Μια στο Εκατομμύριο—Η Τριαντάχρονη Μάχη Κατά της Παραλύσεως
ΗΤΑΝ η 30 Μαρτίου του 1945, μια μέρα που θα μείνη για πολύν καιρό στη μνήμη μου. Θυμάμαι ότι σκεπτόμουν πόσο ζεστός ήταν ο καιρός τότε αν και ήταν πολύ ενωρίς ακόμη. Ο λαμπερός καταγάλανος ουρανός δεν είχε κανένα σύννεφο. Τα κύματα στην παραλία της Φλώριδας άφριζαν και η φουσκοθαλασσιά από τον ωκεανό ανέβαινε με ορμή και ξεσπούσε στην ακτή μ’ ένα δυνατό βουητό.
Ετοιμαζόμουν να γυρίσω στο σπίτι και καθώς ήμουν γεμάτος άμμο έτρεξα στην παραλία για να ξεπλυθώ στο κύμα. Διασχίζοντας με ταχύτητα τα ρηχά νερά είδα ένα αφρισμένο κύμα και βούτηξα μέσα. Ήμουν μόλις δεκαέξη ετών και το νεανικό σώμα μου ήταν καλά ανεπτυγμένο από τον αθλητισμό. Αυτή η φυσική μου κατάστασις επρόκειτο ν’ αποδειχθή ένας ζωτικός παράγων μέσα στα επόμενα δύο λεπτά. Κάτω από το κύμα, χωρίς να φαίνεται, υπήρχε ένας αμμόλοφος. Έπεσα επάνω του με το κεφάλι.
Όταν βγήκα στην επιφάνεια προσπάθησα να κάνω μερικές απλωτές κολυμβητικές κινήσεις. Αλλά ούτε τα χέρια μου ούτε τα πόδια μου ανταποκρίνονταν. Κρέμονταν μέσα στο νερό άψυχα. Το μυαλό μου κυριολεκτικά ξεφώνιζε εντολές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Απεγνωσμένα προσπάθησα να γυρίσω το πρόσωπο μου έξω από το νερό για ν’ αναπνεύσω. Μπορούσα να δω το γαλανό ουρανό από τη γωνία του ματιού μου αλλά με κανένα τρόπο δεν μπορούσα να εξασφαλίσω λίγο αέρα. Ήμουν εντελώς αβοήθητος.
Τα δευτερόλεπτα τώρα άρχισαν να φεύγουν γρήγορα. Κράτησα την αναπνοή μου. Η πίεσις ανέβηκε· τα αυτιά μου άρχισαν να βουίζουν και αίμα να τρέχη από τη μύτη μου. Ήξερα ότι η κατάστασίς μου ήταν απελπιστική. Φθάνοντας στο τέλος της αντοχής μου, έκανα μια προσευχή στον Θεό και πήρα την απόφασι να ρουφήξω νερό με όλη μου τη δύναμι και να τελειώσω γρήγορα. Εκείνη τη στιγμή είδα δυο χέρια να με πιάνουν, και αισθάνθηκα κάποιον να με σηκώνη έξω από το νερό. Με δυσκολία άρχισα να παίρνω βαθειές αναπνοές.
«Τι συμβαίνει, τι τρέχει με σένα;» μου φώναξε ένας φίλος. Με κρατούσε στο στήθος του και κολυμπούσε με την πλάτη για να βγη από το νερό.
«Δεν ξέρω,» του είπα. «Δεν μπορώ να κουνηθώ.»
Παράλυτος από το Λαιμό και Κάτω
Αυτή ήταν η αρχή της παραλύσεώς μου. Αποτέλεσμα της συγκρούσεως ήταν να σπάση ο λαιμός μου. Ο τέταρτος και πέμπτος αυχενικός σπόνδυλος είχαν σπάσει μέσα στην σπονδυλική στήλη, σταματώντας αμέσως όλες τις νευρικές ωθήσεις προς το σώμα από το λαιμό και κάτω.
