«Ο Λόγος ο Σος Αλήθεια Εστί»
Μπορούν οι Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές να Βοηθήσουν τους Λόγιους της Γραφής;
Σ’ ΑΥΤΟΝ τον σύγχρονο αιώνα οι ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι λύουν προβλήματα στο εμπόριο και στη βιομηχανία. Μπορούν επίσης να λύσουν και προβλήματα για τους λογίους της Βίβλου; Αυτό εξαρτάται από τη φύσι του προβλήματος.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν οι εκδόται της Αναθεωρημένης Στερεότυπης Μεταφράσεως χρειάζονταν ένα πλήρες ευρετήριο της νέας των μεταφράσεως, ανέθεσαν στον Δρα Έλισσον ν’ αναλάβη αυτό το έργον. Χρησιμοποιώντας ένα ηλεκτρονικό εγκέφαλο χρειάσθηκε λίγα μόνο χρόνια για το έργον αυτό, ένα μέρος δηλαδή των τριάντα ετών που είχε χρειασθή ο Δρ. Στρόγκ για να τελειώση το Πλήρες Ευρετήριο της Βίβλου (Εκδόσεως του Βασιλέως Ιακώβου) στη διάρκεια του 19ου αιώνος.
Αλλ’ οι μη ικανοποιημένοι με τη χρησιμοποίησι τον ηλεκτρονικού εγκεφάλου για τέτοιας φύσεως εργασίες είναι εκείνοι που ήθελαν να τον χρησιμοποιήσουν για να προσπαθήσουν ν’ αποδείξουν ποιος έγραψε και ποια βιβλία της Βίβλου έγραψε με βάσι το συγγραφικό ύφος. Στο 1963 ένας Σκώτος κληρικός ισχυρίσθηκε ότι ο υπολογιστής απεδείκνυε ότι ο απόστολος Παύλος έγραψε πέντε μόνο από τα δέκα τέσσερα βιβλία που συνήθως αποδίδονται σ’ αυτόν, και ότι τα υπόλοιπα εγράφησαν από άλλους.
Τελευταίως, τον Σεπτέμβριο του 1969 ένας Γερμανός λόγιος ανέφερε στο Τέταρτο Διεθνές Συνέδριο για τις Μελέτες της Νέας Διαθήκης, που έγιναν στην Οξφόρδη της Αγγλίας, ότι με τη βοήθεια ενός ηλεκτρονικού εγκεφάλου κατώρθωσε να διακρίνη ότι τα εδάφια με τα «Ούαι» που αναφέρονται στα Ευαγγέλια απευθύνοντο στους ανταγωνιστάς του Ιησού μάλλον παρά στους φίλους και μαθητάς του. Ο ίδιος έγραψε επίσης ένα βιβλίο στο οποίο ισχυρίζεται, ότι μπορεί να πη με τη βοήθεια ενός ηλεκτρονικού εγκεφάλου ποιος έγραψε και ποιο βιβλίο έγραψε. Τι θ’ απαντήσωμεν, λοιπόν, σ’ αυτούς τους ισχυρισμούς;
Ας σημειωθή κατ’ αρχήν ότι δεν χρειάζεται ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής για να διακρίνη κανείς ότι τα εδάφια με τα «ουαί» που ανέφερε ο Ιησούς δεν απηυθύνοντο στους φίλους και μαθητάς του. Πώς ήταν δυνατόν να ομιλή σ’ αυτούς και συγχρόνως να χρησιμοποιή λέξεις όπως το «ουαί υμίν γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί;»—Ματθ. 23:13-33.
Όσον αφορά τις αξιώσεις του Σκώτου και του Γερμανού λογίου της Βίβλου ότι μπορούν με τη βοήθεια ενός υπολογιστού ν’ ανακαλύψουν ποιος έγραψε και τι έγραψε με βάσι το συγγραφικό ύφος, είναι οι ισχυρισμοί των λογικοί; Όχι. Γιατί όχι; Διότι, όπως ανέφερε πολύ ορθά ο Δρ. Λαμπ καθηγητής της γλωσσολογίας στο πανεπιστήμιο Γέηλ. «ο υπολογιστής δεν είναι καθόλου νοήμων, αλλά μόνο ανόητος και, στην πραγματικότητα, αυτό είναι μια από τις μεγαλύτερες αξίες του—η τυφλή ανοησία του.» Εχαρακτήρισε τον ηλεκτρονικό εγκέφαλο απλώς σαν μια «μηχανή που ακολουθεί οδηγίες» και η οποία «έχει τεραστία ταχύτητα και ακρίβεια, αλλ’ αυτό είναι όλο.»
