Για την Υπεράσπισι της Ελευθερίας
ΜΗΠΩΣ ζήτε σε μια χώρα όπου υπάρχει ένα νομοσχέδιο των πολιτικών δικαιωμάτων του ανθρώπου; Αν ναι, μπορείτε να πιστεύετε πιθανόν ότι οι ελευθερίες σας είναι ασφαλείς. Αλλά πόσο ασφαλείς είναι στην πραγματικότητα; Μπορείτε να είσθε βέβαιος ότι σας είναι δυνατόν να ασκήτε την ελευθερία σας πάντοτε;
Υποθέστε ότι είσθε υποχρεωμένος να μιλήσετε δημοσίως για διεφθαρμένες ενέργειες ατόμων που κατέχουν υψηλές θέσεις στη δημοσία ζωή της χώρας σας. Θα μπορούσατε να ασκήσετε το δικαίωμά σας για την ελευθερία του λόγου ή θα σας εμπόδιζε η αστυνομία; Υποθέστε ότι ζήτε σε μια πόλι όπου οι περισσότεροι άνθρωποι είναι μέλη εργατικών ενώσεων, αλλ’ ότι σεις έχετε σοβαρές αντιρρήσεις κατά των ενώσεων αυτών. Θα μπορούσατε να εκφράσετε τας απόψεις σας δημοσίως για πολλή ώρα; Τι θα συνέβαινε αν πηγαίνατε σε μια πόλι όπου υπάρχουν φυλετικές οξύτητες και αρχίζατε να μιλήτε υπέρ της φυλετικής αποκαταστάσεως. Για πόσον καιρό θα μπορούσατε να μιλάτε ασκώντας την ελευθερία του λόγου σας;
Μια πραγματική δοκιμή του πόσο ασφαλείς είναι οι εγγυήσεις περί ελευθερίας είναι να δοκιμάση κανείς να τις εξασκήση εκεί όπου η ιδική σας άποψις συγκρούεται με εκείνην της πλειονότητος που βρίσκεται στην εξουσία. Οι άνθρωποι υπόκεινται στο ατομικό συμφέρον, την προκατάληψι και άλλες ανθρώπινες αδυναμίες που επηρεάζουν τη στάσι, των απέναντι ατόμων που εκδηλώνουν τις πεποιθήσεις των και απέναντι μη συμπαθών μειονοτήτων. Δεν είναι ασύνηθες για τους επιτόπιους πολιτικούς άρχοντας και την αστυνομία να αγνοούν τα Συνταγματικά δικαιώματα όταν αντιμετωπίζουν τέτοια άτομα.
Τι θα εκάνατε αν σας ηρνούντο παρανόμως τα συνταγματικά σας δικαιώματα καίτοι νομίμως κατωχυρωμένα; Θα υπεραμυνθήτε με ειρηνικό τρόπο προσφεύγοντας στα δικαστήρια; Αλλά τι θα γίνη για άτομα τα οποία στερούνται χρημάτων για δικαστικούς αγώνας; Είναι μάλλον πιθανόν ότι θα τρίζουν τα δόντια τους από πικρία σκεπτόμενοι ότι οι βίαιες επιδείξεις ή η ένοπλη επανάστασις εναντίον του «κατεστημένου» είναι η μόνη προσφυγή των. Αλλά μήπως η προσφυγή στη βία θα φέρη σ’ αυτούς μεγαλύτερη ελευθερία; Πιθανώς όχι. Η βία εξάπτει περισσότερη βία η οποία θα οδηγήση στην αναστολή της Συνταγματικής ελευθερίας. Αν μια επαναστατική κυβέρνησις κατακτά δύναμι και εξουσία, δεν υπάρχει πιθανότης ότι τα αγαθά αυτά θα επεκταθούν προς τους εναντιουμένους. Ακόμη και εκείνοι οι οποίοι εβοήθησαν για να ανέλθη η νέα κυβέρνησις στην εξουσία πιθανώς θ’ αντιληφθούν ότι υπάρχουν τώρα λιγώτερες ελευθερίες από άλλοτε. Έτσι η δίψα για τις ανθρώπινες ελευθερίες μπορεί να ματαιωθή.
