Η Σοφία της Αναγνωρίσεως ενός Λάθους
ΠΟΙΟΣ δεν κάνει λάθη; Κανένας άνθρωπος δεν είναι αλάθητος. Γέροι νέοι, μορφωμένοι και αμόρφωτοι, πλούσιοι και φτωχοί, άνδρες και γυναίκες, ο καθένας και όλοι μαζί είναι ατελείς κι έτσι κάνουν λάθη.
Η ανθρώπινη πείρα αποδεικνύει τα λόγια του θεοπνεύστου συγγραφέως, του Χριστιανού μαθητού Ιακώβου: «Εις πολλά πταίομεν άπαντες.» (Ιακ. 3:2) Και ο Βασιλεύς Σολομών είπε στην προσευχή του κατά την αφιέρωσι του ναού του Ιεχωβά: «Ουδείς άνθρωπος είναι αναμάρτητος.» Είναι, λοιπόν, κατάλληλο να πούμε ότι μια αμαρτία είναι λάθος; Ναι, διότι η λέξις που αποδίδεται ως «αμαρτία» στις Γραφές μας σημαίνει λάθος, αστοχία σ’ ένα σημείο.—1 Βασ. 8:46.
Εφόσον, λόγω της κληρονομικής αδυναμίας, όλοι κάνομε συνεχώς λάθη κι έτσι απομακρυνόμεθα από το σημείο της τελειότητος, γιατί φαίνεται τόσο δύσκολο να παραδεχθούμε ότι κάναμε λάθος; Για το ότι, προσπαθώντας σκληρά να μη κάνωμε ένα ωρισμένο σφάλμα, όταν το κάνωμε δεν μας αρέσει να το αναγνωρίσωμε ακόμη και οι ίδιοι.
Αναμφίβολα, σε πολλές περιπτώσεις η αιτία είναι υπερηφάνεια. Το ν’ αναγνωρίσωμε ένα λάθος σημαίνει ότι κατακρίνομε τα πράγματα για τα οποία ίσως υπερηφανευόμεθα, όπως είναι οι γνώσεις μας, η επιδεξιότης μας ή η επιμέλειά μας. Θέλομε να έχωμε μια καλή εμφάνισι στα μάτια των άλλων. Η προσπάθεια να «βγη κανείς ασπροπρόσωπος» δεν έχει όρια στους Ανατολίτες.
Χωρίς αμφιβολία μια μεγάλη αιτία που κάνει δύσκολη κατά καιρούς την παραδοχή ενός λάθους είναι η μομφή, η επίκρισις ή η τιμωρία που έρχεται μετά τη διάπραξι ενός λάθους, όπως όταν κανείς προξενή, ένα σοβαρό ατύχημα. Έτσι, στα τέλη Αυγούστου 1972, ένα «ανθρώπινο σφάλμα» προκάλεσε αυτό που απεκλήθη «μαζική διακοπή της συγκοινωνίας,» θέτοντας σε ακινησία τέσσερις κύριες γραμμές των σιδηροδρόμων Πενν Σέντραλ που πήγαιναν στην πόλι της Νέας Υόρκης, και αυτό επί τέσσερις ώρες. «Κάποιος τράβηξε τον λανθασμένο μοχλό ή πάτησε το λανθασμένο κουμπί,» και οι υπεύθυνοι επέμεναν να βρουν ποιος έκαμε το λάθος, ποιον έπρεπε να κατηγορήσουν. Ο ένοχος δεν βιαζόταν να μιλήση και να παραδεχθή το λάθος του.—Τάιμς της Νέας Υόρκης, 30 Αυγούστου 1972.
Λόγω της ντροπής που ακολουθεί ένα λάθος, υπάρχει η τάσις να ρίχνωμε το σφάλμα σε άλλους, πράγμα που και οι πρώτοι μας γονείς Αδάμ και Εύα προσπάθησαν να κάμουν. (Γέν. 3:11-13) Παρόμοια ο Ααρών, ο αδελφός του προφήτου Μωυσή, κατηγόρησε το λαό για το σφάλμα να κάμη ένα χρυσό μόσχο, όπως αιώνες αργότερα ο πρώτος Βασιλεύς του Ισραήλ, ο Σαούλ, κατηγόρησε το λαό για την εσφαλμένη του πράξι της ανυπακοής. (Έξοδ. 32:19-24· 1 Σαμ. 15:9-26) Αν αναγνωρίσωμε γιατί αυτοί ενήργησαν τόσο άσοφα, μπορεί να βοηθηθούμε ν’ αποφύγωμε την ίδια παγίδα.
Σε αντίθεσι αυτών των κακών παραδειγμάτων, έχομε μερικά πολύ καλά παραδείγματα, όπου πιστοί δούλοι του Ιεχωβά Θεού πρόθυμα αναγνώρισαν τα λάθη τους και των οποίων το υπόμνημα δίνει μαρτυρία της τιμιότητος και ειλικρίνειας των συγγραφέων της Βίβλου. Ο Μωυσής ανέφερε το λάθος που έκαμε, να χάση την ψυχραιμία του σε μια περίπτωσι που είχε ως αποτέλεσμα, να μη του επιτραπή η είσοδός του στη Γη της Επαγγελίας. (Αριθμ. 20:7-13) Είναι ακόμη και ο Ιώβ, που, αν και επέμενε στην ακεραιότητά του, έκαμε το λάθος να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη δική του υπεράσπισι παρά του Θεού. Αναγνωρίζοντάς το πρόθυμα, είπε: «Εγώ, λοιπόν προέφερα εκείνο, το οποίον δεν ενόουν . . . Διά τούτο βδελύττομαι εμαυτόν, και μετανοώ εν χώματι και σποδώ.»—Ιώβ 42:3-6.
