Η Διδασκαλία του Σεξ στα Σχολεία—Ωφέλιμη ή Επικίνδυνη;
Η πλειονότης του λαού της Δανίας προφανώς δεν ενοχλήθηκε από τον νέο νόμο υποχρεωτικής σεξουαλικής διαπαιδαγωγήσεως της χώρας των. Οι περισσότεροι τον βλέπουν σαν ‘ένα βήμα προς την ορθή κατεύθυνσι,’ κάτι που θα βοηθήση τα παιδιά να επιτύχουν έναν ισορροπημένο βίο.
Κανένας, φυσικά, δεν μπορεί ν’ αρνηθή ότι τα παιδιά πρέπει να μάθουν τα γεγονότα της ζωής, και γιατί τα σώματά των λειτουργούν μ’ αυτόν τον τρόπο, ποια είναι η λειτουργία της αναπαραγωγής. Είναι επίσης αναντιρρήτως σπουδαίο να έχουν μια υγιά στάσι απέναντι αυτών των πραγμάτων και να μην βλέπουν το σεξ ως ‘ακάθαρτο’ κατά κάποιον τρόπο αυτό καθ’ εαυτό.
Μολαταύτα, πολλά άτομα βλέπουν φυσικούς κινδύνους στον νέο νόμο της Δανίας ή στην στάσι που αντιπροσωπεύει. Ανησυχούν για την αυξημένη εξουσία που παραχωρείται στους διευθυντάς των σχολείων και στους διδασκάλους και στην αντίστοιχη μείωσι του ελέγχου των γονέων πάνω στα παιδιά των.
Καθοδήγησις ή Παροδήγησις;
Πολλοί διαβλέπουν τον ίδιο κίνδυνο που τονίσθηκε μερικά χρόνια πριν από τον Διευθυντή Σχολείου Άαγκε Νόερφελτ, ο οποίος προειδοποίησε :
«Ο σκοπός οποιασδήποτε εκπαιδεύσεως είναι . . . η καθοδήγησις, αλλ’ αν αγνοηθούν ουσιώδεις περιοχές μπορεί πολύ εύκολα να γίνη το αντίθετο, παροδήγησις.»—Κρίστελικτ Ντάγκμπλαντ, 24 Αυγούστου 1966.
Αυτοί που παροτρύνουν τη σεξουαλική διαπαιδαγώγησι στα σχολεία, είπε, λαμβάνουν τη θέσι ότι οι νεαροί θα έχουν οπωσδήποτε σεξουαλικές σχέσεις, επομένως το κυριώτερο είναι να τους βοηθήσουν να χρησιμοποιήσουν αντισυλληπτικές μεθόδους και ν’ αποφύγουν εγκυμοσύνες και παράνομες εκτρώσεις. Κατόπιν είπε:
«Αλλ’ από την άποψι αυτή παραλείπει κανείς να κάμη το πιο απαραίτητο πράγμα: να πη σ’ αυτά τα μεγάλα παιδιά (διότι γι’ αυτά πραγματικά πρόκειται) ότι το εσφαλμένο είναι ότι έχουν στενές σχέσεις σ’ αυτή την ηλικία.» Η ζωή έχει «τον φυσικό της ρυθμό τον οποίο πρέπει να σεβασθούμε. Το παιδί πρέπει να είναι παιδί και ο νεαρός νεαρός σ’ αυτές τις ιδιαίτερες περιόδους.» Αυτός είναι ο τρόπος που προετοιμάζονται για την πλήρως ώριμη ζωή αργότερα. Ακριβώς όπως τα μικρά παιδιά που προσπαθούν να μιμηθούν τους μεγαλύτερους φαίνονται ανόητα, και τα ηλικιωμένα άτομα που προσπαθούν να φαίνωνται νεαρά γελοιοποιούνται, έτσι είναι ‘αντίθετο προς τη φύσι των πραγμάτων τα ανώριμα νεαρά άτομα να προσπαθούν να ζουν σαν ώριμοι ενήλικοι’. Το συμπέρασμα του Διευθυντού Νόερφελτ επομένως, ήταν:
«Το κήρυγμα ότι, όταν κάποιος είναι σεξουαλικώς ώριμος από βιολογική άποψι, έχει το δικαίωμα να έχη σεξουαλικές σχέσεις, είναι ψευδές. Είναι παροδήγησις, όχι καθοδήγησις.»