Μια νοσοκόμα έτυχε να βρίσκεται εκείνη τη στιγμή στην παραλία. Έτρεξε και με ρώτησε τι είχε συμβή και αμέσως έπειτα έδωσε οδηγίες πώς να με ξαπλώσουν. Με τοποθέτησε επάνω στην άμμο και εκείνη στοίβαζε βρεγμένη άμμο γύρω από το κεφάλι μου για να το κρατήση ακίνητο. Μου ζήτησε να μη κουνήσω καθόλου το κεφάλι μου.
Ανασηκώνοντας το χέρι μου με ρώτησε αν μπορούσα να κουνήσω τα δάκτυλα μου. Καμμιά όμως ανταπόκρισι. Όταν αυτή άφησε το χέρι μου, εκείνο έπεσε άψυχα στο πλευρό μου και ενώ το κοιτούσα, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να το κατευθύνω. Έμοιαζε σαν να μην ήταν δικό μου.
Σε λίγο έφθασε το νοσοκομειακό όχημα και γρήγορα με ωδήγησαν στο νοσοκομείο. Οι δύο νεαροί που συνετέλεσαν στη διάσωσί μου και η νοσοκόμα με συνώδευαν προσπαθώντας να με παρηγορήσουν και να με καθησυχάσουν. Επειδή εκείνο το σαββατοκύριακο ήταν αργία, ήταν πολύ δύσκολο να βρεθή ένας γιατρός. Η εισαγωγή μου στο νοσοκομείο καθυστερούσε. Γιατί όμως; Οι γονείς μου απουσίαζαν από την πόλι εκείνη την ημέρα και οι αρμόδιοι του νοσοκομείου ήθελαν να γνωρίζουν ποιος θα ήταν οικονομικώς υπεύθυνος για την περίθαλψί μου. Ο ένας από τους νεαρούς που ήταν μαζί μου έγινε αργότερα γερουσιαστής της πολιτείας και εισηγήθηκε ένα νόμο που απαιτούσε άμεση εισαγωγή και περίθαλψι στο νοσοκομείο άσχετα με τις περιστάσεις. Αργότερα μου είπε ότι αυτή του η ενέργεια είχε ωδηγηθή από το αίσθημα απογοητεύσεως που δοκίμασε εκείνη την ημέρα.
Τελικά έφθασε ο γιατρός. Ήταν ένας ειδικευμένος γιατρός και χειρούργος και απεδείχθη για μένα ένας επιμελής και αφωσιωμένος φίλος. Με ενεθάρρυνε συνεχώς και ήταν πολύ καλός μαζί μου. Στη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου έμεινε στο πλευρό μου συνεχώς και έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για μένα.
Οι ακτινογραφίες έδειξαν το σπάσιμο στο λαιμό μου. Θυμάμαι τους βασανιστικούς πόνους όταν ο γιατρός μου ζήτησε ν’ ανοίξω το στόμα μου για να μπορέσουν να γίνουν οι ακτινογραφήσεις. Δεν αισθανόμουν ακόμα ούτε όταν οι νοσοκόμες ξέπλεναν την άμμο από το σώμα μου και προσπαθούσαν να με ντύσουν.
«Μα τι έκανα;» σκέφθηκα μέσα μου.
Μέχρι την Πόρτα του Θανάτου και Πίσω Πάλι
Με τοποθέτησαν μέσα σ’ ένα μηχανικό περιλαίμιο που μπορούσε να ρυθμίζεται ώστε να αποσύρη όλες τις πιέσεις από τη σπονδυλική στήλη. Άρχισε η παροχή ενδοφλεβίου διαθρέψεως ώστε το σώμα μου να παίρνη τα απαραίτητα υγρά· επίσης μου χορηγήθηκαν φάρμακα για την καταπολέμησι της μολύνσεως. Τώρα ήταν πλέον ζήτημα να περιμένωμε να δούμε τι εξέλιξι θα είχε η κατάστασις.
