Από την Κίνα έως την Ευρώπη—Με Τραίνο
Όπως το αφηγήθηκαν στον ανταποκριτή του «Ξύπνα!» στις Φιλιππίνες
ΗΤΑΝ ένα ζεστό, υγρό πρωινό, καθώς προχωρούσαμε στην πλατφόρμα του σιδηροδρομικού σταθμού του Χονγκ-Κονγκ. Ήμαστε εφωδιασμένοι με φωτογραφικές μηχανές, λεξικά, οδηγούς για τους δρόμους, και θεωρήσεις (διαβατηρίων) από την Κίνα. Πήραν γρήγορα τις αποσκευές μας κι εμείς, μαζί με όλους τους άλλους ξένους, προσπεράσαμε τα πλήθη των Κινέζων και φθάσαμε σ’ ένα τραίνο που περίμενε. Οι επόμενες τρεις ώρες ήσαν γεμάτες προσμονή καθώς περνούσαμε από τους λόφους και το αγροτικά χωριά της παραμεθορίου περιοχής και φθάσαμε αργά στα σύνορα της Κίνας.
Τι γυρεύαμε εμείς, ένα ζεύγος Αμερικανών ιεραποστόλων από τις Φιλιππίνες, πάνω σ’ ένα τραίνο που κατευθύνετο βαθιά μέσα στο εσωτερικό της Κίνας; Είναι αλήθεια ότι πάντοτε ενδιαφερόμαστε για τον Κινεζικό λαό και διερωτώμεθα πώς ήταν η ζωή στην αχανή Ασιατική ήπειρο. Επειδή λοιπόν σχεδιάζαμε να κάνωμε διακοπές στην Αμερική, αποφασίσαμε να αρχίσωμε το ταξίδι μας διασχίζοντας την Ασία με τραίνο.
Στο Εσωτερικό της Κίνας
Φθάσαμε στη μεθοριακή πόλι Σαμ-τσαν έχοντας μόνο μια αμυδρή ιδέα του τι βρισκόταν μπροστά μας. Αφού ζητήσαμε τις αποσκευές μας, διασχίσαμε μια ξύλινη γέφυρα που αποτελεί την είσοδο στην πόλι. Γύρω μας υπήρχαν πολλοί Κινέζοι και μερικοί ξένοι, που όλοι αγωνίζονταν να βολέψουν τσάντες, κιβώτια και δέματα καθώς διέσχιζαν βιαστικά τη γέφυρα. Οι Κινέζοι αξιωματούχοι μάς δέχθηκαν ευγενικά, μας πέρασαν απ’ όλες τις διατυπώσεις, μας έδωσαν το πρώτο μας Κινέζικο γεύμα και μας έβαλαν στο τραίνο για την Καντώνα. Το δίωρο ταξίδι—σε μαλακά καθίσματα και με κλιματισμό, με ζεστό τσάι σερβιρισμένο σε φλυτζάνες ζωγραφισμένες με το χέρι—μας έκανε να αισθανώμεθα σαν τιμώμενοι επισκέπτες.
Όταν κατεβήκαμε από το τραίνο στην Καντώνα, μας καλωσώρισε ευγενικά ο Τσαν, ένας νεαρός άνδρας που μας υπενθύμιζε συχνά ότι ήταν «καθήκον του να εξυπηρετή τους ανθρώπους.» Ήταν «υπεύθυνος» για μας, διωρισμένος σαν ιδιωτικός ξεναγός, διερμηνεύς και φύλακας. Ο Τσαν γρήγορα ανέλαβε και μας και τις αποσκευές μας και μας συνώδευσε σ’ ένα αυτοκίνητο που περίμενε, για μερικές ώρες περιηγήσεως. «Αυτό το αυτοκίνητο είναι ιδιοκτησία της κυβερνήσεως,» εξήγησε ο Τσαν. «Στην Κίνα δεν υπάρχουν αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσεως, επειδή είναι επιβλαβή για την ατμόσφαιρα.»
