Η Διάρκεια Ζωής των Θηλαστικών
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ μπορεί να ζήση και να φθάση τα εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια, αλλά λίγα άλλα θηλαστικά μπορούν να ζήσουν τόσο πολύ. Αν υπολογίσουμε τη διάρκεια ζωής ενός θηλαστικού όχι βάσει των ετών που ζη αλλά βάσει των κτύπων της καρδιάς, είναι εύκολο να υπολογίσωμε αν ο άνθρωπος ζη πραγματικά περισσότερο από μερικούς άλλους θηλαστικούς συγκατοίκους του της γης. Ο ποντικός ζη κατά μέσον όρο γύρω στα 3,3 χρόνια, αλλά οι κτύποι της καρδιάς του φθάνουν τους 550 περίπου το λεπτό. Σ’ ένα χρόνο υπάρχουν περίπου 526.000 λεπτά, ώστε αν πολλαπλασιάσουμε τον αριθμό των λεπτών του έτους με τον αριθμό των κτύπων της καρδιάς σε κάθε λεπτό και κατόπιν αυτό το πολλαπλασιάσουμε με τον μέσο όρο ζωής του ποντικού, έχομε κάπου 950.000.000 κτύπους καρδιάς για τον μέσο ποντικό.
Το ίδιο είδος υπολογισμού μπορεί να γίνη για άλλα θηλαστικά, όπως είναι ο σκύλος, το άλογο, η αγελάδα και ο ελέφαντας. Επί παραδείγματι, ο ελέφαντας με 20 παλμούς το λεπτό, σε 70 χρόνια ζωής έχει ένα σύνολο παλμών περίπου 736.300.000, δηλαδή πολύ λιγώτερους από τον ποντικό. Φαίνεται ότι τα θηλαστικά γενικά κάνουν 1.000.000.000 ή λιγώτερους παλμούς στη διάρκεια της ζωής τους. Αν, όμως, ο ίδιος υπολογισμός γίνη για τον άνθρωπο, υπολογίζοντας 72 παλμούς το λεπτό και 70 χρόνια μέσον όρο ζωής, ο αριθμός των παλμών του ανθρώπου είναι περίπου 2.600.000.000, υπερδιπλάσιοι από τους παλμούς των άλλων θηλαστικών.
Ο Ισαάκ Ασήμωφ συμπεραίνει στο βιβλίο του Το Ανθρώπινο Σώμα: «Αν λάβουμε υπ’ όψι ότι τα δένδρα δεν έχουν καρδιά και ότι οι χελώνες (και τα ψυχρόαιμα ζώα γενικά) έχουν καρδιές που κτυπούν πολύ αργά, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η ανθρώπινη καρδιά ξεπερνά σε εργασία όλες τις άλλες. Ξεπερνά ασφαλώς τις καρδιές των άλλων θηλαστικών σε αναλογία 21⁄2 ή ακόμη και 31⁄2 προς 1. . . . Το ανθρώπινο σώμα, επομένως, χωρίς καυχησιολογία και εντελώς αντικειμενικά, είναι το πιο θαυμαστό κατασκεύασμα που γνωρίζομε.» Αυτό συμβαίνει διότι το ανθρώπινο σώμα είχε σχεδιασθή από τον Δημιουργό του να ζη για πάντα.