Συχνά φέρνω στη σκέψι μου την αντίδρασι των γονέων μου όταν τους είπαν ότι είχα τραυματισθή σοβαρά και ότι δεν περίμεναν να ζήσω. Όταν ήλθαν να με δουν μπόρεσα από το ύφος τους να καταλάβω ότι η κατάστασις ήταν πολύ σοβαρή. Η ειρωνεία ήταν ότι εγώ δεν γνώριζα τίποτα για την παράλυσι και τη λειτουργία της σπονδυλικής στήλης. Επρόκειτο όμως να μάθω πολλά στα επόμενα χρόνια.
Οι δύο πρώτες εβδομάδες υπήρξαν κρίσιμες. Η παράλυσις σταματά όλες τις λειτουργίες του σώματος. Τα νεφρά, η κύστις και τα έντερα παύουν να λειτουργούν. Για να αποβάλλονται τα ούρα εισάγεται ένας καθετήρας. Οι ακαθαρσίες αποβάλλονται από το σώμα με άντλησι. Προφανώς, ο ασθενής δεν μπορεί να φάη, διότι δεν υπάρχει φυσιολογικός τρόπος επεξεργασίας της τροφής. Στη διάρκεια του πρώτου μηνός το βάρος μου ελαττώθηκε από 66 σε 36 κιλά.
Η εξαιρετικά υψηλή θερμοκρασία του σώματός μου μαζί με την παράλυσι έκαναν το εξωτερικό στρώμα του σώματος να νεκρωθή. Σχηματίσθηκε μια κρουστά σε όλο το σώμα μου. Δεν μπορούσα να μετακινηθώ ούτε και για να με πλύνουν. Τελικά άρχισαν να χάνωνται τα σημεία ζωής μου. Η πίεσις του αίματος έπεσε και ο ρυθμός της καρδιάς ελαττώθηκε. Η αναπνοή άρχισε να γίνεται δύσκολη. Ήταν φανερό ότι πέθαινα.
Ξαφνικά, δεκατρείς ημέρες μετά το ατύχημα και ενώ ήμουν στο πιο κρίσιμο σημείο συνέβη ένα φαινόμενο. Έβρεξα το κρεββάτι μου! Τα νεφρά και η κύστις είχαν αρχίσει να λειτουργούν. Ο γιατρός διέταξε την εισαγωγή υγρών στο σώμα. «Πίνε ό,τι θέλεις» μου είπε. «Μόνο μη σταματάς να πίνης.»
Αργότερα έμαθα ότι είχαν καλέσει την οικογένειά μου εκείνο το βράδυ στο νοσοκομείο. Ο γιατρός τους είχε πει ότι το τέλος ήταν κοντά. Τώρα όμως υπήρχε μια νέα ελπίδα.
Ο Μακρύς και Δύσκολος Δρόμος προς την Κινητικότητα
Οι επόμενες ημέρες επρόκειτο να είναι πολύ δύσκολες. Άρχισε η οδυνηρά αργή διαδικασία επαναφοράς των νευρικών παλμών και επρόκειτο ν’ αρχίσω θεραπεία για αποκατάστασι. Η οικογένειά μου είχε συμβουλευθή ειδικούς και όλοι είχαν συμφωνήσει ότι η επιβίωσίς μου και μόνον θα έπρεπε να χαρακτηρισθή ως «ένα θαύμα.» Άλλο πρόβλημα ήταν το κάταγμα του πέμπτου αυχενικού σπονδύλου και άλλο του τετάρτου. Κατόπιν ο πατέρας μου ρώτησε αν υπήρχαν πιθανότητες να μπορέσω να ξαναχρησιμοποιήσω το σώμα μου. «Μια πιθανότης στο εκατομμύριο» απήντησε ο γιατρός, «μια στο εκατομμύριο.»