Κορνάραμε για να περάσωμε μέσα από τους κοσμοβριθείς δρόμους, διασχίζοντας τα πλήθη για να πάμε από τη μια τουριστική ‘αττραξιόν’ στην άλλη. Ένα περίβλεπτο σημείο πάνω από την πόλι, ένας κήπος με ορχιδέες, δημόσια πάρκα—όλα έπρεπε να τα δούμε. Ο Τσαν απαντούσε στις ερωτήσεις μας με υπομονή και ευγένεια. Παρά την μεγάλη μας κόπωσι, δεν μπορέσαμε ν’ ακυρώσομε ένα προγραμματισμένο γεύμα στο εστιατόριο. Τελικά ο Τσαν μάς συνώδευσε πίσω στο σταθμό και μας έβαλε στο τραίνο για το Πεκίνο.
Διασχίζομε την Κίνα με Τραίνο
Το τραίνο βγήκε από τον Σταθμό της Καντώνος στις 8.40 το βράδυ με δύο εξαντλημένους Αμερικανούς επιβάτες. Επί τέλους, είχαν φύγει οι πανταχού παρόντες φύλακες, ξεναγοί και διερμηνείς. Το διαμέρισμά μας στην πραγματικότητα προωρίζετο για τέσσερα άτομα και είχε άνετες κουκέτες και ένα μικρό τραπέζι κοντά στο παράθυρο μ’ ένα δαντελλένιο τραπεζομάνδηλο και ένα φυτό σε γλάστρα. Μας έδωσαν δύο κινέζικες φλυτζάνες για τσάι, μερικά μικρά πακέτα από φύλλου τσαγιού και ένα μεγάλο ζωηρόχρωμο ‘θερμός’ με αχνιστό, καυτό νερό. Ζαλισμένοι απ’ όσα είδαμε και ζήσαμε στη διάρκεια της ημέρας, σκαρφαλώσαμε στις κουκέτες μας για την πρώτη νύχτα στην Κίνα και μας νανούρισε το κούνημα του τραίνου καθώς προχωρούσαμε όλο και βαθύτερα σε μια άγνωστη χώρα.
24 Αυγούστου 1976: Ξυπνήσαμε πριν από την αυγή, ανυπόμονοι να εξερευνήσωμε το νέο μας περιβάλλον. Προς έκπληξί μας, ανοίξαμε την πόρτα μας για να διαπιστώσωμε ότι ήμαστε οι δύο τελευταίοι σε μια μακριά ‘ουρά’ που έφθανε ως την τραπεζαρία. Όλοι οι συνταξιδιώτες μας ήσαν άνδρες, οι περισσότεροι από τους οποίους φορούσαν φανέλλες κι εκείνα τα φαρδιά παντελόνια που είναι σχεδόν η εθνική στολή της Κίνας. Μερικοί χαμογελούσαν και μουρμούριζαν κάποιο φιλικό χαιρετισμό, ενώ άλλοι κοιτούσαν αλλού με αμηχανία καθώς πλησιάζαμε.
Στο βαγόνι της τραπεζαρίας, ένας παχουλός, όμοιος στην εμφάνισι με τους άλλους, τύπους—κάτι μεταξύ οικονόμου, σεφ και βοηθού σερβιτόρου—μας ωδήγησε στις θέσεις μας. Οι επιβάτες έτρωγαν με θόρυβο χυλοπίττες και σούπα με τα θορυβώδη ξυλαράκια, όταν ο οικονόμος εμφανίσθηκε από την κουζίνα. Χαμογελώντας πλατιά και προφανώς υπερήφανος για το κατόρθωμά του, μας έφερε καφέ, τοστ, μαρμελάδα και βούτυρο. Δεν θα μπορούσαμε να ήμαστε πιο ευχαριστημένοι.
