικός Πλούτος, Μόλυνσις και Κοινωνία, που εξεδόθη από τον Γ. Γ. Μάρντοκ, παρατηρεί: «Η ανοικτή θάλασσα—που υπολογίζεται ότι αποτελεί το 90 τοις εκατό των ωκεανών—θεωρείται μια βιολογική έρημος, που δεν συνεισφέρει σχεδόν τίποτα στη σημερινή παγκόσμια αλιεία και προσφέρει μικρή δυνατότητα για το μέλλον.» Η πλειονότης των θαλασσίων πλασμάτων ζη και αλιεύεται στα σχετικά ρηχά παράκτια ύδατα. Στην πραγματικότητα, τα ψάρια είναι συγκεντρωμένα σε ωρισμένες παράκτιες περιοχές. Γιατί;
Οι περιοχές στις οποίες αφθονούν τα ψάρια έχουν έναν κατάλληλο συνδυασμό αέρος, ρεύματος και κατωφερείας της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδος (έκτασις του θαλασσίου βυθού πλησίον της ακτής) που μεταφέρει από τα βάθη του ωκεανού νερό φορτωμένο με θρεπτικές ουσίες από αποσυντεθειμένη θαλάσσια ζωή. Μόλις φθάσουν στα στρώματα του ωκεανού όπου εισδύει το ηλιακό φως, τα «ανερχόμενα» θρεπτικά στοιχεία προκαλούν την ταχεία αναπαραγωγή μικροτάτων επιπλεόντων φυτών και ζώων με τα οποία τρέφονται τα ψάρια. Έτσι το προαναφερθέν βιβλίο παρατηρεί: «Οι περιοχές όπου γίνεται η μετακομιδή των θρεπτικών ουσιών αποτελούν μόνο το 0,1 τοις εκατό περίπου του ωκεανού, αλλά παράγουν τη μισή από την παγκόσμια παραγωγή ψαριών.»
Ποια σημασία έχει η συγκέντρωσις των ψαριών σε μικρές περιοχές του ωκεανού και η σπάνις τους σε άλλες περιοχές; Αυτή για την οποία προειδοποιεί ο επί της Αλιείας Βιολόγος Ουίλλιαμ Ρίκερ: Η θάλασσα δεν είναι «μια ανεξάντλητη δεξαμενή τροφικής ενεργείας.» Και ο εξερευνητής των βυθών Ζακ Υβ Κουστώ προειδοποίησε, μετά την επιστροφή του από μια παγκόσμια εξερεύνησι των θαλασσίων βυθών, ότι η ζωή στους ωκεανούς ελαττώθηκε κατά 40 τοις εκατό από το 1950 λόγω υπερβολικής αλιείας και μολύνσεως. Έτσι είναι φανερό ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπολογίζη σε συνήθεις μεθόδους αλιείας για ν’ αυξήσουν πολύ την προμήθεια τροφίμων. Στην πραγματικότητα, αν βασισθούμε σε εκθέσεις, όπως αυτή του Κουστώ, υπάρχει κίνδυνος ότι στο μέλλον θα λαμβάνεται λιγώτερη τροφή από τις θάλασσες.
Μια Άλλη Μέθοδος
Εν τούτοις μερικοί πιστεύουν ακόμη ότι τα νερά της γης έχουν την απάντησι στην έλλειψι τροφίμων. Τονίζουν ότι οι στόλοι αλιείας περιέρχονται «αναζητώντας» το θήραμά τους, όπως ακριβώς συνηθιζόταν κάποτε να περιέρχωνται οι άνθρωποι τη γη για να κυνηγήσουν τα ζώα. Αλλά μεγαλύτερη παραγωγικότης τροφίμων πραγματοποιήθηκε όταν η έμφασις μετατοπίσθηκε στην παραγωγή ζώων της ξηράς αντί στο κυνήγι τους. Πιστεύουν ότι μια παρόμοια μετατόπισις της εμφάσεως θα μπορούσε ν’ αυξήση την παραγωγικότητα της θάλασσας. Η μέθοδος της καλλιεργείας θαλασσίων πλασμάτων που τα αιχμαλωτίζουν ονομάζεται ιχθυοτροφία (καλλιέργεια των υδάτων ή καλλιέργεια της θαλάσσης.)
