Ταξίδι—Τύπου Ονδούρας
Από τον ανταποκριτή του «Ξύπνα!» στην Ονδούρα
ΤΟ 175 μιλίων ταξίδι μας είναι διαρκείας δύο ημερών και το λεωφορείο μας ξεκινά στις 3 π.μ. Ταξιδεύομε από το σπίτι μας, που είναι στην Καραϊβική ακτή της Ονδούρας, προς το Σαν Πέδρο Σούλα. Καθώς ανεβαίνομε στο λεωφορείο, παρατηρούμε ότι είναι γεμάτο, κι έτσι στεκόμεθα όρθιοι για πέντε ώρες στο πίσω μέρος, δίπλα στις αποσκευές στο πίσω διαμέρισμα. Αλλά ήδη έχομε ξεκινήσει.
Καθώς κυττάζομε τους συνεπιβάτες μας, βλέπομε άτομα Ινδικής προελεύσεως και άτομα Ισπανικής καταγωγής. Υπάρχουν επίσης, οι Μορένος, Νέγροι που οι πρόγονοί τους ήλθαν από την Αφρική. Πόσο πολύχρωμα είναι τα ρούχα των γυναικών! Και οι άνδρες με τα ψάθινά τους σομπρέρος και τα σπινθηροβόλα μάτια τους μας χαιρετούν ακόμη και στις 3 π.μ., μ’ ένα χαρούμενο, «Μπουένος δίας».
Καθώς το λεωφορείο ελίσσεται κατά μήκος του αμμουδερού δρόμου διά μέσου της ζούγκλας, χοροπηδούμε κι εμείς μαζί του ακούοντας τον θόρυβο χαρούμενων συνομιλιών. Κάθε τόσο σταματούμε για να πάρωμε ή να κατεβάσωμε επιβάτες. Σε μια στάσι υπάρχει ένας άνδρας που πουλάει ιγκουάνας. Έχει γύρω στις είκοσι απ’ αυτές τις χοντρές σαύρες με δεμένα τα πόδια τους και δεμένες από τις ουρές τους σ’ ένα γερό κοντάρι. Μερικοί από τους επιβάτες σκύβουν έξω από τα παράθυρα και αγοράζουν αυτούς τους δράκοντες της ζούγκλας για να τους ετοιμάσουν για γεύμα όταν φθάσουν στον προορισμό τους. Ελπίζομε μόνο να μη τις βάλουν με τις αποσκευές στο μέρος του λεωφορείου που βρισκόμαστε εμείς. Προς μεγάλη μας ανακούφισι βάζουν τις ιγκουάνας επάνω στην οροφή του λεωφορείου μαζί με τις πλεονάζουσες αποσκευές, διότι δεν θα μας ευχαριστούσε να ταξιδεύωμε δίπλα σε μια ζωντανή ιγκουάνα μήκους τεσσάρων ποδών.
Είναι ενδιαφέρον να βλέπομε τα σπίτια «μανάκα» στα χωριά καθώς περνούμε. Τα σπίτια είναι φτιαγμένα από στύλους δεμένους μεταξύ τους με κλήματα. Κατόπιν το σπίτι αλείφεται με λάσπη ή πηλό και σοβαντίζεται με ζωηρό κόκκινο πηλό. Η οροφή κατασκευάζεται από πασσάλους και σκεπάζεται με μακρυά κλαδιά του φοίνικος μανάκα. Μας είπαν ότι αυτές οι φοινικοροφές θα διαρκέσουν έξη χρόνια, και θ’ απομακρύνουν την τροπική ζέστη και τις χειμερινές βροχές. Αυτά τα σπίτια με τις ζωηρές κόκκινες στέγες και τους υψηλούς πήλινους τοίχους είναι πράγματι ένα θέαμα γεμάτο χρώμα.
Τελικά το λεωφορείο μας φθάνει στον σιδηροδρομικό σταθμό. Εδώ σε αρκετά σπίτια μανάκα μπορούμε να καθήσωμε στη σκιά και να πιούμε ένα ποτό από γάλα σκόνη, άρωμα φρούτου και τρίμματα πάγου. Δεν υπάρχει βία. Επισκεπτόμεθα μάλιστα κι ένα κοντινό χωριό, αφού θα πρέπη να περιμένωμε αρκετή ώρα.