Έξω, οι πράσινοι λόφοι της Επαρχίας Χουνάν προσπερνούσαν με ταχύτητα. Τα σπίτια ήσαν κατασκευασμένα με τούβλα από λάσπη και είχαν στέγες από άχυρο ή κεραμίδια. Μικρά χωριά ήσαν διασκορπισμένα στην ύπαιθρο και η γη ήταν καλά καλλιεργημένη, πλούσια και πράσινη από ανθισμένους ορυζώνες. Οι άνθρωποι ήσαν στους αγρούς ή στους δρόμους κι εφαίνοντο πολυάσχολοι. Κάθε μια ή δύο ώρες το τραίνο σταματούσε για να πάρη ή να κατεβάση επιβάτες. Αυτό γινόταν σε μικρούς, απομακρυσμένους τόπους όπου οι αγρότες και οι χωρικοί μετέφεραν τα φτωχικά τους υπάρχοντα σε δέματα τυλιγμένα σε βαμβακερό ύφασμα. Τα μωρά μετεφέροντο στην πλάτη της μητέρας ή περπατούσαν πίσω της φορώντας μικρές φορμίτσες με τη ραφή γύρω απ’ τον καβάλο αγάζωτη, προφανώς για περιπτώσεις επειγούσης ανάγκης!
Οι περισσότεροι σταθμοί ήσαν εφωδιασμένοι με μια μεγάλη μεταλλική δεξαμενή νερού και μια κουτάλα για τους διψασμένους ταξιδιώτες. Σιγά-σιγά παρατηρούσαμε ότι ενώνοντο με τη συντροφιά μας οικογένειες με γυναίκες και παιδιά. Εύθυμοι ήχοι, γέλια και δυνατές συνομιλίες αντηχούσαν σ’ όλο το τραίνο.
Κατά το απόγευμα είχαμε διασχίσει τον πλατύ Ποταμό Γιανγκτσέ. Η θερμοκρασία άλλαζε γρήγορα καθώς αφήναμε όλο και πιο πίσω τις τροπικές περιοχές. Οι άνθρωποι ήσαν ντυμένοι με πιο ζεστά ρούχα, τα μωρά ήσαν κουκουλωμένα κι εμείς χρησιμοποιούσαμε χονδρές μάλλινες κουβέρτες το βράδυ. Το καυτό τσάι ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε για ένα βράδυ σαν κι αυτό, αλλά η προμήθειά μας είχε εξαντληθή. Αφού συμβουλεύθηκα το λεξικό, έμαθα ότι η Κινέζικη λέξις για το τσάι είναι τσα, όπως και στη γλώσσα των Φιλιππίνων. Με πεποίθησι ζήτησα από τον σερβιτόρο τσα. Εκείνος ακτινοβολώντας, έγνεφε ότι κατάλαβε και ευσυνείδητα έτρεξε στην αποθήκη του απ’ όπου βγήκε λίγα λεπτά αργότερα φέρνοντας σαπούνι και πετσέτα για τον κοινόχρηστο νιπτήρα! Εκείνο το βράδυ πήγαμε για ύπνο χωρίς τσάι.
25 Αυγούστου: Στις 5 π.μ. σηκωθήκαμε από τα κρεββάτια μας και ντυθήκαμε νωχελικά. Μπήκαμε στα προάστια του Πεκίνου ακριβώς την ώρα που ο ήλιος ξεπρόβαλλε πάνω από τον ορίζοντα. Μερικοί άνθρωποι που είχαν ξυπνήσει πρωί είχαν αρχίσει να πηγαινοέρχωνται στους δρόμους ασχολούμενοι με τις δραστηριότητες της νέας ημέρας. Η κυβερνητική πολιτική ενθαρρύνει τη σωματική υγεία κι έτσι νέοι και ηλικιωμένοι ήσαν στους δρόμους και στα δημόσια πάρκα κάνοντας γυμναστική με Ανατολίτικες κινήσεις που θύμιζαν Κουγκ Φου.