Δεν θέλομε να πούμε ότι ο νέος νόμος αγνοεί παντελώς τα προβλήματα που περιλαμβάνονται. Περισσότερο από το να δώση απλώς στα παιδιά πληροφορίες για το σεξ προσπαθεί να προμηθεύση μερικούς οδηγούς. Αλλά ποιοι είναι αυτοί; Τι δύναμι έχουν;
Ως βάσι για μια τέτοια καθοδήγησι, η νομοθετική επιτροπή χρησιμοποίησε μια διατριβή από τον Δόκτορα της θεολογίας Κ.Ε.Σ. Λέγκστρουπ. Αναγνωρίζει ότι «η εποχή της νεότητος συχνά χαρακτηρίζεται από την αστάθεια και το ευμετάβλητον του χαρακτήρος.» Πρέπει να λεχθή στους νέους ότι, αν δεν έχουν την ικανότητα να διατηρήσουν σχέσεις που θα κρατήσουν, δεν είναι προς το συμφέρον των ν’ αρχίσουν σεξουαλικές σχέσεις. Ότι, αντί να λύσουν προβλήματα, τέτοιες σχέσεις μάλλον «δημιουργούν συχνά νέα προβλήματα.» Έτσι, οποιαδήποτε ενθάρρυνσις για αγνότητα και αποχή είτε λείπει είτε είναι πολύ ασθενής. Οι νέοι πρέπει να προειδοποιούνται να μη εκτίθενται σε κινδύνους που θα μπορούσαν να προκαλέσουν εγκυμοσύνη, πρέπει να τους δίδεται συμβουλή ότι και τα δυο μέρη είναι υπεύθυνα να χρησιμοποιήσουν επαρκή αντισυλληπτικά μέσα, ακόμη και να διδάσκωνται πότε είναι οι πιο κατάλληλες συνθήκες για σεξουαλικές σχέσεις. Μαζί με όλα αυτά πρέπει να μάθουν τη σπουδαιότητα της κατανοήσεως και της προσοχής σ’ αυτά τα ζητήματα. Αλλ’ όσον αφορά τις ηθικές υποχρεώσεις απέναντι του Θεού, η διατριβή του θεολόγου Λέγκστρουπ δεν λέγει τίποτε. Αυτό που οι γονείς των νεαρών πιστεύουν ως την ορθή διαγωγή θεωρείται προφανώς ότι δεν έχει σημασία. Σε τελευταία ανάλυσι οι νεαροί αφήνονται να λάβουν τις δικές των αποφάσεις όσον αφορά το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουν.
Θα περιμένατε οι νεαροί που λαμβάνουν τέτοιου είδους εκπαίδευσι ν’ απέχουν από σεξουαλικές σχέσεις ή να εντρυφούν σ’ αυτές:
Είναι λογικό ν’ αμφισβητούν οι νομοθέται την ικανότητα των γονέων να καθοδηγήσουν σοφά τα παιδιά των και συγχρόνως ν’ αναγνωριζουν ότι οι άπειροι και ανώριμοι νέοι έχουν την απαραίτητη σοφία να παίρνουν συνετές αποφάσεις όταν το πάθος τους κυριεύη; Η εμπιστοσύνη που δείχνουν στην κρίσι των νέων οι υποστηρικταί της σεξουαλικής διαπαιδαγωγήσεως σήμερα είναι αξιοσημείωτη και εν όψει των προβλημάτων που έχει η νεολαία σήμερα παγκοσμίως—είναι τουλάχιστον εξ ίσου αφελής.