Παράδειγμα της «ανοησίας» του υπολογιστού είναι η ανικανότης του να μεταφράζη. Τι έπαθε ένας υπολογιστής όταν του ανετέθη να μεταφράση στη Ρωσική γλώσσα την πρότασι «Ο χρόνος φεύγει σαν βέλος»; Ο εγκέφαλος μετέφρασε «Ο χρόνος φεύγει σαν να τρώγη βέλη.» Γιατί; Διότι συχνά οι λέξεις έχουν περισσότερες από μια έννοια ή σκιά εννοίας και οι ακριβείς ισοδύναμες λέξεις σε άλλες γλώσσες δεν είναι πάντοτε εύκολο να βρεθούν. Αλλά και τότε ακόμη μια λέξις μπορεί να έχη διάφορες έννοιες στις διάφορες χώρες. Έτσι «ένα δισεκατομμύριο» στην Αμερική και στη Γαλλία είναι χίλια εκατομμύρια. Στην Αγγλία όμως και στη Γερμανία ένα δισεκατομμύριο είναι ένα εκατομμύριο εκατομμύρια. Ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής δεν μπορεί να διακρίνη μεταξύ των δύο ειδών δισεκατομμυρίων.
Ομοίως, οι εκφράσεις παροιμιών χάνουν πολύ από τη δύναμί των αν μεταφρασθούν κατά γράμμα, που είναι ο μόνος τρόπος που ο ηλεκτρονικός υπολογιστής μπορεί να μεταφράση. Έτσι η παροιμία «ένα πουλί στο χέρι αξίζει όσο δυο στο δένδρο» θα φανή μάλλον αδύνατη αν μεταφρασθή κατά γράμμα στη Γερμανική. Οι Γερμανοί θα έλεγαν, «Ένας σπουργίτης στο χέρι είναι καλύτερος από ένα περιστέρι στη στέγη.»
Κι έτσι, όταν πρόκειται για το πρόβλημα της ταυτότητος ενός συγγραφέως από το συγγραφικό ύφος του ένας υπολογιστής αντιμετωπίζει ανυπέρβλητες δυσκολίες. Είναι αλήθεια ότι ένας ηλεκτρονικός εγκέφαλος μπορεί να κερδίση χρόνο καταγράφοντας το μήκος των προτάσεων, τον αριθμό των περιπτώσεων που απαντάται κάποια λέξις και πώς αρχίζουν και τελειώνουν οι προτάσεις. Εν τούτοις ένας υπολογιστής δεν μπορεί να χειρίζεται τέτοια χαρακτηριστικά φιλολογικά ζητήματα όπως παραδείγματος χάριν, «πώς ένας συγγραφεύς σχηματίζει τις προτάσεις του, που βάζει το ρήμα, αν εφοδιάζη τα ονόματα με σημαντικά ή απλώς μόνο με διακοσμητικά επίθετα και αν τοποθετή τα επίθετα αυτά πριν ή μετά τα ονόματα, . . . τι είδους συμβολισμούς χρησιμοποιεί, και πώς τους εκθέτει, από ποιες σφαίρες λαμβάνει τις συγκρίσεις του, αν και σε ποια έκτασι χρησιμοποιή πηγές και, αν ναι, πώς τις μετασχηματίζει κλπ., κλπ.»—Η Εφημερίς Θεολογικών Σπουδών, Οκτώβριος 1970 (στην Αγγλική).
Αλλ’ ακόμη και αν αυτά τα χαρακτηριστικά, όπως είναι το μήκος των προτάσεων και η συχνότης χρήσεως μερικών λέξεων, μπορούν να καθορισθούν, και τότε ακόμη δεν θα είχε αξία η ανεύρεσις της ταυτότητος εκείνου που συνέγραψε τα βιβλία της Γραφής. Γιατί όχι; Διότι δεν υπήρχε στίξις όταν εγράφετο η Γραφή και καμμιά στίξις δεν βρίσκεται στα αρχαιότερα χειρόγραφα που σώζονται σήμερα.