Τουρίστες στο Πεκίνο
Ακριβώς στις 6:18 π.μ. το τραίνο μας μπήκε και στάθμευσε στον Σταθμό του Πεκίνου. Αφήσαμε το γνώριμό μας τώρα περιβάλλον του τραίνου και προχωρήσαμε αβέβαια μέσα από τις τεράστιες αίθουσες του σταθμού. Έξω ήταν ένας μεγάλος ανοιχτός χώρος όπου περιφέροντο πλήθη ανθρώπων ή κάθονταν στο πεζοδρόμιο κρατώντας τα υπάρχοντά τους, περιμένοντας υπομονητικά! Η απουσία του «υπεύθυνου» για μας ήταν εμφανής. Αργότερα μάθαμε ότι είχε διορισθή να βοηθήση στην εκστρατεία για την αποκατάστασι των καταστροφών του σεισμού. Θα ήμαστε ευτυχείς ακόμη και μ’ έναν «ανεύθυνο» αν μπορούσε να μας συνοδεύση στο ξενοδοχείο μας.
Ύστερα από δύο ωρών περπάτημα μέσα από τους πολυσύχναστους δρόμους του Πεκίνου, κουβαλώντας και τις αποσκευές, εντοπίσαμε το Γραφείο του Αμερικανικού Συνδέσμου. Απ’ εκεί ήλθαμε σ’ επαφή με την υπηρεσία Ταξιδιών της Κίνας. Με απολογητικό ύφος μάς πληροφόρησαν ότι το τραίνο που επρόκειτο να πάρωμε για τη Μόσχα μέσω Μαντζουρίας δεν θα ταξίδευε επειδή είχαν καταστραφή οι Γραμμές από τον ερημωτικό σεισμό. Η μόνη άλλη οδός ήταν μέσω της Εξωτερικής Μογγολίας την επόμενη βδομάδα. Εφ’ όσον θα μέναμε στο Πεκίνο επτά ημέρες αντί δύο που σχεδιάζαμε αρχικά, αλλάξαμε με σύνεσι ξενοδοχείο καταλήγοντας σ’ ένα πολύ φθηνότερο. Το Χσιν-Τσιάο απεδείχθη ένα όμορφο παλιό ξενοδοχείο, άνετο, παρά το γεγονός ότι οι διάδρομοι και οι αίθουσες ήσαν γεμάτοι από σάκκους με τσιμέντο και σκαλωσιές από μπαμπού που θύμιζαν κι αυτά τον σεισμό.
Κάθε μέρα περπατούσαμε μίλια ολόκληρα στο Πεκίνο. Στην αρχή οι άνθρωποι μάς έβλεπαν με έκπληξι, έπειτα εφαίνοντο περίεργοι και μερικές φορές λίγο φοβισμένοι, αλλά συνήθως ήσαν πρόθυμοι ν’ ανταποδώσουν το χαμόγελο. Ένας ασφαλής τρόπος για να υπερνικούμε την επιφυλακτικότητα ήταν να θαυμάσωμε ένα μωρό. Οι γονείς ξεθάρρευαν αμέσως, χαμογελούσαν πλατιά και συχνά μας έδιναν το μωρό να το κρατήσωμε. Την ημέρα που φθάσαμε, ο πρώτος μας περίπατος μας έφερε στην Πλατεία Τιέν Αν Μεν, ένα τεράστιο χώρο περιτριγυρισμένο από τέσσερις μεγάλες αίθουσες. Από κάθε κατεύθυνσι ατένιζε τα πλήθη ο Μάο Τσε-τουνγκ, από ένα πορτραίτο μεγαλύτερο του φυσικού. Ήμαστε οι μόνοι ξένοι ανάμεσα στο πλήθος, αλλά όχι και οι μόνοι τουρίστες. Υπήρχαν εδώ ομάδες από παιδιά του σχολείου, οικογένειες που περπατούσαν χέρι-χέρι, στρατιώτες με πράσινη στολή και το κόκκινο άστρο ραμμένο στο γιακά—όλοι επισκέπτες σ’ ένα τόπο για τον οποίον είχαν ακούσει τόσα πολλά. Πολλοί αποθανάτιζαν τη στιγμή πληρώνοντας ένα φωτογράφο να τους τραβήξη ένα ασπρόμαυρο ‘ενσταντανέ’ καθώς πόζαραν, αγέλαστοι και σοβαροί, έχοντας ως φόντο μια φημισμένη τοποθεσία.