Θα είχε κανένα νόημα να εξηγήσωμε σ’ ένα νεαρό αγόρι τη μηχανική λειτουργία ενός αυτοκινήτου να του δείξωμε πώς να το οδηγή και κατόπιν να το στείλωμε στους δρόμους μιας μεγάλης πόλεως με την απλή σύστασι να είναι προσεκτικό και να χρησιμοποιή ορθή κρίσι—χωρίς να του δώσωμε κάποια γνώσι των κανόνων της κυκλοφορίας ή συναίσθηση της ευθύνης απέναντι αυτών των κανόνων; Η κυκλοφορία της πόλεως δεν είναι τόσο πολυσύνθετη όπως οι ανθρώπινες σχέσεις, ούτε τόσο γεμάτη κινδύνους όσο εκείνες, ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή. Μήπως πρέπει να πιστέυομε ότι ο Θεός δεν μας έχει δώσει κανόνες για να τους ακολουθήσωμε;
Καταπάτησις των Δικαιωμάτων των Γονέων από το Κράτος;
Μήπως ο νέος νόμος ανοίγει τον δρόμο για καταπάτησι των δικαιωμάτων των γονέων από το πολιτικό κράτος; Ο αρχηγός του τμήματος Όσκαρ Χάνσεν παρεπονέθη στην Επιτροπή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ότι αυτό πράγματι συμβαίνει. Επισύρει την προσοχή στην πρώτη τροπολογία άρθρον 2 της Διακηρύξεως των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία αναφέρει:
«Με την άσκησι των καθηκόντων τα οποία το κράτος αναλαμβάνει στην αγωγή και την εκπαίδευσι, οφείλει να σεβασθή τα δικαιώματα των γονέων και να φροντίση ώστε αυτή η αγωγή και η εκπαίδευσις να γίνεται σύμφωνα με τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις των.»
Αλλ’ ένας Δανός κληρικός, ο Σόρεν Κράρουπ, προχωρεί ακόμη μακρύτερα. Εκφράζοντας απόψεις διαφορετικές από πολλούς κληρικούς της Δανίας, παρωμοίασε τον νέο νόμο με ‘νέο Ναζισμό.’ Στην εφημερίδα Κρίστελικτ Ντάνγκμπλαντ της 4ης Ιουνίου 1971 προειδοποίησε: «Είναι μια προσπάθεια να κλέψουν τα παιδιά από τους γονείς των ακριβώς όπως έκαναν οι Ναζισταί.»
Στην ερώτησι πώς συμβαίνει μια κυβέρνησις να μπορή να λέγη στους ανθρώπους ότι δεν είναι άξιοι να χειρίζωνται τις δικές των υποθέσεις—όταν αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι έχουν εκλέξει την κυβέρνησι—η απάντησίς του είναι:
«Αυτό γίνεται με το να ισχυρίζωνται ότι έχουν ειδική γνώσι που οι κοινοί άνθρωποι δεν έχουν. Η τάσις αυτή είναι έκδηλη στην πολιτική. . . . Άλλα άρχισε επίσης να εισδύη στον εκπαιδευτικό τομέα, όπου αφθονούν οι παντογνώσται και οι παντοδύναμοι ‘ειδικοί’ για την ευημερία και την ευτυχία των παιδιών.»
Αυτοί οι ‘ειδικοί,’ λέγει ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν τις ενδόμυχες σκέψεις των άλλων ανθρώπων. «Και, το σπουδαιότερο, ισχυρίζονται ότι τις γνωρίζουν καλύτερα από τους ίδιους τους ανθρώπους.» Τους παρομοιάζει με ένα γιατρό που πιστεύει ότι δεν χρειάζεται να σπαταλά χρόνο συζητώντας με τους ασθενείς τη θεραπεία που εκείνος προτιμά, εφ’ όσον «αυτός ξέρει καλύτερα.»—Μπέρλινγκσκε Τίντεντε, 20 Ιουνίου 1971.
Που Βρίσκεται Πραγματικά το Πρόβλημα
Μπορεί το πρόβλημα για τις ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, τις εκτρώσεις, τις διεστραμμένες απόψεις για το σεξ πραγματικά να λυθή στα σχολεία; Άλλωστε, τι επιτυχία είχαν τα σχολεία στην επίλυσι άλλων σοβαρών ηθικών προβλημάτων που αφορούν τη νεολαία; Μπόρεσαν τα μαθήματα αγωγής του πολίτου και συνειδήσεως των καθηκόντων του πολίτου να προλάβουν ή να αναχαιτίσουν την αυξανόμενη παλίρροια της χρήσεως ναρκωτικών, τα εγκλήματα και τη βία μεταξύ των νέων; Επομένως, αποτελεί η έλλειψις ή η ανεπάρκεια σεξουαλικής διαφωτίσεως στα σχολεία την αληθινή πηγή του προβλήματος;
Το 1960, όταν το Εθνικό Συμβούλιο Γυναικών έκαμε την έκκλησί του, είπε: «Έχομε την εντύπωσι ότι όλο και περισσότεροι νέοι δεν λαμβάνουν την ενίσχυσι που θα έπρεπε στο σπίτι ή στο σχολείο και επομένως βγαίνουν στον κόσμο απροετοίμαστοι και απληροφόρητοι.»