Η ιχθυοτροφία έχει καταλάβει τελευταία τη φαντασία του κοινού. Αλλά ποιες είναι οι προοπτικές της; Μπορούν τα πλάσματα που ζουν στο νερό να αναπαραχθούν για τροφή, όπως τα πρόβατα, τα χοιρινά και τα άλλα ζώα της ξηράς; Τι επετεύχθη σ’ αυτόν τον τομέα; Είναι η ιχθυοτροφία απάντησις για την ανακούφισι του κόσμου από την έλλειψι τροφίμων;
Μια Παλαιά κι Όμως Παραγωγική Μέθοδος
Η ιχθυοτροφία είναι στην πραγματικότητα μια παλαιά μέθοδος. Το έτος 475 π.Χ. είχε γραφή μια διατριβή στην Κίνα για την ιχθυοτροφία από κάποιον Φαν Λι. Άλλοι λαοί, μεταξύ των οποίων οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι, εφήρμοζαν επίσης αυτή την τέχνη.
Στην Κίνα η ιχθυοτροφία ανεπτύχθη τόσο ώστε αποτελεί σημαντική πηγή τροφής. Περίπου 1.5 εκατομμύριο τόννοι [3.306.000.000 πάουντς] κυπρίνων και παρομοίων ψαριών παράγονται εκεί κάθε χρόνο. Αυτό αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της ετησίας παγκοσμίου παραγωγής της ιχθυοτροφίας που υπερβαίνει τα 2 εκατομμύρια τόννους.
Η ύπαιθρος περιοχή της Κίνας είναι διάσπαρτη με λίμνες γλυκού νερού όπου καλλιεργούνται κυπρίνοι. Οι κυπρίνοι ζευγαρώνονται εκλεκτικά για να παράγουν ένα παχύ με γρήγορη ανάπτυξι ψάρι και με τα λιγώτερα δυνατόν λέπια. Και οι Κινέζοι φροντίζουν ώστε να εμποδίζουν την επάνοδό του στον άγριο τύπο. Το ότι αυτό μπορεί να συμβή γρήγορα καταφαίνεται απ’ αυτό που συνέβη όταν οι κυπρίνοι εισήχθησαν στην Αμερική το 1877 και αφέθησαν να διαφύγουν στους ποταμούς και στις λίμνες. Επανήλθαν στην οστεώδη και γεμάτη λέπια άγρια ποικιλία που συναντάται συχνά σε νερά που χρησιμοποιούνται για ψάρεμα.
Η ιχθυοτροφία εφαρμόζεται επίσης σε μεγάλη κλίμακα στην Ινδονησία, τις Φιλιππίνες και την Ταϊβάν, και αρκετά εκτεταμένα στη βόρειο Ιταλία. Κοντά στις ακτές αυτών των χωρών διατηρούνται εκατοντάδες, χιλιάδες έικερς δεξαμενών με υφάλμυρο νερό. Εδώ αναπαράγονται χάνοι (ένα τροπικό ψάρι που μοιάζει με μεγάλη ρέγγα) και κέφαλοι. Επειδή η αναπαραγωγή των αιχμαλωτισμένων αυτών ψαριών βρίσκεται στο πειραματικό στάδιο, τα νεογνά πρέπει ακόμη να πιάνωνται κατά μήκος των ακτών και να μεταφέρωνται στις δεξαμενές για να μεγαλώσουν.
Η αναπαραγωγικότης αυτών των δεξαμενών κάνει τις προσπάθειες ν’ αξίζουν τον κόπο. Στις Φιλιππίνες, επί παραδείγματι, η ετησία παραγωγή κεφάλων αποδίδει 42 περίπου εκατομμύρια πάουντς, ένα μέσο όρο 500 πάουντς περίπου από κάθε έικερ. Στην Ινδονησία, όπου τα ακάθαρτα νερά διοχετεύονται στις δεξαμενές, η ετησία παραγωγή υπερβαίνει μερικές φορές τις 4.000 πάουντς για κάθε έικερ. Αυτά τα ψάρια, όμως, πρέπει να ψηθούν καλά πριν φαγωθούν.
Γατόψαρα, Πέστροφες και Σολομοί
Στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν γίνει σημαντικά βήματα στην αναπαραγωγή βρωσίμων ψαριών. Μέσα στην τελευταία δεκαετία η ιχθυοτροφία των γατόψαρων προώδευσε από λίγους μόλις ιχθυοτρόφους που μάθαιναν την τέχνη με δοκιμές και λάθη σε μια βιομηχανία που ευδοκιμεί. Το 1970 υπήρχαν 58.000 έικερς μικρών δεξαμενών, κυρίως στην περιοχή του δέλτα του Μισσισσιπή. Αυτές οι δεξαμενές παρήγαγαν γύρω στα 78 εκατομμύρια πάουντς γατόψαρων! Αυτό αντιπροσωπεύει μια απόδοσι πάνω από 1.300 πάουντς από κάθε έικερ, πολύ περισσότερο από τα 300 έως 500 πάουντς βοδινού κρέατος που παρήχθη από ένα έικερ εύφορης γης.
