Μια Συνωμοσία Ματαιώνεται στους «Αντίποδες»
Από τον ανταποκριτή του «Ξύπνα!» στη Αυστραλία
Ο ΛΑΟΣ της Αυστραλίας εκτιμά τα ατομικά δικαιώματα που έχουν ως πολίτες. Είναι αρκετά γνωστή η επιμονή τους για ‘τίμιο παιγνίδι’ ή «τίμια προσπάθεια,» όπως την ονομάζουν.
Οι αμερόληπτοι άνθρωποι συνήθως ευνοούν την ελευθερία λατρείας. Το άρθρον 116 του Συντάγματος της Αυστραλίας εγγυάται γι’ αυτήν με τα εξής λόγια: «Η Κοινοπολιτεία δεν θα ψηφίση κανένα νόμο για την εγκαθίδρυσι κάποιας θρησκείας, ή για την επιβολή κάποιου θρησκευτικού κανόνος ή για την απαγόρευσι της ελευθέρας ασκήσεως κάποιας θρησκείας.»
Πολλοί κάτοικοι στους «αντίποδες» έχουν μεγάλη πνευματική όρεξι και χαίρονται όταν οι μάρτυρες του Ιεχωβά τους επισκέπτωνται στα σπίτια τους για να μελετήσουν την Αγία Γραφή μαζί τους. Στη διάρκεια του 1975, διεξήγοντο περισσότερες από 11.000 τέτοιες δωρεάν Γραφικές μελέτες με Αυστραλούς κάθε βδομάδα.
Γνωρίζατε, όμως, ότι κάποτε οι Μάρτυρες ήσαν σε απαγόρευσι στην Αυστραλία; Πώς συνέβη αυτό;
Εκηρύχθησαν Παράνομοι—Αλλά Γιατί;
Στις 17 Ιανουαρίου 1941, ο Γενικός Διοικητής της Αυστραλίας δημοσίευσε στην εφημερίδα της κυβερνήσεως ένα νομοθετικό διάταγμα που έλεγε ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά είναι παράνομοι, καθώς και τα διάφορα νομικά σωματεία που χρησιμοποιούν.
Η απαγόρευσις προφανώς σχετιζόταν με το κλείσιμο τεσσάρων ραδιοφωνικών σταθμών που λειτουργούσαν από τους μάρτυρες του Ιεχωβά. Το κλείσιμο αυτό συνέβη επειδή ωρισμένα άτομα που ανήκαν στο στρατό ισχυρίσθηκαν ότι οι εγκαταστάσεις αυτές είχαν εκπέμψει στασιαστικά προγράμματα που έδιναν πληροφορίες στον εχθρό στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Έκαμαν οι μάρτυρες του Ιεχωβά πράγματι στασιαστικά προγράμματα; Εξετάστε την αιτία που έδωσε το Ομοσπονδιακό Υπουργικό Συμβούλιο στο Σίδνεϋ όταν το συμβούλιο ζήτησε να μην επιτρέψη ο Υπουργός Δικαιοσύνης της Αυστραλίας να επαναλειτουργήσουν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί για ένα χρονικό διάστημα: «Για να εξετασθή και να διαλευκανθή η κατάστασις σχετικά μ’ αυτούς τους ραδιοφωνικούς σταθμούς.»
Δεν σας φαίνεται παράξενο που αυτοί οι σταθμοί είχαν κλείσει πριν «εξετασθή και διαλευκανθή» το ζήτημα; Εκθέσεις που δημοσιεύθηκαν προσφάτως από το Γραφείο Αρχείων της Κοινοπολιτείας της Αυστραλίας αποκαλύπτουν ότι γινόταν μια συνωμοσία. Ας εξετάσωμε μερικές πληροφορίες που μας δίνουν αυτές οι εκθέσεις.
Πίεσις από τον Κλήρο του Χριστιανικού Κόσμου
Τον Ιούλιο του 1940, ο Σερ Ρόμπερτ Μένζης, τότε Πρωθυπουργός της Αυστραλίας, έλαβε μια επιστολή από ένα Μεθοδιστή κληρικό στην Τασμανία, που είναι τμήμα της Κοινοπολιτείας της Αυστραλίας. Είχε γράψει εκ μέρους των Μεθοδιστών της περιφερείας του, που είχαν υποστηρίξει ένα αίτημα της Τασμανικής κυβερνήσεως προς την Αυστραλιανή κυβέρνησι, σύμφωνα με το οποίο ζητούσαν να κηρυχθούν παράνομοι, οι μάρτυρες του Ιεχωβά. «Αν χρειάζεται,» έγραψε, «μπορώ να παραθέσω λόγους για τους οποίους υποστηρίζομε να παύση αυτή η αίρεσις.»