Ο πατριάρχης Ιούδας, γυιος του Ιακώβ, παρεδέχθη το σφάλμα του, αναφορικά με τη νύφη του Θάμαρ, λέγοντας: «Αύτη είναι δικαιότερα εμού.» (Γέν. 38:15-26) Επίσης και ο Βασιλεύς Δαβίδ. Όταν αντιμετώπισε το σφάλμα που έκαμε αμαρτάνοντας κατά του Ουρία, δεν προσπάθησε να δικαιολογηθή, αλλά είπε στον προφήτη Νάθαν, «Ημάρτησα.» (2 Σαμ. 12:13) Και ένα άλλο παράδειγμα είναι ο Απόστολος Πέτρος. Όταν αντίκρυσε το επιπληκτικό βλέμμα του Ιησού αμέσως μετά την άρνησι του Κυρίου του τρεις φορές, «εξελθών έξω έκλαυσε πικρώς.»—Ματθ. 26:75.
Βεβαίως, το να παραδεχθούμε ότι κάναμε λάθος είναι το σωστό, το τίμιο και το καλό πράγμα που πρέπει να κάμωμε. Αλλ’ είναι και κάτι περισσότερο. Είναι επίσης η συνετή πορεία. Πρώτα πρώτα, η παραδοχή ότι κάναμε σφάλμα είναι ένα μάθημα ταπεινοφροσύνης. Αυτό, από την μια πλευρά, μάς προφυλάσσει από την παγίδα της υπερηφάνειας, που είναι πάντα έτοιμη να μας παγιδεύση. Και από την άλλη πλευρά, η ταπεινωτική πείρα της παραδοχής του λάθους μας θα μάς κάμη πιο προσεκτικούς, ώστε θα είναι λιγώτερο πιθανό να κάμωμε το ίδιο λάθος πάλι. Προειδοποιούμεθα με σοφία: «Ο κρύπτων τας αμαρτίας αυτού δεν θέλει ευοδωθή [από τον Θεό]· ο δε εξομολογούμενος και παραιτών αυτάς θέλει ελεηθή,» δηλαδή από τον Θεό και από τους δούλους του Θεού. Ναι, η εξομολόγησις των σφαλμάτων μας θα μάς βοηθήση να τα εγκαταλείψωμε.—Παροιμ. 28:13.
Το να παραδεχθούμε ότι κάναμε ένα σφάλμα είναι η συνετή πορεία κατά το ότι οικοδομεί μέσα μας δύναμι και αυτοσεβασμό. Παράλειψις να το κάμωμε αυτό είναι δειλία, και συντελεί στο να μας εξασθενήση ηθικώς, διότι γίνεται πιθανώτερο ότι θα συνεχίσωμε να κάνωμε το ίδιο σφάλμα.
Επίσης, η παραδοχή ενός λάθους είναι μια συνετή πορεία διότι συντελεί σε καλύτερες σχέσεις με άλλους. Όταν αρνούμεθα να δεχθούμε ότι κάναμε λάθος, προσβάλλομε την κρίσι των άλλων· και θα συμπεράνουν ότι είμεθα πολύ υπερήφανοι ή ανέντιμοι, ή πολύ κουτοί ώστε ν’ αναγνωρίσωμε ότι σφάλαμε—κι όλα αυτά μπορεί να θέσουν ένα φραγμό μεταξύ μας και των γύρω μας. Έπειτα, επίσης, όταν θέλωμε να δεχθούμε ότι σφάλαμε, θα βρούμε τον εαυτό μας ευκολώτερα διατεθειμένον να συμπαθήση τους άλλους, όταν εκείνοι κάνουν λάθη.
Και το σπουδαιότερο απ’ όλα, η παραδοχή του λάθους μας θα κρατήση τις σχέσεις μας με τον Δημιουργό μας σε καλή κατάστασι. Έτσι, ο Βασιλεύς Δαβίδ, παραδεχόμενος τα λάθη του επανειλημμένως και γρήγορα, διεκράτησε καλές σχέσεις με το Θεό του. Ο Βασιλεύς Σαούλ, όμως, ήταν απρόθυμος ν’ αναγνωρίση τις αμαρτίες του· προτιμούσε να δικαιολογήται, κι έτσι απερρίφθη.
Εκτός από το γεγονός ότι το να αναγνωρίσωμε το σφάλμα μας είναι έντιμο πράγμα, είναι επίσης η συνετή πορεία. Μας βοηθεί να παραμένωμε ταπεινοί. Επίσης μας βοηθεί να διακρατήσωμε τον αυτοσεβασμό μας και συντελεί σε καλύτερες σχέσεις με τους άλλους.