Η πέστροφα και ο σολομός είναι επίσης σημαντικά στην ιχθυοτροφία, ειδικά η πολύχρωμη πέστροφα. Στην πεδιάδα του ποταμού Σνέικ του Άινταχο, μια τεράστια υπόγεια λίμνη καθιστά δυνατή την ταχεία ροή ύδατος στην κατάλληλη θερμοκρασία (68° F.) μέσα σε ιχθυοδεξαμενές, πράγμα που είναι ιδεώδες για την αναπαραγωγή της πέστροφας. Και τρέφοντας τις πολύχρωμες πέστροφες με ειδική δίαιτα, επιτυγχάνονται φανταστικές ετήσιες αποδόσεις 400.000 πάουντς ψαριών από κάθε έικερ! Παρόμοιες αποδόσεις κατά έικερ επετεύχθησαν στην Ινδονησία περιορίζοντας τους κυπρίνους σε καλαμένια κλουβιά μέσα σ’ ένα γρήγορο ποταμίσιο ρεύμα που είναι πλούσιο σε νερά υπονόμων.
Η αναπαραγωγή του σολομού απαιτεί μάλλον «κτηνοτροφική» μέθοδο παρά «γεωργική.» Οι σολομοί εκκολάπτονται στους ποταμούς, μεταναστεύουν στη θάλασσα για να μεγαλώσουν, και ωθούμενοι από το ένστικτο επιστρέφουν στον τόπο της γεννήσεώς τους ύστερα από χρόνια για να γεννήσουν τα αυγά τους. Με εκλεκτική αναπαραγωγή και ειδική διατροφή, έχουν παραχθή πολύ ταχυανάπτυκτοι και παχείς σολομοί. Έτσι, αντί να δαπανήσουν τα συνήθη τέσσερα χρόνια στον ωκεανό για να μεγαλώσουν, μερικοί από τη νέα παραγωγή επιστρέφουν στον τόπο της γεννήσεώς των μέσα σ’ ένα μόνο χρόνο. Πιστεύεται ότι θα παραχθούν μεγάλες τεχνητές περιοχές σολομών που θα μπορούν ν’ αλιευθούν κατά την επιστροφή στον τόπο τους ύστερα από ένα περίπου χρόνο βοσκής στη θάλασσα.
Παραγωγή Θαλασσινών
Η πλειονότης των θαλασσινών, τέσσερα με πέντε εκατομμύρια τόννοι τον χρόνο, λαμβάνονται από τη θάλασσα με συνήθεις μεθόδους αλιείας. Αλλά η στρειδοτροφία, η γαριδοτροφία και η παραγωγή άλλων θαλασσινών έχει επίσης επεκταθή με τους Ιάπωνες επί κεφαλής της προόδου. Επί παραδείγματι, αυτοί εισήγαγαν τη χρήσι των κρεμαστών στρειδοτροφείων, μιας μεθόδου που εξαπλώνεται τώρα και στον υπόλοιπο κόσμο.
Αφού εκκολαφθούν οι μικρές νύμφες των στρειδιών, κολυμπούν τριγύρω για λίγο αναζητώντας ένα κατάλληλο σκληρό αντικείμενο για να εγκατασταθούν μόνιμα ώσπου να πάρουν την κανονική μορφή. Στην Ιαπωνία ανεπτύχθη η μέθοδος να κρεμούν από σχεδίες μπαμπού σύρματα μέσα στο νερό μέχρι βάθους πενήντα σχεδόν ποδών. Δεμένες σ’ αυτά τα σύρματα είναι ανοιγμένες αχηβάδες. Ύστερα από λίγες εβδομάδες οι νύμφες των στρειδιών που κολλούν στις αχηβάδες κατά δισεκατομμύρια, αραιώνονται από εργάτες για να φθάσουν στην κατάλληλη πυκνότητα. Καθώς τα στρείδια μεγαλώνουν, προστίθενται πλωτήρες στις σχεδίες για να μη βυθισθούν λόγω του αυξανομένου βάρους.
Αυτή η μέθοδος κρεμάσματος έχει αρκετά πλεονεκτήματα. Προστατεύει τα στρείδια από αρπακτικά ζώα και από το να χωθούν στο βυθό της θάλασσας. Και επιτρέπει επίσης στα στρείδια να τρέφωνται από την κρεμασμένη τροφή σ’ ολόκληρη την υδάτινη στήλη. Με τη χρήσι αυτής της μεθόδου η ετήσια παραγωγή στον κόλπο Χιροσίμα της Ιαπωνίας αποδίδει μέχρι 50.000 πάουντς κρέατος στρειδιών από κάθε έικερ!
