Δείχνετε Ανωτερότητα Όταν Παραδέχεσθε ένα Σφάλμα
«ΕΙΣ πολλά πταίομεν άπαντες. Εάν τις δεν πταίη εις λόγον, ούτος είναι τέλειος ανήρ, δυνατός να χαλιναγωγήση και όλον το σώμα.» Έτσι έγραψε ένας σημαίνων Χριστιανός στην Ιερουσαλήμ πριν από δεκαεννέα και πλέον αιώνες. Μπορεί κανείς να διαψεύση τα λόγια του; Ασφαλώς όχι!—Ιακ. 3:2.
«Πταίω» σημαίνει διαπράττω σφάλμα. Και μολονότι όλοι κάνομε σφάλματα, πόσο δύσκολο είναι να παραδεχθή κανείς ότι έσφαλε! Είναι αντίθετο στην υπερηφάνεια του ατόμου. Όταν κανείς κατηγορήται ότι διέπραξε ένα σφάλμα, έχει την τάσι να θέλη να δικαιολογηθή, να προβάλη προφάσεις, να μεταθέση τη μομφή σε άλλους ή ν’ αρνηθή ότι διέπραξε αυτό το σφάλμα. Χρειάζεται ανωτερότης για να παραδεχθή κανείς ένα σφάλμα, για να επωμισθή τη μομφή, να παραδεχθή ότι έσφαλε ή ότι δεν έκαμε καλή κρίσι.
Μερικές φορές νεαρά άτομα έχουν βάσιμα παράπονα εναντίον του πατρός των σχετικά μ’ αυτό. Έτσι κάποτε ένα απ’ αυτά είπε: «Αγαπούμε τον Μπαμπά· ασφαλώς τον αγαπούμε. Αλλ’ όταν συζητούμε μαζί, ποτέ, μα ποτέ δεν παραδέχεται ότι έχει σφάλει ή ότι έχει κάμει λάθος. Αλλ’ ο καθένας κάνει σφάλματα μερικές φορές!»
Αυτός ο Μπαμπάς πιθανόν να νόμιζε ότι για να υποστηρίξη την εξουσία του δεν έπρεπε ποτέ να παραδεχθή ότι έχει κάμει σφάλμα ή ότι είχε άδικο. Όποια κι’ αν ήταν η σκέψις του, η στάσις του δεν καλλιεργούσε επικοινωνία και αρμονία μέσα στην οικογένεια. Με το ν’ ακολουθή αυτή την απερίσκεπτη πορεία, αντί να ενισχύση την εξουσία του εμείωνε αντιθέτως τον εαυτό του στα μάτια των παιδιών του. Με το να παραδέχεται ότι μερικές φορές είχε άδικο θα έδειχνε ότι είναι αρκετά ανώτερος για ν’ αναγνωρίζη τα σφάλματά του!
Το ν’ αρνήται κανείς να παραδεχθή ότι έκαμε ένα σφάλμα είναι σαν να ισχυρίζεται ότι είναι αλάθητος. Οι αρχηγοί της μεγαλύτερης παγκοσμίου θρησκευτικής οργανώσεως επί ένα αιώνα αξιούσαν ότι ήσαν αλάθητοι, ότι δεν έκαμαν κανένα σφάλμα—ούτε ότι κάποιος πάπας έχει κάμει—όταν μιλούν επισήμως για ζητήματα δογματικά και ηθικής. Αλλά ολοένα περισσότερες φωνές υψώνονται ακριβώς μέσα στους κόλπους αυτής της θρησκευτικής οργανώσεως που αμφισβητούν αυτό τον ισχυρισμό. Έτσι ο Ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος, Φ. Σίμονς, στην πόλι Ίντορ των Ινδιών είπε:
«Όταν, έστω και από καλή πίστι, μια θρησκεία υπερβαίνη την αποστολική μαρτυρία σχετικά με τον Χριστό, δεν έχει δικαίωμα να περιμένη ότι μπορεί να διδάσκη τέτοιες πρόσθετες απόψεις με αλάνθαστη βεβαιότητα. Οι απόστολοι, όταν ζητούσαν πίστι, έκαναν έκκλησι στις αποδείξεις των πραγμάτων που είχαν ακούσει ή δει. . . . Ούτε υπάρχει καμμιά θεία υπόσχεσις ή βεβαίωσις ότι η εκκλησία έλαβε ένα τέτοιο χάρισμα βάσει του οποίου να μπορή να εκφράζεται για τον Χριστό ανεξαρτήτως του βεβαίου περιεχομένου της αποστολικής μαρτυρίας. Μόλις εγκαταλείψη το βέβαιο θεμέλιο που είχαν θέσει οι απόστολοι, υπόκειται σε άγνοια και σε σφάλματα της εποχής της, τα οποία εκτείνονται, όπως έχει αποδείξει η πείρα, ακόμη και στην από μέρους της κατανόησι των Γραφών.
«Η αξίωσις του αλάθητου προξενεί αμέτρητη βλάβη στην αξιοπιστία της διδακτικής εξουσίας της εκκλησίας. Περιορίζει αδικαιολόγητα την ικανότητά της να δέχεται νέες απόψεις και γίνεται το θύμα και ο υποστηρικτής των σφαλμάτων του παρελθόντος.»—Περιοδικό Κόμμουνουηλ, 25 Σεπτεμβρίου 1970, σελίδες 480, 481.