Αλλά, προφανώς, η εκπαίδευσις στο σπίτι προηγείται της εκπαιδεύσεως στο σχολείο στη ζωή ενός παιδιού.
Ο πρώην Υπουργός Παιδείας Κ. Χέλβεγκ Πέτερσεν συγκεντρώνει, την προσοχή στην αληθινή πηγή του προβλήματος, λέγοντας: «Το σχολείο ποτέ δεν θα μπορέση να εκπληρώση αυτό το καθήκον με ένα εντελώς ικανοποιητικό τρόπο, διότι πρώτον και τελευταίον ανήκει στο σπίτι.»
Εκεί τοποθετεί και η Γραφή επίσης το καθήκον. Όταν ένας Ισραηλίτης πατέρας συζητούσε τον Μωσαϊκό νόμο με τα παιδιά του, όπως έπρεπε να κάνη καθημερινώς σύμφωνα με το Δευτερονόμιον 6:6-9, τα παιδιά θα ελάμβαναν αναπόφευκτα πολλή σεξουαλική διαπαιδαγώγησι, όπως μπορεί να δη ο καθένας αν διαβάση απλώς τον Νόμο στη Βίβλο. Οι γονείς—όχι κάποιο ξένο πρόσωπο—έδιναν τέτοια καθοδήγησι και απαντούσαν στις ερωτήσεις των παιδιών. Και όταν τα παιδιά άκουγαν να διαβάζεται δημοσίως ο νόμος πάνω σ’ αυτά τα θέματα, οι γονείς ήσαν παρόντες μαζί τους. (Δευτ. 31:10-13) Σήμερα οι γονείς, που προτιμούν ν’ αφήνουν τα σχολεία να φροντίζουν γι’ αυτό το καθήκον δεν μπορούν να ισχυρισθούν ότι έχουν την υποστήριξι της Βίβλου. Το κάνουν αυτό με σοβαρούς κινδύνους.
Τι Μπορούν να Κάμουν οι Γονείς
Οι γονείς έχουν τεράστια πλεονεκτήματα από άλλους στο να δίνουν σεξουαλική διαπαιδαγώγησι στα τέκνα των. Εκείνοι γνωρίζουν τα τέκνα των καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Εκείνοι γνωρίζουν πόσο αυτά έχουν αναπτυχθή φυσικά, διανοητικά και συναισθηματικά. Και, αν είναι ευσυνείδητοι, οι γονείς φυσικά δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα παιδιά των στο να δίνουν προσωπική βοήθεια σύμφωνα με τις ανάγκες και τις συνθήκες του κάθε παιδιού.
Τι μπορούν οι γονείς να κάμουν εκεί όπου οι αρχές υποχρεώνουν τα παιδιά να λάβουν σεξουαλική διαπαιδαγώγησι στο σχολείο; Μπορούν τακτικά να ρωτούν το παιδί τι διδάσκεται καθώς και να εξακριβώνουν τι έχει ακούσει από τα παιδιά με τα οποία παίζει και από άλλους πάνω σ’ αυτό το θέμα. Κατόπιν, με μια ανοιχτή και έντιμη συζήτησι, οι γονείς μπορούν να παρέχουν στο παιδί επιπρόσθετες υγιείς και υποβοηθητικές πληροφορίες. Μπορούν να διορθώσουν και να ανατρέψουν εσφαλμένες απόψεις και να ενισχύσουν την απόφασι του παιδιού και την επιθυμία του ν’ ακολουθήση τους Γραφικούς Χριστιανικούς κανόνες της ορθής διαγωγής, επιδιώκοντας έτσι την ευλογία του Θεού.