Όταν άρχισαν οι σπασμοί σ’ όλο το νευρικό μου σύστημα μού προξένησαν αφόρητους πόνους. Η μητέρα μου ήταν μέρα-νύχτα κοντά μου βάζοντάς μου μπουκάλια με ζεστό νερό και αχνιστές πετσέτες καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια για να αισθάνωμαι πιο άνετα. Αν και οι σπασμοί μειώθηκαν εν τούτοις η παράλυσις παρέμενε.
Μετά από αρκετές εβδομάδες στο νοσοκομείο, μου επέτρεψαν να γυρίσω στο σπίτι μου. Τι θαυμάσια που ήταν για μένα εκείνη η μέρα! Η οικογένειά μου με φρόντιζε συνεχώς κι έτσι μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, μήνα με το μήνα μπορούσαμε να διακρίνωμε νέα σημεία ζωής στο σώμα μου.
Το να προσπαθή κανείς να αποκαταστήση παράλυτους μυς αποτελεί μια οδυνηρή δοκιμασία της υπομονής. Η θεραπεία περιελάμβανε μασσάζ και τέντωμα των μυών, ασκήσεις, κολύμπι και άρσι βαρών. Όλα αυτά, συνέβαιναν πριν από τις πολυάριθμες σύγχρονες προόδους της φυσιοθεραπείας. Στη διάρκεια μιας πρόσφατης επισκέψεώς μου στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, στο Τμήμα της Αποκαταστάσεως Αναπήρων, έμεινα κατάπληκτος από τον εξοπλισμό και τα μέσα που διαθέτουν τώρα για τη φροντίδα των παραπληγικών και των τετραπληγικών. Η δική μου θεραπεία ήταν συγκριτικά πρωτόγονη.
Στο τέλος του καλοκαιριού είχα την εντύπωσι ότι θα μπορούσα να περπατήσω. «Θα αστειεύεται,» είπε ο γιατρός. «Θα μάθη με τον καιρό ότι δεν υπάρχει καμμιά ελπίδα.»
Έτσι ο πατέρας μου και ο γαμπρός μου με έσερναν επάνω στο πάτωμα. Ήταν μάταιο βέβαια, αλλ’ εγώ συνέχισα να σκέπτωμαι ότι θα μπορούσα να τα καταφέρω. Εν τω μεταξύ άρχισα να κινώ τα χέρια μου στους αγκώνες εξασκώντας τα με μανία για να αναπτύξω όσες ικανότητες είχαν απομείνει. Μπορούσα να γράφω στη γραφομηχανή με τη βοήθεια ενός μολυβιού δεμένου στο παράλυτο ακόμη χέρι μου κτυπώντας τα πλήκτρα με το μολύβι. Σκεπτόμουν ότι «κάτι» ήταν κι αυτό—να δακτυλογραφώ επιστολές.
Το πιο σπουδαίο απ’ όλα είναι ότι στη διάρκεια όλης αυτής της εμπειρίας μου πλησίασα περισσότερο τον Δημιουργό μου Ιεχωβά Θεό. Είχα ανατραφή ως μάρτυς του Ιεχωβά, αλλά ποτέ μου δεν είχα καταναλώσει παραγωγικά το χρόνο μου σε μελέτη. Τώρα άρχισα να διαβάζω την Αγία Γραφή όπως ποτέ προηγουμένως και φαίνεται ότι καθώς ήμουν παράλυτος συγκρατούσα καλύτερα αυτά που διάβαζα. Σε μια εποχή χωρίς τηλεόρασι ή άλλους περισπασμούς διεπίστωσα ότι μπορούσα να διαβάζω με τις ώρες και να θυμάμαι εκείνα που διάβαζα. Και πιστεύω ότι στη διάρκεια αυτών των δύσκολων μηνών έμαθα για πρώτη φορά στη ζωή μου το πραγματικό νόημα της υπομονής.