Εν τούτοις, πολλές αναίμακτες μάχες έχουν λάβει χώραν για την υπεράσπισι της ελευθερίας στα δικαστήρια. Μερικές απ’ αυτές υπήρξαν νικηφόρες και εγένοντο ιστορικά προηγούμενα. Μια απ’ αυτές τις μάχες συνέβαλε στην ενίσχυσι των Καναδικών ελευθεριών.
Φυλάκισις Επειδή Έλεγε την Αλήθεια
Στις 7 Δεκεμβρίου 1946, η Λουίζα Λαμπ μάρτυς του Ιεχωβά στον Καναδά, επεσκέπτετο τα σπίτια των κατοίκων του Βερντέν στο Κουεμπέκ, συνομιλούσα με τους ανθρώπους για το ελπιδοφόρο άγγελμα της Βίβλου. Την εποχή εκείνη ο Πρωθυπουργός Μωρίς Ντουπλεσίς απελάμβανε τη διακυβέρνησι της χώρας επί δέκα έξη χρόνια ως πολιτικός άρχων της επαρχίας αυτής. Δυσαρεστήθηκε βλέποντας ανθρώπους όχι της ιδικής του θρησκείας να μιλούν με τους κατοίκους του Κουεμπέκ για θρησκευτικά ζητήματα. Εχρησιμοποίησε λοιπόν την αστυνομία για να αρνηθή στους μάρτυρας του Ιεχωβά τις ελευθερίες του λόγου και της θρησκείας. Η δεσποινίς Λουίζα Λαμπ ήταν μια από τις πολλές που είχαν συλληφθή για την άσκησι αυτών των ελευθεριών.
Εκρατήθη στη φυλακή το Σαββατοκύριακο χωρίς να σχηματισθή κατηγορία εναντίον της, ούτε και να της επιτραπή να καλέση τις φίλες της ή τον δικηγόρο της για νομική συμβουλή. Την εφωτογράφησαν, της πήραν δακτυλικά αποτυπώματα σαν κοινό εγκληματία για τον λόγο ότι έκαμε χρήσι των ελευθεριών της οι οποίες επί πολλά έτη εξετιμώντο μεγάλως στον Καναδά.
Αφού πέρασε το Σαββατοκύριακο στη φυλακή, της ελέχθη ότι είναι ελεύθερη να αναχωρήση αν υπογράψη το αποφυλακιστήριο διά του οποίου συμφωνεί να μη ενεργήση εναντίον του επαρχιακού αξιωματικού της αστυνομίας για τη φυλάκισί της. Αρνήθηκε να το πράξη και εσχηματίσθη κατηγορία εναντίον της. Αργότερα το δικαστήριο την απήλλαξε.
Η δεσποινίς Λαμπ ανέλαβε πολιτική ενέργεια εναντίον του αξιωματικού της αστυνομίας για την υπεράσπισι του δικαιώματός της περί ελευθερίας λόγου και θρησκείας. Η ενέργεια αυτή απεδείχθη ότι ήταν μακρά και δύσκολη και η οποία τελικώς κατέληξε στον Άρειο Πάγο του Καναδά. Η γνώμη του δικαστηρίου την εδικαίωσε με το εξής αιτιολογικό: «Η σύλληψις και η παραπομπή της δεσποινίδος Λαμπ εγένετο αδικαιολογήτως, η δε κράτησίς της κατά το Σαββατοκύριακο εγένετο κατά τρόπον σχεδόν επαίσχυντο.»
Η νίκη την οποία εκέρδισε η δεσποινίς Λαμπ υπήρξε μια μακρά δικαστική μάχη, η οποία ανεγνωρίσθη και παρά του Καθηγητού Φρανκ Σκοτ στο βιβλίο του Πολιτική Ελευθερία και Καναδικός Φεντεραλισμός, που εξεδόθη το 1959, όπου περιγράφεται σαν νίκη υπερασπίσεως της ελευθερίας, νίκη η οποία εβοήθησε να γίνουν οι δημοκρατικές ελευθερίες περισσότερον ασφαλείς για όλους τους Καναδούς. Εκεί αναφέρεται:
«Η υπόθεσις Λαμπ είναι απλώς ένα άλλο παράδειγμα αστυνομικής παρανομίας· αποτελεί εν τούτοις μέρος της ζοφεράς εικόνος που εξετέθη πολύ συχνά στο Κουεμπέκ κατά τα τελευταία έτη. . . Διαβάζοντας μια τέτοια αφήγησι απορεί κανείς πόσα άλλα αθώα θύματα έτυχαν τέτοιας μεταχειρίσεως εκ μέρους της αστυνομίας, αλλά δεν είχαν το θάρρος και την υποστήριξι να προωθήσουν την υπόθεσι προς μια τελική νίκη—η οποία επετεύχθη τελικά εντός 12 ετών από την ημερομηνία της συλλήψεως. Πρέπει να είμεθα ευγνώμονες διότι στη χώρα αυτή έχομε μερικά θύματα κακής μεταχειρίσεως από μέρους του Κράτους, τα οποία εστάθησαν υπέρ των δικαιωμάτων των. Η νίκη των είναι νίκη όλων μας».
Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Σκοτ, οι καταδικαζόμενοι με στέρησι των θεμελιωδών ελευθεριών των δεν έχουν την αποφασιστικότητα, τα οικονομικά μέσα και τη νομική υποστήριξι να προωθήσουν την εκδίκασι της υποθέσεως αυτής έως το Ανώτατο Δικαστήριο. Έτσι η υπόθεσις αυτή η οποία έφθασε μέχρι του Ανωτάτου Δικαστηρίου για τη νίκη, είναι ιστορικής σημασίας στον Καναδά.
Νομοσχέδιο των Πολιτικών Δικαιωμάτων
Πιστεύεται γενικά ότι ένα νομοσχέδιο των πολιτικών δικαιωμάτων θα εξασφαλίση δικαιοσύνη υπέρ των μειονοτήτων. Αυτή ήταν η άποψις που εξέφρασε ο Τζων Ντιφενμπέκερ το 1960 όταν ήταν Πρωθυπουργός του Καναδά, οπότε μια τέτοια υπόθεσις εξεδικάζετο εκεί. Ο εν λόγω καθηγητής ανέφερε: «Το Νομοσχέδιο αυτό είναι ένα μεγαλύτερο βήμα προς τα εμπρός. Θα θεμελιώση ένα βωμό υπέρ της ελευθερίας ο οποίος θα εξασφαλίση ώστε η μειονότης να μη τυγχάνη αδίκου μεταχειρίσεως εκ μέρους της πλειονότητος, πράγμα το οποίον αποτελεί την ουσία της ελευθερίας.»
Δεν μπορεί να υπάρξη αμφιβολία ότι με το νομοσχέδιο αυτό ο Καναδικός λαός είναι σε καλύτερο επίπεδο, διότι παρέχει στον Καναδικό λαό μια νόμιμη βάσι για τις ελευθερίες τις οποίες αυτός εκτιμά. Αλλά μήπως η απλή ύπαρξις του νομοσχεδίου σημαίνει ότι οι ελευθερίες αυτές θα τύχουν σεβασμού αυτομάτως, ότι ο κάθε πολίτης θα επωφελήται απ’ αυτές; Μήπως σημαίνει ότι καμμιά μειονότης δεν θα τύχη αδίκου μεταχειρίσεως εκ μέρους των αρχών σε κάποια πόλι; Όχι κατ’ ανάγκην. Υπάρχουν πάντοτε οι ιδιοτελείς δημόσιοι αξιωματούχοι και ευαίσθητοι όμιλοι μεταξύ των ανθρώπων οι οποίοι δεν είναι πρόθυμοι να παρέχουν τις ελευθερίες που παρέχονται από ένα τέτοιο νομοσχέδιο σε άτομα μη απολαμβάνοντα της κοινής συμπαθείας. Αυτό σημαίνει ότι τέτοια άτομα θα πρέπει να υπερασπίσουν τις ελευθερίες των με νόμιμο τρόπο ή να υποφέρουν από τη στέρησί τους.