Τελικά το τραίνο φθάνει, και οι άνθρωποι ορμούν ν’ ανεβούν, κι ανάμεσα σ’ αυτούς πολλές γυναίκες με βαρείς μπόγους επάνω στα κεφάλια τους. Το τραίνο σύρεται από μια σύγχρονη ντιζελομηχανή, αλλά τα βαγόνια θα πρέπη να χρονολογούνται από την αρχή του αιώνος. Βρίσκομε ότι όλες οι θέσεις είναι πιασμένες. Το μόνο μέρος που έχει μείνει είναι στο τέλος των βαγονιών, στο εξωτερικό, εκεί που συνδέονται τα βαγόνια. Διαλέγομε μια θέσι στα σκαλοπάτια και τακτοποιούμεθα, παρατηρώντας ότι είναι και άλλοι δεκαοκτώ που ταξιδεύουν στην εξέδρα μαζί μας, μαζί με τις αποσκευές και όλα τα άλλα. Οι ώρες περνούν γρήγορα καθώς απολαμβάνομε το συναρπαστικό τοπίο.
Το τραίνο μας κάνει πολύ λίγες στάσεις και στα ενδιάμεσα απλώς λιγοστεύει την ταχύτητα ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να πηδούν για να κατεβούν ή για ν’ ανεβούν. Βλέπομε ένα άνθρωπο να τρέχη στις γραμμές πίσω από το τραίνο επάνω στο άλογο του, προσπαθώντας να φθάση το τραίνο. Καθώς πλησιάζει στο τραίνο, σταματά για να δέση το άλογο του σ’ ένα δένδρο και το τραίνο τον ξεπερνά. Παρατηρούμε καθώς τρέχει πάλι να φθάση το τραίνο, αλλά του χαλάει τα σχέδια μια στενή γέφυρα. Τον βλέπομε για τελευταία φορά καθώς μπαίνει σ’ ένα μονοπάτι της ζούγκλας, πιθανώς για να προφθάση το τραίνο σε κάποιο άλλο σημείο πιο μπροστά στη διαδρομή. Για να κατεβή κανείς από το τραίνο χρειάζεται εξ ίσου αρκετό θάρρος.
Μια νέα γυναίκα πηδά από το τραίνο και πέφτει στο μαλακό χορτάρι κατά μήκος των γραμμών, κι ένας νεαρός άνδρας πηδάει μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά του και το αποθέτει απαλά στο χορτάρι. Κάποιος πετάει έξω τις αποσκευές της κυρίας. Κατόπιν αυτή μαζεύει το μωρό της και τον μπόγο της με τα ρούχα και εξαφανίζεται μέσα στο πυκνό φύλλωμα. Σας φαίνεται αυτό παράδοξο; Γι’ αυτούς τους ανθρώπους δεν είναι.
Στην επόμενη στάσι μας μάς περικυκλώνουν πολλά μικρά κορίτσια και αγόρια και μερικές γυναίκες που πουλούν ταμάλες, ένα πιάτο καλαμποκάλευρο, γεμάτο με τηγανητά ψάρια και φριχόλες, δηλαδή φασόλια, και τηγανητές πλατάνος, που είναι σαν τηγανητές πατάτες, μόνο που είναι γλυκειές. Αν διψούμε μπορούμε ν’ αγοράσωμε ένα κόκο δε άγκουα, μια καρύδα γεμάτη γλυκό γάλα, που την ανοίγει επί τόπου ένα κορίτσι μ’ ένα μεγάλο μαχαίρι. Κραδαίνει μια λεπίδα μήκους δύο ποδών και κόβει την κορυφή της καρύδας, αφήνοντας μια τρύπα ακριβώς αρκετά μεγάλη ώστε να μπορούμε να πιούμε το θαυμάσιο αυτό τροπικό ποτό.
Γρήγορα ξαναρχίζομε το ταξίδι μας και αργά τη νύχτα φθάνομε στον προορισμό μας, στο Σαν Πέδρο Σούλα. Τι απολαυστικό και συναρπαστικό ταξίδι ήταν αυτό το ταξίδι τύπου Ονδούρας!