Τελικά μια μέρα ενώ έκανα ασκήσεις ένοιωσα ότι θα μπορούσα τουλάχιστον να σταθώ όρθιος ακόμη και αν δεν θα μπορούσα να βαδίσω. Ο πατέρας μου και ο γαμπρός μου με πήγαν κοντά στο άνοιγμα μιας πόρτας ώστε να στηριχτώ με τα χέρια μου. Έπειτα με άφησαν. Η πίεσις του βάρους μου στα πόδια που δεν είχαν πατήσει στο πάτωμα και δεν είχαν σηκώσει το βάρος μου επί πολλούς μήνες μου προξενούσε τρομερό πόνο. Έμεινα όμως όρθιος εκεί στην πόρτα και μάλιστα μόνος μου! Τι αίσθημα νίκης ήταν αυτό!
Μέχρι τώρα, με μετέφερε παντού ο γαμπρός μου. Με έπλενε, με έντυνε και με τάιζε. Αυτός και η αδελφή μου υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι μια μεγάλη πηγή βοηθείας και ανακουφίσεως για μένα σ’ όλα αυτά τα τριάντα χρόνια της δοκιμασίας μου. Σαν Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά που ήσαν, η πνευματική τους δύναμις και καθοδήγησις υπήρξαν ζωτικά για μένα και ειδικά από το 1950, όταν πέθανε ο πατέρας μου και μερικά χρόνια αργότερα η μητέρα μου.
Το Μεγαλύτερο Κατόρθωμα: Σηκώνομαι από το Έδαφος
Η στιγμή να συνειδητοποιήσω τις διαστάσεις του προβλήματος που επρόκειτο να αντιμετωπίσω σε όλη μου τη ζωή ήλθε στη διάρκεια μιας από τις επισκέψεις μου στο κέντρο αποκαταστάσεως μερικούς μήνες μετά το δυστύχημα. Ο θεραπευτής, που επί μήνες είχε εργασθή μαζί μου για την ανάπτυξι των μυών και με είχε μάθει να βαδίζω και πάλι, σκοπίμως κάποια ημέρα με έσπρωξε για να πέσω επάνω στο στρώμα των ασκήσεων.
«Για να δούμε αν μπορής να σηκωθής επάνω,» μου είπε.
«Μα ξέρεις ότι δεν μπορώ,» του απήντησα θυμωμένος. «Γιατί μου το έκαμες αυτό;»
«Θέλω να μάθης πώς νοιώθει κάποιος αβοήθητος,» μου είπε. «Τώρα μπορείς να βαδίζης. Δεν θα είναι βέβαια και πολύ ωραίο το βάδισμά σου, αλλά σε βοηθεί, έτσι δεν είναι; Τώρα λοιπόν θα πρέπη να επινοήσης ένα τρόπο για να σηκώνεσαι όταν πέφτης, διότι θα πέφτης πολλές φορές. Και όταν θα πέφτης πρέπει να σηκώνεσαι και να συνεχίζης. Με καταλαβαίνεις;»
Έκλαψα και για πρώτη φορά ένοιωσα εντελώς απογοητευμένος και φοβήθηκα ότι η παράλυσις επρόκειτο να με κυριεύση αντί να την κυριεύσω εγώ.
«Το ξέρεις ότι δεν υπάρχει καμμιά περίπτωσις να τα καταφέρω,» του απήντησα.