Ένας άλλος Αυστραλός κληρικός, που εναντιωνόταν στο ενθουσιώδες δημόσιο κήρυγμα των μαρτύρων του Ιεχωβά, έγραψε στον κ. Γ. Μ. Χιούζ, τότε Υπουργό Δικαιοσύνης της Αυστραλίας: «Οι άνθρωποι αυτής της αιρέσεως, που αυτοκαλούνται μάρτυρες του Ιεχωβά, είναι αναμφισβήτητα μια ομάδα ύπουλων ανθρώπων και κατά τη γνώμη μου πρέπει ν’ απαγορευθούν ως τέτοιοι.»
Αυτές οι επιστολές από κληρικούς δεν περιείχαν καμμιά απόδειξι για ανατρεπτικές ή παράνομες ενέργειες εκ μέρους των μαρτύρων του Ιεχωβά. Ήσαν απλώς κατηγορίες, που περιελάμβαναν και το αδύνατο επιχείρημα: Αν χρειάζεται, μπορώ να παραθέσω λόγους.»
Τα Αρχεία της Κυβερνήσεως δείχνουν ότι ο Υπουργός της Δικαιοσύνης είχε υποστή επίσης πίεσι από τον Καθολικό κλήρο να καταπνίξη την ελευθερία της θρησκείας που απελάμβαναν οι μάρτυρες του Ιεχωβά. Εν τούτοις, σε άμεση απάντησι προς τον τότε Καθολικό αρχιεπίσκοπο του Σίδνεϋ, τον Ν. Τ. Γκιλρόη (που αργότερα προήχθη οι καρδινάλιο), ο Υπουργός Δικαιοσύνης διαβεβαίωσε ότι η κυβέρνησις δεν είχε νόμιμη βάσι να θέση υπό απαγόρευσι τη Χριστιανική δραστηριότητα των μαρτύρων του Ιεχωβά. Έγραψε τα εξής:
«Αν δεν επρόκειτο για το γεγονός ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ομολογούν ότι κηρύττουν τις διδασκαλίες της Χριστιανοσύνης, δεν θα δίσταζα καθόλου να συστήσω να κηρυχθή παράνομη αυτή η οργάνωσις. Όπως γνωρίζετε, είναι απαγορευμένο στην Κυβέρνησι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, ν’ αναμιγνύεται στην ελευθέρα άσκησι οποιασδήποτε θρησκείας και, μολονότι εγώ προσωπικά έχω μερικές αμφιβολίες σχετικά με το αν αυτό το ‘εκκλησιαστικό παράδοξον’ είναι θρησκεία, το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να έχη διαφορετική γνώμη.»
Στην απάντησί του, ο αρχιεπίσκοπος προσπάθησε να παρακάμψη τις συνταγματικές εγγυήσεις ελευθερίας θρησκείας με τον ισχυρισμό ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν εδίδασκαν Χριστιανικές διδασκαλίες. Ούτε αυτός, όμως, ούτε οι Διαμαρτυρόμενοι συνάδελφοί του μπόρεσαν να δώσουν θετικές αποδείξεις για στασιαστική συμπεριφορά εκ μέρους των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης παραδέχθηκε ότι είχε λάβει αρκετά έντυπα που εκδίδουν οι Μάρτυρες. Τα διάβασε αλλά δεν βρήκε παράνομες ή επαναστατικές δηλώσεις. Και δεν πείσθηκε ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν διαπράξει οποιεσδήποτε ενέργειες παραβιάζοντας τον νόμο. Επομένως, η εφημερίς Μόρνιν Χέραλντ του Σίδνεϋ, στις 6 Νοεμβρίου 1940, ανέφερε τα εξής:
«Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, κ. Χιούζ, είπε απόψε ότι προς το παρόν η Κυβέρνησις δεν θα έκανε περαιτέρω ενέργειες σχετικά με τις δραστηριότητες των ‘Μαρτύρων του Ιεχωβά.’ . . . Ο κ. Χιούζ είπε ότι, ήταν ουσιώδες να μη ξεχνούμε ότι, αγωνισθήκαμε για ελευθερία γνώμης. Εζήτησαν από την κυβέρνησι αφ’ ενός ν’ αγωνισθή γι’ αυτό τον σκοπό και αφ’ ετέρου να θέση υπό απαγόρευσι ‘αυτούς τους ανθρώπους’ . . .»