26-31 Αυγούστου: Η εβδομάδα μας στο Πεκίνο ήταν ένας ανεμοστρόβιλος δραστηριότητος. Εκτός από την περιήγησι, είχαμε το σοβαρό έργο να πάρωμε ‘βίζα’ για την Εξωτερική Μογγολία, τη Ρωσία, την Πολωνία και την Ανατολική Γερμανία. Άρχισε λοιπόν μια μακρά σειρά ‘πήγαινε-έλα’ από πρεσβεία σε πρεσβεία, από τον εύσωμο Ρώσο υπεύθυνο Εσωτερικού Τουρισμού ως τον νυσταγμένο αξιωματούχο της Μογγολίας, που τον ξυπνούσαμε από έναν υπνάκο κάθε φορά που πηγαίναμε. Τελικά, η υπομονή μας ανταμείφθηκε και πήραμε όλες τις ‘βίζες’ μας. Μας περίμενε ένα ‘εορταστικό γεύμα.’
Προτιμήσαμε ένα μικρό εστιατόριο που είχε ‘σπεσιαλιτέ’ πάπια Πεκίνου. Μέσα υπήρχε μεγάλος οργασμός. Ανακατεμένοι με αφέλεια, οικογένειες και σύντροφοι συνωστίζονταν γύρω από μεγάλα, στρογγυλά τραπέζια φορτωμένα με ρύζι, μπύρα, πορτοκαλάδα με ανθρακικό κι ένα έκτακτο πιάτο με κρέας και χορταρικά. Κάτω από περίεργες ματιές και δύσπιστα κοιτάγματα, προχωρήσαμε με θάρρος στο μοναδικό άδειο τραπέζι. Η οχλοβοή παρεχώρησε τη θέσι της σε τελεία σιωπή. Οι σερβιτόρες κατέφθασαν, μαζεύοντας όλα τα παραβάν που μπόρεσαν να βρουν και περικύκλωσαν το τραπέζι μας. Η σιωπή στον χώρο αυτό συνεχιζόταν κι εμείς περιμέναμε μέσα στον κλοιό μας μέχρι ότου μπήκε μια νευρική σερβιτόρα, με το μολύβι και το σημειωματάριο στο χέρι. Δεν υπήρχε κατάλογος φαγητών και δεν είχαμε ιδέα τι παραγγέλλαμε, αλλά η σερβιτόρα έγραψε βιαστικά κάτι στο σημειωματάριό της και εξαφανίσθηκε, προφανώς ικανοποιημένη. Ο χρόνος κυλούσε ατέλειωτα και φαγητό δεν εμφανιζόταν. Οι σερβιτόρες ήσαν απησχολημένες με επιμέλεια κάπου αλλού, ασφαλώς μη γνωρίζοντας τι να κάνουν τους «ασυνήθιστους» πελάτες τους. Νικημένοι, γνέψαμε σε μια σερβιτόρα που ήταν κοντά μας ότι φεύγαμε. Το πρόσωπο της έλαμψε, μας συνώδευσε ως την πόρτα μαζί με τους άλλους υπαλλήλους του καταστήματος και μας χαμογελούσε κι έγνεφε καθώς φεύγαμε. Αλήθεια, ποιος ήθελε πάπια του Πεκίνου;
Η περιήγησις στο Πεκίνο ήταν απόλαυσις. Ο συνήθης τρόπος μεταφοράς μας ήταν τα δημόσια λεωφορεία. Όταν δείχναμε στην εισπράκτορα ένα χαρτί με τον προορισμό μας γραμμένο Κινέζικα, μας έπαιρνε ‘υπό την προστασία της.’