Σε χτυπητή αντίθεσι στη θέσι που λαμβάνουν οι πάπαι είναι η θέσις των Χριστιανών μαρτύρων του Ιεχωβά. Είναι πρόθυμοι να παραδεχθούν ότι έχουν διαπράξει σφάλματα σε ζητήματα δογματικής και λατρείας. Έτσι κάποτε, από κοινού με τον Χριστιανικό κόσμο, εώρταζαν τα Χριστούγεννα ωσότου έμαθαν ότι αυτή η εορτή είναι ειδωλολατρικής προελεύσεως. Κατόπιν πάλι, επειδή το εδάφιο Ρωμαίους 13:1 είχε ερμηνευθή ότι σημαίνει πως οι κυβερνήσεις του κόσμου πρέπει ν’ απολαμβάνουν ανεπιφύλακτη υπακοή, οι Μάρτυρες ερμήνευσαν την έκφρασι ‘ανώτερες εξουσίες’ ή «υπερέχουσες εξουσίες» που αναφέρονται εκεί ως να έχουν εφαρμογή στον Ιεχωβά Θεό και στον Ιησού Χριστό. Εν τούτοις, μια πιο προσεκτική εξέτασις των συμφραζομένων απεκάλυψε ότι το εδάφιο Ρωμαίους 13:1 αναφέρεται πραγματικά στις πολιτικές κυβερνήσεις του κόσμου. Αλλά παραβάλλοντας αυτό το εδάφιο με άλλα, όπως το Πράξεις 5:29 το οποίο λέγει, «πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους,» απεδείχθη ότι η «υποταγή» που αναφέρεται στο εδάφιο Ρωμαίους 13:1 πρέπει να είναι σχετική υπακοή, όχι μια ανεπιφύλακτη υπακοή. Δηλαδή, οι Χριστιανοί πρέπει να υποτάσσωνται στις κυβερνήσεις αυτού του κόσμου εφόσον αυτές δεν απαιτούν από τους Χριστιανούς να ενεργούν αντίθετα με τους νόμους του Θεού. Όταν αυτές οι κυβερνήσεις το κάνουν αυτό, τότε ο Χριστιανός πρέπει να υπακούση στον ανώτερο νόμο.—Πράξ. 4:19, 20.
Μήπως το ότι παρεδέχθησαν ότι έκαμαν σφάλματα τούς χαρακτηρίζει ως ψευδοπροφήτας; Καθόλου, διότι οι ψευδοπροφήται δεν παραδέχονται ότι έχουν κάμει λάθη. Πράγματι, το βιβλίο των Πράξεων παρέχει περισσότερα από ένα παραδείγματα σφαλμάτων που είχαν κάμει οι πρώτοι Χριστιανοί όσον αφορά τις πεποιθήσεις των και την ανάγκη που είχαν να διορθωθούν, αλλ’ αυτοί αναφέρονται με επιδοκιμασία στον Λόγο του Θεού. Όλ’ αυτά είναι σε αρμονία με τη Γραφική αρχή ότι «η οδός όμως των δικαίων είναι ως το λαμπρόν φως, το φέγγον επί μάλλον και μάλλον, εωσού γείνη τελεία ημέρα.»—Παροιμ. 4:18.
Μ’ αυτά τα παραδείγματα υπ’ όψιν, γιατί θα ήταν τόσο δύσκολο τα άτομα να παραδεχθούν ότι έχουν κάμει λάθη; Κανένας άνθρωπος δεν τα γνωρίζει όλα· όλοι συνεχίζομε να μαθαίνωμε. Λόγω ελλιπούς γνώσεως επανειλημμένως κάνομε σφάλματα. Ή, ακόμη, μπορεί να κάμωμε σφάλματα λόγω των αισθημάτων μας που υπερισχύουν επάνω μας· μπορεί να έχωμε αφήσει μια προκατάληψι ή μια τραυματισμένη υπερηφάνεια να μας κάμη ν’ αποκριθούμε χωρίς να χρησιμοποιήσωμε προηγουμένως την ικανότητα της σκέψεώς μας και να σταθμίσωμε τις συνέπειες των λόγων ή των πράξεών μας.—Παροιμ. 5:1, 2.
Το να είμεθα πρόθυμοι να παραδεχθούμε ένα σφάλμα είναι η ορθή πορεία, διότι αυτό αφήνει στο άτομο καθαρή συνείδησι. Μας εμποδίζει από το να λαμβάνωμε πάντα στάσι αμύνης ή να δικαιολογήσωμε τα σφάλματά μας λέγοντας, «Κανένας δεν είναι τέλειος.»
Το να είμεθα αρκετά ανώτεροι για να παραδεχθούμε ένα σφάλμα είναι επίσης η συνετή πορεία. Όπως ακριβώς έχει αναφερθή για τα παιδιά που είχαν παράπονα εναντίον του Μπαμπά των επειδή δεν παραδεχόταν ένα σφάλμα, με το να παραδεχθούμε ότι έχομε κάμει ένα σφάλμα βελτιώνομε τις σχέσεις μας με τους άλλους, είτε αυτοί είναι φίλοι μας, είτε ανώτεροί μας ή κατώτεροι, δηλαδή μιλώντας από οργανωτικής απόψεως. Και με το να παραδεχώμεθα το σφάλμα μας το εντυπώνομε βαθιά στη διάνοια μας κι’ έτσι θα είναι λιγώτερο πιθανόν να το επαναλάβωμε, αν όχι για άλλους λόγους τουλάχιστον για την ταπείνωσι που μας προκάλεσε.
Ώστε να δείχνετε ανωτερότητα. Γίνεσθε αρκετά ανώτερος όταν παραδέχεσθε ένα σφάλμα. Να είσθε πρόθυμος να λέτε, «Ναι, αυτό είναι σωστό. Εγώ έκαμα λάθος και λυπούμαι.» Κατόπιν καταβάλετε σκληρή προσπάθεια να μη το επαναλάβετε.