Μάχη για την Ελευθερία στις Ηνωμένες Πολιτείες
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ένα τέτοιο νομοσχέδιο επί 180 χρόνια, αλλ’ οι μάρτυρες του Ιεχωβά υπεχρεώθησαν να προσφύγουν επανειλημμένως στα δικαστήρια για ν’ αποκτήσουν τις ελευθερίες που εξασφαλίζει το εν λόγω νομοσχέδιο. Η ύπαρξις του νομοσχεδίου αυτού επρομήθευσε τη νομική βάσι για την προώθησι πολλών υποθέσεων στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών και οι οποίες υποθέσεις απετέλεσαν σταθμούς στη νομική ιστορία. Σχολιάζοντας επ’ αυτού ο Λέον Φρήντμαν στο βιβλίο του Η Συνετή Μειονότης, γράφει:
«Στις είκοσι περίπου υποθέσεις που εκερδήθησαν, η μικρή και αντιδημοτική αυτή μειονότης επέτυχε θεμελιώδεις μεταβολές στην Αμερικανική νομοθεσία. Εστερέωσαν ακλονήτως το δικαίωμα όλων των μειονοτήτων να χρησιμοποιούν τους δρόμους και τα δημόσια πάρκα για τη μετάδοσι των αγγελμάτων των. Διεσαφήνισαν δε το γεγονός ότι η κυβέρνησις δεν μπορεί να εξαναγκάζη την έκφρασι αφοσιώσεως εκ μέρους των πολιτών της. Τα προηγούμενα αυτά προήγαγον την πολιτική ελευθερία στη χώρα αυτή σε διαφόρους βαθμούς».
Συμφωνώντας με την παραπάνω άποψι, ο καθηγητής Μίλτον Κόνβιτς αναφέρει στο βιβλίο του Θεμελιώδεις Ελευθερίες Ενός Ελευθέρου Λαού:
«Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έγιναν τέλεια πειραματόζωα για τη δοκιμασία των ορίων των ελευθεριών της Πρώτης Τροποποιήσεως. Κατηγορήθησαν για ‘καταχρήσεις και ύβρεις.’ Αρχίζοντας από το 1938 έφεραν στο Ανώτατο Δικαστήριο μια μακροσκελή σειρά υποθέσεων στις οποίες πολλές φάσεις των ελευθεριών αυτών ετέθησαν κάτω από προσεκτική εξέτασι. Το αποτέλεσμα, γενικά, υπήρξε η δημιουργία δεδικασμένων, τα οποία ενίσχυσαν τα θεμέλια και την έκτασι της ελευθερίας επί θρησκευτικών θεμάτων καθώς και επί θεμάτων ελευθερίας λόγου, τύπου και συγκεντρώσεων».
Μολονότι οι δικαστικές αυτές μάχες που διεξήχθησαν από τους μάρτυρας του Ιεχωβά συνετέλεσαν πολύ στην υπεράσπισι των Συνταγματικών Ελευθεριών των Ηνωμένων Πολιτειών, υπάρχουν ακόμη καταστάσεις όπου απειλείται η ελευθερία. Πρόσφατο παράδειγμα τούτου είναι ένα νομοσχέδιο που εψηφίσθη το 1971 υπό της Βουλής της Πενσυλβανίας. Έκαμε τον χαιρετισμό της σημαίας υποχρεωτικό για τα παιδιά του σχολείου χωρίς να παρέχη απαλλαγή στους φοιτητάς οι οποίοι θεωρούν τον χαιρετισμό οιασδήποτε σημαίας ως αντίθετον προς τη θρησκευτική των συνείδησι. Το νομοσχέδιο αυτό απειλεί τα παιδιά του σχολείου να χάσουν τη θρησκευτική των ελευθερία.
Εφόσον ο χαιρετισμός της σημαίας είναι συνδεδεμένος με τον πατριωτισμό, πολλοί άνθρωποι ταράσσονται όταν ακούουν για μερικούς που αρνούνται να την χαιρετίσουν. Μολονότι η πλειονότης έχουν διαφορετική άποψι, δεν θα έπρεπε να χορηγηθή στη μειονότητα αυτή η ελευθερία του ν’ απέχουν να κάμουν κάτι που είναι εναντίον της θρησκευτικής των συνειδήσεως; Ο σεβασμός της θρησκευτικής συνειδήσεως μιας μειονότητος δεν θα κατεδείκνυε την εκτίμησι της θρησκευτικής ελευθερίας που παριστάνεται από τη σημαία;
Σχολιάζοντας το νομοσχέδιο της Πενσυλβανίας η εφημερίς Ινκουάιρερ της Φιλαδελφείας της 16ης Ιουνίου 1971 ανέφερε σε κύριο άρθρο.