Οι δρόμοι του Πεκίνου είναι φαρδειές λεωφόροι με δενδροστοιχίες που προσφέρουν μια ποικιλία θέας, ήχων και περιστατικών. Επί παραδείγματι, ένα φορτηγό γεμάτο κιβώτια παπουτσιών σταμάτησε σ’ ένα πεζοδρόμιο και αμέσως σχηματίσθηκε μια μακριά σειρά υποψηφίων αγοραστών. Ο καθένας έπαιρνε ένα κουτί. Μόνο αργότερα, αφού περπατούσαν μερικά μέτρα στο δρόμο, οι πελάτες σταματούσαν για να δοκιμάσουν τα καινούργια τους πλαστικά σανδάλια.
Τα ίχνη της τραγωδίας του σεισμού ήσαν άφθονα. Πολλά σπίτια είχαν καταστραφή ή είχαν υποστή σοβαρές ζημιές. Πολλοί ζούσαν σε σκηνές ή σε μικρά στέγαστρα φτιαγμένα πάνω από ένα κρεββάτι, εξ αιτίας του φόβου για άλλο σεισμό ή ίσως επειδή τα σπίτια ήσαν ακατοίκητα. Άνδρες και γυναίκες είχαν δραστηριοποιηθή σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να επανορθώσουν τις ζημιές στις περιοχές που είχαν πληγή. Αυτοκίνητα-βαγόνια της κυβερνήσεως περιπολούσαν τους δρόμους καθημερινά, αφήνοντας σωρούς από τούβλα και ασβέστη για να τα χρησιμοποιήση ο κόσμος.
Με λεωφορείο ή με τα πόδια, ταξιδέψαμε ασυνόδευτοι σε διάφορα μέρη, όπως στα παλάτια των παλαιών αυτοκρατόρων και στο ζωολογικό κήπο, όπου οι φύλακες θεωρούν κάθε περίεργη συμπεριφορά ζώου ως μέσον προβλέψεως των σεισμών. Μόνο στην επίσκεψί μας στο Μεγάλο Τείχος και στους Τάφους των Μινγκ αναγκασθήκαμε να νοικιάσωμε αυτοκίνητο. Πολλά απ’ αυτά τα ονομαστά μνημεία που είχαν κατασκευάσει οι παλαιοί αυτοκράτορες, τώρα υποφέρουν από έλλειψι συντηρήσεως και βανδαλισμούς. Η μοναδική εκκλησία που είδαμε ήταν άδεια και αμπαρωμένη.
Πολύ σύντομα, η εβδομάδα μας στο Πεκίνο τελείωσε.
Για την Εξωτερική Μογγολία
1 Σεπτεμβρίου: Το τραίνο που έφευγε από το Πεκίνο ήταν ίδιο μ’ εκείνο που είχαμε έλθει, εκτός από τους επιβάτες, που ήσαν σχεδόν αποκλειστικά ξένοι: Ρώσοι, Μογγόλοι, Πολωνοί, Γερμανοί, Αφγανοί και Βιετναμέζοι. Το διαμέρισμά μας έγινε δημοφιλές κέντρο συγκεντρώσεων, επειδή όσοι μιλούσαν λίγα Αγγλικά ήσαν ανυπόμονοι να τα χρησιμοποιήσουν.
Το τραίνο μας σκαρφάλωνε ψηλά στα βουνά, πέρα από το Μεγάλο Τείχος. Σπίτια από ηλιοψημένα τούβλα ήσαν συγκεντρωμένα κοντά σε ακτινωτούς αγρούς με ανθισμένους ήλιους. Ύστερα στραφήκαμε προς βορρά και το σκηνικό άρχισε ν’ αλλάζη. Μικρά αγροκτήματα με λιγοστές, κατσιασμένες συγκομιδές και όχθες ποταμών με ελάχιστο νερό. Το βράδυ φθάσαμε σε άγονη, ακαλλιέργητη έκτασι, στην άκρη της Έρημου Γκόμπι.