«Δεν ξέρω τίποτα τέτοιο. Έχεις προχωρήσει πολύ και δεν θα πρέπει να τα παρατήσης τώρα. Γι’ αυτό θα συνεχίσουμε να προσπαθούμε για να βρούμε έναν τρόπο να σηκώνεσαι. Μπορείς να χρησιμοποιής είκοσι τοις εκατό των μυών σου. Και επίσης παθαίνεις σπασμούς. Αυτό σημαίνει ότι αν σκοντάψης θα πέσης αμέσως κάτω και θα μείνης εκεί ακίνητος. Το ερώτημα λοιπόν είναι, θα σηκωθής;»
Χρειάσθηκε να περάσουν μήνες αλλά τελικά τα καταφέραμε. Ξάπλωνα με το στομάχι, ανασηκωνόμουν στα γόνατά μου, έφερνα το ένα πόδι μου μπροστά για στήριγμα και σηκωνόμουν όρθιος. Αυτό έπαιρνε χρόνο, αλλά μπορούσα να το κάνω. Εν τω μεταξύ συνέχισα να εξασκούμαι.
Το 1946 μόλις ένα χρόνο μετά το δυστύχημα είχα την ευκαιρία να δοκιμάσω αυτή την ικανότητά μου. Αυτό συνέβη σε μια διεθνή συνέλευσι των μαρτύρων του Ιεχωβά στο Κλήβελαντ του Οχάιο. Ενώ εργαζόμουν για την εξασφάλισι δωματίων για όσους θα παρευρίσκοντο στη συνέλευσι, κατρακύλησα σε μια σκάλα από τούβλα. Οι σπασμοί που προξενήθηκαν, το κτύπημα και τα τραύματα με παρέλυσαν. Έμεινα κάτω αποσβολωμένος ενώ το αίμα έτρεχε από το πρόσωπο, τα γόνατα και τους αγκώνες.
«Πρέπει να σηκωθώ,» σκέφθηκα μέσα μου. «Μην πανικοβάλλεσαι. Ησύχασε.»
Καθώς περνούσε ο πόνος και οι αισθήσεις μου άρχισαν να επανέρχωνται μπόρεσα να πιαστώ από τα σκαλοπάτια και να σηκωθώ. Πόσο προσευχήθηκα για βοήθεια! Συνεχώς σκεπτόμουν, «θα σε νικήσουμε, θα σε νικήσουμε.» Ήταν μια από τις πιο δύσκολες ημέρες μου.
Αυτή ήταν η πρώτη από τις πολλές πτώσεις μου. Μερικές απ’ αυτές έκαναν ζημιά στους μυς, άλλες έγδαραν την επιδερμίδα μου, άλλες άφησαν ουλές, και μια τελευταία έγινε αφορμή να σπάση ένα από τα οστά της σπονδυλικής στήλης και να χρειασθή να φορώ ένα νάρθηκα επί μερικές βδομάδες έως ότου δέση το κόκκαλο. Ακόμη, όμως, εξακολουθεί να με ενοχλή. Αλλά κανένα από αυτά τα ατυχήματα δεν ήταν πράγματι σπουδαίο. Εκείνο που έχει σημασία είναι να μάθης πως όταν πέσης πρέπει να σηκωθής. Με πίστι και πλήρη εμπιστοσύνη στον Δημιουργό Ιεχωβά ένα άτομο μπορεί να επιτύχη πολλά στη ζωή του.
Μια Πλούσια και Γεμάτη Ζωή
Τώρα πια είχα ξεπεράσει την κρίσι. Η πρώτη φροντίδα ήταν για την επιβίωσι. Κατόπιν ήλθε η θεραπεία και η αποκατάστασις και οι αναγκαίες διανοητικές και συναισθηματικές προσαρμογές. Μερικά από αυτά είναι κατορθωτά. Η υπερνίκησις μερικών άλλων όμως μπορεί να είναι πέρα από τις ανθρώπινες δυνατότητες.