Τέσσερις μέρες αργότερα, η εφημερίς Σαν Εντ Γκάρντιαν του Σίδνεϋ περιείχε ένα παρόμοιο άρθρο:
«Εφ’ όσον οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ‘αποδίδουν στον Καίσαρα αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα,’ ο Ομοσπονδιακός Εισαγγελίας, κ. Χιούζ, δεν θα θέση υπό απαγόρευσι την αίρεσι. ‘Δεν μπορώ να το συμβιβάσω αυτό με τη συνείδησί μου, να θέσω υπό απαγόρευσιν ανθρώπους επειδή δεν σκέπτονται όπως σκέπτομαι εγώ ή επειδή δεν λατρεύουν τον Θεό με τον ίδιο τρόπο,’ είπε . . . Τονίσθηκε στον κ. Χιούζ ότι πολλοί άνθρωποι αμφισβητούν το δικαίωμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά να θεωρούνται ως θρησκευτικό σώμα. ‘Αυτό υπήρξε χαρακτηριστικό της αιρέσεως αυτής επί αιώνες,’ απήντησε. ‘Δεν υπερασπίζομαι, τους Μάρτυρες του Ιεχωβά· απλώς λέγω ότι υπάρχει σύνταγμα. Εγγυάται, στον κάθε άνθρωπο ελευθερία θρησκευτικής πίστεως. Σ’ αυτό πρέπει να βασισθώ . . . Αλλά η απλή ομολογία πίστεως σ’ ένα σύμβολο πίστεως, άσχετα με το πόσο δυσάρεστο ή τερατώδες μπορεί να φαίνεται σ’ εμάς, δεν αποτελεί αυτό το ίδιο προσβολή κατά του νόμου.’»
Είναι ενδιαφέρον, επίσης, το γεγονός ότι ένα μήνα πριν δημοσιευθούν αυτά τα άρθρα, το Υπουργικό Συμβούλιο είχε μια συζήτησι σχετικά με ανατρεπτικές οργανώσεις. Αν οι μάρτυρες του Ιεχωβά εθεωρούντο στασιασταί, θα είχε κάμει ο Υπουργός Δικαιοσύνης τις ανωτέρω δηλώσεις; Θα περίμεναν οι κυβερνητικοί, αξιωματούχοι της Αυστραλίας μέχρι τον Ιανουάριο του 1941 για να θέσουν σε ισχύ την απαγόρευσι;
Αβάσιμοι Ισχυρισμοί
Το Ομοσπονδιακόν Υπουργικόν Συμβούλιον της Αυστραλίας απεφάσισε να θέση υπό απαγόρευσι τους μάρτυρες του Ιεχωβά, προφανώς λόγω του κλεισίματος των ραδιοφωνικών σταθμών που λειτουργούσαν από τους Μάρτυρες, των οποίων τα προγράμματα δήθεν «προσέφεραν βοήθεια εις [τον] εχθρό.» Στις 17 Ιανουαρίου 1941, όταν ετέθη σε ισχύ η απαγόρευσις, ο Υπουργός Δικαιοσύνης έδωσε οδηγίες να κατασχεθούν αρκετές περιουσίες που κατείχαν οι μάρτυρες του Ιεχωβά στην Αυστραλία. Έγιναν πολλές εισβολές εκ μέρους της αστυνομίας. Κατέσχον παντού βιβλία, Γραφές, φωνογράφους και δίσκους που χρησιμοποιούσαν οι μάρτυρες του Ιεχωβά στο έργο του κηρύγματος των. Ειρηνικοί και νομοταγείς πολίτες συνελήφθησαν κι εφυλακίσθηκαν.