Στις 8.50 το βράδυ δυνατή μουσική και ανακοινώσεις σε κοφτό τόνο από κάποιο μεγάφωνο, μας πληροφόρησαν ότι είχαμε φθάσει στα σύνορα Ερλιάν. Επί διόμισυ ώρες πίναμε τσάι στο σταθμό καθώς το τραίνο μας περνούσε από έλεγχο και αντικαθίστατο η μηχανή και το βαγόνι της τραπεζαρίας με αντίστοιχο της Μογγολίας. Ολόκληρο το τραίνο ανυψώθηκε στον αέρα σε ύψος οκτώ περίπου ποδών (2,4 μέτρα), για ν’ αντικατασταθούν οι ρόδες ώστε να προσαρμόζωνται στις φαρδύτερες σιδηροτροχιές της Μογγολίας και της Ρωσίας. Ύστερα από λίγο, φθάσαμε στη Τζαμίν Γιούντε, στα σύνορα της Μογγολίας, για ένα ακόμη έλεγχο και αναμονή μιας ακόμη ώρας. Στις 12.15 το βράδυ, ακριβώς δεκαπέντε λεπτά μετά την εκπνοή της Κινέζικης βίζας, το τραίνο βγήκε από τον σταθμό κι εμείς βολευτήκαμε για τη νύχτα.
2 Σεπτεμβρίου: Ξυπνήσαμε σ’ ένα ‘νέο κόσμο’ μια ατέλειωτη έρημο κάτω από το γαλάζιο θόλο του ανέφελου ουρανού. Από την πλεονεκτική μας θέσι, βλέπαμε σποραδικά καραβάνια με καμήλες της Βακτριανής, με τις καμπούρες τους να λικνίζονται καθώς περπατούσαν με αργό ρυθμό. Είδαμε αγέλες από λευκές, στρογγυλές σκηνές, τα φορητά καταλύματα των νομαδικών κτηνοτρόφων.
Οι στάσεις στην Έρημο Γκόμπι ήσαν λίγες, αλλά εγίνοντο δεκτές με ενθουσιασμό από τους ντόπιους, που πλημμύριζαν το τραίνο πουλώντας ‘σνακς’ στους επιβάτες ή συγκεντρώνοντο στην τραπεζαρία για να πιουν μπύρα και να εφοδιασθούν με κονσέρβες. Όλοι ήσαν ντυμένοι για τη μεγάλη περίστασι. Η τοπική στολή ήταν ένας ψηλός κεφαλόδεσμος και μακριά παντελόνια με καζάκα δεμένη με μια ζωηρόχρωμη ζώνη.
Η μεγαλύτερη στάσις έγινε στην πρωτεύουσα Ουλάν Μπάτορ, όπου ένα χαρούμενο πλήθος εορταστών γάμου ευχαριστήθηκε τόσο πολύ από την παράκλησί μας να φωτογραφήσωμε τη νύφη και τον γαμπρό, ώστε επέμειναν να δοκιμάσωμε λίγο από το τοπικό τους ποτό που μας προσέφεραν γενναιόδωρα μέσα στο κύπελλο από το οποίο έπιναν όλοι. Αργότερα, ύστερα από μια λαχανόσουπα και λίγο μαύρο ψωμί, επιστρέψαμε στο ‘κουπέ’ μας για να περιμένωμε μια ακόμη μεσονύκτια διάβασι συνόρων, αυτή τη φορά στη Ρωσία.
Από τη Σιβηρία στην Ευρώπη
3-8 Σεπτεμβρίου: Το πρωί η έρημος της προηγουμένης νύχτας είχε μεταβληθή σε πυκνόφυτα βουνά. Ο καιρός ήταν βροχερός, μουντός κι έκανε κρύο. Κουκουλωθήκαμε στις βαρειές μάλλινες κουβέρτες μας, τρέμοντας στο τραίνο που δεν είχε θέρμανσι. Νάμαστε λοιπόν στη Σιβηρία!