Τα θαλασσινά που κινούνται, όπως η γαρίδα, είναι πιο δύσκολο να παραχθούν. Επί αιώνες έπιαναν τις μικρές γαρίδες στα παράκτια νερά της Άπω Ανατολής και τις μετέφεραν σε δεξαμενές με υφάλμυρα νερά για να μεγαλώσουν αρκετά ώστε να πουληθούν. Εν τούτοις στην Ιαπωνία πραγματική αναπαραγωγή γαρίδων εφαρμόζεται επιτυχώς σε εμπορική κλίμακα. Εκεί οι γαρίδες μεγαλώνουν τώρα κάτω από έλεγχο από το αυγό έως ότου φθάσουν στην αγορά.
Οι θηλυκές που έχουν αυγά πιάνονται και φυλάγονται σε δεξαμενές θαλασσινού νερού που ελέγχονται προσεκτικά, κι εκεί αφήνουν τ’ αυγά τους. Πριν φθάσουν σε ωριμότητα οι μικρές γαριδούλες περνούν από αρκετά στάδια νύμφης στη διάρκεια των οποίων φυλάγονται σε εσωτερικές θερμαινόμενες υδατοδεξαμενές. Αργότερα μεταφέρονται έξω σε λίμνες όπου υπάρχει πρόβλεψις για αερισμό και κυκλοφορία, ώστε να μεγαλώσουν για να πουληθούν. Υπάρχουν τώρα πολλά γαριδοτροφεία στην Ιαπωνία, αλλά τα περισσότερα απ’ αυτά αποκτούν τις γαρίδες όταν είναι μικρές, επειδή δεν έχουν τον τεχνικό εξοπλισμό για να τις μεγαλώσουν από το αυγό.
Η Πραγματική Ιχθυοτροφία της Θαλάσσης Βρίσκεται Ακόμη στα Σπάργανα
Όπως μπορεί κανείς να δη, η παραγωγή τροφής από την ιχθυοτροφία προέρχεται κυρίως από δεξαμενές με γλυκό και υφάλμυρο νερό. Η πραγματική παραγωγή ιχθύων της θάλασσας—η πραγματική ιχθυοτροφία—έχει παραγάγει πολύ λίγα. Οι περισσότερες προσπάθειες ιχθυοτροφίας της θαλάσσης υπήρξαν πειραματικές, ή βρίσκονται απλώς στο στάδιο των συζητήσεων. Οι νησιώτες Ιάπωνες, που εξαρτώνται από τη θάλασσα για τα 60 τοις εκατό των πρωτεϊνών που παίρνουν, είναι ειδικά δραστήριοι σ’ αυτές τις έρευνες.
Ο περιορισμός τμημάτων της θαλάσσης για να κρατούνται μέσα τα ψάρια δεν είναι μικρό πράγμα όπως καταλαβαίνετε. Εν τούτοις αυτό έγινε στην εσωτερική θάλασσα του Σέτο της Ιαπωνίας όπου λειτουργούν τώρα θαλασσινά ιχθυοτροφεία. Σε μια θαλάσσια περιοχή έχουν περιφραχθή με συρματόπλεγμα ή με δίχτυ 180 έικερς (720 στρέμματα) στα υψηλά στρώματα νερού και δεκαπέντε έικερς στα χαμηλά στρώματα. Η σεριόλη (είδος ψαριού), που μεγαλώνει για πούλημα σε οκτώ ή εννέα μήνες, παράγεται σε μεγάλη πυκνότητα σ’ αυτά τα περιφραγμένα ιχθυοτροφεία.
Η περίφραξις ενός τμήματος της θάλασσας είναι ένα σοβαρό πρόβλημα. Σκέφθηκαν ότι οι περιοχές θα μπορούσαν να περιφραχθούν με το να τοποθετήσουν ένα πλαστικό σωλήνα στον πυθμένα της θάλασσας διάτρητο με μικρές τρύπες και συνδεδεμένο με μια παροχή αέρος. Οι υψούμενες φυσαλλίδες του αέρος θα χρησίμευαν ως παραπέτασμα για να κρατούνται τα ανεπιθύμητα θαλασσινά ζώα έξω, και τα ζώα του ιχθυοτροφείου μέσα.