«Το νομοσχέδιο είναι αντισυνταγματικό. Παρόμοιοι υποχρεωτικοί χαιρετισμοί απερρίφθησαν εκ μέρους του Αμερικανικού Ανωτάτου δικαστηρίου κυρίως δε στην υπόθεσι του 1943 του Πολιτειακού Συμβουλίου Εκπαιδεύσεως της Δυτικής Βιργινίας κατά Μπάρνετ, όταν ο αποθανών δικαστής Ρόμπερτ Τζάξον εξέφερε γνώμην διά της οποίας εδήλωσε ευφραδώς:
«‘Αν υπάρχη κάποιο στερεό αστέρι στο Συνταγματικό μας στερέωμα, τούτο είναι ότι κανείς επίσημος, υψηλός ή μικρός, δεν μπορεί να ορίση ποια είναι η ορθή πίστις στα ζητήματα της πολιτικής, του εθνικισμού, της θρησκείας ή άλλων τομέων σκέψεως ή να εκβιάζη τους πολίτας να ομολογούν με λόγο ή έργο την πίστι των σ’ αυτά.’»
Οι νομοθέται της Βουλής της Πενσυλβανίας είναι αναμφιβόλως ειλικρινείς στην επιθυμία των να ενσταλλάξουν τον πατριωτισμό στα παιδιά του σχολείου, αλλά το γεγονός παραμένει ότι αγνόησαν τη συνταγματική εγγύησι περί ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως. Εξακολουθώντας τα σχόλιά της η εφημερίς αυτή λέγει στο κύριο άρθρο της:
«Και ο πατριωτισμός δεν μπορεί βεβαίως να προαχθή όταν αυτά ταύτα τα νομοθετικά σώματα περιφρονούν το Σύνταγμα. Το ζήτημα, είπεν ο πληρεξούσιος Ραίη Χόβις, είναι απλό: ‘Είναι το αν η νομοθεσία αυτή επιθυμή να διαπράξη εκείνο που αποτελεί κατ’ ουσίαν πράξι πολιτικής ανυπακοής, διότι δεν αγαπά τον σημερινό Συνταγματικό νόμο περί χαιρετισμού της σημαίας.’»
Οι ελευθερίες του Νομοσχεδίου των Πολιτικών Δικαιωμάτων παρέχουν στο άτομο το δικαίωμα να εκφράζη τις πεποιθήσεις του, αλλά του δίνουν επίσης και το δικαίωμα ν’ αποφεύγη από του να εκφράζη πεποιθήσεις τις οποίες δεν υποστηρίζει. Σχολιάζοντας επ’ αυτού, ο Καθηγητής Κόνβιτς αναφέρει στο βιβλίο Θεμελιώδεις Ελευθερίες ενός Ελευθέρου Λαού:
«Η ελευθερία του να μη ομιλή κανείς, να μη ομολογή πεποιθήσεις, μπορεί να είναι σπουδαιότερη από την ελευθερία του να ομιλή, εφόσον η ομολογία των πεποιθήσεων την οποίαν κάνει κανείς χωρίς να τις πιστεύη μπορεί να επιφέρη περισσότερο εκβιασμό στη συνείδησι παρ’ ό,τι παράλειψις να εκφράση τις πεποιθήσεις τις οποίες το άτομο διακρατεί».