Επί αρκετές ώρες ακολουθούσαμε την ακτή ενός αχανούς, υδάτινου όγκου, που τα κύματα του έσκαζαν σε μια βραχώδη ακτή. Η Λίμνη Βαϊκάλη είναι εξαιρετικά βαθειά, με κρύο, γλυκό νερό, και περιέχει τόσο νερό όσο σχεδόν όλες μαζί οι πέντε Μεγάλες Λίμνες της Αμερικής.
Έτσι άρχισε το μακρύ και δύσκολο ταξίδι μας μέσα από τη Σιβηρία. Επί ώρες περνούσαμε βουνά που σιγά-σιγά παρεχώρησαν τη θέσι τους σε χαμηλές πεδιάδες πυκνοφυτεμένες με δάση από λευκές σημύδες και έλατα· το μονότονο τοπίο διέκοπτε κάπου κάπου ένας οικισμός με καλύβες από κορμούς δένδρων, ή κάποια βιομηχανική πόλις εργοστασίων που ανέδιδαν μαύρο καπνό. Σε κάθε σταθμό το τραίνο άδειαζε καθώς οι επιβάτες ξεχύνοντο στην πόλι για να περιεργασθούν τα πολυάριθμα κιόσκια όπου οι μπαμπούσκας (γριούλες) πουλούσαν ψωμί, αυγά, τυρί και λουλούδια.
Στις 6 Σεπτεμβρίου, στις 4 μ.μ, φθάσαμε στη Μόσχα. Μας έμεναν λίγες μόνον ώρες για ένα περίπατο με τον υπόγειο σιδηρόδρομο, μια μικρή περιήγησι και για να βρούμε το ξενοδοχείο όπου αγοράσαμε τα δύο τελευταία εισιτήρια για ένα τραίνο που έφευγε εκείνο το βράδυ. Το επόμενο πρωί περάσαμε τα σύνορα της Πολωνίας και λίγες ώρες αργότερα ήμαστε στη Γερμανία, τρέχοντας με άνεσι προς το Λουξεμβούργο όπου θα παίρναμε το αεροπλάνο μας για την πόλι της Νέας Υόρκης.
Είχαμε περάσει δυόμισυ βδομάδες στο αχανές βασίλειο που εκτείνεται από το Χονγκ-Κονγκ μέχρι την ανατολική Ευρώπη. Ήταν ένα αξέχαστο ταξίδι που μας προσέφερε μια ματιά ενός κόσμου που διαφέρει με τόσο πολλούς τρόπους από τον δικό μας και που όμως κατοικείτο από συνηθισμένους ανθρώπους που μας φέρθηκαν τόσο φιλόξενα. Τώρα αποβλέπομε όλο και πιο ανυπόμονα στη μέρα που δεν θα υπάρχουν πια εθνικοί φραγμοί.
[Χάρτης στη σελίδα 16]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Λουξεμβούργον
Γερμανία
Πολωνία
Μόσχα
ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ
Λίμνη Βαϊκάλη
Ιρκούτσκ
Ουλάν Μπάτορ
ΜΟΓΓΟΛΙΑ
Έρημος Γκόμπι
Πεκίνο
ΚΙΝΑ
Καντών
Χονγκ-Κονγκ
[Εικόνα στη σελίδα 18]
Γυναίκες εργάζονται για να επανορθώσουν τις ζημίες που προκάλεσε ο σεισμός στο Πεκίνο
[Εικόνα στη σελίδα 19]
Δημόσια μέσα μεταφοράς κατά το ‘στυλ’ του Πεκίνου: τρίκυκλο και λεωφορείο
[Εικόνα στη σελίδα 20]
Αυτό το μέρος του Μεγάλου Τείχους δείχνει την καταστροφή των διαφόρων τμημάτων λόγω ελλείψεως συντηρήσεως