Οι ισχυρισμοί, όμως, εναντίον των ραδιοφωνικών σταθμών ήσαν αβάσιμοι. Δεν εδίωξαν κανένα μάρτυρα του Ιεχωβά λόγω προδοσίας ή στασιαστικής ενεργείας. Μολονότι το Υπουργείον Ναυτικού είχε ζητήσει να κλείσουν αυτοί οι σταθμοί, ο Σερ Ρέηγκνορ Κόλβιν, Αντιναύαρχος, που ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια της φορτώσεως των εμπορευμάτων, διαβεβαίωσε ενώπιον μιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής το 1943 ότι οι σταθμοί δεν είχαν μεταδώσει κανένα ανατρεπτικό πρόγραμμα.
Οι Αυστραλοί Στέλνουν Επιστολές Διαμαρτυρίας
Μερικοί έφριξαν με την αυθαίρετη ενέργεια που ελήφθη εναντίον των μαρτύρων του Ιεχωβά. Η Κυβέρνησις της Αυστραλίας έλαβε την ακόλουθη επιστολή διαμαρτυρίας από τον εν ενεργεία Γραμματέα της επιτροπής του Κρατικού Εργαστηρίου Σιδηροδρόμων:
«Με ειδική απόφασι η επιτροπή μου μ’ εξουσιοδότησε να διαμαρτυρηθώ έντονα για την απαγόρευσι ενός θρησκευτικού σώματος που είναι κοινώς γνωστοί ως Μάρτυρες του Ιεχωβά.
«Μολονότι δεν υποστηρίζει καμμιά θρησκευτική ομάδα, αυτή η επιτροπή που αντιπροσωπεύει 3.000 εργάτες πιστεύει ότι μια από τις αιτίες του παρόντος πολέμου και ο λόγος που πολεμούμε είναι η επιθυμία να δώσωμε σε κάθε άτομο το δικαίωμα της ελευθερίας λατρείας, δικαίωμα που αρνήθηκε ο Φασισμός, και πιστεύει ότι η Κυβερνητική ενέργεια της αρνήσεως αυτού του δικαιώματος μυρίζει Φασισμό. Η επιτροπή θα δεχόταν με χαρά μια διαβεβαίωσι ότι η απαγόρευσις θα επανεξετασθή, επειδή πιστεύομε ότι η αντίφασις είναι φανερή.»
Ένας Πρεσβυτεριανός κληρικός έδειξε ένα πνεύμα αντίθετο με το πνεύμα πολλών Αυστραλών κληρικών, όταν έγραψε την επόμενη επιστολή στον Υπουργό Δικαιοσύνης:
«Γράφω για να διαμαρτυρηθώ για την παραβίασι του Συντάγματος με το ν’ απαγορευθή η ελευθερία λατρείας στους Μάρτυρας του Ιεχωβά . . . Ως Βρεταννός . . . δεν σκέφθηκα ποτέ ότι θα ζούσα σε κάποιο μέρος της Βρεταννικής Αυτοκρατορίας όπου θα ηρνούντο την ελευθερία λατρείας σε οποιονδήποτε . . . Δεν ελήφθη αυτή η ενέργεια επειδή οι Μάρτυρες του Ιεχωβά επέκριναν την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία; . . . Γιατί δεν απαντά δημοσίως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στην πρόκλησι των Μαρτύρων του Ιεχωβά;»
Η Συνωμοσία Στρέφεται Εναντίον των Συνωμοτών
Πώς επηρέασε τη δραστηριότητα των μαρτύρων του Ιεχωβά αυτή η αυθαίρετη ενέργεια εναντίον των; Τι έκαμε ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι του Ιησού Χριστού όταν το Ιουδαϊκό συνέδριο ‘τους παρήγγειλε ρητώς να μη διδάσκουν εν τω ονόματι του Ιησού’; Η Αγία Γραφή μάς πληροφορεί: «Αποκριθείς δε ο Πέτρος και οι απόστολοι, είπον· Πρέπει να πειθαρχώμεν εις τον Θεόν μάλλον παρά εις τους ανθρώπους.» (Πράξ. 5:28, 29) Μολονότι δεν είχαν έντυπη ύλη, οι Αυστραλοί Μάρτυρες συνέχισαν να κηρύττουν στους γείτονες των χρησιμοποιώντας μόνο την Αγία Γραφή. Ως αποτέλεσμα, ο αριθμός των μαρτύρων του Ιεχωβά στην Αυστραλία αυξήθηκε από 2.532 που ήταν στην αρχή της απαγορεύσεως σε 4.328 αμέσως μόλις ήρθη η απαγόρευσις, μια αύξησις 70 και πλέον τοις εκατό στη διάρκεια των δυόμισυ ετών της απαγορεύσεως.