Το 1947 επέστρεψα στο σχολείο. Ήταν και αυτό μια ακόμα δοκιμασία, έπρεπε όμως να μορφωθώ κάπως για να μπορέσω να αυτοσυντηρηθώ και να παύσω να είμαι βάρος στην οικογένειά μου. Μετά από πολλή σκέψι απεφάσισα να επιστρέψω στο γυμνάσιο και ν’ αποφοιτήσω. Ήμουν δεκαέξη ετών όταν κτύπησα και μαθητής στην τελευταία τάξι του γυμνασίου. Τώρα, ύστερα από τρία χρόνια και δύο μήνες μετά το δυστύχημα, απεφοίτησα το 1948.
Ειδικεύθηκα στην ομιλία και τη δημοσιογραφία και ήλπιζα να γίνω ένας εκφωνητής ραδιοφώνου. Η πρώτη μου εμφάνισις ήταν μια αποτυχία. Ο διευθυντής του σταθμού μού είπε ότι θα χρειαζόμουν και άλλη εκπαίδευσι. Είχα τώρα κάτι νέο για το οποίο έπρεπε να εργασθώ, κάτι που δεν είχε σχέσι με το ανάπηρο σώμα μου: Να εκπαιδεύσω τη φωνή μου που δεν είχε πάθει καμμιά ζημία.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου συνάντησα τη μέλλουσα σύζυγό μου στο σχολείο. Ήταν μια τυχαία συνάντησις. Ήμουν όμως καθισμένος και δεν ήξερε τίποτα για την κατάστασί μου. Με προσκάλεσε στο σπίτι της να γνωρίσω τους γονείς της και εγώ δέχθηκα. Αντιμετώπιζα όμως τώρα ένα τρομερό πρόβλημα. Κατοικούσε σ’ ένα διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου κι εγώ ποτέ μου δεν είχα δοκιμάσει να ανέβω τόσα πολλά σκαλοπάτια προηγουμένως. Όταν έφθασα εκεί με το αυτοκίνητο, που εν τω μεταξύ είχα μάθει και πάλι να οδηγώ, με περίμενε στο ισόγειο. Δεν μπορείτε να φαντασθήτε τα αισθήματά μου εκείνη τη στιγμή.
Όταν βγήκα από το αυτοκίνητο και άρχισα να βαδίζω προς το μέρος της η έκφρασις του προσώπου της δεν άλλαξε καθόλου. Η διαπίστωσις πρέπει να την συνεκλόνισε, αλλά ποτέ δεν το έδειξε. Και το πιο συγκινητικό είναι ότι ποτέ δεν μου έκανε ερωτήσεις για την κατάστασί μου. Αυτή υπήρξε η στάσις της μέσα στα είκοσι τέσσερα χρόνια του γάμου μας. Δείχνει κατανόησι, συμπόνοια, αλλά ποτέ δεν μιλάει γι’ αυτό.
Η ζωή μας ήταν πλήρως φυσιολογική και είχε ένα κοινό σκοπό. Η σύζυγός μου συμμερίζεται τις πεποιθήσεις μου, τις χαρές μου και τις απογοητεύσεις μου. Παρ’ όλο ότι ενδιαφέρεται, εν τούτοις, δεν είναι υπέρμετρα προστατευτική. Κάποτε είπε ότι, «Τα μόνα σοβαρά εμπόδια είναι τα συγκινησιακά και τα πνευματικά,» και συμφωνώ μαζί της.
Έπειτα παρουσιάσθηκε η δεύτερη ευκαιρία για ραδιοφωνική εκφώνησι. Καθόμουν μαζί με άλλους τρεις υποψηφίους και ένοιωσα ότι δεν ήμουν ασφαλής. Μια και είχα φθάσει όμως ώς εδώ και είχα εργασθή τόσο σκληρά για να εξασκηθώ, απεφάσισα να προχωρήσω. Προς μεγάλη μου έκπληξι με προσέλαβαν! Μπορούσα τώρα να εργάζωμαι και να κερδίζω τα προς το ζην. Έκλαιγα σε όλο το δρόμο καθώς γύριζα σπίτι.