Εκεί όπου υπάρχει ένα ισχυρό πνεύμα εθνικισμού παρατηρείται συχνά η τάσις του να αναμένεται να ομιλή και να ενεργή ο καθένας κατά τον ίδιο τρόπο της πλειονότητος, χωρίς να γίνωνται παραχωρήσεις για θρησκευτική συνείδησι. Αυτό αποτελεί μια μορφή ελέγχου της σκέψεως η οποία οδηγείται σε ακρότητες σε μερικές μορφές κυβερνήσεων. Εκεί όμως όπου μια κυβέρνησις υπερηφανεύεται για τις ελευθερίες που χορηγεί στο λαό της, γιατί εκείνοι που κατέχουν την εξουσία να προσπαθούν να επιβάλουν στη μειονότητα να κάνη κάτι που είναι αντίθετο προς τη θρησκευτική της συνείδησι; Δεν είναι αυτό ασυμβίβαστο προς τις πατριωτικές εκφράσεις περί ελευθερίας για όλους;
Είναι εξαιρετικώς δύσκολο να απολαμβάνουν την ελευθερία όλοι οι λαοί χωρίς εξαίρεσι ακόμη και σε δημοκρατικές χώρες. Συνήθως ένα άτομο το οποίο δεν συμφωνεί με την πορεία της πλειονότητος σε μερικά πράγματα υποχρεούται να υπεραμυνθή των Συνταγματικών του δικαιωμάτων. Μολονότι μια ειρηνική άμυνα μπορεί να διεξαχθή στα δικαστήρια, αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι το άτομο αυτό θα εξέλθη νικητής εκ του αγώνος. Οι δικασταί είναι ατελείς άνθρωποι όπως όλοι και παροδηγούνται από προσωπικά συμφέροντα και αισθήματα και υπόκεινται σε λάθη κατά τη διαδικασία. Ακόμη και το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών υπεχρεώθη να ανατρέψη τα πορίσματά του κατά καιρούς όταν αντελήφθη ότι είχε πλανηθή σε προηγούμενες αποφάσεις. Κλασικό παράδειγμα είναι η αναίρεσις προηγουμένης αποφάσεώς του περί χαιρετισμού της σημαίας της Πενσυλβανίας στην υπόθεσι του Περιφερειακού Σχολείου Μίνερσβιλ κατά Γκομπάιτις, της 3ης Ιουνίου 1940 (310 Η.Π. 586), η οποία είχε αποτελέσει το σύνθημα της γενικής εξεγέρσεως καθ’ όλην την χώραν εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά.
Μολονότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά κατά τα παρελθόντα έτη εδημιούργησαν πολλά νομικά προηγούμενα με τις νομικές των μάχες προς υπεράσπισιν της ελευθερίας, εν τούτοις οι ελευθερίες των μειονοτήτων δεν είναι ακόμη απόλυτα εξασφαλισμένες. Αδικίες μπορούν να αναμένονται εφόσον ατελείς άνθρωποι ασκούν εξουσία επί άλλων ανθρώπων. Ώστε μολονότι ο λαός του Καναδά και της Αμερικής έχουν επωφεληθή από τις αποφάσεις που επέτυχαν οι μάρτυρες του Ιεχωβά σε δικαστικούς αγώνες, η άμυνα της ελευθερίας συνεχίζεται.
Ελευθερία για Όλους
Οι καταστάσεις θα αλλάξουν προς το καλύτερο, αλλ’ αυτό θα απαιτήση μια γενική αλλαγή στον τρόπον της σκέψεως καθώς και γενική αλλαγή στις ηθικές αξίες. Πρέπει να υπάρξη μια βασική αγάπη για τον συνάνθρωπό μας και αίσθημα συναδελφώσεως μεταξύ των ανθρώπων σε όλη τη γη. Αυτό αναφέρεται με συντομία στην Αγία Γραφή όταν λέγη: «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν.» (Ματθ. 22:39) Αλλά πώς μπορεί να προέλθη μια τέτοια αλλαγή ;
Η μόνη ελπίδα για την αλλαγή που είναι αναγκαία βρίσκεται στη Γραφική υπόσχεσι ότι μια κυβέρνησις θείας προελεύσεως θα κυβερνήση εντός ολίγου τη γη με δικαιοσύνη και ευθύτητα. Μόνο κάτω από μια τέτοια θεία κυβέρνησι δεν θα απειλούνται πλέον οι ελευθερίες από προκαταλήψεις, αχαλίνωτες συγκινήσεις, μίση, αδικίες και ανθρώπινα λάθη κρίσεως. Αυτή η θεία κυβέρνησις δεν θα υπόκειται στις πολλές ατέλειες, στα προσωπικά λάθη και ιδιοτελή συμφέροντα που είναι έμφυτα στις ανθρώπινες κυβερνήσεις. Όταν το ανθρώπινο γένος θα βρίσκεται κάτω από τη δίκαιη διακυβέρνησι της βασιλείας του Θεού, κανείς δεν θα υποχρεωθή να αγωνισθή και πάλιν για την υπεράσπισι των ελευθεριών του.