Έχει παρατηρηθή επίσης ότι στον Ειρηνικό Ωκεανό υπάρχουν κοραλλιογενή νησιά, όπου δακτύλιοι από κοραλλιογενείς σκοπέλους περιβάλλουν ρηχές λιμνοθάλασσες. Οι Ιάπωνες επιστήμονες επρότειναν να παράγουν σ’ αυτές τις περιφραγμένες περιοχές τόννους—ένα ψάρι που μπορεί να φθάση σε βάρος αρκετών εκατοντάδων πάουντς.
Ένας άλλος τρόπος ερεύνης είναι η βελτίωσις του νερού για να τρέφη τα ψάρια. Σ’ ένα πείραμα άπλωσαν ένα πλαστικό σωλήνα 31⁄2 ιντσών σε βάθος ενός σχεδόν μιλίου έξω από τις ακτές του Σαιν Κρουά των Παρθένων Νήσων. Το κρύο και γεμάτο θρεπτικές ουσίες νερό που διωχετεύθηκε σε δεξαμενές στην παραλία γέμισε γρήγορα με μικροσκοπική φυτική ζωή, και έγινε έτσι ιδεώδες για παραγωγή ψαριών. Ένας επιστήμων επρότεινε μια ποντοπόρο βυθοκόρο που θα μετέφερε θρεπτικές ουσίες από τα βάθη και θα τις σκόρπιζε κοντά στην επιφάνεια. Κατόπιν τα ψάρια που θα αναπτύσσονταν σ’ αυτή την περιοχή λόγω της τεχνητής «μεταφοράς τροφής» θα μπορούσαν να συλλεχθούν.
Στη Σκωτία είχαν πειραματική επιτυχία στην ιχθυοτροφία με τη χρήσι του αποβαλλομένου θερμού νερού ενός εργοστασίου ατομικής ενεργείας. Υψώνοντας την θερμοκρασία του νερού ενός περιφραγμένου τμήματος της θάλασσας, αυξήθηκαν τόσο ο ρυθμός μεταβολισμού όσο και η όρεξις των ψαριών—που ήσαν γλώσσες και πλατέσσες σ’ αυτή την περίπτωση—επιταχύνοντας πολύ την ανάπτυξί τους. Εν τούτοις σχολιάζοντας αυτό το επιτυχημένο πείραμα το περιοδικό Ση Φροντίρς παρετήρησε τα εξής ενδιαφέροντα:
«‘Η ιχθυοτροφία της θαλάσσης’ είναι μια φράσις που συναντάται συχνά, σαν να επρόκειτο για μια εύκολη επέκτασι της καλλιεργείας της γης. Στην πραγματικότητα προς το παρόν τα προβλήματα είναι περισσότερα από την παραγωγή, και η εμπορική παραγωγή κι ενός μόνον είδους απαιτεί τεραστία προσπάθεια.» Έτσι πρέπει κανείς να έχη υπ’ όψι του ότι η ιχθυοτροφία της θαλάσσης βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα.
Δίνει Απάντησι στην Έλλειψι Τροφίμων;
Εν τούτοις, η ανάγκη για περισσότερα τρόφιμα είναι άμεση, αφού ήδη πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν από πείνα. Μπορεί η ιχθυοτροφία της θαλάσσης ν’ αναπτυχθή ώστε ν’ αντιμετωπισθή αυτή η ανάγκη;
Οι ενδείξεις είναι ότι δεν μπορεί, όπως ανέγραψε το περιοδικό Μπαϊοσάιενς: «Είναι επείγον να πούμε στο σημείο αυτό ότι η άμεση απόδοσις της ιχθυοτροφίας της θαλάσσης θα συνεισφέρη πιθανόν ελάχιστα στην ανακούφισι από την πείνα των υποσιτιζομένων λαών του κόσμου. Είναι απίθανον ότι οι ανάγκες σε θερμίδες των πεινασμένων λαών θα μπορέσουν ποτέ ν’ αντιμετωπισθούν από τη θάλασσα. Το πολύ να υπάρξη μια μικρή συνεισφορά για την άμεση ανακούφισι της πείνας από έλλειψι πρωτεϊνών».
Οι καλύτερες προοπτικές για ιχθυοτροφία φαίνεται να είναι στο εσωτερικό, όπου προς το παρόν είναι πολύ παραγωγική. Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα έχοντες υπ’ όψι την απειλή ότι η μόλυνσις μπορεί να καταστρέψη τη θάλασσα ως ασφαλή πηγή τροφίμων.
Χωρίς αμφιβολία, στο μέλλον θα γίνουν πολύ περισσότερα για ν’ αναπτυχθή η τέχνη της ιχθυοτροφίας και πολλά άτομα θα ωφεληθούν. Αλλά δεν μπορούμε να βασισθούμε σ’ αυτή για να λύση την κρίσιμη έλλειψι τροφίμων του ανθρώπου.