Πραγματικά, οι αδυναμίες της μεθόδου που χρησιμοποιείται από τον Σκώτο κληρικό που αμφισβητεί τα συγγράμματα του Παύλου εξετέθησαν από τον Δρα Έλλισον, τον άνθρωπο που έκαμε συνετή χρήσι του υπολογιστού όσον αφορά το λεξιλόγιο της Γραφής. Ο Έλλισον κατέδειξε ότι με τη μέθοδο αυτή τα συγγράμματα αυτού του ίδιου του Σκώτου κληρικού θα φαίνονταν ότι εγράφησαν από πολλούς διαφόρους συγγραφείς. Διότι σε διάφορα μέρη και μόνον ενός άρθρου που έγραψε ο ίδιος υπάρχει διαφορά ύφους από το ήπιο ως το σκληρό. Ο Δρ. Έλλισον ανέφερε ακόμη ότι με τέτοια χρήσι του υπολογιστού θα μπορούσε ν’ αποδειχθή ότι πέντε συγγραφείς έγραψαν το έργο Οδυσσεύς του Τζαίημς Τζόυς και ότι κανένας άπ’ αυτούς δεν έγραψε το βιβλίο τον Ένα Πορτραίτο του Καλλιτέχνου όταν ήταν Νέος.
Όπως σωστά έγραψε μια άλλη αυθεντία στον τομέα της κριτικής του κειμένου, ο Ντομ Β. Φίσερ, το απλό γεγονός ότι ένα σχέδιο έχει παραχθή από έναν ηλεκτρονικό εγκέφαλο δεν χαρακτηρίζει τα αποτελέσματά του ως επιστημονικά ούτε τα συμπεράσματά του ως ορθά, όπως και το γεγονός ότι ένα άρθρο γραμμένο με γραφομηχανή δεν το κάνει αυθεντικώτερο από το αν είναι γραμμένο με πέννα ή με μολύβι. Το τι παράγεται εξαρτάται από εκείνο με το οποίο έχει τροφοδοτηθή ο υπολογιστής. Είναι πιθανόν να μη έχη καμμιά σχέσι με εκείνο που προσπαθεί κάποιος να αποδείξη. Σύμφωνα με τον Δρα Έλλισον, η προσπάθεια χρησιμοποιήσεως ενός υπολογιστού για να καθορίσουν τον συγγραφέα με βάσι το συγγραφικό ύφος ‘ήταν ανυπόφορη και κατάχρησις και των ηλεκτρονικών εγκεφάλων και της συγγραφικής τέχνης’ και έγινε προφανώς «για λόγους διαφημίσεως.»
Όταν θελήση κανείς να χρησιμοποιήση υπολογιστάς για να καθορίση τον συγγραφέα των βιβλίων της Γραφής, θ’ αντιμετωπίση ένα ακόμη πιο δύσκολο πρόβλημα. Πώς αυτό; Λόγω του γεγονότος ότι τα βιβλία της Γραφής εγράφησαν κάτω από θεία έμπνευσι, και ποιος είναι σε θέσι να κρίνη πώς το άγιο πνεύμα του Θεού μπορεί να επηρεάση ένα άτομο κατά διαφόρους καιρούς; Παραδείγματος χάριν, το συγγραφικό ύφος του αποστόλου Ιωάννου όπως βρίσκεται στο βιβλίο της Αποκαλύψεως είναι τελείως διαφορετικό από το ύφος που βρίσκεται στο ευαγγέλιο ή στις επιστολές του Ιωάννου.—2 Πέτρ. 1:21.
Επί πλέον, όσον αφορά τις δεκατέσσαρες επιστολές που αποδίδονται στον απόστολο Παύλον, οι δεκατρείς αναφέρουν αυτόν ως τον συγγραφέα από μια έως τρεις φορές η κάθε μια. Προφανώς με την προσπάθεια να αντικρούση τη Γραφή, ο Σκώτος κληρικός και άλλοι που εργάσθηκαν με τον ίδιο σκοπό ζήτησαν ματαίως να το κάμουν αυτό με τον ηλεκτρονικό εγκέφαλο. Τα αποτελέσματα που επέτυχαν τους χαρακτηρίζουν ως πολύ ανοήτους, όπως είχε προλεχθή: «Οι σοφοί κατησχύνθησαν. . . . διότι απέρριψαν τον λόγον του Ιεχωβά και ποία σοφία είναι εν αυτοίς;»—Ιερεμ. 8:9, ΜΝΚ.