Εκείνοι που συνωμότησαν για να τεθούν υπό απαγόρευσιν οι μάρτυρες του Ιεχωβά βρέθηκαν σε δυσκολότερη ακόμη κατάστασι. Πώς συνέβη αυτό; Μια υπόθεσις εφέρθη στο δικαστήριο για εξέτασι. Η Εκκλησία της Αδελαΐδος των Μαρτύρων του Ιεχωβά, των οποίων την Αίθουσα Βασιλείας κατέσχε η κυβέρνησις, ενήργησε ως μηνυτής. Ο Δικαστής Σταρκ άκουσε αυτή την υπόθεσι στις 23-25 Νοεμβρίου 1942. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα;
Αφού άκουσε τα επιχειρήματα της δίκης, ο δικαστής εξέφρασε την πεποίθησί του «ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν ασχολούνται σε καμμιά στασιαστική ενέργεια ούτε στην εκτύπωσι και έκδοσι στασιαστικών λόγων.» Είπε ότι η απαγόρευσις ήταν «αυθαίρετη, παράξενη και καταπιεστική.» Η γνώμη του Δικαστού Σταρκ ήταν ότι έπρεπε να επανεξετασθή απ’ όλη την απαρτία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η διαταγή του Γενικού Διοικητού να τεθούν υπό απαγόρευσι οι μάρτυρες του Ιεχωβά.
Το Ανώτατο Δικαστήριο άκουσε την υπόθεσι κι αποφάσισε να άρη την απαγόρευσι, αποκαθιστώντας πλήρη θρησκευτική ελευθερία στους μάρτυρες του Ιεχωβά. Σχετικά με τους ισχυρισμούς μερικών, όπως του Αρχιεπισκόπου Γκιλρόη, ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είναι πράγματι Χριστιανική θρησκεία, ο Δικαστής Λάθαμ έκαμε τα εξής σχόλια:
«Αυτό που είναι θρησκεία για κάποιον είναι δεισιδαιμονία για κάποιον άλλον. Μερικές θρησκείες θεωρούνται ηθικά κακές από τους υποστηρικτάς κάποιου άλλου πιστεύω . . . Το άρθρον 116 διακηρύττει όχι μόνον την αρχή της ανοχής όλων των θρησκειών, αλλ’ επίσης την αρχή της ανοχής της απουσίας θρησκείας . . . [αυτό] δεν απαιτεί την προστασία της θρησκείας μιας πλειονότητος. Η θρησκεία της πλειονότητας των ανθρώπων μπορεί να φροντίση για τον εαυτό της. Το άρθρον 116 απαιτεί να προστατεύεται η θρησκεία (ή η απουσία θρησκείας) των μειονοτήτων και, ιδιαιτέρως, των μη δημοφιλών μειονοτήτων.»
Από την άρσι της απαγορεύσεως που έγινε τριάντα περίπου χρόνια προηγουμένως, οι μάρτυρες του Ιεχωβά στην Αυστραλία είναι πολυάσχολοι στο να μιλούν για τις Βιβλικές αλήθειες στους γείτονες των. Τώρα υπάρχουν περισσότεροι από 27.500 μάρτυρες του Ιεχωβά που είναι δραστήριοι στους «αντίποδες.» Το 1972, η Εταιρία Σκοπιά άνοιξε ένα νέο τυπογραφείο στο Σίδνεϋ. Εκεί τυπώνονται κάθε μήνα περίπου 800.000 Βιβλικά εκπαιδευτικά περιοδικά, που παρέχουν Βιβλική εκπαιδευτική ύλη σε είκοσι πέντε χώρες. Τα ταπεινά άτομα σ’ όλη την Αυστραλία είναι πράγματι ευτυχισμένα διότι η συνωμοσία εναντίον της ελευθέρας λατρείας στη χώρα τους ματαιώθηκε.