Κατ’ αρχήν εργάσθηκα ως εκφωνητής διαφημίσεων. Αργότερα έγινα παρουσιαστής αθλητικών αγώνων και το 1956 διευθυντής ραδιοτηλεοπτικών επικαίρων. Έγινα ανταποκριτής δύο εθνικών δικτύων. Η ραδιοφωνία υπήρξε πολύ καλή για μένα επί εικοσιδύο χρόνια. Όμως μια και είχα κάποια πείρα και προϋπηρεσία σ’ αυτόν τον τομέα απεφάσισα να προσπαθήσω να κάνω την επιχείρησι να δουλεύη για μένα μάλλον παρά εγώ γι’ αυτήν. Αυτή ήταν το μέσον για να εξοικονομώ τα προς το ζην, αλλά δεν ήθελα να γίνη το πρώτιστον ενδιαφέρον μου. Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα από το 1945 και μετά ισχυροποίησαν την απόφασί μου να συγκεντρώσω τη ζωή μου γύρω από την υπηρεσία μου προς τον Ιεχωβά Θεό και την εξυπηρέτησι των συμφερόντων της βασιλείας του Υιού του.
Πολλοί είναι εκείνοι που συνεισέφεραν πλούσια στη ζωή μου σ’ αυτά τα περασμένα τριάντα χρόνια. Υπήρξαν τόσες πολλές περιπτώσεις καλωσύνης και ενδιαφέροντος που θα ήταν αδύνατο να τις απαριθμήσω όλες. Σίγουρα, όμως, το πιο σπουδαίο απ’ όλα ήταν το ενδιαφέρον που έδειξε ο ίδιος ο Ιεχωβά Θεός για μένα. Αυτός υπήρξε ο διαρκής σύντροφός μου, η δύναμίς μου και το στήριγμά μου. Πολύ με ανακουφίζουν τα λόγια του Ψαλμού 103:1-4 που είναι γεμάτα σημασία για μένα:
«Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Ιεχωβά· και πάντα τα εντός μου το όνομα το άγιον αυτού. Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Ιεχωβά, και μη λησμονής πάσας τας ευεργεσίας αυτού· τον συγχωρούντα πάσας τας ανομίας μου· τον ιατρεύοντα πάσας τας αρρωστίας σου· τον λυτρώνοντα εκ της φθοράς την ζωή σου· τον στεφανούντα σε με έλεος και οικτιρμούς.»
Ο Υιός του Θεού όταν ήταν στη γη έδειξε την ικανότητα του να θεραπεύη παραλυτικούς. (Ματθ. 4:24· 9:2-7) Με τη βοήθεια του Θεού αυτό ήταν κάτι πολύ απλό γι’ αυτόν. Αυτό πρόκειται να είναι μόνο μια από τις πολυάριθμες ευλογίες της βασιλείας του Θεού διά του Ιησού Χριστού, αυτής της χιλιετούς διακυβερνήσεως ειρήνης που είναι ακριβώς μπροστά μας. Όλα αυτά θα είναι μια ανεξάντλητη πηγή ευτυχίας και θεραπείας για όλα τα φυσικώς ανάπηρα άτομα που θα θελήσουν ν’ ανταποκριθούν ευνοϊκά σ’ αυτήν.
Έχω διαπιστώσει ότι η μεγαλύτερη ευτυχία βρίσκεται στην υπηρεσία του Θεού. Αυτό κάνει τη ζωή γεμάτη ανταμοιβές. Με το να είμαι παραλυτικός, δεν στερήθηκα τα προνόμια και τις ευλογίες της υπηρεσίας του Δημιουργού. Και αν κατά κάποιον τρόπο είσθε και σεις ανάπηρος, πιστεύω ειλικρινά ότι αυτή η αφήγησις θα σας βοηθήση να δήτε ότι και σεις επίσης μπορείτε ν’ απολαύσετε μια πλούσια ζωή στην υπηρεσία του Θεού.—Από Συνεργάτη.