Εδώ, φυσικά, μια ουγγιά προλήψεως αξίζει όσο μια λίμπρα θεραπείας. Οι γονείς πρέπει να προσέχουν να μη αφήνουν τα σχολεία να παίρνουν την πρωτοβουλία από αυτούς στα διάφορα θέματα της σεξουαλικής διαφωτίσεως. Στη Δανία η απόφασις, πάνω στην οποία βασίζεται ο νέος νόμος, λέγει ότι οι γονείς πρέπει να πληροφορηθούν όσον αφορά το πώς θα διδαχθή η σεξουαλική διαπαιδαγώγησις και σε ποία ηλικία θα παρουσιασθούν τα διάφορα σημεία του θέματος. Εκεί όπου τα σχολεία παραλείπουν να το εκτελέσουν αυτό, οι γονείς μπορούν να ερωτήσουν τους διδασκάλους για να λάβουν αυτές τις πληροφορίες. Κατόπιν μπορούν να ετοιμάσουν τα παιδιά των εκ των προτέρων ώστε τα παιδιά να έχουν ήδη υπ’ όψι των την ορθή Γραφική άποψι όταν τα σχολεία αρχίσουν να συζητούν ωρισμένα σημεία. Σε χώρες, όπως η Δανία, οι γονείς πρέπει να το κάμουν αυτό πριν ακόμη το παιδί πάη στην πρώτη τάξι.
Και μολονότι οι κυβερνήσεις επιβάλλουν την υποχρεωτική σεξουαλική διαπαιδαγώγηση οι γονείς μπορούν και πάλι να μιλήσουν στους διευθυντάς των σχολείων και να τους κάμουν γνωστή την ανησυχία των όσον αφορά τα ηθικά ζητήματα που μπορούν να εγερθούν. Μπορούν να εκφράσουν την αποδοκιμασία των αν οι διδάσκαλοι ενθαρρύνουν τη χαλαρή ηθική διαγωγή. Μερικοί Δανοί γονείς εξουσιοδότησαν τα τέκνα των να ζητήσουν άδεια να εγκαταλείψουν την αίθουσα, αν η σεξουαλική συζήτησις γίνη διεφθαρμένη. Εν τούτοις, έχοντας υπ’ όψιν των τη φυσική περιέργεια των παιδιών και των νεαρών, μερικοί γονείς μπορεί δικαιολογημένα να αισθάνωνται ότι αυτό απαιτεί πολλά από τα παιδιά των. Σε μερικά μέρη του κόσμου οι γονείς, που μπορούν, προτίμησαν να δώσουν στα παιδιά των ιδιωτική σχολική εκπαίδευσι, όπως μαθήματα με αλληλογραφία ή με άλλα μέσα εγκεκριμένα από τον νόμο. Θεωρούν κάθε επί πλέον έξοδο που μπορεί να περιλαμβάνεται, ως μηδαμινό σε σύγκρισι με την πνευματική υγεία των τέκνων των.
Προφανώς, η εφαρμογή ενός νέου νόμου, όπως αυτός που εψηφίσθη στη Δανία, συνοδεύεται από απεριόριστους κινδύνους. Αλλ’ ο μεγαλύτερος κίνδυνος υφίστατο ήδη πριν ψηφισθή ο νέος νόμος: η αδιαφορία τόσο πολλών γονέων που δέχονται την άποψι ότι οι «ειδικοί» γνωρίζουν καλύτερα και ότι αυτοί οι ίδιοι δεν έχουν την ικανότητα να δώσουν επαρκή και πλήρη σεξουαλική διαπαιδαγώγησι στα τέκνα των.
Βασισμένος στην προσωπική του πείρα, ο παιδοψυχολόγος Σβέντ Χάινιλντ εκφράζει την πεποίθησι ότι τα προβλήματα της νεολαίας δεν οφείλονται τόσο σε έλλειψι πληροφοριών όσο σ’ ένα είδος πνευματικού και συναισθηματικού υποσιτισμού. ( Πολίτικεν, 16 Αυγούστου 1970) Οι Χριστιανοί γονείς που αγαπούν αληθινά τα τέκνα των θα φροντίσουν ώστε ποτέ να μην αληθεύη αυτό για τα παιδιά των. Γνωρίζουν το Θεόδοτο δικαίωμα και την ευθύνη να συμβουλεύουν και να εκπαιδεύουν τα παιδιά των σε όλες τις πλευρές της ζωής. Είναι πρόθυμοι να δώσουν τον χρόνο, τη σκέψι και την προσπάθεια που χρειάζεται για να προστατεύσουν τα παιδιά των από κακές ηθικές επιρροές.
[Εικόνα στη σελίδα 8]
Οι γονείς μπορούν να ρωτούν το παιδί τι διδάσκεται και, αν είναι ανάγκη, μπορούν να έχουν μια συνάντησι με τους διδασκάλους